UBITATUM ENTERPRISES LTD κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ.1599/2011, 24/4/2015

ECLI:CY:AD:2015:D284

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                             (Υπόθεση  Αρ.1599/2011)

 

 24 Απριλίου, 2015

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

1.  UBITATUM ENTERPRISES LTD,

2.  KIOUZIN MUSTAFA ALI HIKMET ΑΛΛΩΣ HIMKET

ALI MOUSTAFA KIOUZIN ΑΛΛΩΣ GUZIN MUSTAFA

VEYSI ΑΛΛΩΣ GUZIN MOUSTAPHA ΑΛΛΩΣ GUZIN

VEYSI ΑΛΛΩΣ GUZIN MOUSTAFA VEYSI,

         

                                                  Αιτήτριες,

 

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ

 ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

2.  ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,   

 

                                Καθ΄ων η αίτηση.

_ _ _ _ _

 

Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τις Αιτήτριες.

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους  Καθ’ ων  η αίτηση.

_ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή τους, οι αιτήτριες αξιώνουν την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/η συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να εγκρίνουν ή μη εγκρίνουν την μεταβίβαση στο όνομα της Αιτήτριας 1 των 2/3 της ακίνητης ιδιοκτησίας με αριθμό εγγραφής 4/0/1/7/2125, Φ.Σχ. 50/080302, τεμάχιο 1080 που βρίσκεται στη Λεωφόρο Αρτέμιδος στην ενορία Σκάλας του Δήμου Λάρνακας της Επαρχίας Λάρνακας, ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2, δεν έπρεπε να είχε γίνει και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεστεί.»

 

Η αιτήτρια 2, Τουρκοκυπριακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1925 και μετανάστευσε το 1969 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, των οποίων απέκτησε την υπηκοότητα το 1972.

 

Στις 30.12.2009, συνήψε, μέσω αντιπροσώπου, έγγραφη συμφωνία με βάση την οποία πώλησε στην αιτήτρια 1, Ubinatum Enterprizes Ltd, την ακίνητη ιδιοκτησία της στη Λάρνακα, δηλαδή τα 2/3 του τεμαχίου 1080, επί της Λεωφόρου Αρτέμιδος, στην ενορία “Σκάλας” (χωράφι στη τοποθεσία “Τουρκικό Γήπεδο Ποδοσφαίρου”), έναντι τιμήματος ύψους €2.128.000.

 

Μετά την προσκόμιση του πωλητηρίου εγγράφου και της δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου για κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, ο δικηγόρος της αιτήτριας 2 προέβη σε δύο γραπτά διαβήματα, ημερομηνίας 14.6.2011 και 26.7.2011 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, ζητώντας τη συγκατάθεσή του για την αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91 ως έχει τροποποιηθεί).

 

Σχετική επιστολή  κοινοποιήθηκε επίσης και από τον Τ/κ Δικηγόρο της αιτήτριας 2, Gunesch Mentesh, προς Λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών με ημερομηνία 3.11.2011.

 

Ενώ η εξέταση του θέματος βρισκόταν ακόμη σε εκκρεμότητα, οι αιτήτριες προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 30.11.2011.

 

Για σκοπούς πληρότητας των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την καταχώρηση της προσφυγής, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λάρνακας υπέβαλε στις 8.12.2011 σχετική έκθεση στο Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/κ Περιουσιών (“ο Διευθυντής”). Σύμφωνα με την έκθεση, η αγοραία αξία του τεμαχίου 1080 ανερχόταν στα €9.000.000,00.

 

Στη συνέχεια, ο Διευθυντής ζήτησε από τον Έπαρχο Λάρνακας λεπτομερή έκθεση αναφορικά με το υφιστάμενο καθεστώς κατοχής και χρήσης του τεμαχίου 1080 για περαιτέρω εξέταση του όλου θέματος.

 

Η απάντηση του Επάρχου παραλήφθηκε από την αρμόδια υπηρεσία στις 5.9.2012  και στη συνέχεια, στις 3.2.2013, Διευθυντής αποτάθηκε στον Προϊστάμενο της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.) για να επαληθεύσει την ακρίβεια των δοθέντων στοιχείων διαμονής της αιτήτριας 2 και να διερευνηθεί το κατά πόσον αυτή κατείχε Ε/κ περιουσία στα κατεχόμενα.

 

Η Κ.Υ.Π., με επιστολή της ημερομηνίας 11.9.2014, έδωσε κάποιες σχετικές πληροφορίες, και εισηγήθηκε όπως ζητηθούν από τις αιτήτριες περισσότερα στοιχεία για σκοπούς εξέτασης της υπόθεσης και ενώ στο μεταξύ ο Διευθυντής πληροφόρησε με επιστολή του ημερομηνίας 3.12.2013, το δικηγόρο των αιτητριών ότι, λόγω της μεγάλης αξίας της πωλούμενης περιουσίας, το θέμα επρόκειτο να τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη απόφασης.

 

Με την τελευταία καταχωρημένη στο φάκελο επιστολή του ημερομηνίας 22.1.2015, προς τον Κηδεμόνα, ο δικηγόρος της αιτήτριας,  ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσον είχε ληφθεί κάποια απόφαση, “είτε θετική είτε αρνητική” και εξέφρασε την άποψη ότι ο Κηδεμόνας θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια του υπέρ των αιτητριών και να εξετάσει το όλο θέμα υπό το φως και της τροποποίησης του Ν.139/91 και πιο συγκεκριμένα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3 αυτού.

 

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, στις 29.12.2008, ο Κηδεμόνας Τ/κ περιουσιών, επέρριψε ένα παρόμοιο αίτημα, δηλαδή δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για αποδοχή ενός άλλου πωλητηρίου εγγράφου που αφορούσε τη μεταβίβαση του υπόλοιπου 1/3 του τεμαχίου 1080, ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος Τ/Κ Sabhi Kiamil Kenan στην εταιρεία Akanthiotis Developers Ltd, γιατί κατά την άποψη του, δεν συνέτρεχαν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που είχαν καθοριστεί με την απόφαση αρ. 60.821 ημερομηνίας 15.9.2004, του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Οι αιτήτριες υποστηρίζουν ότι με βάση το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης προκύπτει συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας των καθ’ ων η αίτηση, δηλαδή παράλειψή τους να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν την μεταβίβαση της επίδικης ιδιοκτησίας στην Ubinatum Enterprizes Ltd και επιδιώκουν δηλωτική απόφαση του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω παράλειψη δε θα έπρεπε να είχε γίνει και οτιδήποτε έχει παραληφθεί θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.

 

Σύμφωνα με τις αιτήτριες, η παράλειψη είναι παράνομη διότι έχει ως έρεισμα τις πρόνοιες του Ν.139/91, ο οποίος δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, εφόσον η αιτήτρια 2, έχει μεν Τουρκοκυπριακή καταγωγή, αλλά είναι αμερικανικής υπηκοότητας και είχε μεταναστεύσει στις Η.Π.Α το 1969, γεγονός που την θέτει εκτός της εμβέλειας του Νόμου. Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους, οι αιτήτριες επικαλούνται το προοίμιο του Ν.139/91, στο οποίο γίνεται λόγος για μαζική μετακίνηση του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, η οποία οδήγησε στην εγκατάλειψη των περιουσιών για την προστασία και διαχείριση των οποίων κατέστη αναγκαία η θέσπιση νομοθετικών μέτρων.

 

Εφόσον, υποστηρίζουν, η αιτήτρια 2 δεν είχε μετακινηθεί, ούτε και εγκατέλειψε την ιδιοκτησία της, συνεπεία της Τουρκικής εισβολής, αλλά είχε προ πολλού μεταναστεύσει στο εξωτερικό, η περίπτωσή της δεν υπάγεται στις πρόνοιες του Ν.139/91 και, ως εκ τούτου, η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση στην έκταση που στηρίχθηκε σ’ αυτές είναι παράνομη.

 

Επιπρόσθετα, ο Ν.139/91, στο μέτρο που εισάγει, κατά την άποψή τους, αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας Κυπρίων πολιτών και δη των τουρκοκυπρίων που είχαν την κατοικία τους στο εξωτερικό πριν από την Τουρκική εισβολή και των οποίων η περιουσία στην Κύπρο, δεν χρήζει της προστασίας του Κηδεμόνα, παραβιάζει τα Άρθρα 28 και 23 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου και το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο 13(ΙΙΙ)/2002, τα άρθρα 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου Περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Νόμο 14/69,  τα άρθρα 13 και 177 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα άρθρο 6, 7, 11 και 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 1Α του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και το Άρθρο 169 του Συντάγματος που επιβάλλει την αυξημένη ισχύ των διεθνών συνθηκών, συμφωνιών και συμβάσεων έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητριών προσκρούουν στο δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας και, ως εκ τούτου, προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον.

 

Όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα του φακέλου, τόσο ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, όσο και ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος της αιτήτριας 2, είχαν αποταθεί πριν από την υπογραφή του πωλητηρίου στον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, ζητώντας την συγκατάθεση ή την άδειά του για να προβούν στο διαχωρισμό και πώληση της επίδικης ιδιοκτησίας. Σχετικές είναι οι επιστολές ημερομηνίες 10.08.2009, 17.11.2009, 23.7.2010.

 

Ο Κηδεμόνας είχε πληροφορήσει τότε στην αιτήτρια ότι θα έπρεπε να υποβληθεί η σχετική αίτηση με το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, δεόντως χαρτοσημασμένο, στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, για να εξεταστεί στη συνέχεια κατάλληλα, το ζήτημα μέσα στα πλαίσια των σχετικών εξουσιών του, οι οποίες και της είχαν ευθύς εξ’ αρχής υποδειχθεί.

 

Αλλά και αργότερα, μετά τη σύναψη της συμφωνίας, οι αιτήτριες δεν αμφισβήτησαν την εφαρμογή του Ν.139/91 ή την αρμοδιότητα του Κηδεμόνα να δώσει τη σχετική συγκατάθεση.

 

Αντίθετα,  με τις επιστολές του δικηγόρου τους, που ακολούθησαν την κατάθεση των σχετικών εγγράφων στο Κτηματολόγιο, ημερομηνίας 14.6.2011 και 26.7.2011, οι αιτήτριες απευθυνόμενες στον “Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών”, όχι μόνον  τον καλούσαν να εξετάσει “το όλο θέμα υπό το φως και της πρόσφατης τροποποίησης του περί Τουρκοκυπριακών περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές διατάξεις), Ν.139/91” αλλά, επιπρόσθετα, ζητούσαν από αυτόν να ασκήσει υπέρ τους τη σχετική διακριτική ευχέρεια του, επικαλούμενοι μάλιστα τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Ν.139/91.

 

Την ίδια άποψη εξέφρασαν και σε μια πρόσφατη επιστολή τους, (ημερομηνίας 22.1.2015) μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, οι αιτήτριες δε νομιμοποιούνται, να αποδοκιμάζουν στο παρόν στάδιο τις πρόνοιες του Ν.139/91 και τις εξ’ αυτού απορρέουσες εξουσίες του Κηδεμόνα, τις οποίες προηγουμένως επιδοκίμασαν και/ή αποδέκτηκαν.

 

Δεδομένου ότι είχαν αποταθεί ανεπιφύλακτα στο Κηδεμόνα, επιδιώκοντας την συγκατάθεσή του για την έγκριση της μεταβίβασης, επικαλούμενοι μάλιστα συγκεκριμένες πρόνοιες του Ν. 139/91, δε νομιμοποιούνται να προβάλλουν στη συνέχεια, επειδή δεν υπήρξε άμεση απάντηση, ή επειδή το αίτημά τους δεν έλαβε την, κατά την άποψη τους, προσδοκώμενη τροπή, ως λόγους ακυρώσεως, ισχυρισμούς για αντισυνταγματικότητα του Νόμου και αναρμοδιότητα του Κηδεμόνα να εξετάσει την περίπτωση τους.

 

Οι προεκτάσεις της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους, έχουν εξεταστεί σε πληθώρα αποφάσεων, στις οποίες επισημάνθηκε, ότι η παράλληλη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία μιας κατάστασης, παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις (βλ. Σαββίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 249, Κάππας v. Oργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36,  Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345 και Δημοκρατία v. China Wanbao Engin.Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406).

 

Πέραν τούτου, το ζήτημα της συνταγματικότητας του Ν.139/91 έχει εξεταστεί από την Ολομέλεια στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) ΑΑΔ 1275, και στην Shakir a.o. v. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 54, όπου αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι οι πρόνοιες του δικαιολογούνται με βάση το δίκαιο της ανάγκης.

 

Επί της ουσίας, οι αιτήτριες υποστηρίζουν ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να εγκρίνουν τη δήλωση μεταβίβασης, εφόσον αυτή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την περάτωση της μεταβίβασης και εφόσον υπήρξε προς τούτο προηγούμενη όχληση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του Συντάγματος, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η επίδικη παράλειψη, η οποία συνιστά ουσιαστικά σιωπηρή άρνηση της έγκρισης της μεταβίβασης, πάσχει και για τον επιπρόσθετο λόγο της έλλειψης αιτιολογίας.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητριών δεν ευσταθούν. Τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτουν ότι το αίτημά τους βρισκόταν υπό εξέταση, κατά το στάδιο της καταχώρησης της προσφυγής, και δεν έχει ακόμα οριστικά αποφασιστεί.

 

Πιο συγκεκριμένα, η Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, με σχετική επιστολή της ημερομηνίας 30.4.2012 πληροφόρησε τον Τ/Κ δικηγόρο της αιτήτριας 2, ότι η αίτησή της είχε υποβληθεί στον Κηδεμόνα και ότι θα ετύγχανε της σχετικής ενημέρωσης μόλις λαμβανόταν η τελική απόφαση.

 

Ακολούθως, στις 9.8.2012, όπως προεκτέθηκε, ο Έπαρχος κοινοποίησε στον Κλάδο Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, τα στοιχεία που του είχαν ζητηθεί αναφορικά με την κατοχή και χρήση του τεμαχίου αρ. 1080 και στη συνέχεια ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας 3.12.2013, πληροφορίες για τη διαμονή και τα περιουσιακά στοιχεία της αιτήτριας 2 στα κατεχόμενα, από τον Προϊστάμενο της Κ.Υ.Π., η  απάντηση της οποίας κοινοποιήθηκε με απόρρητο έγγραφο ημερομηνίας 11.9.2014.

 

Σύμφωνα με επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή, του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 3.12.2013, προς το δικηγόρο των αιτητριών, το θέμα επρόκειτο να τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη απόφασης, λόγω της μεγάλης αξίας της πωλούμενης περιουσίας. Στην ίδια επιστολή διευκρινιζόταν ότι “βάσει της ακολουθούμενης πολιτικής και σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου του 2006, περιπτώσεις αγοραπωλησιών Τ/Κ περιουσίας αγοραίας αξίας άνω των €341.720,29 υποβάλλονται από τον Υπουργό Εσωτερικών στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση”.

 

Στην τελευταία επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Δικηγόρο των αιτητριών, ημερομηνίας 6.3.2015, αναφέρεται, ότι “για την ολοκλήρωση της εξέτασης του όλου θέματος και λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, θα πρέπει να μας προσκομισθούν περαιτέρω στοιχεία για την Τ/Κ πωλήτρια Kiouzin Moustafa Ali Hikmet και τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της Dr. Djaner Safa.

 

Η απαίτηση για παρουσίαση επιπρόσθετων στοιχείων τέθηκε, όπως ήδη επισημάνθηκε, καθ’ υπόδειξη της Κ.Υ.Π.

 

Τα γεγονότα που παρατέθηκαν δεν στοιχειοθετούν παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση.

 

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 – 1959, σελ. 243:

 

«Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας, προσβλητή επί ακυρώσει δι’ αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις δια σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ορισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του Νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής δια την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας.»

     

Στη Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 165, στη σελ. 167, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το επίδικο θέμα όπως στοιχειοθετείται στην προσφυγή, συνίσταται στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος. Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο (βλ. μεταξύ άλλων, Μustafa Humza Uludag v, Republic 5 R.S.C.C. 131, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, The Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 405 και Εkaterini Colocassidou Costea v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115).

 

Όπου ο νόμος παρέχει εξουσία για διοικητική ενέργεια και αφήνει την άσκησή της στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να προβεί στη λήψη απόφασης δεν είναι εκτελεστή. Η έκδοση απόφασης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης είναι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και απόφαση η οποία συναρτάται με αυτή.»

 

 Όπως τονίστηκε στη Δήμος Λάρνακας v. Μοbil Oil Ltd (1995) 3 ΑΑΔ 400:

 

«Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποίαν επιβάλλει ο νόμος. Σ’ εκείνη την περίπτωση η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποίαν ενέχει ο όρος «παράλειψη» στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ’ εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ’ εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.»

 

Η επίκληση εκ μέρους της αιτήτριας συγκεκριμένων προνοιών του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου του 1965 (Ν.9/65), δεν ενισχύει την επιχειρηματολογία της, καθότι στην παρούσα περίπτωση, η ευθύνη για τη λήψη της απόφασης δεν ανήκει στο Κτηματολόγιο κατά την άσκηση της εξουσίας του για μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας, αλλά στο όργανο στο οποίο ανήκει η εφαρμογή του Ν.139/91, δηλαδή στoν Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τ/κ περιουσιών (βλ. Niazi v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) 2009 3 AAΔ.218).

 

Η δυνατότητα άρσης της διαχείρισης Τ/κ περιουσίας προβλέπεται στην επιφύλαξη του άρθρου 3 του Ν.139/91, ως ακολούθως:

 

«Νοείται ότι στα πλαίσια άσκησης της πιο πάνω εξουσίας του να διαχειρίζεται Τουρκοκυπριακές περιουσίες διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, ο Υπουργός έχει επίσης εξουσία ως διαχειριστής, να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη σε σχέση με τη διαχείριση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα αυτό παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσον ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι του στον τίτλο ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.»

 

Η πιο πάνω εξουσία του Κηδεμόνα, εμπίπτει στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του, κατά τη διαχείριση των Τ/κ περιουσιών,   (Niazi v. Δημοκρατίας (Αρ.2) 2009 3 ΑΑΔ 597 και Mehmet Unal v. Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. 1902/2012, ημερομηνίας 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D332) και είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα πρέπει να ιδωθεί το αίτημα των αιτητριών για αποδέσμευση του τεμαχίου 1080 από το καθεστώς διαχείρισης.

 

Επί του οποίου είναι προφανές ότι δεν έχει ληφθεί τελική απόφαση, αφού το ζήτημα φαίνεται ότι βρίσκεται ακόμα υπό εξέταση.

 

Δεδομένου όμως ότι η διοικητική ενέργεια για την άρση της διαχείρισης συγκεκριμένης Τ/κ περιουσίας, δυνάμει του άρθρου 3 πιο πάνω, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και εν προκειμένω του Κηδεμόνα, ούτε η καθυστέρηση της οριστικής απόφασης, αλλά ούτε και η εκ της κατ’ ισχυρισμό παράλειψης, τεκμαιρομένη - κατά τις αιτήτριες - άρνηση, συνιστούν εκτελεστές πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή.

 

Αναφορικά με το Άρθρο 29 του Συντάγματος (δικαίωμα αναφοράς), το οποίο επικαλούνται οι αιτήτριες, δεν έχει εφαρμογή στη παρούσα υπόθεση.

 

Για την επίκληση του Άρθρου 29 πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, αφενός το αντικείμενο της αίτησης να βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και, αφετέρου, να μην αξιώνεται ξεχωριστή θεραπεία σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του (βλ. Κyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Georghiades v. Republic (1966) 3 CLR 153).

 

Στην παρούσα περίπτωση, οι αιτήτριες, αναπτύσσοντας στους λόγους ακυρώσεως που σχετίζονται με την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας υπεισέρχονται στην ουσία του αιτήματος τους, στρεφόμενες ουσιαστικά εναντίον της κατ’ ισχυρισμόν αρνητικής απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.

 

Δεν μπορούν, επομένως, να επικαλούνται και την παράλειψη αναφοράς του Άρθρου 29.

 

   Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα της υπόθεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των αιτητριών.

 

 

                                                                      Κ. Σταματίου,

                                                                                Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο