ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 137/2019)
24 Οκτωβρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΖΑΣ
2. ΜΙΧΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Εφεσείοντες /Αιτητές
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ
ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Εφεσίβλητοι / Καθ’ων η Αίτηση
………………………
Α. Κλαϊδη (κα), για τους Eφεσείοντες / Αιτητές
Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους / Καθ’ ων η Αίτηση
……………….
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Στο επίκεντρο της εξέτασης της κρινόμενης Έφεσης βρίσκεται ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος του 1991, Ν. 139/91 (στο εξής ο Νόμος 139/1991) και ειδικότερα το Άρθρο 3 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 39(1)/2010, καθώς και η εμβέλεια των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα και η επέκταση της δυνατότητας άρσης της διαχείρισης των εν λόγω περιουσιών σε περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος πώλησης τους.
Οι πρόνοιες του ανωτέρω άρθρου προσδίδουν στον Κηδεμόνα «… εξουσία ως διαχειριστής, να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη σε σχέση με τη διαχείριση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα αυτό παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.»
Τα σημαντικά, για τις δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές, γεγονότα είναι κοινά και καταγράφονται κατωτέρω. Παραλείφθηκαν κάποια, τα οποία δεν αποτελούν σημεία συζήτησης, όπως οι καταχωρηθείσες, εκ μέρους των Εφεσειόντων, αγωγές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για αποζημιώσεις ως και αιτήσεις για εξαναγκασμό σε συμμόρφωση προς διατάγματα αναγκαστικής πώλησης.
Αμφότεροι, οι Εφεσείοντες, συνήψαν σχετικές συμβάσεις με τον Τουρκοκύπριο Suat ή Souvat Djemal Fehmi για αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας του, η οποία βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων 2, με σύμβαση, ημερομηνίας 23.9.2008, συνήψε αγοραπωλητήριο για αγορά τουρκοκυπριακής περιουσίας στο Ζύγι, ενώ ο Εφεσείων 1 συνήψε σύμβαση, ημερομηνίας 20.1.2010, για αγορά τουρκοκυπριακής περιουσίας, στην Τόχνη.
Προσπάθειες των Εφεσειόντων για κατάθεση των σχετικών συμβάσεων στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας απέτυχαν, αφού ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του προς τούτο. Συγκεκριμένα:
Μετά από εξετάσεις, στις οποίες προέβη η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), ανταποκρινόμενη σε αίτημα των Εφεσιβλήτων για διερεύνηση της μόνιμης διαμονής του Τουρκοκύπριου και για την κατοχή ή όχι εκ μέρους του Ελληνοκυπριακής περιουσίας στα κατεχόμενα, ο Διοικητής της ΚΥΠ πληροφόρησε τους Εφεσίβλητους ότι ο Fehmi διαμένει μόνιμα στο Λευκόνοικο, σε σπίτι που ανήκει σε Ελληνοκύπριο πρόσφυγα, και όχι στη Λάρνακα, στην οποία παρουσιάζεται να έχει ενοικιάσει διαμέρισμα, στο οποίο, όπως διαπιστώθηκε από τις έρευνες, διαμένει κατά πολύ αραιά διαστήματα, ενώ το ενοίκιο, ενίοτε, καταβάλλεται από τον Εφεσείοντα 1. Πρόσθετα, είχε επισημανθεί ότι ο ίδιος ο Εφεσείων 2 παραδέχθηκε προφορικά, ενώπιον Κτηματολογικού Λειτουργού, ότι έφερε τον Τουρκοκύπριο πωλητή στις ελεύθερες περιοχές για ορισμένο χρονικό διάστημα και επωμιζόταν τα έξοδα του για να μπορέσει να αγοράσει την περιουσία του. Ελληνοκυπριακή περιουσία κατέχουν και τα παιδιά του Τουρκοκύπριου Fehmi, στην οποία και διαμένουν.
Εν συνεχεία, οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν αγωγές εναντίον του Τουρκοκύπριου Fehmi και εξασφάλισαν, λόγω μη εμφάνισης του στο Δικαστήριο, αποφάσεις, τις οποίες ενέγραψαν ως επιβάρυνση (ΜΕΜΟ) στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, επί των ακινήτων ιδιοκτησίας του Fehmi, στην Τόχνη και το Ζύγι, εκείνων, δηλαδή, τα οποία ήταν το αντικείμενο των συμβάσεων πωλήσεως.
Ο Εφεσείων 1 Αζάς, στα πλαίσια της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και της αίτησης που κατέθεσε επί της περιουσίας του Fehmi, αποτάθηκε, με μονομερή αίτηση, την οποία γνωστοποίησε στο Κτηματολόγιο, και εξασφάλισε, από το Δικαστήριο, διάταγμα πώλησης των ακινήτων, προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.
Ακολούθησε η, εκ μέρους των Εφεσειόντων, καταχώρηση αιτήσεων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακος για αναγκαστική πώληση των βαρυνόμενων, με το MEMO, ακινήτων.
Ήταν η θέση του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακος και, εν συνεχεία, του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, προς τον δικηγόρο του Εφεσείοντα 2 Ιωαννίδη, ημερομηνίας 20.1.2015, ότι η αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι ο σχετικός Νόμος, ως Ειδική Νομοθεσία, υπερισχύει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ότι επανεξέτασε το όλο θέμα, βάσει του άρθρου 3 του τροποποιητικού Νόμου 39(1)/2010, πλην όμως απέρριψε το αίτημα για άρση της κηδεμονίας επί των επίδικων ακινήτων, καθότι ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης Fehmi διαμένει στα κατεχόμενα, όπου κατέχει Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας περιουσία.
Στην αίτηση του Αζά για αναγκαστική πώληση, δόθηκε η απάντηση, δια επιστολής του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακος, ημερομηνίας 20.1.2015, ότι η εκποίηση των υπό αναφορά ακινήτων δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι ο Κηδεμόνας δεν συναινεί στην εκποίηση αυτών, εφόσον τυχόν συναίνεση του θα αντιστοιχούσε με άρση της κηδεμονίας επί αυτών, τη στιγμή που ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης διαμένει μόνιμα στα κατεχόμενα, όπου κατέχει, τόσο ο ίδιος, όσο και τα παιδιά του, ιδιοκτησία που ανήκει σε Ελληνοκύπριους.
Με τις καταχωρηθείσες αιτήσεις ακυρώσεως των ανωτέρω πράξεων, κύριο παράπονο των Εφεσειόντων ήταν η στέρηση του δικαιώματος της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων για ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους. Ισχυρίζοντο ότι η άρνηση του Κηδεμόνα να παραχωρήσει τη συναίνεση του, παραβίαζε τα συνταγματικά και ευρωπαϊκά τους δικαιώματα, και αυτά τα οποία προστατεύονται από το Ευρωπαϊκό καθώς και το εσωτερικό δίκαιο, ήτοι τις πρόνοιες του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων, επισημαίνοντας ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα δεν παραβιάζει τις πρόνοιες του Κεφ. 6, ούτε αποστερεί από τους Εφεσείοντες το δικαίωμα εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. Σημείωσε, δε, πως αποδοχή της θέσης ότι οι πρόνοιες του Κεφ. 6 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις Ειδικότερες Πρόνοιες του Νόμου 139/1991 και, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του Κηδεμόνα, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του Νόμου 139/1991, με την παράκαμψη της εκεί προβλεπόμενης διαδικασίας.
Με τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης (τέσσερις), προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η ανωτέρω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Προβάλλεται ειδικότερα με την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία, ως αναπτύχθηκε από τη συνήγορο των Εφεσειόντων, πως η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα δεν μπορεί να εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων του Δικαστηρίου και με αυτό τον τρόπο να παραβιάζει τα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Αντιθέτως, η συνήγορος των Εφεσιβλήτων εισηγείται πως η απόφαση του Κηδεμόνα να μην παραχωρήσει τη συγκατάθεση του για την αναγκαστική πώληση των ακινήτων Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη Νομολογία και το πνεύμα της κείμενης Νομοθεσίας.
Όπως σαφώς προκύπτει από την αγόρευση της συνηγόρου των Εφεσειόντων, δεν υπάρχει αμφισβήτηση του γεγονότος ότι η επίδικη περιουσία είναι «Τουρκοκυπριακή», της οποίας ο Κηδεμόνας έχει την διαχείριση, όπως προνοείται από τον Ν. 139/1991, ούτε ότι ο πωλητής είναι «Τουρκοκύπριος». Η αμφισβήτηση εστιάζεται στην, κατ’ ισχυρισμό, λανθασμένη άσκηση της εξουσίας του Κηδεμόνα, την οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικύρωσε ως ορθή, η οποία δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο ο οποίος να εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων. Υπέδειξε, δε, πως η εγγραφή δικαστικής απόφασης επί ακινήτων, ως η περίπτωση, αποτελεί περιουσιακό στοιχείο, ήτοι ιδιοκτησία, της οποίας την απόλαυση, οι Εφεσείοντες, στερούνται, κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
Έχουμε με προσοχή εξετάσει την εκατέρωθεν αναπτυχθείσα επιχειρηματολογία και θέσεις. Στην Ιωαννίδης v. Υπουργού Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Α.Ε. 49/2015, ημερ. 9.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:C102, Έφεση την οποία ο Εφεσείων 2 καταχώρησε επιδιώκοντας την ακύρωση της άρνησης του Κηδεμόνα να αποδεχτεί κατάθεση του συμβολαίου αγοράς που συνήψε με τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη, αναφέρθηκε:
«Ο Νόμος 139/1991 ρυθμίζει ζητήματα περιουσιών οι οποίες βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ιδιοκτήτες αυτών είναι Τουρκοκύπριοι με διαμονή στα Κατεχόμενα εδάφη. Σημαντικός σκοπός του Νόμου (άρθρο 7) είναι όπως κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του Κηδεμόνα, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων Ιδιοκτητών, να μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων.
Σύμφωνα με το νόμο «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την εκ της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει την ημερομηνία λήξης της.
Για τούτο για την αλλαγή ιδιοκτησίας των περιουσιών που ανήκουν σε Τουρκοκύπριο απαιτείται η συγκατάθεση του Κηδεμόνα.
Στα πλαίσια των εξουσιών του Κηδεμόνα για διασφάλιση των συμφερόντων Τουρκοκυπρίων και εκτοπισμένων, παρέχεται διά του άρθρου 3 του Ν. 39(Ι)/2010, δυνατότητα άρσης της διαχείρισης της Τουρκοκυπριακής περιουσίας υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις.»
Σχετική η απόφαση της Ολομέλειας Zehra Kemal Ahmet a.o. v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 135, όπου υποδείχθηκε ότι το προοίμιο του Νόμου κατέγραψε επεξηγηματικά ότι η ψήφιση αυτού κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, σε περιοχές που εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχο των δυνάμεων εισβολής, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν οι αντίστοιχες περιουσίες των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Τα εγερθέντα συνταγματικά ζητήματα, όπως παραβίαση του Άρθρου 23 και 28 του Συντάγματος, έχουν επανειλημμένα απαντηθεί από τη Νομολογία. Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε στην ΧΧΧ Mushawar κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Α.Ε. 111/2013, ημερ. 27.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C498 «…. η συνταγματικότητα του Νόμου είναι δεδομένη δυνάμει των αποφάσεων Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077, A. Chr. Solomonides Ltd a.o. v. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Balce (2010) 1 A.Α.Δ. 680. Δεν τίθεται θέμα συνεπώς καταστρατήγησης οποιωνδήποτε συνταγματικών διατάξεων, ούτε υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ή του Πρωτοκόλλου 4 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σχετικές προς τούτο είναι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις Mehmet Yilmaz v. Δημοκρατίας και τριών άλλων αιτήσεων, Αίτηση αρ. 4722/05, ημερ. 28.8.2012, Niazi Kazali and Hakan Kazali v. Cyprus και οκτώ άλλων αιτήσεων, ημερ. 6.3.2012. Ούτε και τίθεται θέμα φυλετικής διάκρισης ή ανισότητας δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης δυνάμει του Νόμου, ο οποίος θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μια έκτακτη πολιτειακή ανάγκη.»
Ανάγκη, σημειώνουμε, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα.
Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κρινόμενης περίπτωσης δεν διαφοροποιούν τη νομική κατάσταση. Ο Κηδεμόνας έχει εξουσία και καθήκον να διαφυλάττει την τουρκοκυπριακή περιουσία, τόσο για προστασία αυτής, όσο και για τα συμφέροντα των εκτοπισμένων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα και τις κατέχουν και νέμονται Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι έποικοι.
Δεν μπορεί να αμβλυνθεί η εξουσία του για μη άρση της κηδεμονίας όταν, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενέργειες και μεθοδεύσεις ορισμένων προσώπων οδηγούν σε έκδοση απόφασης εναντίον «Τουρκοκυπρίων», οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες «τουρκοκυπριακής περιουσίας» εν τη εννοία του Νόμου 139/1991. Οι, εκ του άρθρου 3 του Νόμου, προβλεπόμενες προϋποθέσεις πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να τηρούνται. Τυχόν αποδοχή της θέσης των Εφεσειόντων θα οδηγούσε, εντέχνως και εμμέσως, σε παράκαμψη των προϋποθέσεων του ανωτέρω άρθρου.
Το δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης των Εφεσειόντων δεν διαγράφηκε ούτε και ακυρώθηκε. Με την εγγραφή των ΜΕΜΟ έχουν εξασφαλίσει πως η εν λόγω περιουσία θα παραμείνει δεσμευμένη, χωρίς δυνατότητα αποξένωσης, μέχρι την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους.
Παρεμβάλλεται ότι προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως οι εκδοθείσες αποφάσεις εναντίον του Τουρκοκύπριου Fehmi αφορούν χρέος δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου ή δάνειο, όπως μας αναφέρθηκε, όμως δεν είναι άσχετες με τις συμβάσεις πώλησης των περιουσιών, αντικειμένων των ΜΕΜΟ, γι’ αυτό και τα ποσά των αποφάσεων αντιστοιχούν στο, αναφερόμενο στις συμβάσεις, τίμημα αγοράς των τουρκοκυπριακών περιουσιών.
Ούτε είναι τυχαίο, αλλά, αντιθέτως, ενδεικτικό των μεθοδευμένων ενεργειών των Εφεσειόντων, πως σε επιστολή τους, ημερομηνίας 4.12.2018, την οποία απέστειλαν προς τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, καταγράφουν ως διεύθυνση τους την Αποστόλου Βαρνάβα αρ. 6, στη Λάρνακα, την ίδια, δηλαδή, με εκείνη την οποία ο Τουρκοκύπριος Fehmi είχε δηλώσει ως δική του και η οποία, για τον τελευταίο διαπιστώθηκε, από την ΚΥΠ, πως δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική διαμονή του, η οποία βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές.
Κρίνουμε πως ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Κηδεμόνα να αρνηθεί την άρση της διαχείρισης των επίδικων ακινήτων, με βάση τις πρόνοιες του Ν. 139/1991 ήταν δεόντως αιτιολογημένη και δεν παραβιάζει τις πρόνοιες του Κεφ. 6.
Η συνήγορος των Εφεσειόντων είχε διατυπώσει τη θέση, ως και πρωτοδίκως, ότι ο Κηδεμόνας, δυνάμει του άρθρου 5 του Ν.139/1991, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, έχει όχι μόνο όλα τα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις του κάθε Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη. Συνεπώς, και την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.
Η θέση αυτή στερείται ερείσματος. Οι πρόνοιες του άρθρου 5 εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, το άρθρο 3 του οποίου, όπως ανωτέρω καταγράφηκε, προβλέπει υπό ποιες προϋποθέσεις αίρεται η κηδεμονία των περιουσιών. Σημειώνουμε, δε, πως οι υποχρεώσεις, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 5, δεν μπορεί να ερμηνεύονται ότι περιλαμβάνουν οτιδήποτε πέραν των υποχρεώσεων που η κατοχή μιας περιουσίας συνεπάγεται, όπως καταβολή τελών ακίνητης ιδιοκτησίας, επιδιόρθωση αυτής, όπου απαιτείται, είσπραξη, προς όφελος του ιδιοκτήτη, μισθωμάτων ή άλλων οφειλόμενων ποσών και, γενικά, διενέργεια πράξεων προς διασφάλιση των συμφερόντων του ιδιοκτήτη και εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, όπως τέτοιες αρμοδιότητες εξειδικεύονται στο άρθρο 6 του Ν. 139/1991. Σχετικό το απόσπασμα από την Korkut v. Γεωργίου (2008) 1(Β) ΑΑΔ 205:
«Τονίζεται ότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 6 ο Κηδεμόνας δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, ενέργειες του Κηδεμόνα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιονδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.»
Οι επικληθείσες, από τη συνήγορο των Εφεσειόντων, αποφάσεις του ΕΔΑΔ, Stran Greek Refineries and Stratis Andreadis v. Greece, Application No. 13427/87, ημερ. 9.12.1994 και Papamichalopoulos and Others v. Greece, Application No. 14556/89, ημερ. 24.6.1993, στις οποίες δεν είχε επιτραπεί εκτέλεση δικαστικής απόφασης, δεν καλύπτουν και δεν εφαρμόζονται στην κρινόμενη περίπτωση. Υπάρχει θεσπισμένη Ειδικότερη Νομοθεσία, ήτοι αυτή του του Ν.139/1991, η οποία υπερισχύει της γενικότερης, αυτής του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Η ειδικότερη, όπως έχει λεχθεί ανωτέρω, ρυθμίζει το ζήτημα της δυνατότητας άρσης της κηδεμονίας ακίνητης τουρκοκυπριακής περιουσίας, υπό την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 του Νόμου.
Συμφωνούμε με όσα λέχθηκαν στην G.A. Real Land Estates Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ΕΔΔ 160/18, ημερ. 22.4.2024, στην οποία επίσης είχε εκδοθεί, από το Δικαστήριο, διάταγμα πώλησης τουρκοκυπριακής περιουσίας και ο Κηδεμόνας δεν συναίνεσε στην πώλησή του, αφού κρίνουμε ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην εξεταζόμενη υπόθεση.
«Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση για την εφεσείουσα ότι εκ του διατάγματος προκύπτει άνευ ετέρου δικαίωμα για πώληση του κτήματος. Το διάταγμα δεν θα μπορούσε να υπερβεί τον Νόμο. Θεωρούμενο υπό το πρίσμα της κυρίαρχης αρχής της νομιμότητας δεν μπορεί παρά να τελεί υπό την σιωπηρά αίρεση της τήρησης των προϋποθέσεων του Νόμου.»
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €4.000 υπέρ του Εφεσιβλήτου και εναντίον των Εφεσειόντων.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο