ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 202/19, 23/10/2024

AANΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 202/19)

(Υποθ. Αρ. 688/15)

 

23 Οκτωβρίου, 2024

 

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ,

Εφεσείοντες,

 

v.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

---------------

 

Ρ. Πασιουρτίδη (κα) και Κ. Αμβροσίου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

 

---------

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Σ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Οι εφεσείοντες αποτελούν νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, Ν. 58/61 όπως τροποποιήθηκε.

 

          Στις 7.8.2006 οι εφεσείοντες καταχώρισαν ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου την Ιεραρχική Προσφυγή με αρ. 16/2006, με την οποία προσέβαλαν την απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (στο εξής ο Διευθυντής) ημερ. 28.6.2006 να απορρίψει το αίτημα των εφεσειόντων για επιστροφή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ύψους £526.921,94 πλέον τόκους.

 

          Το Εφοριακό Συμβούλιο στις 14.4.2011 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να επικυρώσει την ως άνω απόφαση του Διευθυντή και ως εκ τούτου απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή.

 

          Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης ημερ. 14.4.2011, αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής αρ. 860/11, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε στις 28.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D229, από το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρωτική απόφαση, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του Εφοριακού Συμβουλίου.

 

          Ακολούθησε επανεξέταση της πιο πάνω εκκρεμούσας Ιεραρχικής Προσφυγής από νέο συγκροτημένο Εφοριακό Συμβούλιο, το οποίο, με απόφαση του ημερ. 27.3.2015 την απέρριψε ως αβάσιμη.  Η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου προσβλήθηκε από τους εφεσείοντες με την Προσφυγή αρ. 688/15.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθή την ως άνω απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ. 27.3.2015, σύμφωνα με την οποία, η επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 22.5.1991 δεν συνιστούσε ένσταση εντός της έννοιας του Άρθρου 20(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/78, και συνεπώς, ούτε και η προσβαλλόμενη με την ενώπιον του Ιεραρχική Προσφυγή, επιστολή του Διευθυντή  ημερ. 28.6.2006, συνιστούσε απόφαση επί της ενστάσεως των εφεσειόντων, ως η μόνη απόφαση που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο Ιεραρχικής Προσφυγής βάσει του Άρθρου 20Α του Ν. 4/78.  Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της προσφυγής και επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

          Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της στη βάση έντεκα (11) λόγων έφεσης.

 

          Με τους 1ο -  6ο λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη του.  Με τους 7ο και 8ο λόγους έφεσης αντίστοιχα, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόρριψη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου των προβληθέντων λόγων ακύρωσης (α) περί εκπρόθεσμης απόφασης του Διευθυντή ημερ. 28.6.2006 και (β) περί αναρμοδιότητας του Εφοριακού Συμβουλίου να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

          Με τους 9ο και 10ο λόγους έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν είχε παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασης των εφεσειόντων, ως και ότι ορθά το Εφοριακό Συμβούλιο έκρινε πως η εκκρεμούσα ενώπιον του Ιεραρχική Προσφυγή, ήταν αβάσιμη και συνεπώς η εξέταση της θα μπορούσε να γίνει συνοπτικά. 

 

          Τέλος, με τον 11ο λόγο έφεσης προσβάλλουν την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης (vii) και (viii) που είχαν προβληθεί πρωτόδικα από τους εφεσείοντες.

 

          Προχωρούμε στην εξέταση από κοινού όλων των λόγων έφεσης,  οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι μεταξύ τους.  Περιστρέφονται γύρω από τις ακόλουθες εισηγήσεις των εφεσειόντων:

 

(α)     Ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 860/11, αφορούσε την κακή συγκρότηση του Εφοριακού Συμβουλίου.  Επομένως, αυτό που ακυρώθηκε λόγω κακής συγκρότησης ήταν η απόφαση για απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής των εφεσειόντων και όχι η ενδιάμεση απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ. 14.9.2006 – που λήφθηκε υπό διαφορετική συγκρότηση – και με την οποία είχε κριθεί ότι οι εφεσείοντες είχαν υποβάλει ενστάσεις εναντίον των βεβαιώσεων φορολογίας και ορθώς είχαν προσφύγει στο Εφοριακό Συμβούλιο κατά της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 28.6.2006.  Η νομιμότητα και το κύρος της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 14.9.2006 δεν είχε επηρεαστεί από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 860/11, αφού κανένα σφάλμα διαπιστώθηκε σε σχέση με αυτή και συνεπώς κατά την επανεξέταση επιβάλλετο να ληφθεί υπόψη.  Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως λόγω της πάσχουσας συγκρότησης είχαν καταστεί παράνομες όλες οι προηγηθείσες αποφάσεις του Εφοριακού Συμβουλίου και ότι η επανεξέταση θα έπρεπε να γίνει εξ υπαρχής.

 

(β)     Λόγω αυτού του σφάλματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το λόγο ακύρωσης περί παραβίασης του δικαιώματος των εφεσειόντων της προηγούμενης ακρόασης και κατ’  επέκταση λανθασμένα κατέληξε ότι ήταν επιτρεπτή η συνοπτική εκδίκαση της Ιεραρχικής Προσφυγής και η απόρριψη της ως αβάσιμη, χωρίς καν να ακουστούν οι εφεσείοντες επί της ουσίας της Ιεραρχικής τους Προσφυγής.  Η διαφοροποίηση εκ μέρους του Εφοριακού Συμβουλίου της ήδη ληφθείσας, νόμιμης απόφασης ημερ. 14.9.2006 επί της ίδιας Ιεραρχικής Προσφυγής, ήταν ανεπίτρεπτη και συνιστούσε πρόδηλη παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και αναλογικότητας, εφόσον δεν ήταν επιτρεπτή η επανεκτίμηση του ιδίου ζητήματος μετά παρέλευση 10 ετών.

 

(γ)     Από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, επιβεβαιώνεται ότι οι επίμαχες επιστολές που είχαν υποβληθεί από τους εφεσείοντες αναγνωρίζονταν ως ενστάσεις και ήταν κατανοητό ότι το υπό εξέταση ζήτημα στην ουσία ήταν η φορολογική μεταχείριση των εφεσειόντων και συγκεκριμένα αν θα φορολογούντο ή όχι με φόρο κεφαλαιουχικών κερδών.  Συνεπώς, εσφαλμένα επικυρώθηκε ως ορθή η κατάληξη του Εφοριακού Συμβουλίου ότι δεν είχε υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση από τους εφεσείοντες, εφόσον ο Διευθυντής είχε αναγνωρίσει τις επιστολές ως ενστάσεις και τις μελετούσε.  Μάλιστα, στις 10.7.2003 είχε καταλήξει πως οι εφεσείοντες, λόγω της φύσης τους, δεν μπορούν να ασκούν εμπορική δραστηριότητα.  Ωστόσο, μετά παρέλευση 15 ετών και για πρώτη φορά, οι εφεσείοντες αποφάσισαν ότι οι επίμαχες επιστολές δεν αποτελούσαν ενστάσεις, ως και ότι οι φορολογίες καταβλήθηκαν με αυτοφορολογία και οικειοθελώς.

 

(δ)     Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν ήταν φορολογηθέν πρόσωπο για σκοπούς του Ν. 4/78 και ότι μόνο πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε φορολογία έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν ένσταση.  Τούτο γιατί η Ιεραρχική Προσφυγή των εφεσειόντων δεν απορρίφθηκε γι΄ αυτό το λόγο.  Αντίθετα, το Εφοριακό συμβούλιο αναγνώρισε ότι οι φορολογίες που επιβάλλονταν στους εφεσείοντες υπόκειντο σε ένσταση και εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτοί παρέλειψαν να υποβάλουν ενστάσεις σύμφωνα με το Άρθρο 20(1) του Ν. 4/78.  Οι εφεσείοντες αποτελούσαν φορολογηθέν πρόσωπο και η καταβολή της φορολογίας αποτελούσε προϋπόθεση ώστε να γίνει δυνατή η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του αγοραστή.

 

          Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις των εφεσειόντων.

 

          Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα όσα προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών.  Προέχει, εκ της φύσης της, η εξέταση της εισήγησης υπό παράγρ. (α) ανωτέρω.

          Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός – όπως προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν πρωτόδικα – ότι η απόφαση ημερ. 14.9.2006, λήφθηκε από το Εφοριακό Συμβούλιο, κατά την προκαταρκτική εξέταση της Ιεραρχικής Προσφυγής των εφεσειόντων, υπό την προεδρία του Άνθιμου Χριστοδουλίδη.  Σύμφωνα με αυτήν:

 

«(α)     Η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την επιστολή της 28/6/2006, αποτελεί Εκτελεστή Διοικητική Πράξη και Τελική Βεβαίωση επιβολής φορολογίας που λήφθηκε με βάση το άρθρο 20 εδάφιο (5) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου όπως τροποποιήθηκε και ότι

(β)       ο Αιτητής δεν έχει χάσει το έννομο συμφέρον του να προσβάλει την απόφαση αυτή, καθ΄ ότι θεωρήσαμεν ότι οι επιφυλάξεις που κατέθετε επανειλημμένα με την καταβολή του εκάστοτε αιτουμένου από το ΤΕΠ φόρου, αποτελούν ενστάσεις κατά των φορολογιών αυτών και επομένως ορθώς προσέφυγε στο Εφοριακό Συμβούλιο αφού το δικαίωμα αυτό του το παρέχει το άρθρο 20 Α(1) και (β) του ειρημένου Νόμου.

Ως εκ τούτου το Εφοριακό Συμβούλιο νομιμοποιείται να εξετάσει την Ιεραρχική Προσφυγή και αποφασίσθηκε όπως ο φάκελος της υπόθεσης αποσταλεί στο Διευθυντή Φόρου Εισοδήματος για τα περαιτέρω.»

 

          Η υπόθεση ορίστηκε στη συνέχεια για ακρόαση ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου, η συγκρότηση του οποίου όμως, στο μεταξύ, άλλαξε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.1.2009 και ορίστηκε νέος Πρόεδρος και Μέλη αυτού.  Το Εφοριακό Συμβούλιο, υπό τη νέα του συγκρότηση και υπό την προεδρία του Στέλιου Μαρκίδη, αφού προχώρησε σε ακρόαση της ουσίας της Ιεραρχικής Προσφυγής, δίδοντας στους εφεσείοντες το δικαίωμα να υποβάλουν τις απόψεις τους, απέρριψε κατά πλειοψηφία την Ιεραρχική Προσφυγή με απόφαση που τους κοινοποιήθηκε στις 21.4.2011. 

 

          Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ 28.3.2014, στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 860/11, κρίθηκε πως ο «ο διορισμός τόσο του Προέδρου, όσο και των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου στις 15/1/2009 δεν ήταν νόμιμος και συνεπακόλουθα, ούτε η συγκρότηση του Εφοριακού Συμβουλίου ήταν νόμιμη

 

          Με δεδομένο λοιπόν, ότι η εν λόγω ακυρωτική απόφαση αφορούσε μόνο το διορισμό του Προέδρου και Μελών του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ. 15.1.2009 και όχι την προγενέστερη συγκρότηση του (η οποία έλαβε την προηγούμενη απόφαση ημερ. 14.9.2006), το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, το Εφοριακό Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση όφειλε να εξετάσει εξ υπαρχής τα εγειρόμενα ζητήματα, ως είναι και το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

          Η απάντηση, κατά την άποψη μας, είναι αρνητική.  Σύμφωνα με το Άρθρο 57 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999):

 

«57. Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε

 

          Κατ’  εφαρμογή των προνοιών του εν λόγω Άρθρου, καταλήγουμε πως το Εφοριακό Συμβούλιο, μετά την ακυρωτική απόφαση και στα πλαίσια της επανεξέτασης, είχε την αρμοδιότητα να συνεχίσει τη διαδικασία της Ιεραρχικής Προσφυγής, από το στάδιο μετά την έκδοση της απόφασης ημερ. 14.9.2006, η οποία είχε ληφθεί υπό διαφορετική συγκρότηση – όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω – η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ούτε και ακυρώθηκε.  Ό,τι ακυρώθηκε, επαναλαμβάνουμε, είναι η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου επί της ουσίας της Ιεραρχικής Προσφυγής υπό άλλη συγκρότηση και είναι αυτή που κρίθηκε παράνομη.

 

          Ως εκ τούτου, το Εφοριακό Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, ήταν δεσμευμένο από την απόφαση ημερ. 14.9.2006, σύμφωνα με την οποία οι επιφυλάξεις των εφεσειόντων αποτελούν ενστάσεις κατά των φορολογιών που τους είχαν επιβληθεί.  Το Εφοριακό Συμβούλιο, συνεπώς, δεν νομιμοποιείτο να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα αυτό, ούτε και να αναθεωρήσει την ήδη ληφθείσα, μη προσβληθείσα και μη ακυρωθείσα προηγούμενη απόφαση του ημερ. 14.9.2006.  Η αντίθετη κατάληξη του, διαφοροποιώντας εκ διαμέτρου την προηγηθείσα νόμιμη απόφαση ημερ. 14.9.2006, επί της ίδιας Ιεραρχικής Προσφυγής, ήταν ανεπίτρεπτη και αντιφατική, αλλά, ταυτόχρονα, συνιστά πρόδηλη παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.  Όπως αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου, Α.Ε. Αρ. 164/2012, ημερ. 2.7.2018:

 

«…Εκείνο που απαιτείται από τη διοίκηση, ως ενιαίος φορέας άσκησης εξουσίας, είναι η συνέπεια, η συνέχεια και η ενιαία προσέγγιση. Θα ήταν οξύμωρο και θα λέγαμε αντιφατικό, μια υπηρεσία να αποδέχεται τη θέση ενός αιτητή και την επομένη, άλλη, να την απορρίπτει χωρίς εξήγηση. Δεν συνάδει με χρηστή διοίκηση η προσέγγιση αυτή. Το υποκείμενο δικαίου, που προσφεύγει στο κράτος, απαιτεί τη μέγιστη δυνατή και ενιαία ανταπόκριση.[…]

 

Στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη Έκδοση, σελ. 176, παρ. 389, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. …»

 

          Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ιερόπουλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3Ε ΑΑΔ 3913, είναι επίσης σχετικό:

«Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. …»

 

          Έχουμε υπόψη μας την αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι η παράνομη συγκρότηση του οργάνου συμπαρασύρει σε ακυρότητα όλες τις πράξεις του οργάνου αυτού, που εξαφανίζονται εξ υπαρχής, ως και την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σ. Ναύτη κ.α. ν. ΡΙΚ (1999) 3 ΑΑΔ 50 στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Ό,τι συνετελέσθη από το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ανύπαρκτο. Η ακυρωτική απόφαση, ως εκ του λόγου της, ανέτρεχε σε κάθε προπαρασκευαστική πράξη που εκπορεύθηκε από αυτό. (Βλ. Νίκος Δημητριάδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ανωτέρω), Άρτα Μεταξά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608Κώστας Κυπριανίδης κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486.

Δεν υπήρχε νόμιμη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θα αποτελούσε το υπόβαθρο για την πάρα πέρα διαδικασία και η τελική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της με ρητό μάλιστα συνυπολογισμό της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής που συστάθηκε ενόψει της παράνομης απόφασης που προηγήθηκε, είναι άκυρη.»

 

          Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι καθίσταται ανύπαρκτη, κάθε προπαρασκευαστική πράξη που εκπορεύθηκε από το ίδιο, παράνομα συγκροτημένο διοικητικό όργανο και όχι κάθε προηγούμενη απόφαση που λήφθηκε υπό διαφορετική συγκρότηση και η οποία ουδέποτε κηρύχθηκε παράνομη.

         

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως «τα όσα αποτέλεσαν αντικείμενο προηγούμενης απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου ακυρώθηκαν στα πλαίσια εκδίκασης της Προσφυγής με αρ. 860/2011, και ορθά το Εφοριακό Συμβούλιο, υπό νέα συγκρότηση, εξέτασε εξ υπαρχής τα εγειρόμενα ζητήματα

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης μας παρέπεμψε επίσης στην απόφαση του Εφετείου Δημοκρατία ν. Ταμείου Προνοίας Εργατοϋπαλλήλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και Άλλων Συναφών Κλάδων, ΕΔΔ Αρ. 39/2019, ημερ. 6.10.2023, με την οποία κρίθηκε πως οι έξι επίδικες επιστολές του Ταμείου δεν αποτελούν ενστάσεις εντός της έννοιας των Άρθρων 20 και 20Α του Ν. 4/78.  Ωστόσο, διευκρινίζουμε πως ουδόλως απασχόλησε το Εφετείο, ούτε και αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης του η προαναφερθείσα εισήγηση των εφεσειόντων στην παρούσα υπόθεση, στη βάση της οποίας καταλήξαμε ως ανωτέρω.

 

          Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης, στο βαθμό που αφορούν την πιο πάνω εισήγηση, επιτυγχάνουν.  Καθίσταται δε αχρείαστο να ασχοληθούμε με τις υπόλοιπες εισηγήσεις των εφεσειόντων, ως ανωτέρω.

 

          Για όλα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.

 

          Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων, παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

          Τόσο τα πρωτόδικα, όσο και τα κατ’  έφεση έξοδα, επιδικάζονται προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης, εκ συνολικού ποσού ύψους €4.500 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).

                                                                  

T. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                                  

Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                                                  

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο