XAΡΟΥΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1559/2012, 21/4/2016

ECLI:CY:AD:2016:D213

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                        (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1559/2012)

 

21 Απριλίου, 2016

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

XAΡΟΥΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Aιτήτρια,

-ΚΑΙ-

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

----------------------

 

 

 

Χρίστος Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.

Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-   H αιτήτρια είναι σύζυγος του Αιγύπτιου Hany Salim  Eid Salim, ο οποίος αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 2001.  Του παραχωρείτο άδεια παραμονής και εργασίας ως ιπποκόμος μέχρι τις 11.1.2009. Στις 27.3.2009 ο                               κ. Salim υπέβαλε αίτηση για την ανανέωση της άδειας παραμονής του αλλά απορρίφθηκε για τον λόγο ότι είχε ολοκληρώσει την επιτρεπόμενη τετραετή περίοδο παραμονής του, σύμφωνα με απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.  Με επιστολή ημερομηνίας 29.6.2009, κλήθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπως εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 10.7.2009 προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο εργοδότης του κ. Salim ζήτησε παράταση της άδειας του για ένα χρόνο, αίτημα τα οποίο εγκρίθηκε στις 30.3.2010 αναδρομικά από τη λήξη της τελευταίας άδειας παραμονής του.  Κλήθηκε δε να προβεί σε όλες τις δέουσες διαδικασίες ενώπιον του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προκειμένου να εκδοθεί σχετική άδεια παραμονής. Ωστόσο ο κ. Salim είχε ήδη αναχωρήσει για την πατρίδα του στις 15.11.2009 και δεν υπέβαλε κανονική αίτηση για να ανανεώσει την άδεια παραμονής του.  Κατά την αναχώρηση του από την Δημοκρατία, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων, λόγω παράνομης παραμονής του από τις 11.1.2009.

 

Στις 9.2.2012 η αιτήτρια απέστειλε στον Υπουργό Εσωτερικών, επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Έχω παντρευτεί με το πιο πάνω Αιγύπτιο ο οποίος για αρκετά χρόνια εργαζόταν στη Κύπρο και είχαμε γνωριστεί από το 2005 και διατηρούσαμε σχέση. Όταν επέστρεψε στη πατρίδα του προχώρησε με την έκδοση διαζυγίου από τη τέως σύζυγο του και όταν το διαζύγιο ήταν έτοιμο το 2011 πήγα στην Αίγυπτο και προχωρήσαμε σε γάμο.  Όταν έληξε η άδεια εργασίας του, δυστυχώς καθυστέρησε δύο μήνες να αναχωρήσει από τη Κύπρο και έχει καταχωρηθεί στη Λίστα Απαγόρευσης Εισόδου στη Δημοκρατία.

 

Για μας έχει μεγάλη σημασία να μπορεί να έρθει να εργαστεί στη Κύπρο επειδή στη χώρα του δεν μπορούμε να βρούμε δουλειά για να ζήσουμε εκεί, ενώ στη Κύπρο είναι έτοιμος ο πρώην εργοδότης του να του προσφέρει ξανά εργασία.»

 

 

Στις 25.7.2012, οι καθ’  ων η αίτηση απάντησαν ως εξής:

 

       «Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 9.2.2012 με την οποία ζητάτε όπως αφαιρεθούν τα στοιχεία από το STOPLIST του αλλοδαπού συζύγου σας HANY SALIM EID SALIM από την Αίγυπτο και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας παρόλο που εξετάστηκε με συμπάθεια και κατανόηση από την Υπουργό Εσωτερικών απορρίφθηκε καθότι τα στοιχεία του συζύγου σας έχουν καταχωρηθεί στο STOPLIST λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία.»

 

 

 

 

Η αιτήτρια προσβάλλει με αριθμό αιτητικών την πιο πάνω απόφαση, με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της για αφαίρεση του ονόματος του συζύγου της από το stop-list και αρνήθηκαν να του επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο για να συνενωθεί με την ίδια. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί η αντικανονική σύνταξη του αιτητικού μέρους της αίτησης.  Ενώ προσβάλλεται μία και μόνο διοικητική απόφαση, διατυπώνονται οκτώ αιτητικά. Με κάθε ένα από τα αιτητικά ζητείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, αντισυνταγματική και παράνομη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος στη βάση των διαφόρων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται από την αιτήτρια, οι οποίοι κανονικά θα πρέπει να τίθενται στο ανάλογο μέρος του εντύπου αρ. 1 της αίτησης, σύμφωνα με τον περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 και όχι στο αιτητικό μέρος της αίτησης.

 

 

Η αιτήτρια θεωρεί ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία, κατά πλάνη και κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105, των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Συμβάσεων περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ειδικότερα του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), των άρθρων 15, 22 και 28 του Συντάγματος, καθώς και των δικαιωμάτων της ως κύπριας πολίτη και των μελών της οικογένειας της στην βάση του περί του Δικαιώματος  των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(Ι)/07 (άρθρο 5).

 

Επίσης ισχυρίζεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση  προέβηκαν σε διάφορες ενέργειες επιδοκιμάζοντας και ταυτόχρονα αποδοκιμάζοντας. Συγκεκριμένα, ενώ στις 30.3.2010 ενέκριναν στον αλλοδαπό σύζυγο της αιτήτριας παράταση της άδειας παραμονής του  και μάλιστα αναδρομικά, εξαφανιζόμενης κάθε προηγούμενης περιόδου παράνομης παραμονής, με την επίδικη απόφαση τον Ιούλιο του 2012 αποδοκίμασαν και/ή αγνόησαν πεπλανημένα την εν λόγω έγκριση, απορρίπτοντας τη διαγραφή του από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν πολυάριθμες προδικαστικές ενστάσεις. Προέχει η εξέταση της θέσης τους ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη διότι ο κατάλογος απαγορευμένων προσώπων δεν διέπεται από το Νόμο, αλλά αποτελεί εσωτερικό μέτρο διοικητικής φύσης και δεν δημιουργεί έννομες συνέπειες.

 

Η αιτήτρια αντιτείνει ότι το αίτημα της δεν αφορούσε μόνο τη διαγραφή του συζύγου της από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων, αφού με επιστολή της ημερομηνίας 9.2.2012 έθεσε νέα στοιχεία στη διοίκηση που αφορούσαν στην τέλεση γάμου, ζητώντας ουσιαστικά και άδεια εισόδου και παραμονής του συζύγου της στην Κύπρο.  Θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να επιτρέψουν στον αλλοδαπό σύζυγο της να εισέλθει και να διαμείνει στην Κύπρο, η οποία αφού ακυρωθεί θα συμπαρασύρει και την τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.

 

Στην Fayez v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933, 937, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

 

«Ούτε ο περί Αλλοδαπών Νόμος Κεφ. 105 ούτε οι Κανονισμοί που θεσπίστηκαν κατ΄ εξουσιοδότησή του δεν προβλέπουν αρμοδιότητα και διαδικασία για κατάρτιση καταλόγου τύπου stop list και έκδοση διοικητικής πράξης όπως η προσβαλλόμενη. Η εξουσία αυτή ασκήθηκε χωρίς αρμοδιότητα που να έχει νομοθετική βάση.

 

Ορθώνονται επομένως κάποια ερωτήματα αναφορικά με τη φύση της επίδικης πράξης.  Έχω την άποψη ότι εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η τήρηση και χρήση καταλόγου stop list η σχετική απόφαση δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες, στερούμενη εκτελεστότητας.  Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε κενό γιατί η πράξη δεν υφίσταται.  Ο Ε. Σπηλιοτόπουλος «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου» 2η έκδοση (1981) παράγραφος 422, σελ. 382 σημειώνει ότι «απαράδεκτος είναι η αίτησις ακυρώσεως ασκουμένη κατά πράξεων ανυποστάτων (απόφαση Σ.τ.Ε. 1533/72), εκτός εάν έχουν εφαρμοσθεί».

 

Ακολούθως, στην υπόθεση Γιάννης Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, η Ολομέλεια έκρινε ότι η απόφαση της διοίκησης με την οποία απερρίφθη αίτημα του αιτητή να αφαιρεθεί από το stop-list το όνομα της αλλοδαπής συζύγου του, η οποία είχε απελαθεί, ώστε να καταστεί δυνατή η είσοδος της στη Δημοκρατία, δεν ήταν παράγωγος έννομων αποτελεσμάτων και, κατά συνέπεια, πράξη εκτελεστή.  Αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η απόφαση του Δικαστηρίου – ότι η τοποθέτηση της συζύγου στο “STOP-LIST” ήταν παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, κατά συνέπεια, πράξη εκτελεστή, υποκείμενη σε βεβαίωση – είναι εσφαλμένη. Συναρτάται, όμως, η απόφαση για την τοποθέτηση στο “STOP-LIST” με το διάταγμα απέλασής της, το οποίο, όντως, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, επειδή επάγεται έννομα αποτελέσματα. Η τοποθέτηση στο “STOP-LIST” προσώπου, το οποίο αποτελεί το υποκείμενο διατάγματος απέλασης, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πράξη εκτέλεσης του διατάγματος. Το διάταγμα απέλασης είναι καθοριστικό, τόσο για το δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού στη χώρα, όσο και προσδιοριστικό της υπόστασής του, εφόσο καθίσταται απαγορευμένος μετανάστης.

 

 Συνάγεται ευχερώς ότι η απόφαση για την απέλαση της συζύγου περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να την προσβάλει και δεν το έπραξε.

 

 Η απόφαση των αρχών για την απέλαση της συζύγου του εφεσείοντα βασιζόταν στα πορίσματα έρευνας, η οποία τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο γάμος ήταν εικονικός, δηλαδή δεν απέβλεπε στη δημιουργία οικογενειακής ζωής. Εφόσον η απόφαση εκείνη δεν προσεβλήθη, δεν παρέχεται η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητάς της και θεώρησης των στοιχείων στα οποία βασίζεται».

 

 

 

Επομένως, η καθαυτό τοποθέτηση του ονόματος στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων δεν μπορεί να προσβληθεί αφ΄ εαυτής. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία να κηρύσσεται ο αλλοδαπός σύζυγος της αιτήτριας απαγορευμένος μετανάστης, ούτε έχει εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης προς το οποίο να συναρτάται η τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων με σκοπό την απαγόρευση επανεισόδου του στη Δημοκρατία. Το γεγονός αυτό δεν διαφοροποιεί τον μη εκτελεστό χαρακτήρα της επίδικης απόφασης.  Στο βαθμό που η παρούσα προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της τοποθέτησης του ονόματος του συζύγου της αιτήτριας στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων, η προδικαστική ένσταση που προβάλλεται περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης ευσταθεί.

 

Στρεφόμενη στην εισήγηση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απαντά αρνητικά και σε αίτημα εισόδου και παραμονής του συζύγου της στη Δημοκρατία, παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εξαχθεί από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση, ούτε τεκμηριώνεται από το ενώπιον μου υλικό.  Εξάλλου, αποτελεί κοινό τόπο ότι η αιτήτρια επέστρεψε στην Κύπρο από το 2011 και μπορούσε συνεπώς να προβεί, ως αντιπρόσωπος και εκ μέρους του συζύγου της, στα αναγκαία διαβήματα για υποβολή σχετικού αιτήματος, στο κατάλληλο έντυπο, για άδεια εισόδου και παραμονής προτάσσοντας την επιχειρηματολογία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.  Η αιτήτρια όμως δεν το έπραξε.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.

 

Περαιτέρω, και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που να τεκμηριώνει, όπως επιτάσσει η νομολογία, ευθέως επηρεαζόμενο έννομο συμφέρον της αιτήτριας, η οποία άσκησε την προσφυγή προσωπικά (Υπόθεση αρ. 867/06, 1. Husaen Osman Nawari, 2. Έλλη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.10.2007).

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο