ΡΟΖΑΝΝΑ ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΟΥΤΣΙΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις υπ΄ αρ. 426/2011, 519/11 και 621/11, 12/11/2015

ECLI:CY:AD:2015:D747

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις υπ΄ αρ.  426/2011, 519/11 και 621/11)

 

 

12 Νοεμβρίου, 2015

 

[Δ. MIXAHΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28  ΚΑΙ 146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

(Υπόθεση Αρ. 426/11)

 

ΡΟΖΑΝΝΑ ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΟΥΤΣΙΟΥ,

                                                                                                Αιτήτρια,

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

---------

 

(Υπόθεση Αρ.  519/2011)

 

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,

                                                                          Αιτήτρια,

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 ---------

 

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 621/2011)

 

ΜΑΙΡΗ ΣΑΝΤΑΦΙΑΝΟΥ,

                                                                                                 Αιτήτρια,

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 ---------

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 426/11. 

Ξ. Ξενοφώντος, για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 519/11. 

Xριστοδούλου (κα) για Γ. Παμπορίδη, για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 621/11. 

Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.    

Καραχάννα (κα) για Μ. Βορκά & Συνεργάτες, για το ΕΜ Τασούλλα Κοκκινοτριμιθιώτου-Χατζηπροδρόμου και στις τρεις υποθέσεις.

Α. Κωνσταντίνου, για το ΕΜ  Ρέα Νάπα Χατζηϊωάννου-Κουρτελλή και στις τρεις υποθέσεις.

Λ. Χριστοδούλου, για το ΕΜ Ελευθερία Λ. Σιέπη και στις τρεις υποθέσεις.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές και οι τρεις αιτήτριες επιζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 8.2.2011, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 4.3.2011, με την οποία προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη (EM) Τασούλα Κοκκινοτριμιθιώτου-Χατζηπροδρόμου (EM1), Ελευθερία Α. Σιέπη (EM2), Ελένη Ζανέττου (EM3), Μαίρη Λάμπρου (EM4) και Ρέα-Νάπα Χατζηϊωάννου Κουρτελλή (EM5) στη μόνιμη θέση πρώτου διοικητικού λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από 1.3.2011.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») στις 17.11.2009 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, για την πλήρωση τεσσάρων θέσεων πρώτου διοικητικού λειτουργού και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (ημερ. 27.11.2009) και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.  Εν τω μεταξύ η ΕΔΥ στις 26.5.2010 αποφάσισε, μετά από πρόταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον προέκυψε ακόμη μια κενή θέση πρώτου διοικητικού λειτουργού, να την εντάξει στη διαδικασία πλήρωσης των τεσσάρων πιο πάνω θέσεων που βρισκόταν σε εξέλιξη, ώστε ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις πέντε.

 

Υποβλήθηκαν συνολικά 52 αιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων τόσο των αιτητών όσο και των ΕΜ, οι οποίες και απεστάλησαν με όλα τα απαιτούμενα σύμφωνα με το άρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής «ο Νόμος») στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών υπό την ιδιότητα του ως προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (στο εξής «η ΣΕ»).

 

Στις 3.12.2010 υπεβλήθη στην ΕΔΥ από τον Γενικό Διευθυντή η έκθεση της ΣΕ, η οποία και τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 21.12.2010, κατά την οποία αποφασίστηκε να κληθούν σε προφορική εξέταση οι 20 υποψήφιοι που είχαν συστηθεί από τη ΣΕ, συμπεριλαμβανομένων τόσο των αιτητών όσο και των ΕΜ, οι οποίοι στα πλαίσια της τελικής αξιολόγησης αξιολογήθηκαν από τη ΣΕ ως εξής: αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 426/11 Κούτσιου «Πολύ Καλή», αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 519/11 Ανδρέου «Σχεδόν πάρα πολύ καλή», αιτήτρια στην Υποθ. 621/11 Σανταφιανού «Σχεδόν εξαίρετη», και τα ΕΜ1, EM3 και ΕΜ4 ως «Σχεδόν εξαίρετη», ΕΜ2 ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλή» και ΕΜ5 ως «Πάρα πολύ καλή».

 

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και ακολούθως σύστησε για προαγωγή και τα πέντε ΕΜ οπότε και αποχώρησε.  Στη συνέχεια η ΕΔΥ προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης τω υποψηφίων: τις αιτήτριες Κούτσιου και Σανταφιανού ως «Πάρα πολύ καλή», Ανδρέου ως «Πολύ καλή», ενώ και τα πέντε ΕΜ ως «Εξαίρετη».

 

Τέλος η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της ΣΕ, τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπόμενου από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, όπως και τις συστάσεις του Διευθυντή, επέλεξε ως τους πλέον κατάλληλους για προαγωγή στην επίδικη θέση, τα πέντε ΕΜ, από 1.3.2011.

 

Οι αιτήτριες προωθούν κοινούς ισχυρισμούς για να επιτύχουν ακύρωση της επίδικης απόφασης: πάσχει η διαδικασία και η έκθεση της ΣΕ.  Ειδικότερα, ότι παραβιάστηκε το άρθρο 34(4) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε: η ΣΕ δεν συνεδρίασε εντός δύο εβδομάδων αλλά σε πέντε μήνες, δεν απέστειλε την έκθεση της στην ΕΔΥ εντός έξι μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 34(6) και δεν αιτιολόγησε την καθυστέρηση, ενώ η ΕΔΥ δεν ερεύνησε το λόγο της καθυστέρησης.

 

Οι αιτήτριες κωλύονται να προβάλλουν τον ανωτέρω ισχυρισμό.  Όπως προκύπτει από την εξέταση των δικογραφημένων λόγων ακύρωσης, δεν εξειδικεύθηκε στο κείμενο των προσφυγών, ούτε αιτιολογήθηκε ως απαιτεί ο Καν. 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1963, ένας τέτοιος ισχυρισμός, οπότε και δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο (Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8, 16-17).

 

Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι και επί της ουσίας ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί: οι προθεσμίες που τίθενται από το Νόμο είναι ενδεικτικές (Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Τεχν. Επιμελ. Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ. 59, 67, P & R Final Formation Ltd ν. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 482, Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 105 και 195 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. Τόμος Ι, σελ. 160-161, παρ. 146).

 

«Μη τήρηση πλήρη και άρτιων πρακτικών εκ μέρους της ΣΕ» ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτήτριες, κατά παράβαση του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99 και της ισχύουσας σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Προβάλλουν συγκεκριμένα, ότι ο τρόπος σύνταξης των πρακτικών της ΣΕ δεν καταγράφει με σαφήνεια αν τα μέλη συμφώνησαν ή αν προηγήθηκε ανταλλαγή απόψεων, ούτε και γίνεται αναφορά στην πρώτη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 5.5.2010, ενώ δεν μπορεί να διαπιστωθεί ο συντάξας την έκθεση.  Υποβάλλουν οι αιτήτριες, με παραπομπή στα πρακτικά της ΣΕ (24.6.2010, 25.6.2010, 28.6.2010, 29.6.2010), ότι ενώ καταγράφεται η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης, εν τούτοις δεν καταγράφεται στα πρακτικά η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη καταγραφή, όπως περιέχεται σε ξεχωριστό έγγραφο, πρακτικά συνεδρίας ημερ. 1.9.2010, δεν αποδίδει πρόσφατη εντύπωση για τον κάθε υποψήφιο.  Η εν λόγω πλημμέλεια, υποστηρίζουν, καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο και οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

 

Από τα πρακτικά της διαδικασίας που είχαν τηρηθεί από τη ΣΕ καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό: τηρήθηκαν χωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρία (βλέπε ανωτέρω ημερομηνίες) κατά τις οποίες λήφθηκαν αποφάσεις, οι οποίες καταγράφονται με λεπτομέρεια στο κάθε πρακτικό της ΣΕ, όπως άλλωστε απαιτείται από το άρθρο 24(1) του Ν. 158(Ι)/99.  Η ΣΕ επισυνάπτει όλα τα σχετικά παραρτήματα, που αποδεικνύουν επακριβώς τι αποφασίστηκε σε κάθε συνεδρία.  Το γεγονός ότι η έκθεση της ΣΕ είναι συνοπτική, περιληπτική και ανυπόγραφη, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της και δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης: οι σχετικές αποφάσεις καταγράφονται λεπτομερώς στα πρακτικά της κάθε συνεδρίας, καθιστώντας έτσι εφικτό το δικαστικό έλεγχο.  Ούτε αποτελεί λόγο ακύρωσης ότι η αξιολόγηση της ΣΕ για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, περιέχεται σε χωριστό παράρτημα (παράρτημα Ι), που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνεδρίας ημερ. 1.9.2010.  Απορριπτέος επίσης είναι ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι η αξιολόγηση έλαβε χώρα την 1.9.2010, ενώ οι προφορικές συνεντεύξεις ξεκίνησαν στις 24.6.2010.  Το ζήτημα επεξηγείται επαρκώς.  Κατά την εν λόγω ημερομηνία περατώθηκαν οι προφορικές εξετάσεις με εξέταση του τελευταίου υποψηφίου Νικόλαου Γεωργίου οπότε και αυθημερόν έγινε από τη ΣΕ, η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, αξιολόγηση που καταγράφηκε στο χωριστό παράρτημα Ι ως ανωτέρω (The Public Service Commission v. Marina Potoudes and others (1987) 3 C.L.R. 1591).

 

Ακολουθεί η εξέταση του κοινού ισχυρισμού των τριών αιτητριών: η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση από τη ΣΕ είναι αναιτιολόγητη, ενώ λήφθηκαν υπόψη και εξωγενή στοιχεία κρίσης.

 

Παραπέμποντας στο άρθρο 34(10) του Ν. 1/1990 και άρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99, τα οποία επιβάλλουν ρητά την υποχρέωση για αξιολόγηση της εντύπωσης συλλογικού οργάνου από τη συνέντευξη του κάθε υποψηφίου για να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, υποστηρίζουν ότι η παρούσα αξιολόγηση της ΣΕ (Παράρτημα Ι επισυνημμένο στη συνεδρία της ημερ. 1.9.2010), δεν είναι αιτιολογημένη.  Είναι αόριστη, με απλή παράθεση φραστικών γενικοτήτων που δεν συμπίπτουν με κοινά κριτήρια, και αναιτιολόγητη ως προς την αξιολόγηση της για έκαστο των υποψηφίων.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση η ΣΕ κατέγραψε την άποψη της και συγκεκριμένα αρνητικά στοιχεία για τον καθένα από τους αιτητές οπότε σε αυτή την περίπτωση υπάρχει επαρκής αιτιολογία ως προς την απόδοση ενός εκάστου υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, Νεοφύτου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2007) 3 A.A.Δ. 8, Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, 383) κατά τρόπο ώστε τεκμηριώνονται οι θέσεις της επαρκώς, παρέχοντας αιτιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 34(10) του Νόμου.

 

Άλλωστε, όπως επίσης έχει νομολογηθεί, η νοητική λειτουργία των μελών του οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις είναι ανέλεγκτος. Σωτηρίου κ.α. ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, 455-456, Βασιλειάδης κ. α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403:

 

«Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας ενός ακυρωτικού δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου (βλ. Κυριάκος Χασάπη ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Υπόθ. 245/99, ημερ. 19/4/01, με αναφορά σε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και Ματθαίος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 296/02, ημερ. 22/7/03). Αυτό που απαιτείται από το νόμο είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης, κάτι που εδώ έγινε (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).»

 

 

Δεν ευσταθεί επίσης το παράπονο των αιτητών ότι κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης παρείσφρησαν εξωγενή κριτήρια.  Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της κριτήρια απολύτως συναφή με τα καθήκοντα της θέσης αιτιολογώντας την κρίση της επί των συνεντεύξεων (Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 225, 230).  Η δε αιτιολογία της ΕΔΥ, όπως καταγράφεται, κρίνεται ακριβής και επαρκής (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 125).

 

Οι αιτήτριες επίσης υποβάλλουν, ότι η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων από τη ΣΕ είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Ν. 1/90: παραγνωρίστηκαν τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) ενώ δόθηκε αδικαιολόγητα υπέρτερη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις.

 

Η εξέταση του παρόντος ισχυρισμού χρήζει ιδιαίτερης εξέτασης για κάθε αιτήτρια:

Υποθ. Αρ. 426/11 – Αιτήτρια Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου

Η αιτήτρια Κούτσιου καθώς και τα ΕΜ κατά την τελική αξιολόγηση από τη ΣΕ και την αξιολόγηση της απόδοσης τους από την ΕΔΥ, έλαβαν:

Αιτήτρια: Σχεδόν πάρα πολύ καλή - Πάρα πολύ καλή

ΕΜ1: Εξαίρετη - Εξαίρετη

ΕΜ2: Σχεδόν πάρα πολύ καλή - Εξαίρετη

ΕΜ3: Εξαίρετη - Εξαίρετη

ΕΜ4: Εξαίρετη – Εξαίρετη

ΕΜ5: Σχεδόν εξαίρετη – Εξαίρετη

 

Με βάση τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων προκύπτουν τα πιο κάτω:

 

Αξία: Ότι τόσο η αιτήτρια όσο και τα ΕΜ είναι ισάξιες: είχαν τις ίδιες εξαίρετες αξιολογήσεις για τα έτη 2005-2009 που λήφθηκαν υπόψη.

 

Προσόντα:

Ως προς τα προσόντα η αιτήτρια υποβάλλει ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ως προβλέπει η νομολογία.

Αιτήτρια: Πανεπιστημιακό δίπλωμα Νομικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δίπλωμα Ναυτικού Δικαίου ως μεταπτυχιακό δίπλωμα.

ΕΜ2: Είναι κάτοχος του απαιτούμενου προσόντος 3(1), σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, πτυχίο Νομικής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τόσο η αιτήτρια όσο και όλα τα ΕΜ είναι κάτοχοι του «πλεονεκτήματος» και της «προτίμησης» που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.

 

Αρχαιότητα:  Ως προς δε την αρχαιότητα, ότι υπερέχει όλων των ΕΜ τόσο σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση όσο και στις προηγούμενες θέσεις, η οποία όμως παραγνωρίστηκε κατά την τελική αξιολόγηση ως να μην υπήρχε, όπως επίσης και η παρεπόμενη αυτής πείρα.

 

Η Αιτήτρια κατέχει τη θέση ανώτερου διοικητικού λειτουργού (την αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης) από 15.6.2003 ενώ τα ΕΜ:

ΕΜ1: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.12.2005

ΕΜ2: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.12.2005

ΕΜ3: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 1.3.2004

ΕΜ4: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 1.11.2006

ΕΜ5: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.7.2008

 

Συνεπώς η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα των ΕΜ1 και ΕΜ2 κατά 2 ½ χρόνια, του ΕΜ3 κατά 8 ½ μήνες, του ΕΜ4 κατά 3 χρόνια και 5 ½ μήνες και του ΕΜ5 κατά 5 χρόνια και ένα μήνα.

 

Αναφορικά με το ΕΜ2 η αιτήτρια υπερέχει και στα επιπρόσθετα προσόντα τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, εφόσον το ΕΜ2 δεν κατέχει τέτοιο προσόν.   Δεν μπορούσε, υποστηρίζει η αιτήτρια, η ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΣΕ, να μηδενίσει την υπεροχή της στην αρχαιότητα, πείρα και πρόσθετα προσόντα.  Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, ως αναιτιολόγητη και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Τόσο οι καθ΄ ων η αίτηση, όσο και τα ΕΜ, απορρίπτουν τα ανωτέρω ισχυριζόμενοι, ότι η έκθεση της ΣΕ είναι πλήρως αιτιολογημένη: ουδόλως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις ενώ υιοθετήθηκε ίσο μέτρο κρίσης τόσο από τη ΣΕ όσο και από την ΕΔΥ ως προς την απόδοση των υποψηφίων. Η δε συνέντευξη σε υψηλόβαθμες θέσεις, όπως οι παρούσες, είναι μια μέθοδος εκτίμησης της προσωπικότητας και αξίας των υποψηφίων και ιδιαίτερης σημασίας.  Η διαφορετική φρασεολογία που χρησιμοποίησε η ΣΕ στην προφορική εξέταση, ανάγεται στην προσπάθεια αξιολόγησης της διαφορετικής απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις.  Περαιτέρω, αναφορικά με τη σύσταση, υποβάλλουν, ότι σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 δεν απαιτείται αιτιολογία, ενώ στηρίχθηκε στα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων και όχι στην προφορική συνέντευξη.

 

Επιμέρους, ο συνήγορος του ΕΜ5 υποστηρίζει, ότι η τελική (γενική) αξιολόγηση του ΕΜ, είναι υπέρτερη της αιτήτριας: κατέχει ως μεταπτυχιακό, «Master» που είναι ανώτερο από το δίπλωμα της αιτήτριας, μεταπτυχιακό «δίπλωμα», στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΣΕ, και στα προσόντα.  Θεωρώ επί του σημείου τούτου ότι δεν τίθεται θέμα υπεροχής του ΕΜ ως προς τα προσόντα: και οι δύο κατέχουν πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, συνεπώς ισοβαθμούν και στο στοιχείο των προσόντων.

 

Πρόσφατα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε απόφαση της σε έφεση της αιτήτριας Κούτσιου (στην παρούσα διαδικασία) εναντίον άλλου υποψηφίου (Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:C591) έκρινε ως εξής το θέμα της σύστασης του Διευθυντή και της σημασίας της αρχαιότητας της (υπέρτερη κατά 2 χρόνια και 8 μήνες), κατά τη λήψη της επίδικης εκεί απόφασης της ΕΔΥ.  Αναφορικά με τη σύσταση:

 

«Είναι νομολογημένο ότι το άρθρο 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η περίπτωσή μας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 655, «Ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης σύστασης του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της ΕΔΥ δεν έχει επίσης έρεισμα εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση του προϊσταμένου για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.».

 

Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη ως προς τη σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός τμήματος. Στην υπόθεση Ευστάθιος Χαμπουλλάς ν. Σάββα Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 112, στη σελ. 117, παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την  υπόθεση Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432, 439, που αποτελεί επανάληψη της νομολογίας:

 

«Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Κι΄ αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ..» Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 823, Μάριος Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 1615, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 1206, Harris v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 147) Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624.»

 

Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις.

……………………………………………

Ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας, η εφεσείουσα υπερέχει κατά 2 χρόνια και 8 μήνες. Κατά συνέπεια, η σύσταση του διευθυντή όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων αλλά αντίθετα κλονίζεται από αυτά. Συστάσεις οι οποίες είναι σε ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα ανάλογα με  το βαθμό του ασυμβίβαστου. Όπως τονίστηκε στην Κωνσταντίνου ν. ΑΗΚ (2005) 3 ΑΑΔ 250 και ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα, ΑΕ3907, ημερ. 15.1.2007 (μη δημοσιευθείσα), μετά την υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, η νομολογία ευθυγραμμίστηκε και από αυτήν συνάγεται ότι η σύσταση του Διευθυντή, η οποία νομολογιακά επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, δεν μπορεί να ακολουθείται όταν συγκρούεται με τα υπηρεσιακά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Χ¨Γεωργίου (2006) 3 ΑΑΔ 365). Εδώ η σύσταση του Διευθυντή αντίκειται προς τα στοιχεία των φακέλων διότι παρεκάμφθη η υπέρτερη αρχαιότητα της εφεσείουσας άνευ λόγου και επομένως η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη είναι ουσιαστικά μηδενικής αξίας

 

Σχετική επίσης με το ζήτημα και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλέξανδρος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 84/2010, ημερ. 26.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:C375.

 

Εν όψει του ότι στα κριτήρια αξία και προσόντα η αιτήτρια και τα ΕΜ ισοβαθμούν, εκτός στην περίπτωση του ΕΜ2 όπου υπερέχει η αιτήτρια (η οποία κατέχει πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης), η υπεροχή της στην αρχαιότητα κατά 2 ½ χρόνια, 3 χρόνια και 5 ½ μήνες και 5 χρόνια και 1 μήνα, έναντι των ΕΜ, με παρεπόμενη την εξ αυτής υπεροχή της σε πείρα, καθιστά τη σύσταση ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων: παρακάμφθηκε η υπέρτερη αρχαιότητα της αιτήτριας άνευ λόγου. Επομένως και η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη καθίσταται ουσιαστικά μηδενικής αξίας (Χριστοδούλου (ανωτέρω)).  Το αυτό όμως δεν ισχύει με το ΕΜ3 όπου η υπεροχή της αιτήτριας έναντι της σε αρχαιότητα είναι πολύ μικρή, 8 ½ μήνες. Χριστοδούλου (ανωτέρω), σ.5-6:

«Ό,τι συνάγεται εκ των στοιχείων του φακέλου κάθε άλλο παρά υποστηρίζει υπεροχή του ΕΜ, αντιθέτως προσβάλλει υπεροχή του εφεσείοντος στην αρχαιότητα και την πείρα, στοιχεία που παραγνωρίστηκαν πλήρως τόσο από την ΕΔΥ όσο και από το Διευθυντή.  Αρχαιότητα κατά έντεκα χρόνια στην αμέσως προηγούμενη θέση του εφεσείοντος και πείρα που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει (Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286). Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση (Μεστάνας (ανωτέρω), Μιχαηλίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 112). Ως εκ τούτου αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο και λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπου κατά τα άλλα οι υποψήφιοι κρίνονται ισάξιοι (Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649).»

 

Απολύτως σχετικά με τα ζητήματα που μας απασχολούν και τα πιο κάτω αποσπάσματα από την πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ανωτέρω απόφαση Κούτσιου

 

«Η επίδικη θέση ευρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και σε τέτοιες περιπτώσεις η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Όμως στην παρούσα περίπτωση, όπου οι υποφήφιοι τόσο ως προς τα προσόντα όσο και ως προς την αξία είναι  ισότιμοι, η μικρή υπεροχή στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη δεν μπορεί να του δώσει τέτοιαν υπεροχή έτσι ώστε να παραγνωριστεί η κατά 2 χρόνια και 8 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας. Άλλωστε η αρχαιότητα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξαίρετων υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, συνεπάγεται και μεγαλύτερη πείρα, η οποία επαυξάνει την αξία του αρχαιότερου (Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639). Τονίζεται επίσης  ότι η διαφορά στην αξιολόγηση του ΕΜ με «εξαίρετα» και του αιτητή ως «πολύ καλός» κρίθηκε, στην υπόθεση Χαράλαμπου Σπανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 432, ως οριακή. Στην παρούσα βέβαια η διαφορά είναι ακόμα πιο οριακή με την εφεσείουσα να έχει αξιολογηθεί ως «πάρα πολύ καλή».

 

Στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Άρτεμις Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 217/2012, ημερ. 2.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:C452, τονίστηκε ότι: «... συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία.  Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου.  Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3 ΑΑΔ 921, 928).

 

Η πιο πάνω λοιπόν υπεροχή της εφεσείουσας ως προς την αρχαιότητα που αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια δεν μπορεί, κατά τη νομολογία, να μειωθεί ή να παραγνωριστεί από μίαν οριακή διαφορά στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Επίσης, έχοντας καταλήξει ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή είναι μηδενικής σημασίας, ούτε αυτή θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την λήψη της απόφασης, δίδοντας προβάδισμα στο ΕΜ.

      ……………………………………………………

Kατά πάγια νομολογία, όταν από το διορίζον όργανο ακολουθείται σύσταση, που δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου, τότε η αιτιολογία της σχετικής απόφασης καθίσταται ανεπαρκής και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, η οποία στηρίζεται επί της συστάσεως, απολήγει να είναι πεπλανημένη. (Partellides v. Republic (1969) 3 CLR 480, 484, Ioannou v. Republic (1976) 3 CLR 431, 441, 442, Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 549, Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 ΑΑΔ 161, Αλεξάνδρου Χριστοδούλου ν. Δημοκρατία, Αναθ. Έφεση Αρ. 84/2010, ημερ. 26.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:C375, Αλίκη Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 171/2010,  ημερ. 27.7.2015).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, διαπιστώνεται πλάνη (και ο Διευθυντής και η ΕΔΥ λειτούργησαν υπό πλάνη), με το να μην είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, με αποτέλεσμα η έννοια της έκδηλης υπεροχής να μην υπεισέρχεται στην εικόνα, εφόσον αυτή η έκδηλη υπεροχή στηρίζεται και προϋποθέτει νομιμότητα στην παραγωγή της ίδιας της πράξης. Πρέπει, δηλαδή, η πράξη της διοίκησης να μην μολύνεται με οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εφαρμογή των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 249, Πολυνείκη

ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, Υπόθ. Αρ. 422/2008, ημερ. 30.6.2010 και Βαρνάβας Κυριαζή ν. ΘΟΚ κ.ά., Υπόθ. Αρ. 274/2012, ημερ. 19.12.2013). …»

 

 

Διαπιστώνω ότι πάσχει τόσο η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων από τη ΣΕ όσο και η επίδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία προήχθησαν τα ΕΜ κατά παραγνώριση της ανωτέρω υπεροχής της αιτήτριας στην αρχαιότητα και της παρεπόμενης εξ αυτής πείρας, που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει. 

 

Η αιτήτρια επιτυγχάνει ακύρωση της προαγωγής όλων των ΕΜ πλην του ΕΜ3, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω.

 

Υπόθ. Αρ. 519/11 – Αιτήτρια Αικατερίνη Ανδρέου

Yπόθ. Αρ. 621/11 – Αιτήτρια Μαίρη Σανταφιανού

 

Ακολουθεί η εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών των αιτητριών σε σχέση με τα επιμέρους στοιχεία που αφορούν τις αιτήτριες.

 

Αξία: Τόσο οι δύο  αιτήτριες όσο και τα ΕΜ έχουν τις ίδιες εξαίρετες αξιολογήσεις για τα έτη 2005-2009 που λήφθηκαν υπόψη.  Άρα είναι ισάξιες.

 

Προσόντα:

Αιτήτρια Ανδρέου: Πτυχιούχος Νομικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Certificate of Attendance Anglo-Cypriot Legal Studies, University of Leicester.  Η αιτήτρια είναι κάτοχος μόνο της «προτίμησης» που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. 

Αιτήτρια Σανταφιανού: Πτυχίο Νομικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τίτλο Master in Public Sector Management (CIIM) σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Δεν κατέχει το «πλεονέκτημα» και την «προτίμηση» του σχεδίου υπηρεσίας.  Όλα τα ΕΜ είναι κάτοχοι του «πλεονεκτήματος» και της «προτίμησης».  Επίσης όλα τα ΕΜ εκτός από το ΕΜ2 διαθέτουν επιπρόσθετο προσόν (μεταπτυχιακό) σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία το πλεονέκτημα έχει ουσιώδη σημασία και επαυξάνει σημαντικά τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, 115).

 

Αρχαιότητα:

Αιτήτρια Ανδρέου: ανώτερος διοικητικός λειτουργός 1.8.2004

Αιτήτρια Σανταφιανού: ανώτερος διοικητικός λειτουργός 15.1.2006

ΕΜ1: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.12.2005

ΕΜ2: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.12.2005

ΕΜ3: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 1.3.2004

ΕΜ4: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 1.11.2006

ΕΜ5: ανώτερος διοικητικός λειτουργός από 15.7.2008

 

Συνεπώς η αιτήτρια Ανδρέου υπερέχει σε αρχαιότητα των ΕΜ κατά 1 χρόνο και 4 ½ μήνες, 2 χρόνια και 3 μήνες, και 4 χρόνια περίπου αντίστοιχα.  Το ΕΜ Ζανέττου υπερέχει κατά 5 μήνες.  Ενώ η αιτήτρια Σανταφιανού υπερέχει σε αρχαιότητα μόνο έναντι των ΕΜ Λάμπρου κατά 10 ½ μήνες και ΕΜ Κουρτελλή κατά 2 ½ χρόνια.

 

Αξιολόγηση απόδοσης αιτητριών κατά την προφορική εξέταση από ΣΕ και τελική αξιολόγηση τους από τη ΣΕ:

Αιτήτρια Ανδρέου: Σχεδόν πάρα πολύ καλή - Πολύ καλή

Αιτήτρια Σανταφιανού: Σχεδόν εξαίρετη – Εξαίρετη

ΕΜ1: Σχεδόν εξαίρετη – Εξαίρετη

ΕΜ2: Σχεδόν πάρα πολύ καλή – Σχεδόν πάρα πολύ καλή

ΕΜ3: Σχεδόν εξαίρετη – Εξαίρετη

ΕΜ4: Σχεδόν εξαίρετη – Εξαίρετη

ΕΜ5: Πάρα πολύ καλή – Σχεδόν εξαίρετη

 

Σύσταση είχαν και τα πέντε ΕΜ από το Διευθυντή, όχι όμως οι αιτήτριες.

 

Το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων καταδεικνύει εμφανώς ότι τα ΕΜ υπερέχουν των αιτητριών: κατέχουν το «πλεονέκτημα» και την «προτίμηση», ενώ η αιτήτρια Ανδρέου έχει μόνο την προτίμηση, η δε αιτήτρια Σανταφιανού κανένα από τα δύο, υπερέχουν στην απόδοση της προφορικής εξέτασης ενώπιον ΣΕ και ΕΔΥ, στη γενική αξιολόγηση ΣΕ καθώς επίσης όλα τα ΕΜ έχουν τη σύσταση του Διευθυντή, όλα τα ΕΜ κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, πλην του ΕΜ2.  Συνεπώς τόσο η έκθεση της ΣΕ όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ να προάξει τα πέντε ΕΜ είναι πλήρως αιτιολογημένες, δεν συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων και ουδόλως προκύπτει ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις.  Η όποια υπεροχή των αιτητριών στην αρχαιότητα (έναντι μερικών από τα ΕΜ), δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία να ανατρέψει την πιο πάνω υπεροχή των ΕΜ (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, 763).

 

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μου απορρίπτεται το σύνολο των πιο πάνω ισχυρισμών για τις δυο αιτήτριες στις Υποθ. Αρ. 519/11 και 621/11. 

Τέλος, θα εξετάσω των κοινό ισχυρισμό των δύο αιτητριών στις Υποθ. Αρ. 519/11 και 621/11, οι οποίες υποβάλλουν ότι οι πρόνοιες 3(6) και 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης αναφορικά με το «πλεονέκτημα» και την «προτίμηση» αντιστοίχως, είναι ultra vires του Νόμου και παραβιάζουν το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ήτοι, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων. 

 

Οι αιτήτριες στηρίζουν τον ισχυρισμό τους στο γεγονός ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσέδιδε ουσιαστικά πλεονέκτημα σε υποψηφίους που είχαν μακρά και ευδόκιμη πείρα στο «Γενικό Διοικητικό Προσωπικό» έναντι υποψηφίων που δεν είχαν τυπικά την εν λόγω πείρα, σε θέσεις του Γενικού Διοικητικού Προσωπικού, αλλά διέθεταν ουσιαστικά ανάλογη διοικητική πείρα που αποκτήθηκε μετά από μακρά και ευδόκιμη πείρα, σε άλλες, πιο σημαντικές θέσεις της δημόσιας διοίκησης, όπως είναι η θέση της «ανώτερης λειτουργού νομικών θεμάτων», που κατέχει η αιτήτρια Ανδρέου στην Υποθ. Αρ. 519/11.  Η τελευταία διεκδίκησε μια εκ των επίδικων θέσεων μέσω διορισμού, ακριβώς λόγω της κατοχής της ως άνω θέσης.  Υποβάλλει η Ανδρέου, ότι δεν μπορεί να προσδίδεται ουσιαστικά πλεονέκτημα σε μια κατηγορία υποψηφίων και κυρίως, σε όσους διεκδικούσαν θέση μέσω προαγωγής, έναντι όσων υποψηφίων διεκδικούσαν την εν λόγω θέση μέσω διορισμού, είτε ως εξωτερικοί υποψήφιοι είτε ως μέλη της δημόσιας υπηρεσίας, σε άλλη θέση.  Η δε αιτήτρια Σανταφιανού (Υποθ. Αρ. 621/11), κάτοχος θέσης διοικητικού λειτουργού με τοποθέτηση στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, υπογραμμίζει ότι δεν της αναγνωρίστηκε η θέση που κατέχει για σκοπούς «ευδόκιμης πείρας», παρόλο που εκτελούσε καθήκοντα πανομοιότυπα με τα καθήκοντα διοικητικού λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό.  Περαιτέρω, η δεκαετής πείρα η οποία απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, έχει κριθεί τόσο από τη ΣΕ όσο και από την ΕΔΥ, ως το αποφασίζον όργανο, που υιοθέτησε τη θέση της ΣΕ, ότι υπολογίζεται ως μέρος της μακράς και ευδόκιμης πείρας, τουλάχιστον 15 ετών, στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, η οποία σύμφωνα με την παράγραφο 3(6) του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί πλεονέκτημα.  Ως εκ των ανωτέρω, υποβάλλουν οι αιτήτριες, εφόσον η χρονική διάρκεια της πείρας της παραγράφου 3(6) συντρέχει με αυτή της παραγράφου 3(2), κατά την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, το πλεονέκτημα και η προτίμηση δεν θα πρέπει να υπολογίζονται ως ξεχωριστά στοιχεία τα οποία να προσδίδουν σωρευτικά υπεροχή σε ορισμένους υποψηφίους, αφού έχουν το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο.  Συνεπώς, η περί του αντιθέτου σχετική προσέγγιση της ΣΕ και ΕΔΥ, ευνόησε τα ΕΜ: λογίστηκε υπέρ τους ως πλεονέκτημα μεγάλο μέρος από την πείρα αυτή, η οποία ταυτόχρονα ήταν κύριο απαιτούμενο προσόν για διορισμό, κατά τρόπο που συνιστά άνιση και δυσμενή μεταχείριση των αιτητριών.

 

Είναι χρήσιμο να παραθέσω τις πιο πάνω παραγράφους του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης:

 

«3(2) Δεκαετής τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων σε υπεύθυνη θέση σε σχέση με την εξέταση υποθέσεων, προβλημάτων και θεμάτων, την ετοιμασία σημειωμάτων, υπομνημάτων, εκθέσεων και πρακτικών, τη διεκπεραίωση αποφάσεων, τη διεξαγωγή αλληλογραφίας και την εφαρμογή νομοθεσίας, κατά προτίμηση στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό στη Δημόσια Υπηρεσία.

          ……………………………

3(6) Μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό τουλάχιστον 15 ετών συνολικά θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

 

Η ΣΕ έδωσε την ακόλουθη ερμηνεία, που αργότερα υιοθέτησε και η ΕΔΥ, αναφορικά με τις επίμαχες σχετικές πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσεις, παράγραφοι 3(2) και (6):

 

«(α) Σε ό,τι αφορά την απαίτηση της παρ. 3(2) για «δεκαετή τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων σε υπεύθυνη θέση…» η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη το βαθμό υπευθυνότητας που λογικά απαιτείται για την ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων στα διάφορα επίπεδα θέσεων της Δημόσιας Υπηρεσίας, έκρινε ότι ως «υπεύθυνη» μπορεί να θεωρηθεί μια θέση με μισθοδοτική κλίμακα τουλάχιστον του επιπέδου που αντιστοιχεί/ αντιστοιχούσε στη σημερινή κυβερνητική κλίμακα Α8.  Σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, το θέμα θα κριθεί με βάση το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης που αυτοί κατείχαν.

 

(β) Περαιτέρω, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι, για να διαπιστώσει κατά πόσο οι υποψήφιοι διαθέτουν την απαιτούμενη από την πιο πάνω παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας πείρα στους κατάλληλους τομείς, θα πρέπει να λάβει υπόψη τόσο τα καθήκοντα που οι υποψήφιοι εκτελούσαν ή/και εκτελούν όσο και τα καθήκοντα που προβλέπονται στα Σχέδια Υπηρεσίας των θέσεων που κατέχουν ή/και κατείχαν, και τα οποία ίσχυαν κατά το χρόνο που οι αιτήτριες κατείχαν τη θέση, αναφορικά με τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στην πιο πάνω θέση υπό το φως και της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1833 και 1846, αναφορικά με την ερμηνεία της «διοικητικής πείρας».

 

(γ) Τέλος, η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με την ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί στην πρόνοια της παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία «μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό τουλάχιστον 15 ετών συνολικά…» λογίζεται ως πλεονέκτημα.  Ειδικότερα, η Συμβουλευτική Επιτροπή προβληματίστηκε κατά πόσο, για σκοπούς πλεονεκτήματος, η 15ετής αυτή πείρα θα πρέπει να είναι επιπρόσθετη της πείρας που προβλέπεται στην παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που προβλέπει για δεκαετή ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι λόγω της ειδικής αναφοράς που γίνεται στην παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας σε πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό «τουλάχιστον 15 ετών συνολικά», η ενδεδειγμένη ερμηνεία είναι ότι η χρονική διάρκεια της πείρας της παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας συντρέχει με αυτήν της παρ. 3(2).  Υπό το φως των πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι η πείρα που αναφέρεται στις παρ. 3(2) και 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας συνυπολογίζεται και, κατά συνέπεια, για σκοπούς πλεονεκτήματος, απαιτείται 15ετής συνολική πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό.»

 

 

Η αιτήτρια Ανδρέου κρίθηκε τόσο από ΣΕ όσο και από ΕΔΥ ότι διαθέτει μόνο την «προτίμηση», παράγραφος 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας: υπηρέτησε ως διοικητικός λειτουργός στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό την περίοδο 1.2.1983 – 31.5.1993.  Ενώ η αιτήτρια Σανταφιανού κρίθηκε ότι δεν κατείχε ούτε την «προτίμηση» της παραγράφου 3(2) καθότι υπηρέτησε ως διοικητικός λειτουργός στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό την περίοδο 1.7.1991-14.5.2001, ούτε το «πλεονέκτημα» της παραγράφου 3(6).  Οι δύο αιτήτριες κρίθηκαν ως προσοντούχες γι΄ αυτό και δεν αποκλείστηκαν της διαδικασίας για πλήρωση των επίδικων θέσεων.

 

Ήταν, θεωρώ, εύλογα επιτρεπτό για το νομοθέτη να καθιερώσει ως πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας, πείρα ορισμένων ετών στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό.  Δεν θεωρώ ότι τέθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, ούτε είναι ultra vires του Νόμου, ή ότι συνιστά αδικαιολόγητη ή δυσμενή διάκριση.  Προφανώς, ο περιορισμός της πείρας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό τέθηκε στη βάση των αναγκών της Υπηρεσίας.  Δεν αναίρεσε όμως το χαρακτήρα της θέσης ως «πρώτου διορισμού και προαγωγής».  Άφησε ανοικτή τη διεκδίκηση της θέσης από όλους, είτε επρόκειτο για δημόσιους υπαλλήλους, που είχαν την απαιτούμενη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό (όπως τα ΕΜ), είτε επρόκειτο για δημόσιους υπαλλήλους που δεν διέθεταν την πείρα, ως οι αιτήτριες.  Οι ισχυρισμοί των αιτητριών λύθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου απαντήθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί για την ίδια θέση (πρώτου διοικητικού λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό) με το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας και αφορούσαν την ίδια πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για το πλεονέκτημα. Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 90, 97-98:

 

«Θεωρούμε ότι είναι επωφελές να σχολιάσουμε το θέμα της συμπερίληψης, στο Σχέδιο Υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης, της «πείρας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό», η ύπαρξη της οποίας ανάγεται σε «πλεονέκτημα» και το προβληθέν επιχείρημα από τον αιτητή Χ΄Χάννα, ότι πλήττει το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων και πρέπει να κριθεί ως ultra vires. 

Ανάλογο ζήτημα προβλεφθείσας, σε Σχέδιο Υπηρεσίας, πείρας και μάλιστα με πιο εξειδικευμένη απαίτηση υπηρεσίας σε συγκεκριμένο τμήμα του Δημοσίου, απασχόλησε το εφετείο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιακώβου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 35, όπου ανατρέποντας πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, λέχθηκαν τα εξής: 

«Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, το κρίσιμο προσόν είναι το υπ΄αρ.(2) στο Σχέδιο Υπηρεσίας το οποίο έχει ως εξής:

«απαιτούμενα προσόντα:

1.  .................................................................................

2.  Δεκαεξαετής τουλάχιστον πείρα στην επίβλεψη ή/και εκτέλεση κατασκευαστικών έργων οδοποιίας και κτιρίων, από την οποία δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στον προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών και προσωπικού στην Επαρχιακή διοίκηση.»

Δεν βλέπουμε γιατί ο πιο πάνω περιορισμός πάσχει είτε γιατί, όπως έκρινε ο συνάδελφος μας Δικαστής, «έχει τεθεί καθ΄υπέρβαση εξουσίας» είτε γιατί «συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση». Ο περιορισμός τέθηκε, προφανώς, στη βάση των αναγκών της Υπηρεσίας.  Για δε τη συγκεκριμένη πλήρωση η θέση καθορίστηκε, όπως αναφέραμε, ως «πρώτου διορισμού και προαγωγής». Ο περιορισμός δεν αναίρεσε το χαρακτήρα της θέσης ως θέσης «πρώτου διορισμού και προαγωγής.» Άφησε ανοικτή τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας, όχι μόνο από τους δημόσιους υπάλληλους που κατέχουν την αμέσως κατώτερη θέση, αλλά και από τους δημόσιους υπάλληλους που, αν και δεν κατέχουν την αμέσως κατώτερη θέση, εν τούτοις, έχουν δεκαεξαετή τουλάχιστον πείρα στην επίβλεψη κλπ. έργων οδοποιίας και κτιρίων από την οποία δεκαεξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στον προγραμματισμό κλπ. στην Επαρχιακή Διοίκηση. Άφησε, επίσης, ανοικτή τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας και από  εξωτερικούς υποψήφιους εφόσον και αυτοί έχουν δεκαεξαετή τουλάχιστον πείρα στην επίβλεψη κλ.π. έργων οδοποιίας και κτιρίων από την οποία δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στον προγραμματισμό κλπ. στην Επαρχιακή Διοίκηση.»

 

Απορριπτέα είναι και η θέση των αιτητριών ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία της παραγράφου 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας για το πλεονέκτημα και ότι η πείρα των ΕΜ προσμέτρησε διπλά: ως απαιτούμενη και ως πλεονέκτημα.  Η παράγραφος 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας προβλέπει «Μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό τουλάχιστον 15 ετών συνολικά θα αποτελεί πλεονέκτημα».  Η ΣΕ, ερμήνευσε την πρόνοια και η ΕΔΥ υιοθέτησε ως έχει στην παράγραφο (γ) του πρακτικού της ημερ. 5.5.2010, όπου ερμήνευσε ειδικότερα τη λέξη «συνολικά».  Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίες «επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.» (Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 192, 202-203).  Θεωρώ ότι η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Οι λέξεις «15 ετών συνολικά», δικαιολογούν την ερμηνεία που δόθηκε από ΣΕ και ΕΔΥ.  Αν ο νομοθέτης, που συνέταξε το σχέδιο υπηρεσίας, ήθελε η 15ετής πείρα του πλεονεκτήματος, να προσμετρήσει επιπροσθέτως και πέραν της 10ετούς απαιτούμενης, δεν θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «συνολικά». Άλλως πως, δεν νοηματοδοτείται η πρόθεση του νομοθέτη: χωρίς τη λέξη «συνολικά» το πλεονέκτημα θα κατείχε μόνο πρόσωπο που είχε πείρα τουλάχιστον 25 έτη (10 έτη ως απαιτούμενη και 15 έτη ως πλεονέκτημα), με  αποτέλεσμα το πλεονέκτημα να το κατέχουν οι υπάλληλοι που συμπλήρωσαν τουλάχιστον 25ετή πείρα. 

 

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, η προσφυγή υπ΄ αρ. 426/11 επιτυγχάνει για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω έναντι όλων των ΕΜ πλην του ΕΜ3 Ελένης Ζανέττου, της οποίας η προαγωγή επικυρώνεται.

 

Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 519/11 και 621/11 απορρίπτονται.

 

Τα έξοδα πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας στην προσφυγή υπ΄ αρ. 426/11, και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση στις προσφυγές υπ΄ αρ. 519/11 και 621/11, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο