ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1601/2011, 9/8/2016

ECLI:CY:AD:2016:D403

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                             ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1601/2011

 

9 Αυγούστου, 2016

                                                                                               

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TA ΑΡΘΡA 146, 35, 25 KAI 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                                                                                         Aιτητής,

                                                     

-ΚΑΙ-

 

ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ,

                                                                           Καθ’ ου η αίτηση.

----------------------

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Αλεξία Κουντουρή Παπαευσταθίου (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

Πολύκαρπος Φιλίππου, για Ε.Μ.1.

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης του Δήμου Πάφου  ημερομηνίας 22.9.2011, με την οποία προήχθησαν στην θέση Ανώτερου Τεχνικού οι Σοφοκλής Σοφοκλέους και Γεώργιος Κωνσταντίνου (Ενδιαφερόμενα Μέρη), μετά από προαποκλεισμό του αιτητή «ως δήθεν μη προσοντούχου» υποψηφίου.

 

Ο αιτητής προσλήφθηκε αρχικά στην θέση  Τεχνικού-Συντηρητή Δημοτικού Σφαγείου, θέση που κατείχε μέχρι την μετονομασία της θέσης σε Τεχνικού (Ηλεκτρολόγος) στις 24.3.2003.

 

Ο Δήμος Πάφου (στο εξής «ο Δήμος») λειτουργεί με βάση τον περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/85 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).  Βάσει των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω Νόμου, ο Δήμος κατήρτισε Σχέδιο Υπηρεσίας για την θέση του Ανώτερου Τεχνικού (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής (Θέση Προαγωγής)), που εγκρίθηκε από το Δημοτικό  Συμβούλιο στις 24.3.2005. Το εν λόγω Σχέδιο της θέσης δεν απαιτούσε ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά προνοούσε τα εξής:

 

 

«3.     Απαιτούμενα προσόντα

3.1   Δεκαεξαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7.

      [….]

 

4.    Σημειώσεις

4.1   Υπάλληλοι που κατά τη 16.2.1996 κατείχαν πάνω σε μόνιμη ή έκτακτη βάση τη θέση Τεχνικού ή Τεχνικού Βοηθού, μπορούν να προαχθούν μετά τη συμπλήρωση δεκαεξαετούς τουλάχιστον συνολικής υπηρεσίας είτε σε μόνιμη είτε σε έκτακτη βάση στη θέση Τεχνικού ή/και στις καταργηθείσες θέσεις Τεχνικού Βοηθού και Επόπτη Οδών και Οικοδομών, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7.»

 

 

Το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση Δήμου, συνεδρίασε στις 21.2.2011 για να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης δυο κενών θέσεων Ανώτερου Τεχνικού.  Κατά τη συνεδρία αυτή ο Δήμαρχος υπέβαλε πρόταση όπως γίνει ειδική διευθέτηση, ώστε τα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη, τα οποία υπερείχαν των συναδέλφων τους σε αρχαιότητα, να προαχθούν στις δυο κενές θέσεις και οι άλλοι τρεις τεχνικοί με εξειδικευμένες αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα στον τομέα ηλεκτρολογίας, να προαχθούν σε υπεράριθμες θέσεις επί προσωπικής βάσης. Η εισήγηση δεν έγινε αποδεκτή στη συνέχεια.

 

Στην επόμενη συνεδρία ημερομηνίας 21.3.2011 τέθηκε ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου επιστολή της Σ.Ε.Κ. ημερομηνίας 17.3.2011, με την οποία εκφράζεται διαφωνία για το γεγονός ότι ο αιτητής αποκλείστηκε από τη διαδικασία διεκδίκησης των επίδικων θέσεων, επειδή κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα.  Στην επιστολή διατυπώνεται και αίτημα όπως πριν από τη λήψη απόφασης, ζητηθεί επί τούτου νομική συμβουλή από τον νομικό σύμβουλο του Δήμου.   Ο Δημοτικός Γραμματέας δικαιολογώντας την συμπερίληψη πέντε μόνο τεχνικών στον κατάλογο προσοντούχων υποψηφίων για προαγωγή, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«Από τους κατόχους θέσης Τεχνικού που δεν περιλήφθησαν στον κατάλογο στην έκθεσή του, κανένας δεν πληροί τις καθοριζόμενες στον (sic) εν λόγω σχέδιο υπηρεσίας προϋποθέσεις που αφορούν την υπηρεσία.  Συγκεκριμένα, στην παρ. 3.1 του Σ.Υ. ορίζεται ως απαιτούμενο προσόν “Δεκαεξαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7”.  Ο κάτοχος θέσης Τεχνικού Γεώργιος Γεωργίου (Πολυκάρπου) έχει μεν υπηρεσία άνω των 16 χρόνων υπό μόνιμο υπαλληλικό καθεστώς στον Δήμο αλλά δεν πληροί ούτε το απαιτούμενο προσόν που καθορίζεται στην παρ. 3.1 του Σ.Υ. ούτε εμπίπτει στις περιπτώσεις που ορίζονται στη Σημείωση 4.1 του ίδιου Σ.Υ., αφού ο τίτλος της θέσης που κατείχε (“Τεχνικός-Συντηρητής Δημοτικού Σφαγείου”) μετονομάστηκε σε “Τεχνικός” το 2003.  Kατά την άποψή του, ακόμα και εάν ο συγκεκριμένος υπάλληλος πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις του Σ.Υ. υπάρχει κώλυμα προαγωγής στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής) λόγω του κλάδου/τομέα του τίτλου σπουδών που κατέχει (πτυχίο από το Τμήμα Τεχνολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Κ.Α.Τ.Ε.Ε. Θες/κης) και των καθηκόντων που εκτελεί στο Δήμο καθόλη την υπηρεσία του σ΄ αυτόν (τομέας ηλεκτρολογικών).

[….]

Ο προσδιορισμός τομέα/κλάδου στον τίτλο της θέσης (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής) έγινε με το σκεπτικό του διαχωρισμού των τομέων εξειδίκευσης/καθηκόντων στη βάση της πραγματικότητας που ίσχυε τότε – και εξακολουθεί να ισχύει – στο Δήμο.  Η πρόθεση ήταν και παραμένει να δημιουργηθεί θέση Ανώτερου Τεχνικού στον κλάδο της Ηλεκτρολογίας.  Στα εγκριθέντα το 2010 ενιαία/ομοιόμορφα σχέδια υπηρεσίας της Ένωσης Δ.Κ., υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός αφού καταρτίστηκαν ξεχωριστά Σ.Υ. για τις θέσεις Τεχνικού (με ένα από τα απαιτούμενα προσόντα το δίπλωμα ανώτερης σχολής στην Πολιτική Μηχανική ή την Αρχιτεκτονική) και Ανώτερου Τεχνικού και για τις θέσεις Τεχνικού Ηλεκτρολογίας/Μηχανολογίας (με συναφή προς τις ειδικότητες απαιτούμενα προσόντα) και Ανώτερου Τεχνικού Ηλεκτρολογίας/Μηχανολογίας.  Ο Δήμος πρέπει να προωθήσει μέσω της καθορισμένης διαδικασίας τη δημιουργία θέσης Ανώτερου Τεχνικού στον κλάδο της Ηλεκτρολογίας/Μηχανολογίας και στο κατάλληλο στάδιο να υιοθετήσει το ενιαίο Σ.Υ. της Ένωσης Δ.Κ.  Εξ όσων γνωρίζει, δεν καταρτίστηκε από την Ένωση Δ.Κ. σχέδιο υπηρεσίας Ανώτερου Τεχνικού που να καλύπτει όλους τους κλάδους (πολιτική μηχανική, αρχιτεκτονική, ηλεκτρολογία, μηχανολογία) [….]»

 

 

Το θέμα αναβλήθηκε προκειμένου να ζητηθεί νομική συμβουλή, όπως και έγινε. Ο αιτητής, στο μεταξύ διάστημα, απέστειλε στις 9.6.2011 επιστολή μέσω των δικηγόρων του ζητώντας να συμπεριληφθεί στους προσοντούχους υποψηφίους, με το επιχείρημα ότι οι πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι ultra vires του Νόμου καθότι εξειδικεύουν προσόντα κατ’ άνιση μεταχείριση και διαφορετική κατηγοριοποίηση  ομοιόβαθμων τεχνικών.

 

Στις 6.5.2011 ο νομικός σύμβουλός του Δήμου έδωσε την ακόλουθη γνωμάτευση αναφορικά με το θέμα της υποψηφιότητας του αιτητή για την επίδικη θέση:

 

«1.  Γεώργιος Πολυκάρπου:  Ο υπάλληλος αυτός κατείχε τη θέση του Τεχνικού Συντηρητή Δημοτικού Σφαγείου, η οποία αργότερα στις ή γύρω στις 24/3/2003 μετονομάστηκε σε Τεχνικό.  Ο υπάλληλος αυτός πολύ ορθά δεν περιλήφθηκε από τον Δημοτικό Γραμματέα στον κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή γιατί σύμφωνα με το εγκεκριμένο Σχέδιο Υπηρεσίας επιδιώκεται η πλήρωση της θέσης του Ανώτερου Τεχνικού (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής) ενώ ο κ. Πολυκάρπου είναι Τεχνικός (Ηλεκτρολογίας).

 

Όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη η κατάσταση ο κ. Πολυκάρπου δεν είναι δυνατό να έχει πιθανότητα προαγωγής αφού δεν υπάρχει θέση Ανώτερου Τεχνικού Ηλεκτρολογίας.  Για να έχει ανέλιξη θα πρέπει είτε να ζητηθεί η έγκριση και δημιουργία θέσης Ανώτερου Τεχνικού Ηλεκτρολογίας είτε να τροποποιηθεί το υφιστάμενο Σχέδιο Υπηρεσίας του Ανώτερου Τεχνικού, ώστε να συμπεριλάβει και τον κλάδο Ηλεκτρολογίας.»

 

 

Στη συνέχεια το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδριάζοντας στις 22.9.2011 και υιοθετώντας την πιο πάνω γνωμάτευση, αποφάσισε ότι ο αιτητής ορθά δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των υποψηφίων για την επίδικη θέση ως μη προσοντούχος.  Ακολούθως με την αιτιολογία που καταγράφηκε στο πρακτικό αποφάσισε να προάγει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.  Ο Δήμος με επιστολή ημερομηνίας  28.11.2011 πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή ότι είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση Δήμος προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, γιατί δεν πληρούσε τους όρους του Σχεδίου Υπηρεσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.   Έχει υποδειχθεί επανειλημμένα στη νομολογία ότι ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον από τη στιγμή που το επίδικο ζήτημα είναι αν ορθά ή όχι αποκλείστηκε από υποψήφιος με βάση τα προσόντα του (βλ. Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ 13, Δήμου Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (2003) 3 Α.Α.Δ 305, Πιερίδου Μαρία ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 336).  Το κύριο επίδικο θέμα εδώ είναι η κρίση της Διοίκησης αναφορικά με τον αποκλεισμό του αιτητή και το κατά πόσο αυτός ήταν προσοντούχος βάσει των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Η διαπίστωση του καθ’ ου η αίτηση Δήμου ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν τέτοια που επηρέαζε δυσμενώς και άμεσα το ίδιον συμφέρον του.

 

Σε περίπτωση, βέβαια, που ευσταθήσουν ως προς την ουσία τους οι λόγοι που προέβαλε ο αιτητής προς υποστήριξη της ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος του, δεν θα χρειαστεί να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης που προβάλλει. Οι λόγοι αυτοί αφορούν τη νομιμότητα και το εύλογο της κρίσης του Δήμου ως προς το αν ο αιτητής ήταν προσοντούχος και πιο συγκεκριμένα, τον παράνομο ή άνισο, κατά τον αιτητή, αποκλεισμό του, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε όρος ή λόγος διαφοροποίησης του σε σχέση με τους υπόλοιπους τεχνικούς ομοιόβαθμους του.  Προβάλλεται, συναφώς, ότι η μεταφορά του αιτητή από το Σφαγείο το 2003 όπου εργαζόταν ως τεχνικός συντηρητής, έγινε με τους ίδιους όρους εργασίας και το ίδιο μισθοδοτικό καθεστώς που διέπει τους Τεχνικούς του Δήμου, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση. Ο καθ’ ου η αίτηση Δήμος  καταχρηστικά, θεώρησε ότι υπήρχαν δυο κατηγορίες τεχνικών και προεξόφλησε ήδη από τη συνεδρία  ημερομηνίας 21.2.2011 και χωρίς οποιαδήποτε διερεύνηση της καταλληλότητας και/ή αξίας των υποψηφίων, ποιοί θα προάγονταν στην επίδικη θέση, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής Διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Σημειώνεται ότι η πλάνη περί τα πράγματα  ως προς την υιοθέτηση παράνομου Σχεδίου Υπηρεσίας αντί του νέου προσχεδίου της Ένωσης Δήμων, που αναπτύχθηκε εκτεταμένα στις αγορεύσεις, αποσύρθηκε στο στάδιο των διευκρινήσεων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολογώντας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, υποστήριξε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο παρέλειψε να ερευνήσει τί εργασία έκανε ο αιτητής πριν από το 2003, ως αντίστοιχη του τεχνικού, και ποιο καθεστώς διατηρούσε μετά τη μετονομασία και μεταφορά της θέσης του από το Δημοτικό Σφαγείο στο Δήμο, με συνέπεια πεπλανημένα και άνισα να του μηδενίσει την προϋπηρεσία του για σκοπούς προαγωγής. Η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση Δήμου θεωρεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν καλύπτεται από τις γραπτές αγορεύσεις και ότι θέμα παράλειψης δέουσας έρευνας στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, τέθηκε μόνο ως προς τη συγκριτική καταλληλότητα και αξία του με τους λοιπούς υποψηφίους.

 

Πράγματι, ο προαναφερόμενος λόγος ακύρωσης δεν αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή προς την κατεύθυνση που επιχειρηματολόγησε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.  Μόνο με την απαντητική αγόρευση του τέθηκε για πρώτη φορά επιχειρηματολογία ως προς το ότι η μεταφορά του αιτητή στην υπηρεσία του Δήμου δεν κατάργησε την προϋπηρεσία και την πείρα του ως τεχνικού και πως ήταν ισότιμος με τους άλλους κατόχους της θέσης.   Επίσης, το επιχείρημα για άνιση μεταχείριση, στην απαντητική αγόρευση, εστιάστηκε στο πεπλανημένο συμπέρασμα του Δημοτικού Συμβουλίου για δυο κατηγορίες/τομείς τεχνικών (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής/Ηλεκτρολογίας αντίστοιχα), χωρίς να στηρίζεται η διχοτόμηση αυτή στο Νόμο.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ 257 απασχόλησε το θέμα της εξειδίκευσης και αιτιολογίας των λόγων ακύρωσης στο δικόγραφο σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου  του 1962, από την οποία υιοθετώ τα ακόλουθα αποσπάσματα:

 

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. …

 

 

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001)3 Α.Α.Δ. 672:

 

“Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

 

                            [….]

 

Έχουμε πάντως κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.AΔ. 598:

 

 

"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης ......"

              

 

[….]

 

Από τα πιο πάνω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται στην προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια

 

(η υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

 

 

 

Λαμβάνοντας υπόψη στην προκειμένη περίπτωση τα νομικά σημεία 2, 4, 7, 8, 10 και 15 που τέθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως, θεωρώ ότι  καλύπτουν  τον προαναφερόμενο λόγο ακύρωσης, αφού αυτός ερμηνευτεί με ευρύτητα, ώστε να συμπεριλαμβάνονται προς εξέταση οι επιμέρους ισχυρισμοί που προβλήθηκαν στην απαντητική αγόρευση και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.

 

Θεωρώ δε το συμπέρασμα του καθ΄ ου η αίτηση περί αποκλεισμού του αιτητή, πεπλανημένο αφού δεν φαίνεται να στηρίχθηκε σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του περιεχόμενου του Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτε σε δέουσα έρευνα ως προς το αν η θέση που ο αιτητής κατείχε πριν από τη μεταφορά του στην υπηρεσία του Δήμου (Τεχνικός-Συντηρητής Σφαγείου), αντιστοιχούσε σε υπηρεσία Τεχνικού.  Περαιτέρω, δεν εξετάστηκαν στα πλαίσια της τοποθέτησης του Δημοτικού Μηχανικού (πρακτικό ημερομηνίας 21.3.2011) οι συνέπειες της μετονομασίας της θέσης που κατείχε ο αιτητής, ούτε στα πλαίσια της νομικής γνωμάτευσης και της τελικής απόφασης αποκλεισμού, και κατά πόσο τα καθήκοντα του πριν από το 2003 αντιστοιχούσαν στην θέση τεχνικού.  Το Δικαστήριο βέβαια δεν θα προβεί σε πρωτογενή εξέταση, καθώς τα επιμέρους στοιχεία πρέπει να αποσαφηνισθούν από την Διοίκηση. Ωστόσο χρήσιμη αναφορά για το θέμα που εδώ απασχολεί μπορεί να γίνει στην υπόθεση Ελένη Πιερή ν. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθεση αρ. 1032/05, ημερομηνίας 30.4.2007, στην οποία το Δικαστήριο ακύρωσε τον, χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας, αποκλεισμό της αιτήτριας από την διεκδίκηση θέσης Λογιστικού Λειτουργού, χωρίς να της αναγνωριστεί η προηγούμενη υπηρεσία  σε θέση εισπράκτορα που μετονομάστηκε για σκοπούς προαγωγής.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά σε αντίθετη άποψη του Διευθυντή Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού, σύμφωνα με την οποία στη δημόσια υπηρεσία, «σε περίπτωση μετονομασίας θέσης μέσω του Προϋπολογισμού, η υπηρεσία στην προηγούμενη θέση αναγνωρίζεται ως υπηρεσία στη μετονομασθείσα νέα θέση για σκοπούς προαγωγής». Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτητής είχε συνολική υπηρεσία άνω των 16 ετών, ενώ η ονομασία της θέσης που αυτός κατείχε προηγουμένως δεν αποκλείει εξ ορισμού τη σχετικότητα της με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Θα πρέπει να εξεταστεί και μια δεύτερη πτυχή που προβλήθηκε από τον αιτητή. Ο καθ’ ου η αίτηση Δήμος πεπλανημένα απέκλεισε τον αιτητή με αναφορά στον κλάδο (Ηλεκτρολογίας) στον οποίο υπηρετούσε, θεωρώντας μόνο ως προσοντούχους τους συναδέλφους του που υπηρετούσαν στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής.

 

Η διάκριση αυτή δεν συνάδει με το περιεχόμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας. Πέραν της αναφοράς/εξειδίκευσης του κλάδου (Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής) στον τίτλο της επίδικης θέσης, καμία από τις πρόνοιες (καθήκοντα και ευθύνες, απαιτούμενα προσόντα) δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο ακαδημαϊκό προσόν ή εξειδικευμένη πείρα Τεχνικού στον συγκεκριμένο κλάδο ως προαπαιτούμενο. Με δεδομένο το λεκτικό της παραγράφου 3.1 σε δεκαεξαετή υπηρεσία Τεχνικού (όχι Τεχνικού Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής) και έχοντας πάντα υπόψη ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (βλ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47), καταλήγω ότι η τοποθέτηση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία διακρίνει μεταξύ Τεχνικών Ηλεκτρολογίας και Τεχνικών Πολιτικής Μηχανικής και Αρχιτεκτονικής για σκοπούς υποψηφιότητας για την θέση του ανώτερου Τεχνικού και ο συνακόλουθος προαποκλεισμός του αιτητή, στηρίζεται σε παρερμηνεία των αναγκαίων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Επιπρόσθετα, η δεδηλωμένη πρόθεση του καθ΄ ου η αίτηση (βλ. Παράρτημα 3 στην ένσταση) να δημιουργηθεί θέση Ανώτερου Τεχνικού στον κλάδο Ηλεκτρολογίας/Μηχανολογίας, καθώς και η αποδοχή του ότι μέχρι σήμερα παραλείπει να υιοθετήσει τα εγκριθέντα από το 2010 ενιαία/ομοιόμορφα σχέδια υπηρεσίας της Ένωσης Δήμων Κοινοτήτων, τα οποία περιλαμβάνουν ξεχωριστό Σχέδιο Υπηρεσίας Ανώτερου Τεχνικού για τις θέσεις Τεχνικού Ηλεκτρολογίας (με συναφή προς τις ειδικότητες απαιτούμενα προσόντα), συνιστούν παράλειψη για την οποία ο ίδιος ο αιτητής δεν ευθύνεται.  Εντούτοις, απέβη σε βάρος της ανέλιξης του και θυματοποιήθηκε στη βάση της εκτέλεσης διαφορετικών καθηκόντων, παρά το ότι ήταν ομοιόβαθμος των λοιπών προσοντούχων υποψηφίων.  Συνεπώς, τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της καλής πίστης (άρθρο 51(1) και (2) του Ν.158(1)/99).

   

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο