ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1423/2011, 1463/2011 και 1464/2011, 29/6/2015

ECLI:CY:AD:2015:D465

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ                                             

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1423/2011,

1463/2011 και 1464/2011)

 

29 Ιουνίου, 2015

 

[K.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

(Υπόθεση Αρ. 1423/2011)

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ  ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Αιτητής,

  KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ης  η αίτηση.

---------

 

                                                                    (Υπόθεση Αρ. 1463/2011)

 

ΣΠΥΡΟΥΛΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

                                                  Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                        Καθ΄ης η αίτηση.

---------

                                                            (Υπόθεση Αρ. 1464/2011)

 

ΣΠΥΡΟΥΛΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

                                                  Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                              Καθ΄ης η αίτηση.

---------

Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή στην 1423/2011.

Σ. Ανδρέου, για την Αιτήτρια στις 1463/2011 και 1464/2011.

Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την  Καθ’ης  η αίτηση.

Δ. Στεφανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στην 1423/2011 και 1464/2011, Νικόλα Αγαθαγγέλου, και Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στην 1423/2011 και Ενδιαφερόμενο Μέρος στην 1463/2011, Εβελίνα Μιχαηλίδου.

Β. Χριστοδουλίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 στην 1423/2011 και Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στην 1464/2011, Χρύσω Μαυρομμάτη.

Θ. Κουσπή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στην 1423/2011 και 1464/2011, Ρεβέκκα Χριστοδούλου, και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στην 1464/2011, Κωνσταντίνο Ευαγγέλου.

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου, ο Χρύσανθος Χρυσάνθου  (αιτητής στην προσφυγή αρ. 1423/2011) και η Σπυρούλα Κυπριανού (αιτήτρια στις προσφυγές αρ. 1463/2011 και 1464/2011) αμφισβητούν το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών Νικόλα Αγαθαγγέλου, Χρύσως Μαυρομμάτη, Ρεβέκκας Χριστοδούλου, Εβελίνας Μιχαηλίδου και Κωνσταντίνου Ευαγγέλου στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πληροφορικής στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής (ΤΥΠ).

 

H διαδικασία για την πλήρωση δύο μόνιμων κενών θέσεων Λειτουργού Πληροφορικής στο ΤΥΠ (στο εξής «η επίδικη θέση»), οι οποίες παρέμεναν κενές λόγω προαγωγής των κατόχων τους, τέθηκε σε κίνηση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 17.12.2007, όταν διαπιστώθηκε ότι παρήλθε η προβλεπόμενη στο άρθρο 29(2) του Νόμου 1/1990 προθεσμία, χωρίς να υποβληθεί πρόταση από την αρμόδια Αρχή για την πλήρωσή τους.

 

Ακολούθησε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.2.2008, για 9 κενές θέσεις, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε, είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί 7 όμοιες θέσεις με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Aρ. 1) του 2007, Ν.38(ΙΙ)/2007, για τις οποίες  και πάλι δεν είχε υποβληθεί έγκαιρο διάβημα της αρμόδιας Αρχής.

 

Επειδή, όμως, στη συνέχεια προέκυψαν, για διάφορους λόγους, άλλες 10 όμοιες κενές θέσεις, η ΕΔΥ αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/1990, όπως τις συμπεριλάβει στην υπό εξέλιξη διαδικασία, χωρίς άλλη δημοσίευση.

 

Δεδομένου ότι η επίδικη θέση περιλαμβάνεται στον κατάλογο θέσεων (Παράρτημα ΙΙβ) Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής για τις οποίες, δυνάμει της υπ’ Αρ. 2 Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 7.6.2007 (Παράρτημα Τέταρτο, Μέρος ΙΙ, με αρ. 4073 και ημερομηνίας 15.6.2007, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας), διεξάγεται ειδική γραπτή εξέταση από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές, αλλά η αξιολόγηση για επιλογή γίνεται με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998, Ν.6(Ι)/98 (ως έχει τροποποιηθεί) – (στο εξής «ο Νόμος»), ο Πρόεδρος της ΕΔΥ απέστειλε τις 379 αιτήσεις ενδιαφερομένων στο Διευθυντή του ΤΥΠ και Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέθεσε τη διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α.) ο οποίος έγινε στις 17.1.2009 και σ’ αυτόν προσήλθαν 209 υποψήφιοι, από τους 379 που είχαν προσκληθεί.

 

Η γραπτή εξέταση περιλάμβανε μόνο ειδικά θέματα πληροφορικής και η βάση επιτυχίας καθορίστηκε στο 50%.

 

Με βάση τον κατάλογο των αποτελεσμάτων του Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α., η συνολική βαθμολογία των διαδίκων, κατά σειρά επιτυχίας, ήταν η ακόλουθη:

 

Ε. Μιχαηλίδου (ΕΜ) - 78,50 (7η), Σ. Κυπριανού (αιτήτρια) - 72,00 (19η), Κ. Ευαγγέλου (ΕΜ) - 65,50 (32ος), Ν. Αγαθαγγέλου (ΕΜ) - 65,00 (33ος), Χ. Μαυρομμάτη (ΕΜ) - 65,00 (34η), Ρ. Χριστοδούλου (ΕΜ) - 64,00(37η) και  Χ. Χρυσάνθου (αιτητής) - 63,00 (42ος).

 

Ο κατάλογος των επιτυχόντων διαβιβάστηκε στην ΕΔΥ και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ημερήσιο τύπο, με την επισήμανση ότι η τελική απόφαση για την υποψηφιότητα των επιτυχόντων θα εξαρτάτο από το κατά πόσο αυτοί (α) ικανοποιούσαν, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, και, (β) πληρούσαν τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που καθορίζουν οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι.

 

Στη συνέχεια, η ΕΔΥ, αφού εξέτασε τον κατάλογο των επιτυχόντων, κάλεσε ορισμένους από αυτούς, μεταξύ των οποίων και το ΕΜ Χ. Μαυρομμάτη, να παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση για να διαπιστωθεί ότι κατείχαν την απαιτούμενη στο Σχέδιο Υπηρεσίας, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής.

 

Σημειώνεται ότι το πιο πάνω ΕΜ πέτυχε στην εν λόγω εξέταση.

 

Ακολούθως, η ΕΔΥ εξέτασε τις αιτήσεις των 73 πρώτων κατά σειρά επιτυχίας της γραπτής εξέτασης για σκοπούς ετοιμασίας του καταλόγου προσοντούχων υποψηφίων.

 

Επειδή, σύμφωνα με τη Σημείωση (2) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, «στην περίπτωση υποψηφίων που κατέχουν προσόντα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, αυτά θα πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπουν στους κατόχους τους να εγγραφούν ως μέλη του ΕΤΕΚ στην οικεία για κάθε περίπτωση ειδικότητα σύμφωνα με το σχετικό νόμο», η ΕΔΥ κάλεσε 37 από τους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και τα ΕΜ Κ. Ευαγγέλου και Ρ. Χριστοδούλου, να προσκομίσουν στοιχεία «ότι έχουν υποβάλει αίτηση στο ΕΤΕΚ το αργότερο μέχρι τις 3.9.2010 καθώς και εγγραφή στο ΕΤΕΚ μέχρι την 1.10.2010».

 

Επιπρόσθετα, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι τα ΕΜ Ε. Μιχαηλίδου και Ν. Αγαθαγγέλου, καθώς και ένας άλλος υποψήφιος που δεν είναι διάδικος, «κατέχουν προσόν στο Management Information Systems, το οποίο δεν ανήκει στη Μηχανική Επιστήμη, αλλά είναι διεπιστημονικός κλάδος και ως εκ τούτου δεν απαιτείται να εγγραφούν στο ΕΤΕΚ. Περαιτέρω… κατέχουν όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης…».

 

Για τους υπόλοιπους υποψηφίους αποφασίστηκε ότι οι 30 εξ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένων των αιτητών και του ΕΜ Χ. Μαυρομμάτη, «κατέχουν προσόντα στη Μηχανική Επιστήμη και ήδη διαθέτουν εγγραφή στο ΕΤΕΚ» και ότι «κατέχουν όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας…», ενώ τρεις υποψήφιοι αποκλείστηκαν, ως μη προσοντούχοι.

 

Σε μεταγενέστερη συνεδρία της η ΕΔΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που λήφθηκαν από το ΕΤΕΚ και τα σχετικά πιστοποιητικά εγγραφής που είχαν στο μεταξύ προσκομιστεί, αποφάσισε ότι 26 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων τα ΕΜ Κ. Ευαγγέλου και Π. Χριστοδούλου, «είναι εγγεγραμμένοι στο ΕΤΕΚ και κατέχουν και τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα… και ως εκ τούτου είναι προσοντούχοι υποψήφιοι».

 

Ολοκληρώνοντας τη διαδικασία εξέτασης των προσόντων των υποψηφίων, η ΕΔΥ κατήρτισε ένα πίνακα 60 προσοντούχων υποψηφίων, κατατάσσοντάς τους σύμφωνα με το μέσο όρο της γραπτής εξέτασης.

 

Οι υποψήφιοι του πιο πάνω καταλόγου υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση, στην παρουσία του Διευθυντή του ΤΥΠ, μετά το πέρας της οποίας η απόδοσή τους βαθμολογήθηκε από το Διευθυντή και, στη συνέχεια, από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΔΥ.

  

Στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, η ΕΔΥ, αφού αποτίμησε σε μονάδες τα υπόλοιπα κριτήρια («άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» και «πείρα σχετική»), όπως αυτά προέκυπταν από τις αιτήσεις των υποψηφίων, προέβη στο άθροισμα όλων των επί μέρους βαθμολογιών (γραπτή εξέταση, προφορική εξέταση, ακαδημαϊκά προσόντα, πείρα, αξιολόγηση Διευθυντή), καταρτίζοντας τον Πίνακα Διοριστέων και διορίζοντας τους 19 πρώτους κατά σειρά υποψηφίους με τη μεγαλύτερη συνολική βαθμολογία, συμπεριλαμβανομένων και των ΕΜ, στην επίδικη θέση. 

 

Το σύνολο μονάδων και η τελική κατάταξη των διαδίκων στον Πίνακα Διοριστέων, ήταν η ακόλουθη:

 

Ε. Μιχαηλίδου (ΕΜ)  - 107,50 (5η), Χ. Μαυρομμάτη (ΕΜ) - 93,00 (14η), Κ. Ευαγγέλου (ΕΜ) - 90,50 (16ος), Ν. Αγαθαγγέλου (ΕΜ) - 90,00 (18ος) και Ρ. Χριστοδούλου (ΕΜ) - 90,00 (19ος), Χ. Χρύσανθος (αιτητής) - 89,20 (22ος) και Σ. Κυπριανού (αιτήτρια) - 89,00 (23η).

 

Οι αιτητές εγείρουν πληθώρα λόγων, αρκετοί από τους οποίους συμπλέκονται και αφορούν ισχυρισμούς για παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης και της ισότητας, λόγω μη ξεχωριστής δημοσίευσης των πρόσθετων κενών θέσεων και καθυστέρησης στη διαδικασία, έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα  πράγματα αναφορικά με τα προσόντα (απαιτούμενα και πρόσθετα) και τη σχετική πείρα των διαδίκων, αναιτιολόγητη κατανομή μονάδων για τα διάφορα κριτήρια, παραβίαση του ενιαίου μέτρου κρίσης, υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης και ισχυρισμό για έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας Σ. Κυπριανού και, ως εκ τούτου, αποτυχία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.    

 

Προέχει, βέβαια, εξέταση του θέματος της δέουσας δημοσίευσης των κενών θέσεων, λόγω της φύσης του ως προκαταρκτικού ζητήματος.

 

Η ένταξη των επιπρόσθετων κενών θέσεων στην υπό εξέλιξη διαδικασία

 

Η αιτήτρια Σ. Κυπριανού, στις προσφυγές αρ. 1463/2011 και 1464/2011, προβάλλει ότι η απόφαση της ΕΔΥ να εντάξει τις κενές θέσεις που προέκυψαν μετά την αρχική δημοσίευση στην τρέχουσα διαδικασία, χωρίς νέα δημοσίευσή τους, παραβιάζει το άρθρο 34(1) του Νόμου 1/1990, τις αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και, επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι το άρθρο 34(14) του Νόμου 1/1990, στην έκταση που επιτρέπει την πλήρωση θέσης χωρίς δημοσίευση, είναι αντισυνταγματικό.

 

Προβάλλεται, περαιτέρω, από την αιτήτρια, αλλά και από τον αιτητή Χ. Χρυσάνθου στην προσφυγή αρ. 1423/2011, ότι η διαδοχική ένταξη επιπρόσθετων κενών θέσεων στην ίδια διαδικασία, προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, γεγονός που παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, γιατί η αιτήτρια είχε συμπεριληφθεί στη διαδικασία ως υποψήφια για το σύνολο των θέσεων και, επομένως, όχι μόνο δεν επλήγησαν τα δικαιώματά της αλλά, τουναντίον, ωφελήθηκε από τη μη δημοσίευση, εφόσον ο αριθμός των υποψηφίων περιορίστηκε σε όσους είχαν υποβάλει αίτηση για τις δύο αρχικές θέσεις.

 

Οι δύο πλευρές επικαλούνται την αυθεντία Κοφτερός κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 171, με τη διαφορά ότι η δικηγόρος της Δημοκρατίας παραπέμπει σε απόσπασμα από τη μειοψηφούσα απόφαση του Αρτέμη, Δ., χωρίς μάλιστα να προβαίνει στην αναγκαία διευκρίνιση.

 

Με την απόφαση της πλειοψηφίας, κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες, οι οποίοι ήταν και αυτοί υποψήφιοι για μια πρόσθετη θέση η οποία δεν είχε νομότυπα δημοσιευθεί, διατηρούσαν το έννομο συμφέρον προβολής του συγκεκριμένου λόγου, γιατί, (σελ. 178), «και το ίδιο το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων και το δημόσιο συμφέρον και οι κανόνες της χρηστής διοίκησης καταδεικνύουν ότι η διαπιστωθείσα παρανομία στην πλήρωση της τέταρτης θέσης δεν μπορεί να αναιρεθεί».

 

Στην παρούσα περίπτωση, βέβαια, ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας, εφόσον δεν προκύπτει οποιαδήποτε παρανομία.

 

Σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, η επίδικη θέση ανήκει στην κατηγορία των θέσεων «Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής».

 

Το άρθρο 34(14) του Νόμου 1/1990 ορίζει τα ακόλουθα σχετικά:

 

 «Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής μπορεί να πληρωθεί από την Επιτροπή, χωρίς να δημοσιευθεί όταν αυτή κενούται ή δημιουργείται κατά την χρονική περίοδο κατά την οποίαν βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο. Σε τέτοια περίπτωση η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η άλλη θέση».

 

Η έναρξη της διαδικασίας έγινε στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 17.12.2007, κατά την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη 2 θέσεων που παρέμεναν κενές από τις 15.6.2006, λόγω προαγωγής των κατόχων τους, χωρίς η αρμόδια Αρχή να προβαίνει στο απαιτούμενο διάβημα για την πλήρωσή τους. Αποφασίστηκε η δημοσίευση των 2 αυτών θέσεων και πριν από τη δημοσίευση, στην συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 27.12.2007, διαπιστώθηκε ότι είχαν δημιουργηθεί άλλες 7 θέσεις από 25.7.2008 με το Νόμο 38(ΙΙ)/2007, για την πλήρωση των οποίων δεν είχε μέχρι τότε υποβληθεί σχετική πρόταση από την αρμόδια Αρχή.

 

Ως αποτέλεσμα, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,  ημερομηνίας 22.2.2008, αφορούσε 9 κενές θέσεις.

 

Στη συνέχεια, και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία των 9 θέσεων, προέκυψαν άλλες 10 κενές όμοιες θέσεις, η 1 από 19.12.2007, λόγω παραίτησης του κατόχου της, και οι 9 από 1.9.2008, λόγω προαγωγής των κατόχων τους.

 

Η ΕΔΥ αποφάσισε όπως περιληφθούν και αυτές στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας, έτσι ώστε ο συνολικός αριθμός των θέσεων να ανέρχεται στις 19.

 

Νοουμένου ότι στην παρούσα περίπτωση όλες οι επιπρόσθετες θέσεις είτε δημιουργήθηκαν, είτε κενώθηκαν, καθ’ ον χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία για την πλήρωση των 2 αρχικών  θέσεων, η ΕΔΥ διατηρούσε τη δυνατότητα να προβεί στην πλήρωσή τους, χωρίς άλλη δημοσίευση.

   

Το δε χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, από την ημερομηνία της δημοσίευσης μέχρι την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεδομένου και του μεγάλου αριθμού των υποψηφίων, δεν εξέρχεται των εύλογων ορίων και, επιπρόσθετα, οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει συγκεκριμένη βλάβη των δικαιωμάτων τους από τη καθυστέρηση που, κατά την άποψη τους, είχε προκαλέσει η διαδοχική αύξηση των υπό πλήρωση θέσεων. 

 

Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του πιο πάνω άρθρου 34(14) του Νόμου 1/1990 έχει τεθεί πολύ συνοπτικά στην αγόρευση της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται το κατάλληλο υπόβαθρο για την εξέταση του θέματος.

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η πρόταξη ισχυρισμού για αντισυνταγματικότητα στο διοικητικό δίκαιο πρέπει να προβάλλεται με συγκεκριμένο και όχι αόριστο τρόπο (βλ. Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196). Η απλή αναφορά σε παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν παρέχει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να εξετάσει τη σχετική εισήγηση.

 

Πέραν τούτου, η συνταγματικότητα της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης επιβεβαιώθηκε στην Ξένια Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 608/2002 κ.ά., ημερομηνίας 14.5.2002, ενώ σχετικές είναι και οι υποθέσεις Ανδρέας Σκαρπάρης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 810/2002 κ.ά, ημερομηνίας 15.2.2005, και Άννα Χρυσάφη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 906/2001, ημερομηνίας 8.5.2003.

 

Ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας των απαιτούμενων προσόντων των ΕΜ Ν. Αγαθαγγέλου και Ε. Μιχαηλίδου.

 

Αποτελεί κοινό ισχυρισμό των αιτητών ότι υπάρχει ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας και ουσιώδους πλάνης αναφορικά με το προσόν «Μanagement Information Systems» των ΕΜ, για το οποίο η ΕΔΥ, όπως προεκτέθηκε, έκρινε ότι δεν ανήκει στη Μηχανική Επιστήμη, αλλά ότι αφορά διεπιστημονικό κλάδο και, ως εκ τούτου, οι κάτοχοί του δεν είχαν υποχρέωση εγγραφής στο ΕΤΕΚ.

 

Ο πιο πάνω λόγος καλύπτεται από τα νομικά σημεία 7 και 12 της αίτησης στην 1423/2011 και, συνεπώς, η θέση των ΕΜ περί μη δέουσας δικογράφησής του δεν είναι αποδεκτή.

 

Υποστηρίζεται, συναφώς, ότι η κρίση της ΕΔΥ ήταν επί του προκειμένου, αναιτιολόγητη, ασαφής, αόριστη και αντίθετη με το περιεχόμενο 2 σχετικών επιστολών του ΕΤΕΚ που βρίσκονταν ενώπιόν της, η δε ερμηνεία που δόθηκε στο Σχέδιο Υπηρεσίας παραβιάζει το άρθρο 25 του περί Εμπορικού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου (Ν.224/90), αλλά και την αυτοδέσμευση της ίδιας της ΕΔΥ να παραπέμψει όλους τους υποψηφίους για εγγραφή στο ΕΤΕΚ.

 

Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι ο τίτλος που κατείχε ο Ν. Αγαθαγγέλου ήταν BSc Information Management και όχι Management Information Systems.

 

Επιπρόσθετα, στην προσφυγή αρ. 1463/2011, προβάλλεται ότι η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας επεκτείνεται και στην απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, αναφορικά με την οποία η ΕΔΥ θεώρησε ως αποδεικτικό της κατοχής της μια βεβαίωση του Cyprus College που προσκομίστηκε από το ΕΜ Ε. Μιχαηλίδου.

 

Η θέση της αιτήτριας επί του θέματος είναι ότι η σχετική βεβαίωση δεν ενέπιπτε στα σχετικά τεκμήρια γνώσης που είχαν καθιερωθεί από την ίδια την ΕΔΥ, δια των εγκυκλίων της και, ως εκ τούτου, κακώς θεωρήθηκε ότι κάλυπτε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. 

 

Η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται, κατά πρώτο λόγο, στο διορίζον όργανο και διορθωτικά στο Δικαστήριο, εφόσον η ερμηνεία η οποία παρέχεται εκφεύγει των λογικών ορίων ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Δικαστική ευχέρεια για παρέμβαση παρέχεται μόνο όταν το Σώμα που διορίζει υπερβαίνει τα ακραία όρια που καθορίζει το Σχέδιο και ερμηνεύει τις πρόνοιές του με τρόπο αντινομικό προς την ορολογία του (βλ. ΚΟΤ v. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128, Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145, Δημοκρατία v. Mαυρονύχη (1998) 3 ΑΑΔ 903).

 

Στην παρούσα περίπτωση, αναφορικά με το επίμαχο προσόν των ΕΜ, η ερμηνεία που δόθηκε από την ΕΔΥ, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά της συνεδρίας της, ημερομηνίας 5.8.2010, ήταν η ακόλουθη:

 

«Περαιτέρω η Επιτροπή αναφέρθηκε σε σχετική επιστολή του ΕΤΕΚ με ημερομηνία 2.12.2009, η οποία είχε αποσταλεί στα πλαίσια άλλης διαδικασίας και στην οποίαν αναφέρεται σύμφωνα με το ΕΤΕΚ, ότι οι υποψήφιοι που κατέχουν προσόντα πληροφορικής θα πρέπει να εγγράφονται στο ΕΤΕΚ. Η Επιτροπή σημείωσε, ωστόσο, ότι ο Κλάδος Μanagement Information Systems είναι διεπιστημονικός κλάδος και ως εκ τούτου, οι κάτοχοι του δεν έχουν υποχρέωση εγγραφής στο ΕΤΕΚ».

  

Σε μια από τις επόμενες συνεδρίες της, στις 5.5.2011, και αφού έλαβε υπόψη της τη σχετική επιστολή του ΕΤΕΚ, ημερομηνίας 6.8.2010, με την οποία επισημαίνετο ότι «κανένας δεν δικαιούται να ασκεί επάγγελμα σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης εκτός και αν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον αντίστοιχο κλάδο. Σχετική είναι η επιστολή μας ημερομηνίας 2.12.2009 αντίγραφο της οποίας για ευκολία αναφοράς επισυνάπτεται», η ΕΔΥ επανήλθε στο ζήτημα με τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

 

«Η Επιτροπή σημείωσε ότι…προσόντα όπως το Μanagement Information Systems, που επίσης απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι διεπιστημονικό προσόν το οποίο αντλεί από το χώρο της Διοικητικής Επιστήμης, απονέμονται συνήθως από Σχολές που είναι Σχολές Διοίκησης και δεν αποτελούν κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης».

 

Σημειώνεται ότι στο διοικητικό φάκελο υπάρχει αντίγραφο του εν λόγω τίτλου του ΕΜ, που αποκτήθηκε από το Cyprus College και αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ, ως ισότιμος προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, στο οποίο ο τίτλος αναφέρεται ως Bachelor of Business Administration και σε παρένθεση (FourYear Program of Study Registered asManagement Information Systems” (4 years, BBA).      

 

Περιλαμβάνεται, επίσης, αναλυτική βαθμολογία στην οποία παρατίθενται όλα τα επί μέρους μαθήματα, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της διοίκησης επιχειρήσεων και προσωπικού.

 

Σε ότι δε αφορά το ΕΜ Ν. Αγαθαγγέλου, ο τίτλος Bachelor of Science, στο αντικείμενο «Information Management», που του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, συνοδεύεται από αναλυτική βαθμολογία, από την οποία το αρμόδιο όργανο, μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα ως προς το περιεχόμενó του, όπως και έγινε.

 

Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η ΕΔΥ προχώρησε σε μια εύλογη ερμηνεία, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειάς της, αιτιολογώντας την απόφασή της να θεωρήσει ότι τα EM πληρούσαν την απαίτηση της παραγράφου (1) των απαιτούμενων προσόντων, χωρίς να είναι απαραίτητη η εγγραφή τους στο ΕΤΕΚ.

 

Εφόσον δε διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας, επέμβαση του Δικαστηρίου σε ότι αφορά τη γνώμη της ΕΔΥ σε σχέση με το επίμαχο προσόν και τη διεπιστημονική του φύση, θα συνιστούσε, ουσιαστικά, ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της δικής του άποψης με εκείνη του διοικητικού οργάνου (βλ. Οικονομίδης v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 AAΔ 47).

 

Oι ίδιες αρχές ισχύουν και για το ζήτημα της απαιτούμενης πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής.

 

Το ΕΜ προσκόμισε βεβαίωση του Cyprus College, ημερομηνίας 27.2.2009, ότι όλα τα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει μέσα στα πλαίσια της απόκτησης του διπλώματός της, «ΒΒΑ Management Information Systems» ήταν στην Αγγλική. Το εν λόγω δίπλωμα αποκτήθηκε κατόπιν τετραετούς φοίτησης και, όπως ήδη επισημάνθηκε, αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ ως ισότιμο πανεπιστημιακού πτυχίου. Η βεβαίωση καταχωρήθηκε στην αίτηση του ΕΜ και τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, η οποία κατέληξε ότι η εν λόγω υποψήφια κατείχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Η εκτίμηση της ΕΔΥ ότι, υπό τις περιστάσεις, η κατοχή ενός πανεπιστημιακού τίτλου, του οποίου τα μαθήματα ήταν στην Αγγλική, τεκμηρίωνε και την πολύ καλή γνώση της γλώσσας εκ μέρους της κατόχου του, ήταν και στην περίπτωση αυτή, εύλογα επιτρεπτή.

 

Όπως λέχθηκε στην Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 AAΔ 376:

 

«Είναι νομολογημένο πως τα μέσα για τη διακρίβωση κατοχής των προσόντων από τους υποψήφιους αποτελούν ευθύνη και ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία, αν η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή είναι εύλογη, έστω και αν το Δικαστήριο έχει διαφορετική γνώμη».

 

Το θέμα της αιτιολόγησης των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση και ο ισχυρισμός για υπέρμετρη βαρύτητά της.

 

Είναι η θέση των αιτητών, ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε επαρκώς τις εντυπώσεις της από την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, κατά παράβαση του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99), το οποίο επιβάλλει την καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και ότι η απλή αριθμητική αποτίμηση δε συνιστά αιτιολογία.

 

Υποβάλλουν, επιπρόσθετα, ότι η βαρύτητα που εν τέλει αποδόθηκε στην προφορική συνέντευξη, ήταν υπέρμετρη και καταλυτική για το αποτέλεσμα, αφού οι βαθμολογίες που αποδόθηκαν στο συγκεκριμένο κριτήριο διαμόρφωσαν, εν τέλει, και την εικόνα υπεροχής των ΕΜ, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την πλευρά τους και εξουδετερώνοντας τη σημασία του γραπτού διαγωνισμού.

 

Ο Νόμος 6(Ι)/1998, με βάση τον οποίο έγινε η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, σε αντίθεση με τη διαδικασία του άρθρου 34 του Νόμου 1/1990, δεν επιβάλλει στην ΕΔΥ την αιτιολόγηση της εντύπωσής της από την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Αναφέρεται (άρθρο 6(4) και (5)) σε βαθμολογία η οποία καταγράφεται στα πρακτικά. Το δε άρθρο 24 του Nόμου 158(I)/1999, το οποίο έχει εδώ επικουρική εφαρμογή, επιβάλλει την καταγραφή των αποτελεσμάτων, κάτι που έγινε, όπως αποδεικνύεται στο κατάλογο του Παραρτήματος 25.

 

Η απόδοση του κάθε υποψηφίου βαθμολογήθηκε ξεχωριστά από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΔΥ και, ακολούθως, καταγράφηκε ο μέσος όρος των επί μέρους βαθμολογιών, ο οποίος και αποδόθηκε υπό μορφή μονάδων. Νοουμένου ότι δεν απαιτείτο ρητά από το Νόμο λεκτική αιτιολόγηση, η αριθμητική αποτίμηση των εντυπώσεων και η καταγραφή τους στα πρακτικά με τον τρόπο που έγινε, δεν εξέρχεται των ορίων της νομιμότητας.  

 

Στη  Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2007) 4(Α) ΑΑΔ 115 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ο νομοθέτης μπορούσε, βέβαια και εδώ να απαιτήσει ρητά αιτιολογία όπως στις άλλες περιπτώσεις. Δεν το έχει κάμει και αυτή η επιλογή του δεν αποβαίνει χωρίς σημασία. Ο νόμος ορίζει ρητά , πως στις μονάδες που εξασφαλίστηκαν στη γραπτή εξέταση, προστίθεται «ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου 1 του άρθρου 3». Τηρήθηκε ο νόμος, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας».

     

Η δε βαρύτητα της προφορικής εξέτασης, όπως και των υπολοίπων κριτηρίων, ήταν προδιαγεγραμμένη από το Νόμο αφού, με βάση το άρθρο 3(1)(β)(ii), η βαθμολογία που θα μπορούσε να δοθεί για τα αποτελέσματά της κυμαινόταν από 0 έως 20 μονάδες. Δεν επρόκειτο, επομένως, για περίπτωση στην οποία η ΕΔΥ μπορούσε να αποδώσει αναλόγως και κατά διακριτική ευχέρεια μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα στο ένα ή στο άλλο κριτήριο.

 

Συνεπώς, οι εισηγήσεις για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης καθίστανται ανεδαφικές.

 

Το θέμα της κατανομής μονάδων για τα διάφορα κριτήρια.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(Ι)(β) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, Ν.6(Ι)/98 (ως έχει τροποποιηθεί):

 

«Η βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια, που καθορίζονται στην παράγραφο (α), αποτιμάται σε μονάδες ως ακολούθως:

(i) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων, με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες·

(ii) αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 20 μονάδες·

(iii) προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα: 0 έως 5 μονάδες·

(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες·

(v) πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:

Νοείται ότι οι μονάδες αυτές απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας· και

(vi) αξιολόγηση οικείου Προϊσταμένου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού του: 0 έως 5 μονάδες».

  

Σημειώνεται εδώ ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προνοεί στην παράγραφο (4) των απαιτούμενων προσόντων, ότι «τριετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Oι αιτητές υποστηρίζουν ότι αδικήθηκαν κατά την απόδοση από την ΕΔΥ μονάδων για τα πιο πάνω κριτήρια (iii), (iv) και (v), διότι αναιτιολόγητα, κάτω από συνθήκες έλλειψης δέουσας έρευνας και ουσιώδους πλάνης και κατά παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης των υποψηφίων, δεν έγινε προκαθορισμός της διαβάθμισης της «πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης», με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί η υπέρτερη των ΕΜ πείρα τους και, επιπρόσθετα, η αιτήτρια Σ. Κυπριανού, κατ’ άνιση μεταχείριση δεν έλαβε μονάδες για τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» της.

 

Συγκεκριμένα, ο μεν αιτητής Χ. Χρυσάνθου, στον οποίο η ΕΔΥ απέδωσε 3 μονάδες σχετικής πείρας, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε, με βάση την προϋπηρεσία του ως έκτακτος στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, να λάμβανε το σύνολο των 5 διαθέσιμων μονάδων, ενόψει και της πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας ότι τέτοιου είδους πείρα θα αποτελούσε πλεονέκτημα, η δε αιτήτρια Σ. Κυπριανού παραπονείται ότι δεν πιστώθηκε μονάδες πείρας, παρόλο που προσκόμισε πιστοποιητικά που αποδείκνυαν ότι διέθετε πείρα 21 μηνών σε σχετικά με την επίδικη θέση καθήκοντα στον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ).

 

Είναι, περαιτέρω, η θέση των αιτητών ότι μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η παραχώρηση 1 μονάδας σχετικής πείρας στο ΕΜ Ρ. Χριστοδούλου για 6μηνη πείρα σε ιδιωτική εταιρεία ήταν αναιτιολόγητη και δεν είχε έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων.

    

Αναφορικά με τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα», η αιτήτρια Σ. Κυπριανού προβάλλει ότι αγνοήθηκε ανεξήγητα ο απόλυτα σχετικός μεταπτυχιακός τίτλος της «Master of Science in Business Information Technology», αφού δεν έλαβε μονάδες για το συγκεκριμένο κριτήριο, ενώ αντίθετα παραχωρήθηκαν 2 μονάδες στα ΕΜ Ν. Αγαθαγγέλου, Κ. Ευαγγέλου, Χ. Μαυρομμάτη και Ρ. Χριστοδούλου, για παρόμοιου επιπέδου και αντικειμένου μεταπτυχιακά προσόντα.

 

Οι αποφάσεις της ΕΔΥ αναφορικά με την αξιολόγηση των πιο πάνω κριτηρίων έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της, ημερομηνίας 21.6.2011, ως ακολούθως:

 

«Στη συνέχεια ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής … αφού μελέτησαν το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψηφίου αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα του και έλαβαν υπόψη όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα άλλα κριτήρια που προνοούνται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους.

……………………………………………………………………………………….

 (γ) Πλεονέκτημα:

  Οι περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμοι, προνοούν ότι θα απονέμονται μονάδες (0 έως 5) γι’ αυτό το κριτήριο μόνο όταν το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας προνοεί ότι συγκεκριμένα προσόντα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.

 Η Επιτροπή αποφασίζει να μη δώσει μονάδες γι’ αυτό το κριτήριο σε οποιονδήποτε υποψήφιο, επειδή το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης προνοεί ότι πλεονέκτημα θα αποτελεί η σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα.

(δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα:

 Η Επιτροπή αποφάσισε να απονείμει μονάδες (0 έως 3) λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των σπουδών.

(ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης:

Η Επιτροπή έκρινε ότι οι μονάδες (0 έως 5) σχετικά με την παράγραφο αυτή απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού».

 

  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση από την ΕΔΥ και, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Διοριστέων (Παράρτημα 25), για τη σχετική πείρα δόθηκαν 5 μονάδες στα ΕΜ Ε. Μιχαηλίδου και Χ. Μαυρομμάτη, 3 μονάδες, στον αιτητή Χ. Χρυσάνθου, 1 μονάδα στο ΕΜ Ρ. Χριστοδούλου, ενώ η αιτήτρια Σ. Κυπριανού δεν έλαβε μονάδες.

 

Για «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα», από 2 μονάδες πιστώθηκαν τα ΕΜ Κ. Ευαγγέλου, Ν. Αγαθαγγέλου, Ρ. Χριστοδούλου και Χ. Μαυρομμάτη και ο αιτητής Χ. Χρυσάνθου. Στην αιτήτρια Σ. Κυπριανού δεν παραχωρήθηκαν μονάδες.

 

Όπως αποκαλύπτει ο διοικητικός φάκελος, η ΕΔΥ είχε ζητήσει εγγράφως από τους υποψηφίους να προσκομίσουν πριν από την προφορική συνέντευξη, αποδεικτικά στοιχεία τόσο για την πείρα όσο και για τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τους.

 

Η αιτήτρια απέστειλε αντίγραφα μεταπτυχιακού διπλώματος (Master of Science in Business Information Τechnology), 2 βεβαιώσεις παρακολούθησης κάποιων εξειδικευμένων σεμιναρίων, πιστοποιητικό υπηρεσίας υπογεγραμμένο από την Προϊσταμένη Διοίκησης και Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΟΑΠ, με περιγραφή των καθηκόντων που εκτελούσε από 1.9.2006 μέχρι 31.8.2009 - τα οποία φαίνονται να σχετίζονται με αυτά της επίδικης θέσης - και το έγγραφο προσφοράς απασχόλησης πάνω σε έκτακτη βάση, στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής για εκτέλεση καθηκόντων Λειτουργού Πληροφορικής, ημερομηνίας 2.9.2009.

 

Παρόμοια πιστοποιητικά είχε κοινοποιήσει και ο αιτητής Χ. Χρυσάνθου, επικαλούμενος την πείρα του ως έκτακτος στη θέση Λειτουργού Πληροφορικής και το μεταπτυχιακό τίτλο (Μagister Scientiae) στις Προηγμένες Τεχνολογίες Πληροφορικής.

 

Παρατηρείται όντως εδώ κενό αιτιολογίας, υπό την έννοια ότι παραμένει ασαφής ο τρόπος με τον οποίο προέβη στις εκτιμήσεις της η ΕΔΥ πριν καταλήξει στην απονομή μονάδων για τα κριτήρια της «πείρας σχετικής» και των «άλλων ακαδημαϊκών προσόντων».

 

Για την πείρα, η οποία προβλεπόταν μάλιστα και ως πλεονέκτημα, η ΕΔΥ αρκέστηκε στην επανάληψη των προνοιών του Νόμου, σημειώνοντας ότι οι αντίστοιχες μονάδες θα απονέμονταν ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού. Δε δόθηκε, όμως, κάποια περαιτέρω επεξήγηση, ούτε προκαθορίστηκε μια κλίμακα πείρας, η οποία θεωρούμενη ως «ευδόκιμη» να δικαιολογούσε και την ανάλογη με την έκτασή της αποτίμηση.

 

Επιπρόσθετα, απουσιάζει και η κρίση επί των πιστοποιητικών που προσκομίστηκαν από τους υποψηφίους, δηλαδή ποια από αυτά και σε ποιό βαθμό είχαν εκληφθεί από την ΕΔΥ ως έγκυρα, σύμφωνα με την απαίτηση του Νόμου. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια παραμένει ανεξήγητο γιατί από την πιστοποιημένη απασχόληση της αιτήτριας δε δόθηκαν μονάδες πείρας, αλλά και ζήτημα σύγκρισης της πείρας των διαδίκων, ούτως ώστε να έχει νόμιμο έρεισμα η διαφοροποίηση που παρατηρήθηκε.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, όταν διορίζον όργανο βρίσκεται αντιμέτωπο με έννοιες λίγο πολύ ακαθόριστες, όπως για παράδειγμα «διοικητική πείρα» ή «εποπτικά καθήκοντα», θα πρέπει καταρχήν να καθορίζει τη φύση των εννοιών αυτών και, επιπλέον, να εξηγεί με τρόπο που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο, γιατί τη συγκεκριμένη πείρα τη δέχεται ως διοικητική, είτε ως τέτοια που να θεωρείται ότι ο υποψήφιος ασκούσε εποπτικά καθήκοντα (βλ. Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 ΑΑΔ 464).

 

Κάτω από παρόμοιες συνθήκες στην υπόθεση Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών v. Κεφάλα (Αρ.2) (2003) 3 ΑΑΔ 349, επισημάνθηκαν, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, τα ακόλουθα:

 

«Οι πέντε μονάδες ήταν το ανώτατο όριο και η απόδοση μονάδων κατά περίπτωση στο πλαίσιο της διάταξης θα έπρεπε να αντανακλά την πραγματική πείρα της κάθε υποψήφιας αλλά και τη διαφορά της, έστω στο βαθμό που αυτή θα ήταν ουσιαστική, με την πείρα των άλλων. Συνεπώς στοιχειοθετείται και ως προς αυτά λόγος ακυρότητας».

  

Κατά τα άλλα, το θέμα της εξέτασης των δεδομένων και η απόφαση κατανομής των προβλεπόμενων μονάδων, συμπεριλαμβανομένης και της πείρας, αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της αρμόδιας Αρχής.

 

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 AAΔ.1638, το Δικαστήριο δε διεξάγει πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

 

Τα ίδια ισχύουν και για το ζήτημα των «άλλων ακαδημαϊκών προσόντων». Αποφασίστηκε από την ΕΔΥ, η απονομή 0 έως 3 μονάδων, με βάση, όπως σημειώθηκε «το επίπεδο σπουδών».

 

Δε δόθηκε στη συνέχεια κάποια πρόσθετη διευκρίνιση και, τελικά, ενώ παραχωρήθηκαν 2 μονάδες στα ΕΜ Χ. Μαυρομμάτη, Κ. Ευαγγέλου, Ν. Αγαθαγγέλου και Ρ. Χριστοδούλου και στον αιτητή Χ. Χρυσάνθου, προφανώς για την κατοχή μεταπτυχιακών τίτλων, η αιτήτρια Σ. Κυπριανού, η οποία, όπως ήδη επισημάνθηκε, διέθετε παρόμοιας φύσης μεταπτυχιακό προσόν, δεν έλαβε οποιαδήποτε μονάδα.

 

Ο  πιο πάνω χειρισμός του θέματος από την ΕΔΥ, εκτός από ανεξήγητος, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων και το λεγόμενο ενιαίο μέτρο κρίσεως (βλ. Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317).

 

Παρόμοια ενέργεια του διορίζοντος οργάνου στα πλαίσια απόδοσης μονάδων για «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα», του Ν.6(1)/98, αποδοκιμάστηκε στην Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών vKεφάλα (πιο πάνω) ως εξής:

 

«Το Συμβούλιο πήρε δύο αποφάσεις σχετικές. Κατά την πρώτη ως άλλα ακαδημαϊκά προσόντα “θα θεωρηθούν Διπλώματα και Πτυχία που απονέμουν Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εγγεγραμμένες κατά τη σχετική νομοθεσία». Κατά τη δεύτερη, επιπρόσθετα πιστοποιητικά στενογραφίας και δακτυλογραφίας «θεωρούνται επαγγελματικά και όχι ακαδημαϊκά προσόντα».

 

  Ότι ακολούθησε ήταν απόδοση ατομικά, δηλαδή από το κάθε ένα από τα δώδεκα μέλη του Συμβουλίου ξεχωριστά, μονάδων κατά την κρίση του, εν είδει ψηφοφορίας. Χωρίς δηλαδή εξήγηση από οποιονδήποτε, οποιασδήποτε μορφής, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους προέβαινε στην αποτίμηση του. Στην Ε. Χαραλάμπους και στην Ε. Μαρκαρή, όλα τα μέλη έδωσαν τρεις βαθμούς και δύο βαθμούς αντιστοίχως. Στην περίπτωση της αιτήτριας οκτώ μέλη δεν έδωσαν βαθμό ενώ τέσσερα μέλη την πίστωσαν με ένα βαθμό και βεβαίως, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι υπολογίστηκε και με ποιο σκεπτικό. Ο περαιτέρω χειρισμός σε σχέση με την αιτήτρια ήταν ακόμα ποιο παράδοξος. Εξάχθηκε το ποσοστό στο οποίο αντιστοιχούσαν οι τέσσερεις μονάδες και η αιτήτρια πιστώθηκε με 0,33 της μονάδας. Η αιτιολογία που λείπει, για την οποίαν δικαιολογημένα παραπονείται η αιτήτρια, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί στην περίπτωση από το περιεχόμενο των φακέλων ιδίως όταν, όπως ευστόχως υποδεικνύει η αιτήτρια, εκείνο για το οποίο ενδεχομένως δόθηκαν μονάδες στην Ε. Mαρκαρή (δίπλωμα του English Tutorial Centre) το είχε και η ίδια». 

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν την επίδικη απόφαση σε ακυρότητα.

  

Για σκοπούς αποτελέσματος, οι προσφυγές αποσυνδέονται ως ακολούθως:

 

Ενόψει των βαθμολογικών συσχετισμών του Πίνακα Διοριστέων και την έκταση που η σειρά κατάταξης των διαδίκων επηρεάζεται από την απόδοση μονάδων για τα κριτήρια της «πείρας σχετικής» και των «άλλων ακαδημαϊκών προσόντων», η προσφυγή αρ. 1463/2011 της αιτήτριας Σ. Κυπριανού εναντίον της Ε. Μιχαηλίδου απορρίπτεται και ο διορισμός του εν λόγω EM επικυρώνεται καθότι, η μεταξύ τους σειρά κατάταξης δε θα ήταν δυνατό να ανατραπεί, ακόμα και στη περίπτωση που η αιτήτρια ελάμβανε το σύνολο των διαθέσιμων μονάδων και για τα δύο κριτήρια. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας.

 

Oι προσφυγές αρ. 1464/2011 και 1423/2011 επιτυγχάνουν και οι διορισμοί των ΕΜ Ν. Αγαθαγγέλου, Κ. Ευαγγέλου, Χ. Μαυρομμάτη και Ρ. Χριστοδούλου ακυρώνονται. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.

 

 

                                                                  Κ. Σταματίου,

                                                                            Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο