ΣΩΤΗΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 2121/2013, 8/5/2015

ECLI:CY:AD:2015:D312

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           Υπόθεση  Αρ. 2121/2013

 

8 Μαΐου, 2015

                                    

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΣΩΤΗΡΗ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ

                                                            Αιτητή

-      και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ων  η αίτηση

                                   …………………

 

A. Kωνσταντίνου, για τον Αιτητή

Ελ. Παπαγεωργίου (κα), για τους  Καθ’ ων  η Αίτηση

Ν. Νικολαϊδου (κα), για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ:     Ο αιτητής  αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερ. 27.3.2013 με την οποία επελέγη ο Κωστάκης Γεωργίου (ΕΜ) ως ο καταλληλότερος για προαγωγή στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία.

 

     Τα ουσιώδη γεγονότα της προσφυγής έχουν ως ακολούθως:

 

     Η διαδικασία πλήρωσης μιας θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Α΄ στο Τμήμα Τελωνείων (στο εξής η Θέση), η οποία επρόκειτο να κενωθεί λόγω πλήρωσης μιας κενής μόνιμης θέσης Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού, τέθηκε σε κίνηση κατόπιν σχετικού διαβήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ.

 

   Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος στις 7.11.2012, όπου αποφάσισε  ότι ως πρώτος ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων θα θεωρείτο η ημερομηνία έναρξης της ισχύος της προαγωγής στη θέση Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού.

 

  Ακολούθησε η συνεδρία ημερ. 27.3.2013, κατά την οποία, η ΕΔΥ, αφού εξέτασε τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και καθόρισε τους 118 προάξιμους με βάση την αρχαιότητα τους, άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή Τελωνείων (στο εξής ο Διευθυντής) ο οποίος πρότεινε το ΕΜ αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

 

«Ο Κωστάκης Γεωργίου υπηρετεί στο Τμήμα Τελωνείων από το 1989 και είναι τοποθετημένος στο Αρχιτελωνείο, στα θέματα των Κανόνων Καταγωγής.

 

    Υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που δεν συστήνονται.

   

      Όσον αφορά την αξία, υπερέχει ή δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Εκθέσεις των τελευταίων δέκα ετών, έναντι όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται.

   

     Σε σχέση με τα προσόντα, έλαβα υπόψη μου ότι ορισμένοι υποψήφιοι, όπως αναφέρεται πιο κάτω, κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή επαγγελματικό προσόν ή μετεκπαίδευση και τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα, οι εν λόγω όμως υποψήφιοι υστερούν σε αρχαιότητα και δεν υπερέχουν σε αξία.

   

     Συνεκτιμώντας το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων και αποδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Γεωργίου Κωστάκης υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι όλων των πιο κάτω υποψηφίων που δεν συστήνονται, κρίνεται ως καταλληλότερος και συστήνεται για προαγωγή.

    

     Έλαβα υπόψη μου ότι οι υποψήφιοι … Αναστασιάδης Σωτήρης … οι οποίοι δεν συστήνονται, κατέχουν μεταπτυχιακό ή επαγγελματικό προσόν, το οποίο είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, και, ως εκ τούτου, του απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα».

 

 

     Η ΕΔΥ, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας τα τρία καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής ( αξία – προσόντα – αρχαιότητα), όπως αυτά προέκυπταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και  λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, κατέληξε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του στη Θέση από 1.5.2013 με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

 

«Επιλέγοντας τον Γεωργίου Κωστάκη, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός υπερέχει σε αρχαιότητα, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και επιπλέον διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.

 

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που υστερούν σε αρχαιότητα και δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν επιπρόσθετα μεταπτυχιακά ή επαγγελματικά προσόντα, τα οποία είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά παρατήρησε ότι τα προσόντα αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ενώ οι μη επιλεγέντες κάτοχοί τους υστερούν έναντι του επιλεγέντα σε αρχαιότητα, δεν υπερέχουν σε αξία και, επιπλέον, δεν διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή. Ως εκ τούτου, συνεκτιμώντας τα εν λόγω προσόντα με τα υπόλοιπα στοιχεία και αποδίδοντας σ’ αυτά την ανάλογη βαρύτητα, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να κλείνουν την πλάστιγγα υπέρ των μη επιλεγέντων κατόχων τους».

 

 

   Εναντίον της πιο πάνω κρίσης, ο αιτητής προβάλλει ότι υπερείχε σε προσόντα λόγω ενός πρόσθετου επαγγελματικού προσόντος (εγγραφή δικηγόρου) που είχε κριθεί ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, η κατοχή του οποίου δεν μπορούσε να παραγκωνισθεί προς όφελος της απομακρυσμένης αρχαιότητας του ΕΜ.  Επομένως, κατά τον αιτητή, η στάθμιση των δεδομένων της αρχαιότητας και των προσόντων των διαδίκων έγινε κάτω από συνθήκες πλάνης που επηρέασαν τόσο τη σύσταση του Διευθυντή όσο και την τελική κρίση της ΕΔΥ που την υιοθέτησε, ανατρέποντας το βάθρο της αιτιολογίας τους.

 

    Αντίθετη είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση και του ΕΜ, οι οποίοι απαντούν ότι η σύσταση ήταν εύλογη και αιτιολογημένη και ορθά ακολουθήθηκε ως ένα στοιχείο που προσμετρούσε στην αξία του συστηνόμενου. Απορρίπτοντας δε τις εισηγήσεις περί εμφιλοχώρησης πλάνης, επισημαίνουν ότι η κατοχή επιπρόσθετο ακαδημαϊκού προσόντος εκ μέρους ενός υποψηφίου, δεν αποδεικνύει από μόνη της έκδηλη υπεροχή και ότι στη παρούσα περίπτωση τόσο τα επιπρόσθετα προσόντα όσο και η αρχαιότητα των υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη και έλαβαν την ανάλογη βαρύτητα μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ.

    

     Εκ μέρους του ΕΜ, γίνεται επίκληση μιας τρίμηνης (22.9.1996 – 22.12.1996) εκπαίδευσης που έτυχε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κοινοτική Τελωνειακή Νομοθεσία, προσόν που, όπως υποστηρίζει, έτυχε πλήρους πρακτικής εκμετάλλευσης από το Τμήμα. Περαιτέρω,  προβάλλεται το επιχείρημα ότι είχε, λόγω αρχαιότητας, κατά τεκμήριο μεγαλύτερη πείρα που επαύξανε την αξία του και, εν κατακλείδι, ότι κάτω από τις περιστάσεις, το τεκμήριο νομιμότητας της επίδικης απόφασης δεν έχει ανατραπεί καθότι ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι υπερείχε έκδηλα του EM, ούτως ώστε να είναι δυνατή η παρέμβαση του Δικαστηρίου.

    Όπως αποκαλύπτουν οι προσωπικοί φάκελοι και οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, οι διάδικοι είναι ισοδύναμοι στη βαθμολογημένη αξία, έχοντας αξιολογηθεί με «Εξαίρετα» σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης της πενταετίας 2007 - 2011, ισοδυναμία που επεκτείνεται και σε προγενέστερες  εκθέσεις.

 

    Αναφορικά με τα προσόντα, ο αιτητής είναι πτυχιούχος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγεγραμμένος Δικηγόρος, ενώ το ΕΜ κατέχει δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Μηχανολογίας του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.) και Bachelor of Science in Mechanical Engineering, University of Arkansas, Η.Π.Α.

 

    Στο κριτήριο της αρχαιότητας, οι διάδικοι προήχθησαν στην προηγούμενη της επίδικης θέση την ίδια ημερομηνία, 1.11.2001, ενώ παρατηρείται ένα προβάδισμα του ΕΜ στη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού 3ης Τάξης, την οποία κατείχε από 15.6.89 ενώ η αντίστοιχη ημερομηνία για τον αιτητή είναι η 18.1.1993.

 

   Συστήνοντας το ΕΜ, ο Διευθυντής - την άποψη του οποίου υιοθέτησε ουσιαστικά και η ΕΔΥ - προέταξε την υπεροχή του σε αρχαιότητα, «έναντι όλων των υπολοίπων που δεν συστήνονται», στοιχείο στο οποίο, όπως διευκρίνισε, απέδωσε «ιδιαίτερη βαρύτητα». Σημειώνοντας στη συνέχεια την κατοχή από ορισμένους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή, μεταπτυχιακού ή επαγγελματικού προσόντος, το οποίο χαρακτήρισε ως «άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης», ανέφερε ότι αυτό δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν δυνάμει του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι ως εκ τούτου του απέδωσε την «ανάλογη βαρύτητα».

 

     Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της Θέσης, ο κάτοχος της αναλαμβάνει την εκτέλεση καθηκόντων σχετικά με-

 

(α) τον καθορισμό, την επιβολή και είσπραξη τελωνειακών και άλλων προσόδων, την τήρηση λογαριασμών και στοιχείων και τον έλεγχο των προσόδων του Τμήματος·

 

(β)   την παραχώρηση απαλλαγών και άλλων τελωνειακών διευκολύνσεων·

 

(γ) την εφαρμογή της νομοθεσίας για την οποία το Τμήμα Τελωνείων είναι υπεύθυνο και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που παραχωρούνται σ’ αυτό·

 

(δ) την πρόληψη και καταστολή λαθρεμπορίου και άλλων παραβάσεων τελωνειακής νομοθεσίας·

 

(ε) τη διεξαγωγή ερευνών για εξακρίβωση παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας. Επιπρόσθετα, επιλαμβάνεται θεμάτων Διεθνών Συμβάσεων, διεξάγει μελέτες και έρευνες σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις, εποπτεύει καθοδηγεί, εκπαιδεύει και ελέγχει κατώτερο προσωπικό και εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.

 

 

   Είναι προφανής η σχετικότητα του πρόσθετου προσόντος του αιτητή με τα καθήκοντα της Θέσης, κάτι το οποίο έχει αναγνωρίσει άλλωστε και ο Διευθυντής.   Το ζητούμενο είναι η βαρύτητα που εν τέλει αποδόθηκε σ’ αυτό πέραν της φραστικής διατύπωσης που περιέχεται στη σύσταση και υπό το πρίσμα των γενικότερων συγκριτικών συσχετισμών των διαδίκων. Στην Πούρος κ.ά. v. Xατζεσταφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 υποδείχθηκε ότι τα πρόσθετα σχετικά προσόντα αξιολογούνται και σταθμίζονται κατά περίπτωση, δηλαδή σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε από την Ολομέλεια ότι κατά την αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων δεν θα πρέπει να δίδεται υπερβολική βαρύτητα αποβαίνουσα σε έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε και εντελώς οριακή, ως αυτά να μην είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

 

    Στη Δημοκρατία v. Aσσιώτη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 395 λέχθηκε ότι η κατοχή μη προβλεπόμενων αλλά σχετικών πρόσθετων προσόντων προσδίδει πλεονέκτημα στον κάτοχο τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και σε περίπτωση που αυτός δεν επιλεγεί, θα πρέπει να δίδονται λόγοι που να τα αντισταθμίζουν.

   

 

     Στη Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, ο εφεσίβλητος-αιτητής αν και υστερούσε οριακά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, διέθετε επιπρόσθετα συναφή προσόντα αλλά δεν συστήθηκε και τελικά δεν επιλέγηκε από την ΕΔΥ. Αποδοκιμάζοντας τους διοικητικούς χειρισμούς, η Ολομέλεια υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

«Ελλείπει η οφειλόμενη όπως κρίνουμε αιτιολόγηση που θα καθιστούσε εφικτό και το δικαστικό έλεγχο, ώστε εκείνα που όντως εμφανίζονται ως πρόσθετα, να δικαιολογείται να θεωρηθούν ως μη προσθέτοντα στις διεκδικήσεις του Μ. Σκλάβου με αναφορά στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων»

 

 

 

  Στην Ανδρέας Μιχαηλίδης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 246/2007, ημερ. 30.9.2008, της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με της παρούσας, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον Νικολαΐδη, Δ.:

 

 

«Σημειώνω ότι τόσο ο Διευθυντής κατά τη σύσταση του, όσο και η Επιτροπή κατά την τελική της απόφαση, αναφέρουν ότι δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα στο επιπλέον προσόν του αιτητή, αναφορά όμως η οποία υπό το φως των περιστάσεων, είναι απλά φραστική διατύπωση.

 

 Δεν έχω αντιληφθεί, πως ενώ οι δύο υποψήφιοι, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ίσοι σε αξία και με συμβολική διαφορά στην αρχαιότητα, αφού δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα σε επιπλέον προσόν, ο Διευθυντής κατέληξε, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος».

 

 

 

     Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση στη Δημοκρατία v. Mιχαηλίδου διαχ. της περιουσίας Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871 στην οποίαν η Ολομέλεια τόνισε τα ακόλουθα:

 

 

«Δεν νοείται αναφορά στην υπηρεσιακή εικόνα, χωρίς στον όρο να περιλαμβάνονται και τα προσόντα ως μέρος της. Είναι δε αυτονόητο πως όταν ο νόμος αναφέρεται και στα προσόντα ως κριτήριο για την επιλογή του καταλληλότερου εννοεί προσόντα που δεν απαιτούνται. Δεν δικαιολογούνται συνεπώς οι σκέψεις στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας περί ισοδυναμίας «όταν τα άλλα δύο στοιχεία κρίσης είναι ίσα» ή οι διατυπώσεις που εμφανίζονται να παραγνωρίζουν πως το δίπλωμα του εφεσίβλητου ασφαλώς του έδιδε υπεροχή στα προσόντα…

 

Σημείωσε, λοιπόν, ο Διευθυντής αλλά στη συνέχεια και η ΕΔΥ, πως δόθηκε σ’ αυτό το δίπλωμα που αναγνωρίστηκε ότι έδιδε στον εφεσίβλητο υπεροχή, «η ανάλογη βαρύτητα» και θεωρούμε πως ορθά ο συνάδερφος μας εντόπισε ουσιώδες έλλειμμα στην αιτιολογία όπως εξηγήθηκε στο απόσπασμα από την απόφαση του που παραθέσαμε».

 

 

 

  Δεδομένου ότι σύμφωνα με τη νομολογία η αρχαιότητα από μόνη της δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα και λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα (βλ. Δημοκρατία v. Xρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ.56, Δημοκρατία v. Mιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και Βασιλειάδης v. Tσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403) και ότι το καθοριστικό στοιχείο είναι η ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη θέση (βλ. Τσουδερός v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 189), η οποία στην παρούσα υπόθεση ήταν, όπως ήδη λέχθηκε, η ίδια και για τους δύο διαδίκους, η αρχαιότητα του ΕΜ δεν μπορούσε να θεωρηθεί, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση, ως επαρκές αντίβαρο στο πρόσθετο και άμεσα σχετικό επαγγελματικό προσόν του αιτητή.  Ούτε ο Διευθυντής αλλά ούτε και η ΕΔΥ εξήγησαν γιατί η αρχαιότητα αυτής της φύσης θα έπρεπε να υπερισχύσει του σχετικού επαγγελματικού προσόντος.

 

 

     Προκύπτει επομένως και εδώ ότι η «ανάλογη βαρύτητα» που δόθηκε από το Διευθυντή και την ΕΔΥ ήταν απλή φραστική διατύπωση, που δεν αναπληρώνει το κενό της ελλιπούς αιτιολογίας. Η απλή λεκτική αναγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή δεν είναι αρκετή εφόσον η αξιολόγηση του φαίνεται ότι ήταν εντελώς οριακή και εκτός νομολογιακού πλαισίου.  Σχετικές, για το θέμα της «ανάλογης βαρύτητας», χωρίς οποιαδήποτε άλλη επεξήγηση, είναι οι Xριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Γρουτίδης v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 37, Χριστίνα Χριστοφίδου κ.ά. v. Aρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 562/2011 κ.ά., ημερ. 26.2.2014, Μαρία Χρυσοστόμου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 783/2011 κ.ά., ημερ. 21.11.2014 και Ελένη Βελιγρατλή Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 212/2012, ημερ. 18.2.2015.

 

 

   Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι και η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε μια ουσιαστική και αντικειμενική σύγκριση των δεδομένων των διαδίκων, αρκούμενη στην επανάληψη των απόψεων του Διευθυντή. Ο ισχυρισμός δε του ΕΜ περί υπέρτερης πείρας του λόγω της συγκεκριμένης αρχαιότητας του, δεν είναι αποδεκτός.  Αφενός κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά ως αιτιολογικό στήριγμα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά συνιστά απλά απόπειρα συμπλήρωσης της αιτιολογίας εκ των υστέρων δια της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου (βλ. J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565) και, αφετέρου, για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα, ως παράγων που επηρεάζει τις προαγωγές θα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις, όπως είναι εδώ η περίπτωση, δεν μπορεί να έχει ουσιαστική βαρύτητα (βλ. Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Μεστάνας v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213).

 

  Η επίκληση μιας τρίμηνης εκπαίδευσης του ΕΜ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποφασιστικός παράγοντας στο ισοζύγιο των προσόντων.  Σύμφωνα με τη νομολογία τα διάφορα πιστοποιητικά παρακολούθησης μαθημάτων και εκπαιδεύσεων δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς στάθμισης (βλ. Μάριος Στεφανίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1207/2011, ημερ. 15.2.2013, Κύπρος Τούμπας κ.ά. Aρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 76/2006, ημερ. 23.11.2009).

 

 

   Τέλος, σ΄ότι αφορά το θέμα της έκδηλης υπεροχής, η αναγκαιότητα απόδειξης της θα εξεταζόταν σε περίπτωση που δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι ακυρότητας που εντοπίστηκαν όπως η πλάνη και η έλλειψη αιτιολογίας.

 

 

  Στη Δημοκρατία v. Mαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817, η Ολομέλεια αποφάνθηκε τα εξής:

 

«Το θέμα όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ως θέμα έκδηλης υπεροχής της κας. Μαυράκη, όπως τείνει τελικά να το θέσει η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στο περίγραμμα της, ώστε η νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ να μην ανατρέπετο από την πρόσδοση σημασίας στα πρόσθετα προσόντα, ούτε αντικρίσθηκε έτσι στην πρωτόδικη απόφαση. Το θέμα τίθεται ουσιαστικά ως θέμα πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με τη σύγκριση των υποψηφίων ως προς τα προσόντα τους που θα καθιστούσαν αποτελεσματικότερη την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και ως θέμα αιτιολόγησης της κρίσης της ΕΔΥ επ’ αυτού, και έτσι εξετάσθηκε πρωτοδίκως».

 

 

     Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €1.400 συν ΦΠΑ έξοδα προς όφελος του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο