ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/19,108/19 και 112/19)
23 Οκτωβρίου, 2024
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/19)
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσείουσες/Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα
και
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Εφεσίβλητος/Αιτητής
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 108/19)
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Εφεσείοντας/Αιτητής
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η αίτηση
__________________
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/19)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση
και
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Εφεσίβλητος/Αιτητής
__________________
Ξ. Ευγενίου (κα), για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες στην 107/19 και Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα στις 108/19 και 112/19.
Γ. Πασιάς, για Φοίβο, Χρ. Κληρίδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο στην 107/19, Εφεσείοντα στην 108/19 και Εφεσίβλητο στην 112/19.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ’ ης η αίτηση στην 107/19, Εφεσίβλητη στην 108/19 και Εφεσείουσα στην 112/19.
_________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Ο διορισμός στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας έμελλε να προκαλέσει μακρόχρονη αντιδικία η οποία, άρχισε το μακρινό 2005. Καταρχάς, η απόφαση διορισμού του εφεσείοντα στην Ε.Δ.Δ. 108/19 ανακλήθηκε και μετά από συνολικά τέσσερεις επανεξετάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ( ΕΔΥ) και τρεις ακυρώσεις, των σχετικών αποφάσεων της, από το αρμόδιο Δικαστήριο, διορίστηκε τελικά στην συγκεκριμένη θέση ο Ι. Δημητρίου, ο οποίος απεβίωσε και οι διαχειρίστριες της περιουσίας του προχώρησαν τη διαδικασία με την Ε.Δ.Δ 107/2019 ενόψει ότι, η τελευταία απόφαση ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτή είναι που αποτελεί το αντικείμενο των υπό κρίση τριών εφέσεων.
Ενόψει ότι, τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν διαφορετικές ιδιότητες στις εφέσεις, θα χρησιμοποιηθεί η πρωτόδικη τους ιδιότητα και ειδικότερα ως αιτητής[1], καθ΄ ης η αίτηση[2] και ενδιαφερόμενο μέρος[3].
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθό όπως γίνει αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, ώστε να γίνει κατανοητό το όλο ιστορικό της.
Γεγονότα.
Ο αιτητής, διορίστηκε, στις 11.7.2005, ως Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Η απόφαση διορισμού ανακλήθηκε μετά από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα. Αυτό, με αναφορά στην προφορική εξέταση που είχε τότε διεξαχθεί ως του μέσου για τη διαπίστωση της κατοχής από τον εκεί ενδιαφερόμενο του απαιτούμενου, από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος της καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας. Έτσι, οι προσφυγές που καταχωρήθηκαν σε σχέση με αυτή αποσύρθηκαν.
Μετά από επανεξέταση η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε, στις 9.2.2007, και πάλι τον αιτητή. Ο πιο πάνω διορισμός αμφισβητήθηκε με προσφυγές[4], οι οποίες απορρίφθηκαν στις 24.3.2009. Κατά της απορριπτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση (Α.Ε. 68/2009)[5] με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Ως επισημάνθηκε, στην τελευταία αυτή απόφαση, ενόψει του λόγου της ανάκλησης προέκυπτε η ανάγκη έρευνας και απόφανσης ως προς την κατοχή απαιτούμενου προσόντος, εξ αρχής, κάτι που όφειλε να πράξει η ΕΔΥ, υπό πλήρη σύνθεση. Η μη συμμετοχή του Προέδρου της από προηγούμενες συνεδρίες, σκόπιμη όπως ήταν, οφειλόταν στην εσφαλμένη αντίληψη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του. Επομένως, ως κρίθηκε κατ’ έφεση, στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας, ο οποίος ανέτρεχε στη ρίζα της διαδικασίας και δεν παρέμενε υπόβαθρο για τη συζήτηση των άλλων θεμάτων που εγείρονταν με την έφεση.
Μετά την ακυρωτική απόφαση, ακολούθησε η δεύτερη στη σειρά επανεξέταση όπου διορίστηκε το Ε/Μ στην επίδικη θέση αναδρομικά από 3.10.2005. Ο αιτητής, με την Προσφυγή με αρ. 819/12, αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Στις 22.2.2013, στο πλαίσιο της πιο πάνω προσφυγής, εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων στην επίδικη συνεδρία ήταν ο λόγος που ακυρώθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη. Κρίθηκε ότι, η συμμετοχή του τελευταίου στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αντικειμενικά αδύνατη λόγω της προσφυγής του αιτητή εναντίον της προαγωγής του Γενικού Διευθυντή στη θέση την οποία κατείχε. Θεωρήθηκε ότι υπήρχε εκ των πραγμάτων «ιδιάζουσα σχέση» η οποία δεν μπορούσε να παραγνωριστεί. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στην επίδικη συνεδρία, κρίθηκε ότι η σύνθεση της ΕΔΥ έπασχε εφόσον, εκ των πραγμάτων, δεν παρέχονταν τα απαιτούμενα από το άρθρο 42(1) του Νόμου 158(Ι)/99, εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης της.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, ημερ. 22.2.2013, ασκήθηκαν εφέσεις, από την Δημοκρατία και από τον επιτυχόντα αιτητή ως προς τους λόγους ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν, οι οποίες όμως αποσύρθηκαν με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του αιτητή.
Η ΕΔΥ επανεξέτασε, για τρίτη φορά, την πλήρωση της πιο πάνω θέσης υπό το φως της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 819/12. Αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, τον διορισμό του Ε/Μ στην επίδικη θέση αναδρομικά από 3.10.2005. Με την Προσφυγή 258/14 αμφισβητήθηκε η πιο πάνω απόφαση και ενώ αυτή εκκρεμούσε το Ε/Μ απεβίωσε. Οι διαχειρίστριες της περιουσίας του τελευταίου συνέχισαν τη διαδικασία. Στις 22.12.2014 εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Ειδικότερα, κρίθηκε συναφώς ότι η κρίση της ΕΔΥ να μην πιστώσει στον αιτητή το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της «μακράς και ευδόκιμης πείρας», η οποία τότε καθορίστηκε στα 10 χρόνια, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης αμφισβητήθηκε με την Α.Ε. 2/15. Πρόσθετα δε, καταχωρίστηκε αντέφεση από τον αιτητή καθώς και εφέσεις από τον επιτυχόντα αιτητή[6] για λόγους ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν και από την Δημοκρατία[7], η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε. Στις 19.9.2018 το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, απέρριψε την Α.Ε 2/15 και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω έκρινε ότι παρείλκε η εξέταση της Α.Ε 14/15 και των αντεφέσεων 2/15 και 13/15.
Στο μεταξύ, η ΕΔΥ, μετά την απόσυρση της Α.Ε. 13/15, στις 14.4.2016, προχώρησε για τέταρτη φορά σε επανεξέταση πλήρωσης της επίδικης θέσης και αφού προέβηκε σε εξέταση των στοιχείων που αφορούσαν την πείρα των υποψηφίων, κατέληξε ότι ο αιτητής διέθετε το πλεονέκτημα. Ακολούθως, σε συνεδρία της ημερ. 18.7.2016, συνέχισε την επανεξέταση του θέματος και αποφάσισε κατά πλειοψηφία τον διορισμό του Ε/Μ στην επίδικη θέση, αναδρομικά από τις 3.10.2005 μέχρι την ημερομηνία που απεβίωσε, 20.4.2014. Ένα μέλος της Επιτροπής διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας και υποστήριξε την επιλογή του αιτητή για διορισμό στην επίδικη θέση. Στην τελευταία αυτή συνεδρία της ΕΔΥ παρέστη ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και αφού, υπέβαλε τη σύστασή του αποχώρησε. Με βάση το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιλογή του Ε/Μ έναντι του αιτητή η απόδοση του στην προφορική συνέντευξη, αλλά και η υπέρ του Ε/Μ σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την οποία η ΕΔΥ, έλαβε υπόψη της για την τελική της κρίση.
Θα επανέλθουμε στα γεγονότα όταν θα εξετάζονται τα επίδικα ζήτημα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης.
Ο αιτητής, με προσφυγή του, αμφισβήτησε την ορθότητα της τελευταίας απόφασης επιζητώντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι που αμφισβητείται από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για διάφορους λόγους οι οποίοι θα εκτεθούν πιο κάτω.
Η πρωτόδικη απόφαση.
Ενόψει του ότι αμφισβητήθηκε από μέρους του αιτητή η ορθότητα και η νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και που απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκανε αναφορά , μεταξύ άλλων, και στην Α.Ε 2/2015 καθώς και στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση επισήμανε τα ακόλουθα:
«Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω ευρημάτων και, προφανώς, σε συμμόρφωση με την αμέσως προεκτεθείσα απόφαση, η απόφαση της Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση που απέληξε στην επίδικη πράξη, ήτοι να καθορίσει σε πέντε τουλάχιστον έτη το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα της «μακράς και ευδόκιμης πείρας σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας», κρίνεται ως καθόλα ορθή και νόμιμη, αλλά και ευρισκόμενη σε πλήρη συμβατότητα με τα εν λόγω δικαστικά ευρήματα. Θεωρώ ότι δε χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω επ' αυτού. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η Ε.Δ.Υ. έκρινε κατά την υπό αναφορά επανεξέταση ότι τόσο ο αιτητής όσο και το Ε.Μ. διέθεταν το συγκεκριμένο πλεονέκτημα και αυτό, έχω την άποψη, είναι που αφορά, για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας και εγκυρότητας της παρούσας απόφασης. Το κατά πόσον ορθώς ή εσφαλμένα το εν λόγω πλεονέκτημα δεν πιστώθηκε στον αιτητή σε προηγούμενες διαδικασίες, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στο παρόν στάδιο και οι σχετικοί ισχυρισμοί που τίθενται στη γραπτή του αγόρευση, ως ορθώς παρατηρεί και ο συνήγορος του Ε.Μ., τίθενται αλυσιτελώς.».
Πρόσθετα δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκανε λεπτομερή αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση καθώς και στις σχετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι:
« …μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 819/2012, υπό το φως των πιο πάνω ευρημάτων της και σε συμμόρφωση προς αυτήν, η οποία και τελικά δεν αμφισβητήθηκε και απέκτησε δεσμευτική ισχύ, εφόσον οι αρχικώς καταχωρηθείσες εφέσεις (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 40/2013 από τη Δημοκρατία και η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 48/2013 από τον επιτυχόντα αιτητή) αποσύρθηκαν, ορθώς η Επιτροπή προχώρησε στη διενέργεια νέων συνεντεύξεων, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 23.1.2014, στα πλαίσια επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης, και οι οποίες, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α του Νόμου, παραμένουν και θεωρούνται μέρος του πραγματικού καθεστώτος. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34Α(3) του Νόμου, «Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση µιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται µέρος του πραγµατικού καθεστώτος και λαµβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόµισαν η Επιτροπή και η Συµβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξάρτητα αν, στο µεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους».
Περαιτέρω, ενόψει των σχετικών αποφάσεων, αποφάνθηκε ότι ορθά κρίθηκε από την ΕΔΥ ότι, θα έπρεπε να προχωρήσει με νέα σύσταση από τον Γενικό Διευθυντή ο οποίος θα έπρεπε να λάβει υπόψη του το διαφοροποιημένο καθεστώς σε ότι αφορά το στοιχείο του πλεονεκτήματος καθότι, ενόψει της απόφασης στην προσφυγή 258/2014, « διαφοροποιούνται ως προς το πλεονέκτημα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Γενικός Διευθυντής όταν προσήλθε ενώπιον της Επιτροπής και προέβη στη σύστασή του».
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επισήμανε ότι, ενόψει των κριθέντων στην προσφυγή αρ. 819/2012, ορθά κρίθηκε από την ΕΔΥ ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων (στο εξής «Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών»), δεν μπορούσε να υποβάλει σύσταση για τους προαναφερθέντες λόγους και συνεπώς, «η αρμόδια αρχή θα πρέπει να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις, ούτως ώστε η Επιτροπή να έχει σύσταση που να πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις και για την οποία να μην υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα».
Αναφορικά με την ορθότητα και νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από την καθ' ης η αίτηση κατά την επανεξέταση, υπό το φως των πιο πάνω αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ, ενήργησε καθόλα νόμιμα και σε πλήρη συμμόρφωση με τα ευρήματα των υπό αναφορά αποφάσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επισήμανε ότι θα πρέπει να ελεγχθεί η νομιμότητά της εν λόγω σύστασης έκρινε ότι « …από πουθενά δεν προκύπτει για ποιο λόγο και/ή στη βάση ποιας νομικής διάταξης αποφασίστηκε η επιλογή του Γενικού Διευθυντή του συγκεκριμένου Υπουργείου για να προβεί στην εν λόγω σύσταση» και ως ο πλέον κατάλληλος να την υποβάλει. Τόνισε δε ότι, απαιτείτο, η έστω στοιχειώδης παράθεση αιτιολογίας της απόφασης της ΕΔΥ να επιλέξει για υποβολή σύστασης τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, πράγμα που δεν έγινε.
Επισήμανε ότι, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών είχε στη διάθεση του τα όλα τα στοιχεία των υποψηφίων. Ως αναφέρεται τόσο ο αιτητής όσο και το Ε/Μ κατείχαν πρόσθετα προσόντα, τα οποία αν και δεν απαιτούνταν από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και η Επιτροπή απέδωσε σε αυτά, την ανάλογη βαρύτητα. Ειδικότερα, και οι δύο διέθεταν μεταπτυχιακούς τίτλους, ενώ επιπρόσθετα ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε/Μ, κατείχε και Διδακτορικό τίτλο ο οποίος ήταν σχετικός με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «… ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε ο αιτητής, ως τίτλος ανώτερος των προεκτεθέντων πρόσθετων μεταπτυχιακών τίτλων του Ε.Μ., έθετε αυτόν σε θέση ισχύος έναντι του Ε.Μ., που δεν κατείχε ένα τέτοιο προσόν».
Αναγνώρισε ότι, ο Διευθυντής δικαιούται διά νόμου να δώσει μη αιτιολογημένη σύσταση, φτάνει αυτή να μην συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου. Στην υπό εξέταση περίπτωση, έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων αφού, ως αναφέρεται, ο αιτητής φαίνεται να υπερέχει του Ε/Μ σε προσόντα, με αποτέλεσμα να την καθιστά πάσχουσα ενόψει ότι ήταν αναιτιολόγητη.
΄Ετσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε και λαμβανομένου ότι η ΕΔΥ την έλαβε υπόψη της για το διορισμό του Ε/Μ, ακύρωσε την απόφαση της τελευταίας.
Πρόσθετα δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε τα όσα πρόβαλλε ο αιτητής ότι η ΕΔΥ όφειλε να συνυπολογίσει κατά την αξιολόγηση του Ε/Μ το πόρισμα Καλλή το οποίο σχετίζεται σε με το τραγικό δυστύχημα του αεροσκάφους της Helios που συνέβηκε την 14.8.2005. Με αυτό, ως προβλήθηκε, διαπιστώθηκαν ευθύνες του Ε/Μ, το οποίο εκτελούσε χρέη Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2005- Αυγούστου 2005. Ο δε λόγος που απορρίφθηκε η σχετική εισήγηση εστιαζόταν στο γεγονός ότι το πιο πάνω πόρισμα δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2011και δεν υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτοι το 2005.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους.
Οι Εφέσεις 107/19 και 112/19.
Στη συνέχεια, θα συνεξεταστούν η Ε.Δ.Δ. 107/19 που καταχωρίστηκε από μέρους των διαχειριστριών του Ε/Μ και η Ε.Δ.Δ. 112/19 που καταχωρίστηκε από μέρους της Δημοκρατίας. Οι λόγοι έφεσης τους, ως προκύπτει κατωτέρω, είναι ουσιαστικά ταυτόσημοι.
Το Ε/Μ με την Ε.Δ.Δ. 107/19 και η καθ΄ ης η αίτηση με την Ε.Δ.Δ. 112/19 προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι: (i) δεν προκύπτει για ποιο λόγο και/ή στη βάση ποιας νομικής διάταξης αποφασίστηκε η επιλογή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών να δώσει σύσταση (λόγοι έφεσης αρ. 1 και στις δύο πιο πάνω εφέσεις), (ii) η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων (λόγοι έφεσης αρ. 2 και στις δύο πιο πάνω εφέσεις), και (iii) ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε ο αιτητής, ως τίτλος ανώτερος των πρόσθετων μεταπτυχιακών τίτλων του Ε/Μ έθετε αυτόν σε θέση ισχύος έναντι του τελευταίου που δεν κατείχε ένα τέτοιο προσόν (λόγοι έφεσης αρ. 3 και στις δύο πιο πάνω εφέσεις). Πρόσθετα δε, η καθ΄ ης η αίτηση προβάλλει ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτητής υπερέχει έναντι του Ε/Μ σε προσόντα (λόγος έφεσης αρ. 4), και εσφαλμένα δεν αποφάσισε επί του ισχυρισμού ότι ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή (λόγος έφεσης αρ. 5).
Προτού όμως εξεταστούν οι πιο πάνω λόγοι έφεσης, το Δικαστήριο θα εξετάσει καταρχάς την προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι, οι εφεσείουσες - διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντα Ε/Μ - στην Ε.Δ.Δ. 107/19 δεν έχουν έννομο συμφέρον καθότι, σε περίπτωση που επιτύχει σφραγίζει και το αποτέλεσμα της. Ακολούθως, θα εξεταστεί η έτερη προδικαστική ένσταση που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στο πλαίσιο της Ε.Δ.Δ. 112/19, ότι η καθ΄ ης η αίτηση επιδιώκει, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της, την προσαγωγή μαρτυρίας παρακάμπτοντας την ορθή δικονομική διαδικασία.
Προδικαστική ένσταση ότι οι εφεσείοντες στην Ε.Δ.Δ. 107/19 δεν έχουν έννομο συμφέρον.
Όπως κατ’ επανάληψη έχει νομολογηθεί το έννομο συμφέρον, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, αποφασίζεται κατά προτεραιότητα λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος (Βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου, Ε.Δ.Δ. 132/18, ημερ. 15.2.2024, Χριστοδούλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 155/14, ημερ. 17.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:C100 και Δημοκρατία ν. Α. Κ. Χ’’ Ιωάννου & Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467). Και θα πρέπει να υφίσταται κατά τον ουσιώδη χρόνο (Βλ. Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/14, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411).
Η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος (Βλ. Σταύρου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 68/17, ημερ. 7.11.2023 και Κωνσταντίνου ν. Δήμου Πάφου (1988) 3 Α.Α.Δ. 707).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επισήμανε ότι, το συμφέρον του Ε/Μ είναι προσωποπαγές και με το θάνατο έπαυσε να υφίσταται. ΄Ετσι, ως αναφέρθηκε, εμποδίζονται οι εφεσείουσες - διαχειρίστριες της περιουσίας του - να προωθούν την παρούσα έφεση.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των διαχειριστριών της περιουσίας του Ε/Μ η οποία επισήμανε ότι, οι τελευταίοι έχουν έννομο συμφέρον στα περιουσιακά κληρονομικά δικαιώματα του τελευταίου τα οποία εστιάζονται στο ύψος της σύνταξης και άλλα ωφελήματα που είχε το Ε/Μ ως Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.
Στην Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 807, στο ερώτημα κατά πόσο μία προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του αιτητή επισημάνθηκε ότι εξαρτάται από τη φύση της αίτησης. Αν η διαφορά είναι προσωποπαγής, δηλαδή δικαίωμα που δεν μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο, τότε η προσφυγή τερματίζεται. Αν όμως έχει περιουσιακό χαρακτήρα τότε μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του αιτητή (Βλ. Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 327).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έκανε αναφορά στην Chrysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397. Τα γεγονότα όμως της πιο πάνω υπόθεσης ουσιωδώς διαφέρουν από αυτά της υπό εξέταση περίπτωσης για τους λόγους που εξηγούνται. Στην εκεί περίπτωση, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση να τεθεί σε διαθεσιμότητα από το πειθαρχικό συμβούλιο των διδασκάλων. Ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή απεβίωσε. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι καταβλήθηκαν στους εξαρτημένους του αιτητή τα σχετικά ωφελήματα χωρίς να ληφθεί υπόψη η απουσία του από τα καθήκοντα του, αποφάνθηκε ότι η δικαστική διαδικασία τερματίστηκε με το θάνατο του αιτητή και έτσι η τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής δεν ήταν αναγκαία.
Πρόσθετα δε έγινε αναφορά και στην μεταγενέστερη Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R 313. Και πάλιν τα γεγονότα αυτής ουσιωδώς διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσας. Στην πιο πάνω υπόθεση, ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα αφυπηρέτησης του από την υπηρεσία του ως διδάσκαλος. Ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή απεβίωσε. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις οι κληρονόμοι του δεν είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν καταβολή της σύνταξης του. Ο αιτητής συμπλήρωσε τα χρόνια υπηρεσίας που θα του απέφεραν το μέγιστο ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση αφυπηρέτησης του και το εφάπαξ είχε καταβληθεί χωρίς οποιαδήποτε αποκοπή. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι κληρονόμοι δεν είχαν ίδιον έννομο συμφέρον να προωθήσουν την προσφυγή και έτσι, απορρίφθηκε.
Από την Evripides v. The Republic of Cyprus (1984) 3 C.L.R. 1571 προκύπτει ότι η συνέπεια του θανάτου είναι ότι, αν οι ίδιοι κληρονόμοι έχουν ίδιο έννομο συμφέρον τότε η προσφυγή συνεχίζεται, διαφορετικά η δίκη καταργείται.
Στη Σωτηριάδου (ανωτέρω) το αντικείμενο της προσφυγής ήταν το επίδομα που κατ’ ισχυρισμό εδικαιούτο ο αιτητής για την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών και αυτών των μελών της οικογένειας του. Κρίθηκε πως η δίκη δεν καταργήθηκε, ενόψει του θανάτου του, και η σύζυγος και τα τέκνα του είχαν άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον στη συνέχιση της.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως αναφέρθηκε, η ΕΔΥ, στις 18.7.2016, μετά από επανεξέταση, αποφάσισε τον διορισμό του Ε/Μ στην επίδικη θέση αναδρομικά από τις 3.10.2005 μέχρι την ημερομηνία που απεβίωσε, 20.4.2014. Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα νομιμοποιούνται στην προώθηση της δίκης και δη η σύζυγος αυτού, η οποία έχει άμεσο και προσωπικό συμφέρον στη συνέχιση της, καθότι στην περίπτωση παραμερισμού της προσβαλλόμενης απόφασης και επικύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ, με την οποία διορίστηκε στην επίδικη θέση ο αποβιώσας, θα διαδραματίσει ρόλο ως προς το ύψος της σύνταξης καθώς και για άλλα ωφελήματα που είχε το Ε/Μ ως διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.
Συνακόλουθα, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από μέρους του αιτητή, απορρίπτεται.
Προδικαστική ένσταση ότι η καθ΄ ης η αίτηση επιδιώκει, την προσαγωγή μαρτυρίας παρακάμπτοντας την ορθή δικονομική διαδικασία.
Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, στο πλαίσιο της Ε.Δ.Δ. 112/19, ότι η καθ’ ης η αίτηση[8] επιδιώκει, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της, να προσαγάγει κατά τρόπο δικονομικά απαράδεκτο μαρτυρία.
Στο περίγραμμα αγόρευσης της καθ΄ ης η αίτηση πράγματι επισυνάφθηκαν συνολικά τρία έγγραφα τα οποία σχετίζονται με την αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, από 18.7.2016 – 2.7.2016. Ειδικότερα, το ένα από αυτά πρόκειται για απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ 22.6.2016, με το οποίο αποφασίστηκε η αναπλήρωση του πιο πάνω προσώπου για την πιο πάνω περίοδο. Τα δε άλλα δύο αφορούν τη σχετική ενημέρωση τόσον του Προέδρου της ΕΔΥ όσον και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών αναπλήρωσε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, ο οποίος κωλύετο να συμμετάσχει στη διαδικασία λόγω του δεδικασμένου, προκύπτει από τους φακέλους οι οποίοι κατατέθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο ενόψει της ακυρωτικής απόφασης που προηγήθηκε. Στο στάδιο αυτό επισημαίνουμε ότι τα όσα σχετικά ανέφερε η συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση δεν αμφισβητήθηκαν από την άλλη πλευρά.
Τα όσα επισυνάφθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης της καθ΄ ης η αίτηση δεν οδηγούν σε εισαγωγή νέας μαρτυρίας, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή, αλλά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς υποβοήθησης του έργου του. Ως αναφέρθηκε, η αναπλήρωση του πιο πάνω Διευθυντή προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων που τέθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της έφεσης.
Πέραν δε τούτου, και κάτι ακόμη σημαντικό. Το ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών αναπληρούσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων από τις 18.7.2016 μέχρι τις 22.7.2016 προκύπτει και από την Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ειδικότερα τον αρ. 4949 ημερ. 15.7.2016. Σε αυτή τη σημαντική και συνάμα καθοριστική, για το συγκεκριμένο ζήτημα, διάσταση παρέλειψαν να κάνουν αναφορά αμφότεροι οι συνήγοροι.
Συνακόλουθα, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η πιο πάνω προδικαστική ένσταση που ήγειρε ο συνήγορος του αιτητή, απορρίπτεται.
Ακολούθως, προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης στις Ε.Δ.Δ. 107/19 και 112/19.
Ως αναφέρθηκε, τόσον το Ε/Μ όσον και η καθ΄ ης η αίτηση προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προκύπτει για ποιο λόγο και στη βάση ποιας νομικής διάταξης αποφασίστηκε η επιλογή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για να δώσει σύσταση (λόγος έφεσης αρ. 1).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν εκτεθεί ήδη με λεπτομέρεια πιο πάνω. Υπενθυμίζεται ότι με την δεύτερη επανεξέταση, η ΕΔΥ διόρισε το Ε/Μ στην επίδικη θέση. Το Δικαστήριο, στις 22.2.2013, ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση καθότι η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών ήταν αντικειμενικά αδύνατη λόγω της προσφυγής του αιτητή εναντίον της προαγωγής του Γενικού Διευθυντή στην θέση την οποία κατείχε, με αποτέλεσμα η σύνθεση της ΕΔΥ να πάσχει αφού, δεν παρέχονταν τα απαιτούμενα από το άρθρο 42(1) του Ν. 158(Ι)/99 εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
Ακολούθως, με την τρίτη επανεξέταση, διορίστηκε από την ΕΔΥ το Ε/Μ. Η απόφαση αυτή και πάλι ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερ. 22.12.2014, λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και ειδικότερα στο ότι δεν πιστώθηκε στον αιτητή το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας της μακράς και ευδόκιμης πείρας. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Μετά την πιο πάνω απόφαση η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερ. 14.4.2016, ενόψει των πιο πάνω και δεδομένου ότι διαφοροποιούνταν ως προς το πλεονέκτημα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Γενικός Διευθυντής, όταν προσήλθε ενώπιον της Επιτροπής και προέβη στη σύσταση του, αποφάσισε ότι «… θα πρέπει ενημερωθεί η αρμόδια αρχή ότι η Επιτροπή θα προχωρήσει σε επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης με νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να λάβει υπόψη του το διαφοροποιημένο καθεστώς σε ό,τι αφορά το στοιχείο του πλεονεκτήματος …». Επίσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών δεν μπορούσε να υποβάλει σύσταση ενόψει της απόφασης στην Προσφυγή 819/12, έκρινε ότι η αρμόδια αρχή θα έπρεπε να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις ώστε η Επιτροπή να είχε σύσταση που να πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις και για την οποία να μην υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα.
Η ΕΔΥ, στις 18.7.2016, επανεξέτασε την πλήρωση της επίδικης θέσης και στη συνεδρία της προσήλθε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος προέβη σε δέουσα και επαρκή έρευνα όλων των δεδομένων και αφού, πληροφορήθηκε ότι το πλεονέκτημα πιστώθηκε σε όλους του υποψηφίους, προέβη σε σύσταση του Ε/Μ και ακολούθως αποχώρησε. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, η ΕΔΥ διόρισε το Ε/Μ.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών παρέστη στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 18.7.2016, όπου υπέβαλε τη σύσταση του και αποχώρησε από τη συνεδρία, δεν τον καθιστά μέλος της ΕΔΥ ώστε να τίθεται ζήτημα μη νόμιμης συγκρότησης της Επιτροπής.
Ωστόσο, όμως, λανθασμένα έκρινε ότι από πουθενά δεν προκύπτει για ποιο λόγο και στη βάση ποιας νομικής διάταξης αποφασίστηκε η επιλογή του Γενικού Διευθυντή του συγκεκριμένου Υπουργείου για να προβεί στη σύσταση. Πρόσθετα δε, λανθασμένα επισήμανε ότι απαιτείτο η παράθεση αιτιολογίας της απόφασης της ΕΔΥ να επιλέξει για υποβολή σύστασης το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Τονίζεται ότι, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 819/12 ορθά αποφασίστηκε ότι η σύσταση δεν μπορούσε να δοθεί από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών και θα έπρεπε να υποβληθεί σύσταση για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα και νομιμότητα της διαδικασίας.
Με βάση το άρθρο 2(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), αρμόδια αρχή για τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε σχετικά και στις 15.7.2016 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι ο Χ. Πατσαλίδης, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών διορίστηκε ως Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του, από τις 18.7.2016 – 22.7.2016. Η επίδικη συνεδρία στην οποία συμμετείχε έγινε στις 18.7.2016.
Συνεπώς, η απόφαση για να κληθεί ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών στην επίδικη συνεδρία δεν ήταν απόφαση της ΕΔΥ. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδια αρχή, αναπλήρωσε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείο Μεταφορών με αυτόν του Υπουργείου Οικονομικών και έτσι, ο τελευταίος παρέστη στην συνεδρία. Ενόψει των πιο πάνω, δεν υφίστατο υποχρέωση αιτιολογίας και παράθεση της νομικής διάταξης από μέρους της ΕΔΥ για το λόγο που επιλέχθηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.
Για τους πιο πάνω λόγους, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και συνακόλουθα ο λόγος έφεσης αρ. 1 των Ε.Δ.Δ. 107/19 και 112/19, επιτυγχάνει.
Στη συνέχεια, λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν σωρευτικά τα όσα προβάλλουν τόσον το Ε/Μ όσον και η καθ΄ ης η αίτηση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι: (i) η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων (λόγος έφεσης αρ. 2 και στις δύο εφέσεις) (ii) ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε ο αιτητής, ως τίτλος ανώτερος των πρόσθετων μεταπτυχιακών τίτλων του Ε/Μ, έθετε αυτόν σε θέση ισχύος έναντι του τελευταίου που δεν κατείχε ένα τέτοιο προσόν (λόγος έφεσης αρ. 3 και στις δύο εφέσεις) καθώς και τα όσα προβάλλει η καθ’ ης η αίτηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι (iii) ο αιτητής υπερέχει του Ε/Μ σε προσόντα και (iv) δεν αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή (λόγοι έφεσης αρ. 4 και 5 αντίστοιχα στην Ε.Δ.Δ. 112/19).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι η «… συμφώνως του άρθρου 34(9) του Νόμου δοθείσα σύσταση που αφορούσε την επίδικη θέση …» δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη. Με αναφορά σε νομολογία[9] τόνισε ότι, ο μόνος περιορισμός που θέτει η νομολογία σε μη αιτιολογημένη σύσταση, είναι ότι αυτή δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και ότι εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ότι αποτυπώνεται σ΄ αυτούς[10].
Επισήμανε δε, ότι μια τέτοια σύσταση δεν μπορεί να δίνεται από το Διευθυντή κατά το δοκούν.
Τόνισε ότι ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για διορισμό στην επίδικη θέση το Ε/Μ, χωρίς να δώσει προς τούτο οποιαδήποτε αιτιολογία, ενώ είχε στη διάθεση του όλα τα σχετικά στοιχεία των υποψηφίων καθώς και επαρκή χρόνο για να τα μελετήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε και τα ακόλουθα:
«Προκύπτει λοιπόν από τα πιο πάνω ότι πράγματι και οι δυο υποψήφιοι διέθεταν μεταπτυχιακούς τίτλους, επιπέδου Master's, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ επιπρόσθετα ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε.Μ., κατέχει και Διδακτορικό τίτλο (Doctor of Philosophy-Communications Engineering) από το Πανεπιστήμιο του Manchester, ο οποίος, όπως αναφέρει και η ίδια η Ε.Δ.Υ. στην απόφασή της, παρόλο που δεν απαιτείται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι σχετικός με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε ο αιτητής, ως τίτλος ανώτερος των μεταπτυχιακών τίτλων του Ε/Μ, έθετε αυτόν σε θέση ισχύος έναντι του Ε/Μ που δεν κατείχε ένα τέτοιο προσόν. Τόνισε ότι, ο Διευθυντής δικαιούται εκ του νόμου να δώσει μη αιτιολογημένη σύσταση, νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν μη αιτιολογημένη. Επισήμανε ότι, από κανένα σημείο των φακέλων, αλλά ούτε και από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων, δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπεροχή του Ε/Μ έναντι του αιτητή. Αντιθέτως, ως αναφέρθηκε, ο αιτητής είναι που φαίνεται να υπερέχει έναντι του Ε/Μ σε προσόντα. Έτσι, έκρινε ότι υφίσταται ζήτημα σύγκρουσης της εν λόγω σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων με αποτέλεσμα να πάσχει.
Αφού επισήμανε ότι η ΕΔΥ επέλεξε το Ε/Μ έναντι του αιτητή καθότι αφενός υπερείχε του τελευταίου στην προφορική συνέντευξη και αφετέρου το Ε/Μ είχε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ, η οποία στηρίχθηκε και στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, πάσχει και συνακόλουθα, ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
Στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ορθό να αναφερθούμε στο σχέδιο υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο:
«Απαιτούμενα προσόντα:
(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-law) ή μέλος αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματικών Λογιστών.
(Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).
(2) Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.
(3) Πολύ καλή γνώση θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας.
(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
(6) Μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Ως έχει ήδη αναφερθεί, ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε/Μ, κατέχει και διδακτορικό τίτλο. Η κατοχή όμως διδακτορικού διπλώματος δεν θεωρείται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν.
Στην Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 επισημάνθηκε ότι: «… τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής (και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων» (Βλ., επίσης, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά., Α.Ε. 90/13, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490 και Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 169/14, 170/14 και 174/14, ημερ. 1.11.2021).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να προβεί σε σύσταση, είχε στη διάθεση του τις αιτήσεις όλων των υποψηφίων, τους προσωπικούς φακέλους καθώς και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων όσων από τους υποψήφιους ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Είχε δε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τα σχετικά στοιχεία. Πληροφορήθηκε επίσης και για την απόφαση της ΕΔΥ, ημερ. 14.4.2016, αναφορικά με την κατοχή από μέρους των υποψηφίων του πλεονεκτήματος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας. Έχοντας ενώπιον του όλα τα στοιχεία σύστησε για προαγωγή το Ε/Μ και αποχώρησε από τη συνεδρία. Στη συνέχεια η ΕΔΥ, προχωρώντας στην εξέταση, συνυπολόγισε, μεταξύ άλλων, και τον διδακτορικό τίτλο του αιτητή, ο οποίος αν και δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Έλαβε επίσης υπόψη ότι το Ε/Μ υπερείχε του αιτητή στην προφορική συνέντευξη, καθώς επίσης είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έτσι, η πλειοψηφία διόρισε το Ε/Μ.
Ως προκύπτει, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών είχε υπόψη του ότι ο αιτητής κατείχε διδακτορικό τίτλο. Η δε ΕΔΥ, κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης, ερεύνησε όλα τα σχετικά στοιχεία και απέδωσαν σ΄ αυτά τη δέουσα βαρύτητα και δη, μεταξύ άλλων, ότι ο διδακτορικός τίτλος του αιτητή, δεν αποτελεί πλεονέκτημα πλην όμως είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι αυτό που έδωσε υπερβολική βαρύτητα στο διδακτορικό τίτλο του αιτητή, ο οποίος δεν θεωρείται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ως πλεονέκτημα, ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής έναντι του Ε/Μ. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συλλογιστικής, λανθασμένα έκρινε ότι ο αιτητής ήταν σε θέση ισχύος έναντι του Ε/Μ που δεν κατείχε τέτοιο προσόν και εν τέλει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και όφειλε να είναι αιτιολογημένη. Ως αναφέρθηκε, ο Γενικός Διευθυντής είχε υπόψη του το διδακτορικό τίτλο και η ΕΔΥ απέδωσε σ΄ αυτό την δέουσα βαρύτητα και επέλεξε το Ε/Μ για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, στην υπό κρίση περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, ως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο και έτσι, δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη.
Και κάτι ακόμη σημαντικό. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα θέση, το αρμόδιο όργανο μπορεί να δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. (Βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Βασιλειάδη κ.ά. (Αρ.2) (2006)3 ΑΑΔ525, 529 και Χατζηκωστή v Δημοκρατία Ε.Δ.Δ 72/2017 ημερ. 14.11.2023).. Στην υπό κρίση περίπτωση, το Ε/Μ υπερτερούσε του αιτητή στην προφορική συνέντευξη και είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Το αρμόδιο όργανο είχε διακριτική ευχέρεια να δώσει μεγάλη βαρύτητα στη προφορική εξέταση. Όπως δε έχει υποδειχθεί στη Γιωργούδη ν. Δημοκρατίας (2009)3 Α.Α.Δ. 116, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει ακριβώς να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε/Μ μα ούτε και βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι του τελευταίου, ως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Υπενθυμίζουμε αυτό που κατ’ επανάληψη έχει τεθεί από τη νομολογία. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του εντύπωση (Βλ. Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/17, ημερ. 14.11.2023 και στις εκεί αναφερόμενες αυθεντίες).
Όπως δε έχει υποδειχθεί στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ 639:
«Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο …»
Στην παρούσα περίπτωση δεν εμφιλοχώρησε πλάνη μα ούτε και η αρμόδια αρχή κινήθηκε εκτός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Συνακόλουθα οι σχετικοί λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.
Η έφεση Ε.Δ.Δ. 108/19.
Στη συνέχεια θα εξεταστούν οι λόγοι έφεσης της Ε.Δ.Δ. 108/19, που καταχωρίστηκε από μέρους του αιτητή.
Ο αιτητής, επιτυχών μεν διάδικος, πλην όμως όχι στην ολότητα των θέσεων του, με την Ε.Δ.Δ. 108/19 αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και δη: (i) ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η ΕΔΥ ενήργησε καθόλα νόμιμα και σε πλήρη συμμόρφωση με σχετικές αποφάσεις επί του θέματος και ότι δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε πλημμέλεια αναφορικά με την διαδικασία που ακολουθήθηκε (λόγος έφεσης αρ. 1), (ii) ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι στο πλαίσιο της Προσφυγής 819/12 ή και μετέπειτα δεν εγέρθηκε το θέμα ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι αρχικές συστάσεις και η αρχική διαδικασία των συνεντεύξεων καθώς και η ερμηνεία που δόθηκε στο πλαίσιο της πιο πάνω απόφασης (λόγος έφεσης αρ. 2) (iii) ενόψει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ουσιώδης χρόνος για σκοπούς επανεξέτασης είναι αυτός του έτους 2005, και έτσι απέκλεισε την εξέταση του πορίσματος Καλλή το οποίο εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2011, τότε θα έπρεπε ακολουθώντας την αρχή της ισότητας και τις αρχές του διοικητικού δικαίου να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υπό τις περιστάσεις η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κατά το 2005 καθώς και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο στάδιο της επανεξέτασης και λήψης της επίδικης απόφασης (λόγος έφεσης αρ.3) και τέλος (iv) ότι λανθασμένα αγνοήθηκε το πόρισμα Καλλή το οποίο απέδιδε ευθύνες στο Ε/Μ (λόγος έφεσης αρ. 4).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, για να καταδείξει το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι προφορικές συνεντεύξεις και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κατά το στάδιο πλήρωσης της θέσης, το έτος 2005, παρέμειναν αλώβητες και καμία από τις μεταγενέστερες αποφάσεις δεν τις ακύρωσε. Έτσι, ως εισηγήθηκε, με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, ήταν αχρείαστη η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων και η λήψη νέας σύστασης από τον Γενικό Διευθυντή. Η δε απόφαση που εκδόθηκε στην Α.Ε. 68/19 και η μεταγενέστερη απόφαση στην Προσφυγή 819/12, ουδόλως επηρέαζε τις προαναφερθείσες διαδικασίες που προηγήθηκαν. Με την τελευταία προσφυγή, ως αναφέρθηκε από μέρους του, λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο αιτητής δεν προέβαλε ισχυρισμούς ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι αρχικές συστάσεις και η αρχική διαδικασία των συνεντεύξεων. Έτσι, εισηγήθηκε ότι η περί αντιθέτου θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη.
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι εισηγήσεις των συνηγόρων τόσο της καθ΄ ης η αίτηση όσο και του Ε/Μ, οι οποίοι υπεραμύνθηκαν των επί του προκειμένου πρωτόδικων συμπερασμάτων.
Ενόψει της σχετικότητας τους οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 θα συνεξεταστούν.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ήδη εκτεθεί με λεπτομέρεια πιο πάνω. Υπενθυμίζεται ότι η αρχική διαδικασία διορισμού του 2005, στην οποία διορίστηκε ο αιτητής, ανακλήθηκε από την ΕΔΥ, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ενόψει της προφορικής εξέτασης που διεξήχθηκε για τη διαπίστωση της κατοχής από ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου, από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντος της πολύ καλής γνώσης θεμάτων πολιτικής αεροπορίας. Η ανάκληση αναγόταν σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας και ειδικότερα σε προγενέστερο στάδιο της σύστασης και των προφορικών συνεντεύξεων. Συνεπώς η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, όφειλε να εξετάσει εξ υπαρχής τα απαιτούμενα προσόντα.
Ακολούθως, μετά από επανεξέταση, διορίστηκε ο αιτητής. Καταχωρήθηκε προσφυγή. Η προσβαλλόμενη απόφαση και κατ΄ επέκταση ο διορισμός ακυρώθηκε με την Α.Ε. 68/2009 για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω και δη ο λόγος ακυρότητας ανέτρεχε στη ρίζα της διαδικασίας. Ως επισημάνθηκε στην Α.Ε 68/2009, εν όψει του λόγου ανάκλησης προέκυπτε η ανάγκη έρευνας και απόφανσης ως προς την κατοχή απαιτούμενου προσόντος εξ αρχής και είναι με αυτό τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα η ΕΔΥ. Αυτή την κρίση και την κατοχή του προσόντος, ως προϋπόθεση για την οποιαδήποτε περαιτέρω κρίση ως προς την καταλληλόλητα, που μπορεί να αφορά μόνο σε προσοντούχους υποψηφίους, την όφειλε η ΕΔΥ υπό πλήρη σύνθεση. Η απουσία του Προέδρου, σκόπιμη όπως ήταν, οφειλόταν στην λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του. Επομένως, ως κρίθηκε στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας.
Μετά από νέα επανεξέταση προήχθη στην επίδικη θέση το Ε/Μ. Καταχωρήθηκε η Προσφυγή 819/12 και το Δικαστήριο με απόφαση του ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ενόψει της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών στην επίδικη συνεδρία, ο οποίος θεωρήθηκε ότι είχε «ιδιάζουσα σχέση» και κατ’ επέκταση δεν υφίσταντο τα απαιτούμενα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
Η ΕΔΥ επανεξέτασε για τρίτη φορά την πλήρωση της θέσης υπό το φως της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης και διόρισε το Ε/Μ στην επίδικη θέση. Με την Προσφυγή 258/14 ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης καθότι κρίθηκε ότι δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή να μην πιστώσει η ΕΔΥ στον αιτητή το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της μακράς και ευδόκιμης πείρας. Με την Α.Ε. 2/15 απορρίφθηκε η έφεση και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Μετά από τέταρτη επανεξέταση, η ΕΔΥ διόρισε, κατά πλειοψηφία, το Ε/Μ αφού έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, την νέα προφορική συνέντευξη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Επισημαίνεται ότι η αρχική διαδικασία των συνεντεύξεων δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη συνεπεία της ανάκλησης της διοικητικής πράξης. Πρόσθετα δε, το Δικαστήριο, με την Προσφυγή 819/12, έκρινε ότι η σύνθεση της ΕΔΥ έπασχε εφόσον δεν παρέχονταν τα απαιτούμενα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης λόγω της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών. Συναφώς, η ΕΔΥ όφειλε να επανεξετάσει από το στάδιο που μολύνθηκε η διαδικασία με την παρουσία του πιο πάνω Γενικού Διευθυντή, η οποία περιείχε τόσο την διαδικασία των συστάσεων όσο και των προφορικών συνεντεύξεων. Έτσι, όφειλε να προβεί σε νέα διαδικασία προφορικών συνεντεύξεων αλλά και να κληθεί ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος ως αναφέρθηκε αντικαθιστούσε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, για να δώσει σύσταση.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η ΕΔΥ επανεξέτασε στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η πρώτη πράξη, συμμορφούμενη πλήρως με το δεδικασμένο των αποφάσεων που γίνεται αναφορά πιο πάνω.
Συνακόλουθα, οι σχετικές κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια, αναφορικά με την ακολουθητέα διαδικασία από μέρους της ΕΔΥ και ότι ο επίδικος χρόνος ήταν αυτός του 2005, ήταν ορθές. Έτσι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.
Αναφορικά δε με τον έτερο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι στο βαθμό που το νομικό και πραγματικό καθεστώς ήταν αυτό της λήψης της επίδικης απόφασης και όχι προγενέστερο, τότε θα μπορούσε και έπρεπε να ληφθεί υπόψη το Πόρισμα Καλλή με το οποίο, αποδίδονταν ευθύνες ή παραλείψεις του Ε/Μ που εκτελούσε χρέη Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2005 – Αυγούστου 2005.
Επισημαίνεται ότι τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης του αλλά τέθηκαν προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του.
Ως αναφέρθηκε, ουσιώδης χρόνος ήταν το έτος 2005 για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω. Συνεπώς, ορθή είναι η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο του πιο πάνω πορίσματος δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης κατά την διενεργηθείσα επανεξέταση εφόσον εκφεύγει του ουσιώδους χρόνου και έτσι, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ. Και κάτι ακόμη σημαντικό. Το πιο πάνω πόρισμα δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη (Βλ. Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635), καθότι, μόνο αρμόδιο για να διαπιστώσει αστική ή ποινική ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου είναι το Δικαστήριο και σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης το αρμόδιο όργανο και ουδείς άλλος. Στην περίπτωση δε που λαμβανόταν υπόψη από την αρμόδια αρχή θα παραβιαζόταν το τεκμήριο της αθωότητας, ως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Έτσι, ο συγκεκριμένος λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη.
Συνακόλουθα, για τους πιο πάνω λόγους, η Ε.Δ.Δ. 108/19 είναι έκθετη σε απόρριψη.
Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, οι Ε.Δ.Δ. 107/19 και 112/19 επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση, ομού με τη διαταγή για έξοδα, παραμερίζεται. Η απόφαση της αρμόδιας αρχής επικυρώνεται. Η δε Ε.Δ.Δ. 108/19 απορρίπτεται.
Τα έξοδα της Ε.Δ.Δ. 107/19, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου/αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της Ε.Δ.Δ. 112/19 καθώς και τα πρωτόδικα έξοδα, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, ως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα δε έξοδα της Ε.Δ.Δ. 108/19, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, ως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ουδεμία διαταγή για έξοδα αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις πιο πάνω εφέσεις.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Εφεσείοντας στην Ε.Δ.Δ. 108/19
[2] Εφεσείουσα στην Ε.Δ.Δ. 112/19
[3] Εφεσείουσες, Διαχειρίστριες της περιουσίας του Ι. Δημητρίου στην Ε.Δ.Δ. 107/19
[4] Πρόκειται για τις Προσφυγές 555/2007, η οποία καταχωρίστηκε από το Ε/Μ και την 556/2007.
[5] Δημητρίου κ.α v Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ 74
[6] Α.Ε. 14/15
[7] Α.Ε. 13/15
[8] Εφεσείουσα στην Ε.Δ.Δ. 112/19.
[9] Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 171/10, ημερ. 28.7.2015.
[10] Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο