ECLI:CY:AD:2015:D619
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 851/2012)
22 Σεπτεμβρίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. MUSHEGH GRIGORYAN,
2. AIDA PAPOYAN,
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
----------------------
Ηλίας Ηλία, για τους Αιτητές.
Μικαέλα Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 16.3.2012, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση ασύλου που υπέβαλαν στις 23.9.2009.
Οι αιτητές οι οποίοι είναι σύζυγοι, κατάγονται από την Αρμενία και εισήλθαν νόμιμα στην Κύπρο στις 5.9.2009. Μετά την υποβολή της αίτησης ασύλου μαζί με το έντυπο προσωπικών στοιχείων, κλήθηκαν σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Άσυλου στις 12.3.2010.
Στη συνέντευξη του από Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής ισχυρίστηκε φόβο δίωξης από άτομα «υπεύθυνα» της περιοχής όπου διατηρούσε επιχείρηση, τα οποία του ζήτησαν αρχικά το ποσό των 4.000 δολαρίων και αργότερα το ποσό των 30.000 δολαρίων, γιατί το μαγαζί του βρισκόταν στην περιοχή τους και τον απειλούσαν. Επίσης, τον προέτρεψαν «να σκεφθεί» τη μητέρα και αρραβωνιαστικιά του. Επειδή αρνήθηκε να τους δώσει τα χρήματα που ζητούσαν, τα άτομα αυτά έσπασαν τα τζάμια του μαγαζιού του. Κατήγγειλε το δεύτερο αυτό περιστατικό στην αστυνομία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ανέφερε επίσης ότι δέχθηκε στη συνέχεια ένα απειλητικό τηλεφώνημα τον Ιούλιο του 2009 για να συγκεντρώσει τα χρήματα. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να κλείσει την επιχείρηση του και να μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα με την μητέρα του. Το Σεπτέμβρη του 2009, αφού παντρεύτηκε με την αιτήτρια και διευθέτησε τα χαρτιά του, έφυγε από την χώρα του.
Η δε αιτήτρια, κατά τη διάρκεια της δικής της συνέντευξης, δήλωσε πως δεν γνώριζε πολλά για τον σύζυγο της, αναφορικά με το κατάστημα που αυτός διατηρούσε, ούτε συνέβη οτιδήποτε στην ίδια.
Η αίτηση απορρίφτηκε διότι κρίθηκε πως οι λόγοι για τους οποίους είχαν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής τους οι αιτητές δεν σχετίζονταν με βάσιμους και δικαιολογημένους φόβους δίωξης, όπως καθορίζονται από τα άρθρα 3 και 19(2) του περί Προσφύγων Νόμων 2000-2009. Επίσης, ενώ ο αιτητής διηγείτο τα γεγονότα στη συνέντευξη του, προέκυψαν σημαντικές αντιφάσεις που έπλητταν την αξιοπιστία το και αμφισβητείτο το αληθές των ισχυρισμών του.
Μετά την απόρριψη του αιτήματος τους, οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή μέσω του δικηγόρου τους με την οποία επικαλέστηκαν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και ότι βρίσκονται στην Κύπρο για να αποφύγουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους. Ετοιμάστηκε έκθεση αρμόδιου Λειτουργού προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στην βάση της οποίας εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο των αιτητών και απεστάλη ταχυδρομικώς και στους ίδιους στις 27.3.2012.
Έχω εξετάσει με προσοχή τα επιχειρήματα και τους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές, οι οποίοι συνοψίζονται ουσιαστικά στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με τη μη παραχώρηση καθεστώτος προσωρινής προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19Α(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (στο εξής «ο Νόμος»), κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα λόγω ελαττωματικής και/ή καθόλου έρευνας και έλλειψη γενικότερης αιτιολογίας που να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.
Δεν ευσταθεί κανένας από τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης. Όπως ορθά αντιτάσσει η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, ακολουθήθηκε η διαδικασία που καθορίζεται από τον Νόμο (άρθρο 13) και εύλογα κρίθηκε ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητα μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προνοεί το άρθρο 3(Ι) του Νόμου[1], προκειμένου να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αιτιολογία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων συμπληρώνεται από τις εισηγητικές εκθέσεις των αντίστοιχων αρμόδιων λειτουργών, στις οποίες αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης.
Τα πορίσματα/εισηγήσεις των λειτουργών τόσο πρωτοβάθμια όσο και στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, είναι δεόντως αιτιολογημένα αφού αξιολογούν τους ισχυρισμούς των αιτητών κατά τις συνεντεύξεις και εντοπίζουν και αναλύουν τις αντιφάσεις στις οποίες αυτοί περιέπεσαν. Παρατίθενται, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα συμπεράσματα/ευρήματα της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως αυτά επιβεβαιώθηκαν στην έκθεση της λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (Παράρτημα 9 της ένστασης):
Ø «Ερωτηθείς εάν μετά το τηλεφώνημα του Ιουλίου 2009, έως και τον Σεπτέμβριο του 2009 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του μαζί με τη σύζυγό του, του συνέβηκε οτιδήποτε απάντησε αρνητικά ....
Ø Ερωτηθείς το λόγο που δεν εγκατέλειψε μαζί με τη σύζυγό του άμεσα, το συντομότερο δυνατόν, τη χώρα καταγωγής τους, μετά το τηλεφώνημα του Ιούλιου του 2009, απάντησε ότι περίμενε να διευθετήσει τα χαρτιά του …., υποδηλώνοντας ουσιαστικά ότι δεν αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο, βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Εάν πράγματι ο προσφεύγων αντιμετώπιζε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, τότε, θα εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το συντομότερο δυνατόν.
Ø Ερωτηθείς ο προσφεύγων πόσες φορές απευθύνθηκε στην αστυνομία, νοουμένου ότι δέχθηκε δύο φορές επισκέψεις από τα εν λόγω άτομα, εκ των οποίων τη μια του έσπασαν τα τζάμια του μαγαζιού του καθώς επίσης και τηλεφώνημα, απάντησε ότι απευθύνθηκε μόνο μια φορά, όταν του έσπασαν τα τζάμια του μαγαζιού του …. Ερωτηθείς γιατί δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία και να ζητήσει προστασία από αυτήν, από την πρώτη φορά που τον προσέγγισαν τα εν λόγω άτομα ζητώντας του χρήματα, απάντησε ότι δεν έδωσε σημασία …., απάντηση καθόλου πειστική. Εάν πράγματι ο προσφεύγων επιθυμούσε να προστατευτεί και αντιμετώπιζε πραγματικό φόβο δίωξης, τότε θα απευθυνόταν εξαρχής στην αστυνομία και δεν θα κατέληγε σε συμφωνία μαζί τους, ότι, δηλ. θα τους έδινε το ποσό που ζητούσαν ….
Ø …. Ερωτηθείς επίσης το λόγο που δεν απευθύνθηκε αμέσως στην αστυνομία, από την πρώτη φορά που τον προσέγγισαν, απάντησε ότι απλά μίλησαν, υποδηλώνοντας και πάλι ότι ο ίδιος οικειοθελώς απέφυγε να τους καταγγείλει στην αστυνομία. Στη συνέχεια ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι όταν τους κατήγγειλε στην αστυνομία, για το γεγονός ότι του έσπασαν τα τζάμια του μαγαζιού του, η αστυνομία κατέγραψε αυτά που έγιναν, αλλά δεν έκανε τίποτα …. Ωστόσο, ερωτηθείς στη συνέχεια ο προσφεύγων εάν επισκέφθηκε ξανά την αστυνομία, ούτως ώστε να διαπιστώσει εάν υπήρχαν νεότερα στοιχεία αναφορικά με την υπόθεσή του και/ή για την έκβαση της υπόθεσής του, αρχικά απέφυγε να απαντήσει, δηλώνοντας προγενέστερους ισχυρισμούς του, ενώ όταν του υποβλήθηκε εκ νέου η ερώτηση απάντησε αρνητικά.
[. . . .]
· Ενόψει των ως άνω ισχυρισμών, αναφορικά με το κατά πόσο απευθύνθηκε ή όχι ο προσφεύγων στις αστυνομικές αρχές της χώρας του, ο λειτουργός Ασύλου παραθέτει αυτούσια την §100 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, όπου: «ο όρος «δεν επιθυμεί» αναφέρεται σε πρόσφυγες που αρνούνται να δεχθούν την προστασία που παρέχει η Κυβέρνηση της χώρας της ιθαγένειας. Εξειδικεύεται δε από τη φράση «λόγω του φόβου αυτού». Όταν ένα πρόσωπο επιθυμεί να υπαχθεί στην προστασία της χώρας του, η επιθυμία του αυτή θα ήταν κανονικά ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται έξω από τη χώρα εξαιτίας «δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως». Όταν η προστασία της χώρας της ιθαγένειας του είναι εφικτή και δεν υπάρχει αιτία, θεμελιωμένη σε δικαιολογημένο φόβο για την άρνηση της, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει την ανάγκη διεθνούς προστασία και συνεπώς δεν είναι πρόσφυγας».
· Ο προσφεύγων στην αίτησή του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση από χούλιγκανς, οι οποίοι απαίτησαν μέρος του εισοδήματός του και εξαιτίας αυτού ξεκίνησαν συγκρούσεις οι οποίες του προκάλεσαν ζημιές (damage) και απείλησαν τον ίδιο και την οικογένειά του …. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο προσφεύγων δεν αναφέρθηκε σε χούλιγκανς, αλλά σε άτομα υπεύθυνα της περιοχής του. Επίσης, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω άτομα δεν τον κτύπησαν, αλλά ότι εννοούσε τα τζάμια που του έσπασαν …. Ερωτηθείς για τις απειλές, ο προσφεύγων διαφοροποίησε και πάλι τους ισχυρισμούς του δηλώνοντας ότι κανένα μέλος της οικογένειάς του απειλήθηκε από τα εν λόγω άτομα …. Συνεπώς, οι πιο πάνω ισχυρισμοί πλήττουν την αξιοπιστία του στον πυρήνα του αιτήματός του.
· Η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει και πολλά για την υπόθεση του συζύγου της, αναφορικά με το κατάστημα που διατηρούσε, και ότι στην ίδια δε συνέβηκε οτιδήποτε από αυτά τα άτομα …. Συνεπώς, στο πρόσωπο της προσφεύγουσας δεν παρατηρείται και δεν τεκμηριώνεται οποιοσδήποτε φόβος δίωξης,
· Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα, ότι δηλ. μετά το τηλεφώνημα του Ιουλίου του 2009, άλλαξε σπίτι με την μητέρα του …., έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό της συζύγου του, η οποία δήλωσε ότι ο σύζυγός της διέμενε μαζί με τη μητέρα του στο ίδιο σπίτι κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο ….
· Ερωτηθείσα η προσφεύγουσα γιατί δεν εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους από τον Ιούνιο του 2009 που ο σύζυγός της έκλεισε την επιχείρησή τους, απάντησε ότι είχαν αρκετά εξαρτήματα να ξεφορτωθούν και επίσης ότι ο σύζυγός της είχε και τις σπουδές της …., απαντήσεις καθόλου πειστικές ως προς το ότι αντιμετώπιζαν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Εάν πράγματι αντιμετώπιζαν πραγματικό κίνδυνο τότε θα εγκατέλειπαν τη χώρα καταγωγής του το συντομότερο δυνατόν.»
Επίσης κατά την δευτεροβάθμια εξέταση προέκυψαν περαιτέρω ευρήματα που έπλητταν σοβαρά την αξιοπιστία του αιτητή στον πυρήνα του αιτήματος του, όπως:
· «Ερωτηθείς ο προσφεύγων εάν συνέβηκε οτιδήποτε τον Σεπτέμβριο του 2009 που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, μαζί με τη σύζυγό του, απάντησε και πάλι αρνητικά, δηλώνοντας απλά ότι αποφάσισε να φύγει …., υποδηλώνοντας ουσιαστικά κανένα φόβο δίωξης.
· …. παρατηρείται ότι όχι μόνο ο προσφεύγων δεν έδωσε ποτέ τα χρήματα στα εν λόγω άτομα …., αλλά και παρέμεινε στη χώρα καταγωγής του για διάστημα τριών μηνών επιπλέον, δηλ. μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009, χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε ….
· Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω άτομα κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος του Ιουλίου του 2009 τον προέτρεψαν να σκεφθεί τη μητέρα και αρραβωνιαστικιά του …. Ωστόσο, ερωτηθείς εάν απείλησαν τη μητέρα και αρραβωνιαστικιά του απάντησε αρνητικά …. Επιπλέον, ερωτηθείς η σύζυγός του προσφεύγοντα κατά πόσο της συνέβηκε οτιδήποτε προσωπικά ή και στη μητέρα του συζύγου της απάντησε αρνητικά ….»
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, εύλογα κρίθηκε περαιτέρω ότι οι αιτητές δεν εμπίπτουν στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας του Νόμου, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του Νόμου αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτών ασύλου, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση, ή λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας εκείνης. Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνος αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, (βλ. Υπόθεση αρ. 685/2012, Galina Bindiouk ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ημερομηνίας 23/04/13).
Τα όσα οι αιτητές επικαλέστηκαν στις συνεντεύξεις τους, και που έχουν παρατεθεί πιο πάνω, δεν τους ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Επομένως, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων των αιτητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο αιτητές ισχυρίστηκαν ότι ούτε διώχθηκαν ούτε υπέστηκαν σωματική επίθεση και ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, οι αρχές της χώρας θα τους επιτρέψουν την είσοδο, αλλά δεν πίστευαν ότι θα τους συνέβαινε κάτι καλό. Οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος που επιτάσσει το άρθρο 19(1) του Νόμου.
Υποστηρίζουν, περαιτέρω οι αιτητές ότι λανθασμένα δεν τους παραχωρήθηκε καθεστώς προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, όπως προνοείται στο άρθρο 19Α του Νόμου και πως απουσιάζει οποιαδήποτε αιτιολογία σχετικά με το άρθρο αυτό. Οι αιτητές δεν ήγειραν ούτε επικαλέστηκαν οποιοδήποτε λόγο ή οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας ή άλλο προσωπικό λόγο που θα δικαιολογούσε την παραχώρηση καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ούτε υποστήριξαν οποιεσδήποτε από τις προϋποθέσεις παραχώρησης του ειδικού αυτού προσωρινού καθεστώτος – ότι η απέλαση είναι εκ του νόµου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη, ή ότι έχουν εύλογες πιθανότητες να τους δοθεί θεώρηση διαβατηρίου από άλλη ασφαλή χώρα. Ορθά η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και αυτό το ζήτημα, εύλογα δε έκρινε στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, ότι στο πρόσωπο των αιτητών δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (βλ. Gargik Arevshatyan κ.α. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 1614/2007, ημερομηνίας 7.9.2009, Mehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578).
Καταληκτικά επαναλαμβάνω την αρχή που διατυπώθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του κρίση. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα. (βλ. Khalifa v. Αναθεωρητικής Αρχής (2006) 3 Α.Α.Δ. 402).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω ρου φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω ρου φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ΄ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο