ΑΚΙΝΗΤΑ Λ. & Ν. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ ν. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 6333/2013, 1/8/2016

ECLI:CY:AD:2016:D385

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                             (Υπόθεση Αρ. 6333/2013)

                                                           

   1 Αυγούστου, 2016

 

                                    [Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

                            ΑΚΙΝΗΤΑ Λ. & Ν. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ,

                                                                                                        Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

1.            ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

         

                                                                        Καθ’ων η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Κυριακίδης, για την Αιτήτρια.

 

Ε. Παπαγεωργίου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

 Καθ’ ων η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση η οποία περιέχεται στην επισυνημμένη επιστολή του Αν. Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λάρνακας ημ. 23.8.2013 και αφορά άρνηση τους να επιστρέψουν στην Αιτήτρια τα δικαιώματα και τέλη που επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν κατά το χρόνο της μεταβίβασης ακινήτου με αριθμό Δήλωσης Δ.783/08, είναι άκυρη και παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.»

 

Στις 24.4.2008, ο Λυκούργος Κυπριανού κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας δήλωση μεταβίβασης ακινήτου (Δ.783/2008), με την οποία μεταβίβασε, δια δωρεάς, ολόκληρο το ακίνητό του (χωράφι), με αρ. εγγραφής 0/4714, φ/σχ. 60/64W1, ΤΕΜ. 2964, ενορία Αγίου Νικολάου  Λάρνακας, στην αιτήτρια.

 

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα και πιστοποιητικά του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη που έχουν προσκομιστεί, αλλά και από ένορκο δήλωση του Λυκούργου Κυπριανού, οι μέτοχοι της αιτήτριας, από τις 29.4.2008 μέχρι τις 29.4.2013, ήταν τα παιδιά του, Ήβη Κυπριανού, Κυπριανός Κυπριανού και Σόλια Κυπριανού, ο δε Λυκούργος Κυπριανού ήταν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της αιτήτριας και υπεύθυνος, με βάση το καταστατικό της για την τήρηση του μητρώου μετοχών.

 

Κατόπιν εκτίμησης του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η αγοραία αξία του υπολογίστηκε στα €2.000.000,00, τα δε αντίστοιχα μεταβιβαστικά δικαιώματα, ύψους €169.165,59 καταβλήθηκαν από την αιτήτρια κατά το χρόνο αποδοχής της δήλωσης μεταβίβασης.

 

Στις 11.7.2013, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση, δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, Κεφ. 219, ως ίσχυε τότε, μαζί με τα αναγκαία πιστοποιητικά, ζητώντας την επιστροφή των καταβληθέντων μεταβιβαστικών τελών, αναφορικά με τη «μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας σε οικογενειακή εταιρεία, επειδή μετά την πάροδο 5 ετών η περιουσία παραμένει στην πιο πάνω εταιρεία και δεν υπήρξε αλλαγή στους μετόχους».

 

Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, αφού υπολόγισε το επιστρεπτέο ποσό (€169.151,92), προώθησε την αίτηση, μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα, στο Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, για σκοπούς έγκρισης.

 

Η αίτηση δεν εγκρίθηκε γιατί, όπως υποδείχθηκε από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κατ’ επίκληση παλαιότερης σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, ο δικαιοπάροχος (Λυκούργος Κυπριανού) δεν ήταν μέτοχος της αιτήτριας.

 

Ακολούθως, ο Αν. Επαρχιακός Λειτουργός Λάρνακας, με την επίδικη επιστολή του ημερομηνίας 23.8.2013, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι «η επιστροφή των δικαιωμάτων δεν εγκρίνεται επειδή κατά την μέρα της μεταβίβασης ο δικαιοπάροχος Λυκούργος Κυπριανού δεν ήταν μέτοχος στην δικαιοδόχο εταιρεία ΑΚΙΝΗΤΑ Λ & Ν ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ με αρ. 1113, όπως προνοείται στο άρθρο 9(2) του Νόμου κεφ. 219, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται».

 

Υποβάλλεται, εκ μέρους της αιτήτριας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 9(2), του Κεφ. 219, από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι λανθασμένα θεώρησαν ότι, για την επιστροφή των μεταβιβαστικών τελών, με βάση τη συγκεκριμένη πρόνοια, θα έπρεπε ο δικαιοπάροχος - στην παρούσα περίπτωση ο Λυκούργος Κυπριανού - να ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέτοχος της δικαιοδόχου εταιρείας.

 

Θέση της αιτήτριας είναι ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή των τελών, σύμφωνα με το νόμο, ο δικαιοπάροχος να είναι μέτοχος στη δικαιοδόχο εταιρεία κατά την μεταβίβαση.

 

Η πιο πάνω ερμηνεία, κατά την αιτήτρια, ενισχύεται και από τις υπόλοιπες πρόνοιες του άρθρου 9(2), στις οποίες προβλέπεται, επίσης, ότι για να επιστραφούν τα τέλη θα πρέπει να μην έχει αποκτήσει οποιαδήποτε μετοχή της εταιρείας, κατά την πενταετία από την μεταβίβαση, κανένα άλλο πρόσωπο, εκτός από το δικαιοπάροχο που μεταβίβασε και από τους ίδιους ή άλλους στενούς συγγενείς του. Αυτό, σύμφωνα με την αιτήτρια, σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη κατά την μεταβίβαση ο δικαιοπάροχος να είναι μέτοχος, αφού μπορεί να γίνει μέτοχος κατά την πενταετία, που ακολουθεί τη μεταβίβαση, χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της εταιρείας για επιστροφή των μεταβιβαστικών τελών.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση της αιτήτριας ότι εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση θεώρησαν ως προαπαιτούμενο για την επιστροφή των τελών ο δικαιοπάροχος να ήταν μέτοχος της δικαιοδόχου εταιρείας, κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, η απόφαση τους πάσχει, λόγω πλάνης περί τα πράγματα, πεπλανημένης αιτιολογίας, κατάχρησης εξουσίας και παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση. Εισηγούνται ότι το άρθρο 9(2) προβλέπει σαφώς ότι, για να είναι δυνατή η επιστροφή των καταβληθέντων τελών, θα πρέπει κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης «ο δικαιοπάροχος ο οποίος μεταβίβασε και στενοί συγγενείς αυτού», να είναι μέτοχοι της δικαιοδόχου εταιρείας, προϋπόθεση η οποία δεν υπήρχε στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι οι μοναδικοί μέτοχοι της εταιρείας προς την οποία μεταβίβασε την περιουσία του ο Λυκούργος Κυπριανού, ήταν, στις 24.4.2008, τα τρία παιδιά του, Ήβη, Κυπριανός και Σόλια. Συνεπώς, ορθά κατά τους καθ’ ων η αίτηση, απορρίφθηκε από τον Αν. Διευθυντή Κτηματολογίου, το αίτημα επιστροφής του ποσού που είχε καταβληθεί ως τέλη εγγραφής του ακινήτου στο όνομα της αιτήτριας εταιρείας.

 

Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στις πρωτόδικες αποφάσεις Βάσος Ιωάννου Λτδ v. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 ΑΑΔ 330 και Kranema Estates Ltd v. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 346.

 

 Κατ΄ αρχάς σημειώνεται ότι η απόφαση Βάσος Ιωάννου Λτδ v. Δημοκρατίας κ.ά. (πιο πάνω) έχει ανατραπεί κατ’ έφεση στη Δημοκρατία v. B. Iωάννου Λτδ (1998) 3 ΑΑΔ 1, στην οποία επικυρώθηκε η απόρριψη από το Κτηματολόγιο του αιτήματος επιστροφής καταβληθέντων τελών, δυνάμει του άρθρου 9(2), εφόσον κρίθηκε ότι δεν υφίστατο η στενή συγγένεια που προέβλεπε ο Νόμος, μεταξύ των δικαιοπαρόχων και των μετόχων της εφεσίβλητης.

 

Στη δε Kranema Estates Ltd v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), η απόρριψη αιτήματος επιστροφής τελών και δικαιωμάτων μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας, κατ’ επίκληση του άρθρου 9(2), κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ορθή και αιτιολογημένη, εφόσον δεν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 9, διότι ένας αριθμός διαμερισμάτων που είχαν ανεγερθεί επί του ακινήτου  και είχαν αρχικά εγγραφεί στο όνομα της εταιρείας μεταβιβάστηκαν στη συνέχεια σε τρίτους, με αποτέλεσμα το ακίνητο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να μην ήταν  εξ’ ολοκλήρου εγγεγραμμένο στο όνομα της αιτήτριας εταιρείας.

 

Σε καμία από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν απασχόλησε το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, εφόσον στις εν λόγω υποθέσεις, ο δικαιοπάροχος ήταν και μέτοχος στην εταιρεία στην οποία μεταβίβασε το ακίνητο. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να ενισχύσουν το επιχείρημα των καθ΄ων η αίτηση.

 

Παρατηρήθηκε, βέβαια, από την Ολομέλεια, στην υπόθεση Δημοκρατία v. B. Iωάννου Λτδ (πιο πάνω), στη σελ. 5, ότι:

 

«Το κριτήριο το οποίο θέτει ο νόμος, για απαλλαγή από τα μεταβιβαστικά τέλη είναι η ύπαρξη στενής συγγένειας μεταξύ της δικαιοπαρόχου και καθενός από τους μετόχους της εταιρείας κατά το χρόνο της μεταβίβασης και η διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας μεταξύ στενών συγγενών της δικαιοπαρόχου για τα επόμενα πέντε χρόνια»

 

Το άρθρο 9(2) και (3) του Κεφ. 219, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο[1], επί του οποίου περιστράφηκε η επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, προνοεί  ως ακολούθως:

 

«9. - (1)………………………………………………………………………...

   

 (2) Όταν ακίνητη ιδιοκτησία μεταβιβάζεται σε εταιρεία της οποίας μοναδικοί μέτοχοι είναι οποιοιδήποτε από τους ακόλουθους, δηλαδή ο δικαιοπάροχος ο οποίος μεταβίβασε και στενοί συγγενείς αυτού, και σε οποιοδήποτε χρόνο προσάγεται στο Διευθυντή ικανοποιητική, κατά την κρίση του, απόδειξη του γεγονότος ότι, κατά τη διάρκεια πενταετίας από την ημερομηνία της δήλωσης μεταβίβασης ή, αν η περίπτωση είναι τέτοια, μέχρι την τυχόν διάλυση ή εκκαθάριση της εταιρείας, εντός της περιόδου που προαναφέρθηκε, κανένα πρόσωπο άλλο από το δικαιοπάροχο που μεταβίβασε και από τους ιδίους ή άλλους στενούς συγγενείς του δεν απέκτησε οποιαδήποτε μετοχή της εταιρείας (με άλλο τρόπο παρά εξ αιτίας θανάτου), ο Διευθυντής επιστρέφει στην εταιρεία το ποσό των τελών και δικαιωμάτων που επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν, κατά το χρόνο της δήλωσης μεταβίβασης μειωμένο κατά ποσό ίσο με 4 επί τοις εκατό της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας που μεταβιβάστηκε όπως εκτιμήθηκε κατά την ημερομηνία της δήλωσης μεταβίβασης που προαναφέρθηκε:

 

Νοείται ότι τα τέλη και δικαιώματα που αναφέρθηκαν επιστρέφονται αν κατά το χρόνο της επιστροφής τους κανένα μέρος ή μερίδιο του μεταβιβασθέντος ακινήτου δεν έχει πωληθεί ή μεταβιβασθεί.

 

 (3) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2) στενός συγγενής σε σχέση με πρόσωπο σημαίνει τον ή τη σύζυγο αυτού και τους συγγενείς αυτού μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, βασικός κανόνας ερμηνείας μίας νομοθετικής διάταξης είναι η γραμματική ερμηνεία. Όταν μία νομοθετική πρόνοια είναι σαφής, στις λέξεις πρέπει να αποδίδεται η φυσική και η συνήθης έννοιά τους. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, το κείμενο αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη (βλ. Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλος (1990) 2 ΑΑΔ 86, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Aντέννα Λτδ (2006) 3 ΑΑΔ 151, Δ. Γαλατάκης Λτδ v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 78, Κυπριακή Δημοκρατία v. Aνδρέα Σωτηρίου κ.ά., Αναθ. Έφεση αρ. 96/2012 κ.ά., ημερομηνίας 20.11.2015).

 

Ειδικότερα, σε σχέση με την ερμηνεία φορολογικών νόμων, έχει νομολογηθεί ότι, ένας κοιτάζει με αντικειμενικότητα τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης και δεν υπάρχει περιθώριο για την εξακρίβωση της πρόθεσής του έξω από το λεκτικό του νόμου και τίποτα δε διαβάζεται ότι υπάρχει, ενώ δεν υπάρχει, και τίποτα δεν εξυπακούεται. Όταν δεν υπάρχει ασάφεια στις λέξεις του φορολογικού νόμου, πρέπει να αποδίδεται σ΄ αυτές η φυσική τους σημασία  (βλ. Serafino Shoe Industry Ltd v. Republic (1991) 3 AAΔ 310).

 

Στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 A.A.Δ. 59, τονίστηκαν τα εξής (σελ. 64):

 

«Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ’ ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συνφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου».

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν προκύπτει κάποια ασάφεια στο λεκτικό του άρθρου 9(2) του Κεφ. 219. Η διατύπωση στη σχετική νομοθετική διάταξη της φράσης «οποιοιδήποτε από τους ακόλουθους», ερμηνευόμενη, σύμφωνα με το συνηθισμένο νόημα που αποδίδεται στις λέξεις που την απαρτίζουν, σημαίνει ότι μέτοχοι της εταιρείας προς την οποία μεταβιβάζεται ακίνητη ιδιοκτησία, για σκοπούς επιστροφής των επιβληθέντων δικαιωμάτων και τελών, μπορούν να είναι είτε ο δικαιοπάροχος ο οποίος μεταβίβασε, είτε στενοί συγγενείς αυτού, εντός των ορίων που καθορίζονται στο εδάφιο (3). Δεν θεωρώ ότι η φράση αυτή επιδέχεται οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας, ως εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση.

 

Προκύπτει λοιπόν ότι, ο νόμος δεν επιβάλλει αναγκαστικά την ιδιότητα  του μετόχου της εταιρείας σε ό,τι αφορά το πρόσωπο που μεταβιβάζει την ιδιοκτησία του προς την εταιρεία, αλλά επιτρέπει την αξίωση επιστροφής των καταβληθέντων δικαιωμάτων, τηρουμένων βέβαια και των υπολοίπων προϋποθέσεων, και στην περίπτωση όπου μοναδικοί μέτοχοι της εταιρείας είναι στενοί συγγενείς του δικαιοπαρόχου.

 

Είναι προφανές ότι πρόθεση του νομοθέτη, όπως προκύπτει από τη συνολική ανάγνωση του άρθρου 9(2) και (3), ήταν η εισαγωγή μιας ιδιαίτερης διευθέτησης, ούτως ώστε οι μεταβιβάσεις ακινήτων σε  εταιρείες με τις οποίες ο δικαιοπάροχος συνδέεται με βάση  το οικογενειακό στοιχείο, να απαλλάσσονται από την καταβολή τελών και δικαιωμάτων μεταβίβασης. Σύμφωνα δε και με την επισήμανση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Β. Iωάννου Λτδ (πιο πάνω) το κριτήριο που τίθεται από την πιο πάνω νομοθετική διάταξη, για σκοπούς απαλλαγής από την υποχρέωση πληρωμής μεταβιβαστικών τελών είναι, αφενός, η ύπαρξη στενής συγγένειας μεταξύ του δικαιοπαρόχου και καθενός από τους υφιστάμενους, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μετόχους της εταιρείας και, αφετέρου, η διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας στο στενό συγγενικό κύκλο του δικαιοπάροχου για την πενταετία μετά την μεταβίβαση.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, με δεδομένο ότι ο δικαιοπάροχος είναι πατέρας των τριών και μοναδικών μετόχων της αιτήτριας εταιρείας και, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μετοχών της εταιρείας παρέμεινε αναλλοίωτο κατά την πενταετία που διέρρευσε από την κατάθεση της δήλωσης μεταβίβασης, τα κριτήρια που τίθενται από το νόμο για την επιστροφή των καταβληθέντων τελών έχουν ικανοποιηθεί.

 

Έχοντας καταλήξει ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9(2), ότι δηλαδή δεν αποτελεί προϋπόθεση για εφαρμογή του η συμπερίληψη του δικαιοπάροχου στον κατάλογο των μετόχων της εταιρείας, η ερμηνεία που αποδόθηκε στην επίμαχη διάταξη από τους καθ’ ων η αίτηση δεν είναι ορθή. Συνακόλουθα, η απόρριψη του αιτήματος για το λόγο που σημειώνεται στην επίδικη επιστολή του Αν. Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού, είναι πεπλανημένη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

 

 

                                                                                    Κ. Σταματίου,

                                                                                                Δ.

 

 

/ΧΤΘ



[1] Η συγκεκριμένη διάταξη καταργήθηκε με το Νόμο 115(Ι)/2015.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο