PAPOUIS DAIRIES LIMITED ν. ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ κ.α., Υπόθεση Αρ. 2020/2012, 12/6/2015

ECLI:CY:AD:2015:D422

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                Υπόθεση Αρ. 2020/2012

                                                           

12 Ιουνίου, 2015

 

                                  [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

             

PAPOUIS  DAIRIES LIMITED

                                                                                        Αιτήτριας

 και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ  

          1. ΕΦΟΡΟΥ  ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ

   2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ     

                                                                                  Καθ’ ων  η αίτηση

 

                                                  _ _ _ _ _ _

Α. Μαππουρίδης, για την Αιτήτρια

Κ. Κλεάνθους (κα), για τους Καθ΄ων η αίτηση

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:        Mε απόφαση του Εφόρου Εταιρειών  ημερ. 21.5.12, έγινε αποδεκτό Ειδικό Ψήφισμα της αιτήτριας εταιρείας για αλλαγή της επωνυμίας της από PΑPOUIS  DAIRIES LIMITED σε ΧAΛΛOYMIΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ και η σχετική απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 3.10.12.

 

     Η μετονομασία της αιτήτριας αντιμετώπισε την ένσταση της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (στο εξής η Διευθύντρια), η οποία με επιστολή ημερ. 2.10.12 προς τον Έφορο Εταιρειών (στο εξής ο Έφορος) ζήτησε την άμεση επανεξέταση της απόφασής του, επικαλούμενη την ιδιοκτησία των εμπορικών σημάτων  «ΧΑΛΛΟΥΜΙ» με αρ. εγγραφής 36765 και 36766 καθότι, κατά την άποψή της, η αλλαγή της επωνυμίας εγκυμονούσε «σοβαρούς κινδύνους σύγχυσης και παραπληροφόρησης των καταναλωτών και ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς το δημόσιο συμφέρον» .

     Με τη λήψη της επιστολής της Διευθύντριας, ο Έφορος προχώρησε σε επανεξέταση του θέματος και με επιστολή ημερ. 15.10.12 προς την αιτήτρια την πληροφορούσε ότι ανακαλεί την απόφαση του ημερ. 21.5.12, με το αιτιολογικό ότι η αλλαγή της επωνυμίας ήταν ανεπιθύμητη και ως τέτοια αντιστρατευόταν τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.

 

     Η αιτήτρια θεωρεί ότι η ενέργεια του Εφόρου να ανακαλέσει την απόφαση του ημερ. 21.5.14 είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος και με την παρούσα προσφυγή την προσβάλλει για πέντε νομικούς λόγους.  Ότι, (α) παραβιάζει το άρθρο 18 του περί Εταιρειών Νόμου και τις αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικής πράξης, (β) στερείται επαρκούς αιτιολογίας, (γ) είναι αποτέλεσμα κακής άσκησης διακριτικής εξουσίας, κατάχρησης εξουσίας και ανεπαρκούς έρευνας, (δ) παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και (ε) παραβιάζει τα Άρθρα 21 και 25 του Συντάγματος.

 

     Η προσφυγή προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι, πέραν από λόγους ουσίας, εγείρουν υπό μορφή προδικαστικής ένστασης ότι ο τίτλος της προσφυγής είναι παραπλανητικός γιατί, πέραν της ισχύουσας εγγεγραμμένης ονομασίας «PAPOUIS DAIRIES LIMITED», περιλαμβάνει και τη φράση «όπως μετονομάστηκε σε ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ», δίδοντας την εντύπωση ότι έχει εγκριθεί η μετονομασία της.  Και αυτό παρά την ανακλητική απόφαση του Εφόρου, η οποία καλύπτεται με το τεκμήριο νομιμότητας και έχει πλήρη νομικά αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθεί από το Δικαστήριο.

 

     Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση προώθησαν με άξονα τον ισχυρισμό ότι ο τίτλος της προσφυγής είναι παραπλανητικός για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.

 

     Η αιτήτρια, αντικρούοντας την προδικαστική ένσταση, αντέτεινε ότι ο τίτλος προσδιορίζει τόσο το αρχικό της όνομα όσο και τη μετονομασία, η νομιμότητα της οποίας αποτελεί και το αντικείμενο της διαφοράς.  Με επιπρόσθετο ισχυρισμό ότι με αυτό τον τρόπο καθορίζεται επαρκώς η ταυτότητα της και ότι κατά το στάδιο της καταχώρησης της προσφυγής ήταν εγγεγραμμένη η μετονομασία και όχι το αρχικό της όνομα. Παραδέχεται, όμως, ότι με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση η επωνυμία που ισχύει είναι η PAPOUIS DAIRIES LIMITED.

 

     Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

 

     Η συμπερίληψη και της μετονομασίας στο τίτλο της προσφυγής δεν επηρεάζει το κύρος του δικογράφου. Όπως έχει νομολογηθεί, χωρεί διόρθωση του τίτλου με αυτεπάγγελτη διαταγή του Δικαστηρίου ακόμα και στο στάδιο της απόφασης εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν παραβλάπτονται τα συμφέροντα οποιουδήποτε. (βλ. Fesas & Οthers v. The Republic of Cyprus (1989) 3(A) A.A.Δ.63, Ελεπέμ Λτδ v. Επάρχου Πάφου (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 2857).

 

     Όπως παρατηρήθηκε στη Fesas & Others (πιο πάνω) στη σελ. 66:

 

Τhe parties to the recourse are of secondary importance, in the sense that they are only heard in support or against the validity of such act or decision. The process of judicial review cannot be frustrated by any secondary consideration, such as the exact title of the proceedings”.

 

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω και λαμβανομένου υπόψη ότι η τροποποίηση δεν επηρεάζει δυσμενώς οποιονδήποτε, ούτε πλήττει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, ο τίτλος τροποποιείται με τη διαγραφή της φράσης «όπως μετονομάστηκε σε ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΛΤΔ»

 

     Ακολουθεί η εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος έχει στο επίκεντρο του τα άρθρα 18[1] και 19[2] του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 (στο εξής ο Νόμος).

 

     Είναι θέση της αιτήτριας ότι οι πρόνοιες του άρθρου 18 ναι μεν παρέχουν στον έφορο τη δυνατότητα να μην εγγράψει όνομα εταιρείας το οποίο κατά την άποψη του είναι ανεπιθύμητο, αλλά δεν περιλαμβάνει και εξουσία για τη διαγραφή ενός ήδη εγγεγραμμένου ονόματος. Παρέπεμψε σχετικά στην Glasboro Enterprises Ltd v. Εφόρου Εταιρειών (2002) 4(Α) A.A.Δ. 1, στην οποίαν επικυρώθηκε ως νόμιμη η ανάκληση της εγγραφής μιας εμπορικής επωνυμίας που ταυτιζόταν με εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα και η οποία είχε γίνει εκ παραδρομής ή λόγω μη δέουσας έρευνας, για να υποβάλει ότι εφόσον στη παρούσα ο Έφορος δεν επικαλέστηκε κάποιο λάθος ή μη δέουσα έρευνα κατά την αρχική εγγραφή του νέου ονόματος της, δεν έχει το δικαίωμα της εκ των υστέρων ανάκλησης του.   Επεσήμανε, επί του προκειμένου, ότι το άρθρο 18 αναφέρεται μόνο στην εγγραφή ονόματος και εισηγήθηκε ότι ενόψει τούτου δεν εφαρμόζονται οι περί ανακλήσεως πρόνοιες του άρθρου 54(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως.

 

     Διαζευκτικά προς τα ανωτέρω υπέβαλε ότι δεν έχει εξειδικευθεί κατά πόσον επρόκειτο για ανάκληση νόμιμης ή παράνομης πράξης και ότι από την ημερομηνία της έγκρισης της μετονομασίας της, στις 21.5.2012, μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης, είχε δημιουργηθεί μια ευνοϊκή γι’ αυτήν κατάσταση με την καθιέρωση του συγκεκριμένου ονόματος στα διάφορα πιστοποιητικά εγγραφής της στο εξωτερικό και στις εμπορικές  συναλλαγές της με τρίτους, γεγονός που καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη ως αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση.

 

     Επιπρόσθετα από τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η αιτήτρια προώθησε τον υπό συζήτηση λόγο ακύρωσης διατυπώνοντας ακόμη τέσσερα επιχειρήματα. Το πρώτο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από πάροδο  5 μηνών και χωρίς να έχει προκύψει κάποιο νέο δεδομένο και επομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ληφθείσα εκτός του ευλόγου χρόνου και ως τέτοια δεν είναι επιτρεπτή.  Το δεύτερο, ναι μεν με βάση το άρθρο  54(3)[3] του Ν.158(1)/99 είναι επιτρεπτή η ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης ακόμα και μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή της, αλλά στην παρούσα περίπτωση δεν έχει δεόντως εξειδικευθεί το δημόσιο συμφέρον στη βάση του οποίου έγινε η ανάκληση.  Το τρίτο, κακώς  χρησιμοποιήθηκε το άρθρο 18 του Νόμου ως η νομική βάση της επίδικης απόφασης καθότι η ανάκληση ενός ονόματος που γράφτηκε από αβλεψία ή για άλλο λόγο ρυθμίζεται από την ειδική πρόνοια του άρθρου 19(2) του Νόμου και, το τέταρτο, εφόσον η αρχική έγκριση της μετονομασίας ήταν νόμιμη, η μεταγενέστερη ανάκληση δεν μπορούσε με βάση το άρθρο 54(5)[4] να λάβει αναδρομική ισχύ.

 

     Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ενόψει του ότι στον περί Εταιρειών Νόμο δεν προβλέπεται διαδικασία ανάκλησης της εγγραφής ενός ονόματος που κρίνεται εκ των υστέρων από τον Έφορο ως ανεπιθύμητο, εφαρμόζονται οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως του Ν.158(Ι)/99 και αρμοδίως ο Έφορος προχώρησε στην επίδικη απόφαση του. Επρόκειτο, ισχυρίζονται, για ανάκληση μιας παράνομης πράξης η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο αφότου ο Έφορος έλαβε τη σχετική ειδοποίηση από τη Γενική Διευθύντρια του  αρμόδιου υπουργείου.

     Η επιχειρηματολογία της αιτήτριας, αλληλοσυγκρουόμενη εν πολλοίς, δεν ευσταθεί. Επισημαίνεται κατ΄ αρχάς, σ΄ ότι αφορά τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του Εφόρου να προβεί στην επίδικη ανάκληση, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί εφόσον με την Κ.Δ.Π. 249/87 οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου βάσει των προνοιών των άρθρων 18 και 19 του Κεφ. 113 έχουν εκχωρηθεί στον Έφορο.  Σ΄ ότι δε αφορά την απουσία ειδικής ρύθμισης από το άρθρο 18 του Νόμου, αυτό είναι σωστό.  Δεδομένης της υπό αναφορά απουσίας, το θέμα διέπεται από τους γενικούς κανόνες ανάκλησης του άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου και από τη στιγμή που ο Έφορος έκανε αποδεκτά τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του από τη Διευθύντρια και κατέληξε ότι το νέο όνομα της αιτήτριας ήταν ανεπιθύμητο, η κατάληξη του αυτή κατέστησε την απόφαση του ημερ. 21.5.12 παράνομη με βάση το άρθρο 18 το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό του.  Συνακόλουθα επρόκειτο για ανάκληση μιας παράνομης πράξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η οποία ήταν επιτρεπτή ακόμα και μετά από την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, αν και το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την ανάκληση δεν εξέρχεται των λογικών ορίων.   Δεδομένης δε της φύσης της πράξης που ανακλήθηκε, η ανάκληση της μπορούσε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 54(2)[5] του Ν.158(Ι)/99 να λάβει αναδρομική ισχύ, όπως και έγινε.  Σχετική είναι η Glasboro Enterprises Ltd v. Εφόρου Εταιρειών (ανωτέρω), στην οποία εξετάστηκαν κάτω από παρόμοιες συνθήκες οι περιστάσεις ανάκλησης εγγραφής εμπορικής επωνυμίας, η οποία θεωρήθηκε ότι αποτελούσε παράνομη ευμενή διοικητική πράξη.  Η εγγραφή σ’ εκείνη την περίπτωση ήταν αποτέλεσμα λάθους επειδή αυτή ταυτιζόταν με ήδη εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα και η ανάκληση της θεμελιώθηκε στο άρθρο 55 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ.116, το οποίο, όπως και το άρθρο 18 του Κεφ.113, παρέχει την εξουσία στον Έφορο να μην αποδέχεται εγγραφή εμπορικής επωνυμίας με όνομα το οποίο θεωρεί ανεπιθύμητο.

 

    Επικυρώνοντας τη διοικητική απόφαση, στην προαναφερθείσα υπόθεση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε τα ακόλουθα:

 

«Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση της αιτήτριας. Το άρθρο 55 παρέχει εξουσία στον Έφορο να μην αποδέχεται εγγραφή εμπορικής επωνυμίας με όνομα το οποίο θεωρεί ανεπιθύμητο. Με βάση την εξουσία αυτή, ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει ένα όνομα από το μητρώο εάν αυτό είναι ανεπιθύμητο. Εάν ο Έφορος εκ παραδρομής, διότι δεν διεξήγαγε την πρέπουσα έρευνα ή εκ λάθους προέβη στην εγγραφή της επωνυμίας έχει εξουσία να ανακαλέσει την απόφαση του.

………………………………………………………

 

Ο Έφορος άσκησε στην πραγματικότητα ενδιάθετη εξουσία για ανάκληση πράξης, που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του ως παράνομης.

 

………………………………………………………

 

Θεωρώ ότι  ανάκληση της απόφασης στην παρούσα περίπτωση έγινε εντός ευλόγου χρόνου, προϋπόθεση που απαιτεί η νομολογία για μια έγκυρη ανάκληση (Βλέπε μεταξύ άλλων:- Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750 ».

 

 

     Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και σ΄ ότι αφορά το δεύτερο  - ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας – αυτός προωθήθηκε από την αιτήτρια με δύο βασικά ισχυρισμούς:-  Ότι, αφενός, ο Έφορος εξέλαβε εσφαλμένα ότι είχε υποχρέωση ανάκλησης της απόφασης του, ασπαζόμενος προς τούτο την άποψη του Υπουργείου περί σοβαρών κινδύνων σύγχυσης και παραπληροφόρησης των καταναλωτών και δυσμενούς επηρεασμού του δημοσίου συμφέροντος και, αφετέρου, ότι η αιτιολογία στην έκταση που αφορά την επίκληση της προστασίας των προτύπων του χαλλουμιού, αλλά και την αναγκαία εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, είναι γενική, ασαφής και αόριστη.

   

     Οι καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις της αιτήτριας, παραπέμπουν στο περιεχόμενο της επιστολής του Εφόρου ημερ. 15.10.12, που έχει ως ακολούθως:-

 

 

«Έχω με πολλή προσοχή επανεξετάσει το θέμα και καταλήγω ότι η απόφαση μου ημερ. 21 Μαΐου 2012 θα πρέπει να ανακληθεί καθότι το όνομα ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ είναι κατά τη γνώμη μου ανεπιθύμητο και ως τέτοιο δεν δύναται , δυνάμει του άρθρου 18 του περί Εταιρειών Νόμου, να εγγραφεί.

 

 Συγκεκριμένα το εν λόγω όνομα είναι ανεπιθύμητο για τους ακόλουθους λόγους:

 

Το σήμα «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI» προστατεύεται στην Κύπρο ως δύο ξεχωριστά πιστοποιούντα σήματα, τα οποία ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Η χρήση αυτών των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη συμμόρφωση του δικαιούχου χρήσης με κανόνες αναφορικά με την παρασκευή των προϊόντων που φέρουν τα εμπορικά σήματα. Οι κανόνες αυτοί, είναι πανομοιότυποι με εκείνους που περιλαμβάνονται στον περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα Δέκατη Σειρά) Κανονισμό του 1985 (Κ.Δ.Π. 195/85) (στο εξής «ο Κανονισμός»). Ο Κανονισμός περιέχει υποχρεωτικά πρότυπα για το ώριμο χαλλούμι και το φρέσκο χαλλούμι και όποιο τυρί παρασκευάζεται στην Κύπρο πρέπει, προκειμένου να φέρει το όνομα χαλλούμι, να παρασκευάζεται σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά. Δεδομένης της προφανούς γραμματικής και ηχητικής συνάφειας της λέξης «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» τόσο με τα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα «XAΛΛΟΥΜΙ/ΗΑLLΟUΜΙ», όσο και με το όνομα του  προϊόντος χαλλούμι, σε περίπτωση συμπερίληψης της λέξης αυτής σε όνομα εταιρείας δημιουργούνται σοβαρές πιθανότητες σύγχυσης με τα υπό αναφορά πιστοποιούντα εμπορικά σήματα, καθώς και παράκαμψης του Κανονισμού και των πανομοιότυπων με αυτόν κανόνων παρασκευής του προϊόντος, που διέπουν την χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI». Η εταιρεία στο όνομα της οποίας περιλαμβάνεται η λέξη «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» θα έχει τη δυνατότητα να αναγράφει το όνομα της, σε μέγεθος και σχήμα που η ίδια θα επιλέγει, επί της συσκευασίας των προϊόντων της, χωρίς να συμμορφώνεται με οποιαδήποτε υποχρέωση απορρέει από τον Κανονισμό ή από τους κανόνες που διέπουν τη χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων, εφόσον το αναγραφόμενο όνομα θα είναι  απλώς το όνομα της εταιρείας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα υψηλός στην περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου η φέρουσα το όνομα εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και διάθεσης γαλακτοκομικών προϊόντων. Για το λόγο αυτό,  η εγγραφή της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» ως ονόματος εταιρείας ή ως μέρους ονόματος εταιρείας είναι ανεπιθύμητη.

 

Σημειώνεται πως, στην υπό εξέταση περίπτωση, η ονομασία «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως συνδεόμενη με φυσικό πρόσωπο το οποίο να αποτελεί τον αποκλειστικό ή τον κύριο μέτοχο της αιτήτριας εταιρείας.

 

Ο κίνδυνος παράκαμψης του Κανονισμού, καθώς και των κανόνων που διέπουν τη χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI», οδηγεί στην ανάκληση της απόφασης μου ημερομηνίας 21.5.2012 και για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο κανονισμός και τα ανήκοντα στο κράτος πιστοποιούντα εμπορικά σήματα που αναφέρονται πιο πάνω έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την παρασκευή και να προστατεύσουν τη χρήση του χαλλουμιού ως παραδοσιακού εθνικού τυριού της Κύπρου. Το χαλλούμι αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου και ταυτόχρονα ένα σημαντικό προϊόν για την οικονομία και ιδίως για τις εξαγωγές της χώρας μας. Συνεπώς η εγγραφή ενός ονόματος εταιρείας που δημιουργεί κινδύνους παράκαμψης των σχετικών με ένα τέτοιο προϊόν κανόνων, πλήττει το δημόσιο συμφέρον.

 

Σημειώνεται τέλος ότι οι πιο πάνω κίνδυνοι δικαιολογούν την άρνηση ή ανάκληση της εγγραφής της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» ως ονόματος ή μέρους ονόματος οποιασδήποτε εταιρείας, πολύ όμως περισσότερο στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου αποκλειστική μέτοχος της εταιρείας PAPOUIS DAIRIES LIMITED είναι η εταιρεία Παγκύπριος Οργανισμός Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια ΛΙΜΙΤΕΔ (στο εξής ο «ΠΟΑ»). Ο «ΠΟΑ» εδώ και μερικά χρόνια πρωτοστατεί στην αμφισβήτηση των προτύπων του ώριμου και του φρέσκου χαλλουμιού που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και αντιστρατεύεται την προσπάθεια καταχώρισης της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI» ως προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης με προδιαγραφή που να καθορίζει το αιγινό ή/και πρόβειο γάλα ως το κύριο συστατικό του χαλλουμιού. Συνεπώς οι κίνδυνοι που περιγράφονται πιο πάνω ως προς την πιθανή χρήση της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ» πρέπει να θεωρούνται στην παρούσα περίπτωση ως αυξημένοι».

 

 

    Όπως είναι και νομολογημένο, όταν εξετάζεται η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης, το ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτή παρέχει στον ακυρωτικό Δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί τα στοιχεία πάνω στη βάση των οποίων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (βλ. Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

    Στην παρούσα περίπτωση, έκδηλα κατά την άποψή μου, το πιο πάνω κείμενο περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο. Γίνεται αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και το νομικό της πλαίσιο, περιέχει αναλυτικά τους λόγους της απόρριψης του ονόματος ως ανεπιθύμητου, καθώς και άλλους παράγοντες οι οποίοι σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου εκπληρώνουν την υποχρέωση της διοίκησης για αιτιολογία.  Επιπρόσθετα έχει εξειδικευθεί και το δημόσιο συμφέρον, το οποίο σχετίζεται με τον ενδεχόμενο κίνδυνο πρόκλησης σύγχυσης αναφορικά με τα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI» και  παράκαμψης των κανονισμών που διέπουν τη χρήση των σημάτων και, εν τέλει, των κανόνων παρασκευής ενός προϊόντος με σημαντικό, όπως σημειώνεται, ρόλο  στη πολιτιστική κληρονομιά, αλλά και στις εξαγωγές και συνακόλουθα στην οικονομία της χώρας.

 

   Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων οι εισηγήσεις της αιτήτριας, αναφορικά με την αιτιολογία, επίσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

     Ο τρίτος λόγος ακύρωσης προωθήθηκε στη βάση ότι, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο Έφορος συνιστά κατάχρηση εξουσίας και οι ενέργειες του αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων και είχαν εκδικητικό χαρακτήρα εφόσον αυτές, ουσιαστικά, εξαντλήθηκαν σε απλή σφραγίδα των υποδείξεων της Διευθύντριας.

 

     Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, σ΄ ότι αφορά την επιδίωξη αλλότριων σκοπών, δεν ευσταθούν. Όπως έχει νομολογηθεί η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους είτε με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων (βλ. Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 176).

 

    Στην παρούσα περίπτωση οι αιτιάσεις της αιτήτριας σε βάρος του Εφόρου, για επιδίωξη αλλότριων σκοπών, παρέμειναν ατεκμηρίωτες και οι επί του θέματος αναφορές στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της δεν διαφοροποιούν την κατάσταση. Αναφορικά δε με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της, επισημαίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Εφόρου, στην έκταση που αφορά την απαγόρευση εγγραφής ονόματος εταιρείας που θεωρείται από αυτόν ως ανεπιθύμητο, είναι αδέσμευτη και εμπεριέχει το δικαίωμα άρνησης οποιουδήποτε ονόματος (βλ. Polytrade v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 A.A.Δ. 92). ΄Όμως εδώ, είναι προφανές ότι ο Έφορος, επανεξετάζοντας το ζήτημα και καταλήγοντας στα ανάλογα ευρήματα τα οποία παρέθεσε με εμπεριστατωμένο τρόπο, διεξήγαγε δική του έρευνα και τα κριτήρια με βάση τα οποία άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια παρατίθενται με κάθε σαφήνεια και πληρότητα και το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών (βλ. Polytrade v. Δημοκρατίας κ.ά. (πιο πάνω), Δημοκρατία v. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 (E) A.A.Δ. 3835, Ε. Φιλίππου Λτδ v. Δημοκρατίας (2004) 3 A.A.Δ. 389).

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι προφανές ότι ούτε ο τρίτος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και σ΄ ότι αφορά τον τέταρτο, αυτός προωθήθηκε κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 του Ν.158(1)/99.  Ότι δηλαδή η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης.  Υποβλήθηκε συναφώς από την αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη ανάκληση της προκάλεσε προβλήματα σε σχέση με την εμπορική της δραστηριότητα και υπό τις περιστάσεις αποτελούσε διοικητικό μέτρο τιμωρητικού χαρακτήρα.  Ενόψει τούτου, υπέβαλε, θα έπρεπε να της δοθεί από τον Έφορο το δικαίωμα ακρόασης και η σχετική παράλειψη του παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και καθιστά την προσβαλλόμενη απόφασή παράνομη.

 

     Η κρίση του Εφόρου, αντέτειναν οι καθ΄ ων η αίτηση, διαμορφώθηκε στη βάση αντικειμενικών δεδομένων και η  επίδικη απόφαση δεν αποτελούσε διοικητικό μέτρο πειθαρχικής ή δυσμενούς φύσεως ώστε να εγείρεται θέμα εφαρμογής της αρχής της προηγούμενης ακρόασης του επηρεαζομένου.

 

     Ούτε αυτό το παράπονο της αιτήτριας ευσταθεί. Το νομικό πλαίσιο που διέπει την περίπτωση (το άρθρο 18 του Κεφ.113), δεν επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση κάθε ενδιαφερόμενου ως προαπαιτούμενο της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου να απορρίψει ένα όνομα ως ανεπιθύμητο. Η παροχή ευκαιρίας στην αιτήτρια να ακουστεί δεν αποτελεί προϋπόθεση ή ενέργεια η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας του Εφόρου σε τέτοιας φύσεως υπόθεση. Το δικαίωμα ακρόασης, όταν δεν προβλέπεται από το Νόμο, αφορά περιπτώσεις όπου ο πολίτης κρίνεται για υπαίτια πράξη σε πειθαρχική διαδικασία, ή όταν θα του επιβληθεί κάποιου είδους κύρωση. Η αρχή της προηγούμενης ακρόασης κάμπτεται επίσης όταν συντρέχουν - όπως στη παρούσα περίπτωση - λόγοι δημοσίου συμφέροντος (βλ. Republic v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Orphanou v. Registrar of CoOperative Societies (1985) 3 C.L.R.1022 και Παντελούρης v. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361 ).  Όμως, η υπό αναφορά περίπτωση δεν αφορά επιβολή ενός τιμωρητικού μέτρου ή πειθαρχικής ποινής και, επιπρόσθετα, με την επίδικη επιστολή ο Έφορος άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να εξετάσει ένα νέο όνομα που ενδεχομένως θα υπέβαλλε η αιτήτρια, πληροφορώντας την ότι «είμαι πάντοτε στη διάθεση σας και πρόθυμος να εξετάσω άμεσα αίτηση σας για αλλαγή του ονόματος της εταιρείας PAPOUIS DAIRIES LIMITED σε όνομα της επιλογής/εκλογής σας νοουμένου βέβαια ότι τούτο δεν είναι ανεπιθύμητο».

 

     Παρέμεινε προς εξέταση ο τελευταίος λόγος ακύρωσης, με τον οποίο διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες των άρθρων 21.3 και 25 του Συντάγματος.  Υποβλήθηκε συναφώς ότι  το δικαίωμα σύστασης μιας εταιρείας και η ελεύθερη επιλογή της επωνυμίας της που  προβλέπεται στο Άρθρο 21 του Συντάγματος, υπόκειται μόνο στους περιορισμούς του περί Εταιρειών Νόμου και ένα όνομα είναι ανεπιθύμητο λόγω ομοιότητας με το όνομα άλλης υφιστάμενης εταιρείας.  Παρέπεμψε επί τούτου στην Polytrade v. Δημοκρατίας κ.ά. (ανωτέρω) και εισηγήθηκε ότι  η ανάκληση της μετονομασίας της κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικούς λόγους του Άρθρου 21.3 του Συντάγματος και ως εκ τούτου παραβιάζει το κατοχυρωμένο από το Άρθρο 25 του Συντάγματος δικαίωμα για ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος.

 

     Το επιχείρημα της αιτήτριας είναι ανεδαφικό.

 

     Κατ’ αρχάς, όπως παρατηρείται εύστοχα από τους καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια είναι ήδη εγγεγραμμένη εταιρεία και η εκ μέρους της επίκληση του δικαιώματος της σύστασης εταιρείας του Άρθρου 21 δεν αφορά άμεσα το επίδικο ζήτημα.  Πέραν τούτου, οι συνταγματικές διατάξεις που αναφέρθηκαν θέτουν την άσκηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων κάτω από την προϋπόθεση της τήρησης της σχετικής νομοθεσίας που διέπει την ίδρυση και τη νομική προσωπικότητα των εταιρειών, αλλά και των περιορισμών που επιβάλλονται κατά την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, για τη διασφάλιση, μεταξύ άλλων και των συνταγματικών και κατά συνέπεια και περιουσιακών δικαιωμάτων τρίτων προσώπων καθώς και του δημοσίου συμφέροντος.  Σχετική επί του θέματος είναι η Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192 στην οποία η Ολομέλεια, εξετάζοντας ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος αποφάνθηκε ότι «Παραβίαση του δικαιώματος διαπιστώνεται να υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου τα τεθέντα περιοριστικά όρια άσκησης του δικαιώματος εργασίας, είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα. Επιβολή ρυθμίσεων που έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό ή οικονομικό περιβάλλον, που κατά καιρούς ισχύει, δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος».  Το άρθρο 18 του Κεφ. 113, από το οποίο πηγάζει η σχετική εξουσία του Εφόρου και του οποίου η συνταγματικότητα δεν αμφισβητήθηκε από την  αιτήτρια, δεν περιορίζει τη δυνατότητα απόρριψης ονόματος μόνο στην περίπτωση  που αυτό κρίνεται ως ανεπιθύμητο λόγω ομοιότητας με άλλο ήδη εγγεγραμμένο όνομα ή λόγω παραπλανητικών χαρακτηριστικών. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου είναι στη περίπτωση αυτή αδέσμευτη και όπως ήδη επισημάνθηκε, εμπεριέχει την εξουσία απόρριψης οποιουδήποτε ονόματος νοουμένου ότι η απόφαση του αιτιολογείται επαρκώς.

 

     Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη με €1.500 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, η δε προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] 18. Καμιά εταιρεία δεν εγγράφεται με όνομα που κατά τη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ανεπιθύμητο.

[2] 19.-(1) Εταιρεία δύναται με ειδικό ψήφισμα και με τη γραπτή έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου να αλλάξει το όνομα της.

(2) Αν εταιρεία κατά την πρώτη της εγγραφή ή κατά την εγγραφή της με νέο όνομα, λόγω αβλεψίας ή άλλου λόγου, γράφτηκε με όνομα που κατά τη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου είναι πολύ όμοιο με το όνομα με το οποίο υφιστάμενη εταιρεία γράφτηκε προηγούμενα, η εταιρεία που αναφέρθηκε πρώτα δύναται να αλλάξει το όνομα της με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, και αν αυτός διατάξει μέσα σε έξι μήνες από την εγγραφή της με το όνομα αυτό, οφείλει να το αλλάξει μέσα σε έξι εβδομάδες από τη διαταγή ή μέσα σε τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει ορθό να επιτρέψει.

 

[3]      «Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος».

[4]      «Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ».

[5]  «Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο