
ECLI:CY:AD:2015:D699
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 6511/2013)
21 Οκτωβρίου, 2015
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
MAΡΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗ
Αιτήτρια
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
(ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡ. ΠΛ. ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ)
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αιτήτρια παρούσα προσωπικά
Ελ. Γαβριήλ (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αιτηση
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Το ιστορικό της υπό εξέταση υπόθεσης αναφορικά με την αιτήτρια είναι τ’ ακόλουθο, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην ένσταση:
«1. Η αιτήτρια κατάγεται από την Ελλάδα (ΑRC 5378581, ημερ. Γενν. 22/1/1965). Αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 24/12/1998 μαζί με την κόρη της Δέσποινα Σταμάτη (ARC 5378582, ημερ. Γενν. 19/4/1990).
2. Στις 28/2/2001, υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής για την ίδια και την κόρη της, επισυνάπτοντας βεβαίωση από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λάρνακας ότι λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ύψους ΛΚ 283.
3. Στις 27/3/2001 εκδόθηκε η εν λόγω άδεια προσωρινής παραμονής, με ισχύ «For so long».
4. Στις 22/6/2004, η αιτήτρια τέλεσε γάμο με τον Hussein Al Hemdane (ARC 5392539, Aρ. Φακ. A2001-11575) υπήκοο Συρίας. Ωστόσο, από τις έρευνες που διενέργησε η Αστυνομία για τη διαπίστωση της γνησιότητας του γάμου, προέκυψαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του και σε μεταγενέστερες καταθέσεις της στην Αστυνομία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι βρίσκεται σε διάσταση με τον πιο πάνω αλλοδαπό και ότι είχε σκοπό να υποβάλει αίτηση διαζυγίου.
5. Η υπό συζήτηση περίπτωση τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τους εικονικούς γάμους, η οποία, κατά τη συνεδρία της στις 28/3/2006, συμφώνησε ότι πρόκειται περί εικονικού γάμου. Ακολούθως στις 9/6/2006, η Διευθύντρια θεώρησε τον γάμο της Αιτήτριας με τον προαναφερόμενο αλλοδαπό εικονικό και στις 14/6/2006, το Τμήμα Μετανάστευσης ενημέρωσε το «ζεύγος» με χωριστές επιστολές ότι ο γάμος τους είχε κριθεί εικονικός.
6. Στις 18/7/2006, η αιτήτρια υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, μέχω του δικηγόρου της, εναντίον της πιο πάνω απόφασης.
7. Στις 3/4/2007, ο Υπουργός Εσωτερικών απέρριψε την εν λόγω ιεραρχική προσφυγή, το δε διαζύγιο της αιτήτριας εκδόθηκε στις 18/10/2007.
8. Στις 2/3/2006, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής υπηκόου κράτους μέλους της ΕΕ, για την ίδια και την κόρη της.
9. Στις 5/8/2008, η κόρη της αιτήτριας (Δέσποινα Σταμάτη) υπέβαλε ξεχωριστή αίτηση για την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της ΕΕ, η οποία βεβαίωης εκδόθηκε στις 30/7/2008. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με ενημέρωση που είχε το Τμήμα Μετανάστευσης, η κόρη της αιτήτριας Δέσποινα Σταμάτη βρισκόταν υπό την φροντίδα της Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΔΥΚΕ) για 6 περίπου χρόνια, επέστρεψε στην οικία της μητέρας της το 2006 σε ηλικία 16 χρόνων και το Μάϊο του 2008, η αιτήτρια την έδιωξε ξανά από το σπίτι.
10. Στις 20/1/2008 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για την έκδοση βεβαίωση εγγραφής πολίτη της ΕΕ, προσκομίζοντας βεβαίωση ότι εργάζεται ως μισθωτή σε εταιρεία, από τις 23/11/2007. Η εν λόγω βεβαίωση εκδοθηκε στις 18/12/2008.
11. Στις 19/9/2013 το Τμήμα Μετανάστευσης έλαβε έκθεση από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λάρνακας, στην οποία αναφέρεται ότι κατά την εκτίμηση τους, η αιτήτρια, αποτελεί υπέρμετρο βάρος στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας, καθότι από τον Ιανουάριο 2009, λάμβανε και πάλι δημόσιο βοήθημα, και μέχρι την ημερομηνία αποστολής της έκθεσης είχε λάβει συνολικά βοήθημα ύψος €36,481.91.
12. Στις 5/11/2013, το Τμημα Μετανάστευσης έστειλε επιστολή στην αιτήτρια με την οποία της ζήτησε να προσκομίσει εντός 30 ημερών, τα σχετικά πιστοποιητικά που τεκμηριώνουν τους λόγους για τους οποίους λαμβάνει δημόσιο βοήθημα. Ανταποκρινόμενη στην προαναφερόμενη επιστολή, η αιτήτρια προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά στα οποία αναφέρεται ότι πάσχει μεταξύ άλλων από ρευματοειδή αρθρίτιδα και σακχαρώδη διαβήτη, και επίσης στοιχεία από τις Υπηρεσίες Κοινωνικων Ασφαλίσεων ότι εργάστηκε από το 2008 έως το 2010.»
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να την κρίνουν ως «υπέρμετρο βάρος».
Η αιτήτρια δυστυχώς, όπως παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις που η προσφυγή καταχωρείται από τον αιτητή-πολίτη χωρίς τη βοήθεια συνηγόρου, δεν βοήθησε το Δικαστήριο με τις αγορεύσεις της προς την κατεύθυνση που αυτή σκοπεί. Για την ακρίβεια ουδεμία βοήθεια προσέφερε. Το μόνο που η ίδια ανέφερε στο Δικαστήριο είναι ότι καταχώρησε την προσφυγή διότι είναι άρρωστη και φοβήθηκε ότι θα της «κόψουν» το επίδομα που λαμβάνει.
Οι καθ’ ων η αίτηση με την ένστασης τους προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι η επιστολή ημερ. 5/11/13 που στάληκε στην αιτήτρια δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού περιεχομένου, μη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή.
Όσον αφορά την κρίση της αιτήτριας ως «υπέρμετρου βάρους» στη Δημοκρατία είναι η θέση τους ότι δεν εμπίπτει εντός των εξουσιών και αρμοδιότητας τους. Επίσης είναι η θέση τους ότι με την άνω επιστολή δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια ν’ αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραμονής στη Δημοκρατία και ότι είναι η υποχρέωση τους να ελέγχουν πλήρως τους όρους που καθορίζει η νομοθεσία για το θέμα αυτό και συγκεκριμένα ο περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία, Νόμοι 2007 έως 2015, Ν. 7(Ι)/2007, άρθρα 9, 27(2)(3).
Η επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 5/11/2013, που επισυνάπτεται της προσφυγής, απευθύνεται προς την αιτήτρια και την καλεί όπως εντός 30 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της, προσκομίσει αριθμό εγγράφων/αποδεικτικών στοιχείων ανάλογα 4 περιπτώσεων που αναφέρονται. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο, όπως αναφέρεται, διότι «υπάρχουν αμφιβολίες για το αν πληροί τις προϋποθέσεις για συνέχιση της παραμονής της στη Δημοκρατία, συμφώνως του άρθρου 27(2) του Ν. 7(Ι)/2007-2013, καθότι κρίθηκε υπέρμετρο βάρος από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας………) (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).
Η αιτήτρια στην προσφυγή της αιτείται ακύρωση της απόφασης ημερ. 5/11/13. Στα γεγονότα επί των οποίων βασιζεται η προσφυγή αναφέρεται:
«είμαι νόμιμη και μόνιμη κάτοικος της Κύπρου εδώ και 12 χρόνια. Πιστεύω ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρανόμως απεφάσισαν ότι είμαι υπέρμετρο βάρος στη Δημοκρατία.»
Δεν χωρεί αμφιβολία από τα πιο πάνω ότι εκείνο που προσβάλλει η αιτήτρια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ότι η αιτήτρια είναι υπέρμετρο βάρος.
Είναι ορθή η παρατήρηση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι η προσφυγή στρέφεται κατά οργάνου που δεν έλαβε την άνω απόφαση. Προχώρησε περαιτέρω εισηγούμενη ότι ως αποτέλεσμα η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως στρεφόμενη κατά λανθασμένου οργάνου.
Στην Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, διά του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας και άλλου (1994) 4 Α.Α.Δ. 2427 αναφέρονται τ' ακόλουθα σχετικά:
«Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκτείνεται σε κάθε εκτελεστή πράξη, απόφαση ή παράλειψη «οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητικήν λειτουργία….» (Άρθρο 146.1 του Συντάγματος). Επίδικο θέμα προσφυγής μπορεί να αποτελέσει μόνο πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση. Εφόσον προσφυγή θέτει προς διερεύνηση πράξη, απόφαση ή παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση μέσα στα χρονικά πλαίσια που θέτει το Άρθρο 146.3 και εγείρεται από πρόσωπο του οποίου θίγεται το προβλεπόμενο από το Άρθρο 146.2 συμφέρον, ενεργοποιείται η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τίθεται προς εξέταση η νομιμότητα του αντικειμένου της προσφυγής.
Το μέσο άσκησης της προσφυγής καθορίζεται από τον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, 1962 (βλ. επίσης Άρθρο 17, Ν. 33/64). Ο Κ. 4 προβλέπει ότι η προσφυγή ασκείται με αίτηση κατά το πρότυπο του Εντύπου 1. Το Έντυπο προβλέπει τον καθορισμό του αιτητή και του οργάνου, αρχής ή προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση για αναθεώρηση. Ο διάδικος αυτός είναι η αρχή, πρόσωπο ή όργανο που έλαβε την απόφαση.
Η Δημοκρατία είναι ο γενικός φορέας των εξουσιών των οργάνων της Κεντρικής Διοίκησης. Επομένως προσφυγή η οποία στρέφεται κατά της Δημοκρατίας σε σχέση με απόφαση που λήφθηκε από όργανο της Κεντρικής Διοίκησης είναι παραδεκτή. Επικράτησε ως θέμα πρακτικής, όπως προσδιορίζεται, παράλληλα με τη Δημοκρατία και η αρχή ή οργανο της Δημοκρατίας η οποία πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η πρακτική αυτή καθιστά ευχερή τον προσδιορισμό του οργάνου που πήρε την απόφαση και διευκολύνει την έγκαιρη παροχή οδηγιών στους νομικούς συμβούλους του κράτους για τον καθορισμό των θέσεών τους με το έντυπο (αρ. 2) που προβλεπεται από τον Κ.5. Η ακριβής αναφορά στην αρχή που πήρε την απόφαση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της προσφυγής. Άλλωστε η αρχή ή όργανο που πήρε την απόφαση μπορεί να μην είναι γνωστή στον αιτητή ή ακόμα, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η κοινοποίηση της απόφασης μπορεί να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προέλευσή της.
Και όπου η αναφορά στην αρχή ή όργανο που πήρε την απόφαση είναι εσφαλμένη το σφάλμα δεν καθιστά άκυρη την προσφυγή, νοουμένου ότι το θέμα που τίθεται προς εξέταση υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Κ.18 (Διαδικαστικός Κανονισμός 1962) καθιστά τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας εφαρμοστέους τηρουμένων των αναλογιών, και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Η Δ.9 Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι το επίδικο θέμα αγωγής δεν καταπίπτει λόγω της κακής ένωσης ή μη ένωσης διαδίκου και ότι σε κάθε περίπτωση παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δώσει οδηγίες για την διόρθωση του σφάλματος ώστε να καταστεί δυνατή η επίλυση της διαφοράς μεταξύ των επηρεαζομένων μερών.Ανάλογη ευχέρεια παρέχεται και στο Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.»
(βλ. επίσης Μούγιαννος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Π.Σ. ΕΤΕΚ) μέσω Προέδρου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 4 Α.Α.Δ. 723).
Στην προκείμενη περίπτωση η προσφυγή στρέφεται κατά του «Υπουργείου Εσωτερικών, Τμήματος Αρχ. Πλ. Και Μετανάστευσης». Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το θέμα που τίθεται προς εξέταση δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό και ότι η αίτηση έγινε από πολίτιδα στερούμενη νομικών γνώσεων πιστεύω ότι είναι κατάλληλη περίπτωση γι’ αίτηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για διόρθωση τους σφάλματος ώστε η προσφυγή να στρέφεται κατά του «Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η ανάλογη τροποποίηση διατάττεται.
Ο όρος «υπέρμετρο βάρος» συναντάται, όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στο άρθρο 4 εδάφιο 5 του Ν. 7(Ι)/2007, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«4.(5) Οπουδήποτε στον παρόντα Νόμο γίνεται αναφορά στην υποχρέωση οποιουδήποτε προσώπου να διαθέτει επαρκείς πόρους ή αναφορά σε διατήρηση των δικαιωμάτων διαμονής σε πολίτες της Ένωσης ή των μελών της οικογένειάς τους υπό τον όρο ότι αυτοί δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας, αρμόδια αρχή για τη διαπίστωση της πλήρωσης των πιο πάνω προϋποθέσεων είναι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.»
Το Παράρτημα 19 της ένστασης είναι η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας Αγ. Αναργύρων Λάρνακας ημερ. 20/9/13 με την οποία λήφθηκε η απόφαση ότι η αιτήτρια αποτελεί υπέρμετρο βάρος. Σ’ αυτή αναφέρεται ότι αφορά Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος απώλεσε την ιδιότητα του εργαζομένου (άρθρο 9(4) του Ν. 7(ι)/2007). Επισυνάπτεται έντυπο με τις λεπτομέρειες που αφορούν την αιτήτρια. Σύμφωνα με αυτό αυτή αφίχθηκε στην Κύπρο το Μάϊο 1998 και εργάστηκε το έτος 2007. Αποτάθηκε για δημόσιο βοήθημα στις 13/9/2008 με δικαιολογία ότι ασθενεί και είναι ανίκανη να εργαστεί. Της χορηγήθηκε δημόσιο βοήθημα από 1/2009 μέχρι 9/20013 (ημερομηνία έκθεσης) €36,481.91. Να σημειωθεί ότι στο μέρος της έκθεσης που αναφέρει «Σχόλια Ε.Ε/Προϊσταμένου Τοπικού Γραφείου/Σχόλια που δικαιολογούν ότι η περίπτωση αυτή αποτελεί υπέρμετρο βάρος στο σύστημα κοινωνίας πρόνοιας της Δημοκρατίας» είναι κενό χωρίς απολύτως κανένα σχόλιο.
Στο διοικητικό φάκελο που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο, τεκμ. 1, υπάρχει έκθεση ιατρικής εξέτασης από κυβερνητικό ιατρό του Νοσοκομείου Λάρνακας ημερ. 8/5/13 (ερυθρό 90/91). Αυτή ήταν το αποτέλεσμα παραπομπής της αιτήτριας γι’ εξέταση από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής ευημερίας. Σύμφωνα με αυτή η αιτήτρια διαγνώστηκε:
(α) Σ.Δ. υπό ινσουλίνη
(β) Ρευματοειδή αρθρίτιδα
(γ) Κατάθλιψη
(δ) Βρογχικό άσθμα.
Ήταν περαιτέρω η γνωμάτευση της ιατρού ότι η αιτήτρια ήταν ανίκανη γι’ εργασία για «1 χρόνο» από 8/5/2013-8/5/2014.
Το άρθρο 9(4) του Ν. 7(ι)/2007 στο οποίο στηρίχθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση, όπως και η παραγρ. (α) του εδαφίου (1), στην οποία παραπέμπει έχουν ως εξής:
“9.(1) Oι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εφόσον –
(α) Είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη Δημοκρατία.
…………………………………………………………………………………..
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η ιδιότητα του μισθωτού εργαζόμενου ή μη μισθωτού εργαζόμενου διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που έχει παύσει να είναι μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Είναι προσωρινά ανίκανος για εργασία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος. ή
(β) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακούσια άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και ως πρόσωπο το οποίο αναζητά εργασία στο Τμήμα Εργασίας. ή
(γ) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακούσια άνεργος, αφού συμπλήρωσε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας μικρότερης του ενός έτους ή αφού κατέστη ακούσια άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητά εργασία στο Τμήμα Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζόμενου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου. ή
(δ) παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Στην περίπτωση αυτή και εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος κατέστη ακούσια άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζόμενου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης.»
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης φαίνεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν το θέμα κατά πόσο η αιτήτρια ήταν «προσωρινά ανίκανη για εργασία λόγω ασθενείας» όπως προβλέπεται στο άρθρο 9(4)(α) και όπως υποστηρίζετο από την ιατρική έκθεση ημερ. 8/5/13 (άνω) και περαιτέρω αγνόησαν εντελώς την έκθεση αυτή. Είναι ξεκάθαρο ότι αγνόησαν οι καθ’ ων η αίτηση την πραγματική κατάσταση και ιατρική γνωμάτευση που αφορούσε την αιτήτρια.
Περαιτέρω όπως η νομολογία ορίζει η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν, ενώ θα πρέπει να δίδονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. (βλ. Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 270. Εδώ ελλείπει εντελώς η δικαιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επί τη βάση των πραγματικών της εξόδων επειδή αυτή εμφανίζεται προσωπικά.
Δίδονται οδηγίες όπως η αιτήτρια εντός 15 ημερών καταχωρήσει τροποποιημένη αίτησης ακυρώσεως (προσφυγή) με τον ορθό καθ’ ου η αίτηση, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω άλλως η παρούσα απόφαση δεν θα συνταχθεί.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο