ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.203/19)
23 Οκτωβρίου, 2024.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσειόντων/Καθ’ ων η Αίτηση,
και
ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΟΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ,
Εφεσίβλητων/Αιτητών.
-------------------------
Σ. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση
Ρ. Πασιουρτίδη (κα) και Κ. Αμβροσίου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί Λτδ, για Εφεσίβλητους/Αιτητές
------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή των Εφεσίβλητων/Αιτητών με συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης των Εφεσειόντων/Καθ’ ων η Αίτηση η οποία εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης.
Επιβάλλεται μια αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης.
Οι Εφεσίβλητοι είναι νομικό πρόσωπο, συσταθέν με βάση τις πρόνοιες του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου, Ν.44/81.
Είναι κοινό έδαφος και γίνεται σχετική αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πως οι Εφεσίβλητοι από την έναρξη των εργασιών τους, και δη από 1971 μέχρι και την ημερομηνία διάθεσης του επίδικου ακινήτου το 2008 – προέβαιναν με βάση το καταστατικό τους – σε τμηματικές πωλήσεις ακίνητης ιδιοκτησίας.
Επίδικη διάθεση αποτέλεσε το ακίνητο με αρ. εγγραφής 4/[.], Φ.Σχ.30/[.], αριθμός τεμαχίου 471 το οποίο οι Εφεσίβλητοι πώλησαν στις 25.7.08 στην εταιρεία C. G. Djapouras Investments Ltd για το ποσό των €340.000-. Καθώς προκύπτει από τα συνημμένα στην Ένσταση έγγραφα, το ακίνητο αγοράστηκε από τους Εφεσίβλητους κατόπιν πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 8.9.83 έναντι του ποσού των £4.000- (€6.834,41).
Με βάση τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, Ν.52/80 το Ταμείο, ως διαθέτης ακίνητης ιδιοκτησίας, όφειλε να καταβάλει πρώτα τον οφειλόμενο φόρο επί του κέρδους που προέκυπτε λόγω της πώλησης. Το κατέβαλε, όμως, η θέση των Εφεσίβλητων προς το αρμόδιο τμήμα ήταν ευθύς εξ αρχής ότι η συγκεκριμένη πώληση του ακινήτου στη Νήσου (αλλά και του συνόλου των ακινήτων τους στην ίδια περιοχή), συνιστούσε μια καθαρά εμπορική πράξη, η οποία δεν ενέπιπτε στις διατάξεις του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, αφού οι Εφεσίβλητοι προέβαιναν σε αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας σε συστηματική βάση, με σκοπό την αξιοποίηση της για τα μέλη του Ταμείου.
Η θέση του Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων ήταν αντίθετη αφού θεώρησε το κέρδος που προέκυψε από την επίδικη διάθεση, ως κεφαλαιουχικό και συνεπώς υποκείμενο σε φορολογία.
Η απόφαση του Διευθυντή αποτέλεσε αντικείμενο ιεραρχικής Προσφυγής (9/11) ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου.
Το Εφοριακό Συμβούλιο με την απόφασή του ημερ.5.9.12 απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, θεωρώντας την απόφαση του Διευθυντή ως ορθή, ότι δηλαδή το κέρδος από την πώληση του ακινήτου αποτελούσε ρευστοποίηση επένδυσης και όχι εμπορία.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, οι Εφεσίβλητοι άσκησαν την προσφυγή με αρ.1895/12 στην οποία εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρωτική απόφαση ημερ.26.2.14, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του Εφοριακού Συμβουλίου και η απόφαση του τελευταίου, ακυρώθηκε.
Ακολούθησε επανεξέταση της εκκρεμούσας ιεραρχικής προσφυγής από νέο συγκροτημένο Εφοριακό Συμβούλιο, το οποίο στις 22.12.14 εξέδωσε απορριπτική απόφαση, η οποία προσβλήθηκε πρωτοδίκως.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις θέσεις των δύο πλευρών και τη Νομολογία για το τι συνιστά εμπορία γης, κατέληξε ως εξής:
«Από την πιο πάνω αναφερόμενη νομολογία, ανακύπτουν δέκα κριτήρια εμπορίας, τα οποία είναι αντικειμενικά και όχι εξαντλητικά, ήτοι: το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρομοίων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που ευθύνονται για την πώληση, το κίνητρο, η μέθοδος χρηματοδότησης, η γνώση του ιδιοκτήτη, το κατά πόσον την πράξη αυτή την κάμνει πρόσωπο που δεν έχει καμιά σχέση με το επάγγελμα ή μια εταιρεία που ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό, ο τρόπος απόκτησης και το τί γίνεται με το προϊόν της πωλήσεως. Τονίστηκε από τη νομολογία, ότι κάθε υπόθεση κρίνεται σύμφωνα με τα δικά της γεγονότα και περιστατικά.
Αποτελεί γεγονός παραδεκτό και από τις δύο πλευρές, όπως τούτο προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου, ότι οι αιτητές μεταξύ των ετών 1971 μέχρι και 2008 προέβαιναν σε πολυάριθμες αγορές ακίνητης περιουσίας σε διάφορες περιοχές εντός της Δημοκρατίας. Όπως καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι αιτητές, ειδικά στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ήτοι στο χωριό Νήσου, κατά τα έτη 1983 μέχρι 2006 αγόρασαν 122 τεμάχια γης εκτός οικιστικής ζώνης.
Στους διοικητικούς φακέλους, έχω εντοπίσει πρακτικά συνεδρίας του διοικητικού συμβουλίου των αιτητών ημερομηνίας 11.12.1981, από τα οποία προκύπτει μία «μεικτή» δραστηριότητα των αιτητών στην αγορά γης, τόσο για επένδυση του ενεργητικού του Ταμείου, όσο και για άμεση αξιοποίηση αυτής, για τους σκοπούς πώλησης φθηνών ακινήτων στα μέλη του Ταμείου προς κατασκευή κατοικιών χαμηλού κόστους.»
Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω και ειδικά στο ότι επιβάλλεται ξεχωριστή εξέταση όλων των περιστάσεων κάτω από τις οποίες είχε διατεθεί η ακίνητη ιδιοκτησία, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε αφενός ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στον κάθε διαθέτη εσαεί η ιδιότητα εμπόρου ή επενδυτή και αφετέρου ότι το Εφοριακό Συμβούλιο, παρότι παράθεσε τα σχετικά κριτήρια, εν προκειμένω, παρέλειψε να λάβει υπόψη του, την ορθή διάσταση του πράγματος, κυρίως ότι 31 αλλά ακίνητα των Εφεσιβλήτων στην ίδια περιοχή χαρακτηρίσθηκαν ως εμπορικές διαθέσεις και λανθασμένως έκρινε το αντίθετο για την επίδικη πώληση.
Αναφέρονται τα εν κατακλείδι συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Από μελέτη της προαναφερθείσας απόφασης, προκύπτει ότι και εκεί, όπως και στην παρούσα, ότι τα ακίνητα πωλήθηκαν στην ίδια κατάσταση που είχαν αγοραστεί, χωρίς να γίνει καμία συμπληρωματική εργασία, η χρηματοδότηση έγινε με μετρητά του Ταμείου και όχι με δανεισμό, ότι υπήρχε γνώση του αντικειμένου, αφού Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου διατέλεσε ο κος Γ. Παρασκευαϊδης γνώστης και έμπειρος σε θέματα αγοραπωλησιών, ότι από το έτος 1971 μέχρι και το έτος 2012 το Ταμείο προέβη σε πολυάριθμες αγορές ακινήτων και από το έτος 1987 διενήργησε αρκετές πωλήσεις ακίνητης περιουσίας του.
Παρατηρήθηκε συχνότητα, τόσο στις αγορές, όσο και στις πωλήσεις, γεγονός που προσδιόριζε κατά τη θέση του Εφοριακού Συμβουλίου, κάποια τακτική αναφορικά με τις ενέργειες του Ταμείου σχετικά με την αγοραπωλησία ακινήτων.
Τα ίδια, εν προκειμένω, χαρακτηριστικά υπήρχαν και σε σχέση με την επίδικη διάθεση, πλην του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ αγοράς και πώλησης. Αυτά αξιολογήθηκαν όμως διαφορετικά.
Διαπιστώνω συνεπώς, ότι το Εφοριακό Συμβούλιο αξιολόγησε μεμονωμένα και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών που είχε η επίδικη διάθεση με τις πωλήσεις στην ίδια περιοχή, του ίδιου εργοσχεδίου, πωλήσεις που εξετάστηκαν στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής αρ. 5/2012, σε σχέση με τα εφαρμοζόμενα κριτήρια εμπορίας, κατά τρόπο μάλιστα αντιφατικό αλλά και παράδοξο.»
Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν των ως άνω πρωτόδικη κρίση με δύο λόγους έφεσης[1].
Δεν θα συμφωνήσουμε με τους Εφεσείοντες ότι συντρέχει λόγος επέμβασης μας στην πρωτόδικη απόφαση.
Η Νομολογία μας, με έρεισμα αρχικά τα έξι κριτήρια – εμβλήματα εμπορίας (Badges of Trade) που είχαν θεσπισθεί το 1954 από την Βασιλική Επιτροπή Φορολογίας (Royal Commission on Taxation), καθόρισε σταδιακά δέκα κριτήρια, τα οποία αποτελούν τη βάση επί της οποίας αξιολογούνται οι συνθήκες που περιβάλλουν μια πράξη και της προσδίδουν εμπορικό ή κεφαλαιουχικό χαρακτήρα.
Στην Αμάνι Έντερπραϊσες (Χάουσες) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1)Υπουργού Οικονομικών, 2)Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (Αρ.2) (1990) 3 Α.Α.Δ.1041 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσον επρόκειτο περί διαθέσεως κεφαλαιουχικού στοιχείου ή κατά πόσον επρόκειτο περί διαθέσεως στοιχείων εμπορίου.
Το Δικαστήριο τούτο σε σειρά υποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται και σε μεγάλη έκταση στις υποθέσεις Αλέξανδρος Παΐκος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 592 και Colakides Development Cο. Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 977, έχει καθορίσει τις αρχές του τι συνιστά εμπορία γης ή ποία πράξη έχει το χαρακτήρα εμπορίας. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απόφαση στην οποία καθορίστηκαν εξαντλητικά όλα τα κριτήρια και αυτό τονίζεται σε όλες, αλλά το σύνολο των υποθέσεων περιλαμβάνει ένα αριθμό κριτηρίων που είναι τα ακόλουθα:
«1.Το αντικείμενο της περιουσίας.
2.Η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας.
3.Η συχνότητα παρομοίων πράξεων.
4.Συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται.
5.Περιστάσεις που ευθύνονται για την πώληση.
6.Κίνητρο.
7.Μέθοδος χρηματοδότησης.
8.Γνώση του ιδιοκτήτη. Έχει σημασία κατά πόσον την πράξη αυτή την κάμνει κάποιος ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με το επάγγελμα ή μια εταιρεία που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό.
9.O τρόπος απόκτησης· και
10.Το τί γίνεται με το προϊόν της πωλήσεως.»
Αναφέρεται επίσης στη νομολογία ότι τα κριτήρια δεν είναι περιοριστικά και κανένα από αυτά δεν είναι από μόνο του αποφασιστικής σημασίας. Κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και περιστατικά. (Βλέπετε Δρουσιώτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ.15, Κτηματική Εταιρεία Χ’Σάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.593 και Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.3376).
Αναφορά δέον να γίνει και στη Colakides Development Co Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3Β Α.Α.Δ.977, όπου γίνεται παραπομπή σε πλούσια αγγλική νομολογία, στο εξής απόσπασμα:
«Η γενική αρχή είναι ότι κάθε περίπτωση - πώληση - εξετάζεται και αποφασίζεται χωριστά με βάση τα ιδιαίτερα στοιχεία και περιστατικά της.
Το ζήτημα είναι μικτό ζήτημα - νομικό και πραγματικό. Αποφασίζεται στην κάθε περίπτωση με την εφαρμογή του Νόμου στα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης. (Βλ. Savvas M. Agrotis Ltd. v. The Commissioner of Income Tax and Limassol Land Investments Ltd. v. The Commissioner of Income Tax, 22 C.L.R. 27 στη σελ. 30· Yiannakis S. Droussiotis v. Republic (Minister of Finance and Another) (1967) 3 C.L.R. 15· Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147· Philippou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1386· HjiEraclis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 604· Apostolos Ignatiou and Another v. The Republic of Cyprus, through the Commissioner of Income Tax (1989) 3(Α) C.L.R. 346· C.D. Hay Properties Ltd. v. The Republic of Cyprus (1989) 3(A) C.L.R. 393).
Το θέμα για απόφαση είναι: Το ποσό κέρδους είναι αύξηση της περιουσίας που διατέθηκε ή είναι κέρδος στην άσκηση εμπορίας με το νόημα του Άρθρου 5(2)(στ);
Το κριτήριο είναι αν μια συναλλαγή έχει τα χαρακτηριστικά στοιχεία, τα οποία την καθιστούν εμπορική επιχείρηση. (Βλ. Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659· P.G.G. Clift and The Republic of Cyprus through (a) The Minister of Finance, (b) The Commissioner of Income Tax (1965) 3 C.L.R. 285· Christos Christides and The Republic of Cyprus, through The Director of Inland Revenue Department of the Ministry of Finance (1966) 3 C.L.R. 732· Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (ανωτέρω)· Mangli v. Republic (1983) 3 C.L.R. 52· HjiEraclis and Another v. Republic· Apostolos Ignatiou and Another v. The Republic of Cyprus, through The Commissioner of Income Tax· C.D. Hay Properties Ltd. v. The Republic of Cyprus, (ανωτέρω)· Pambis Pantzaris v. The Republic of Cyprus (1989) 3(A) C.L.R. 861.)
Στις διάφορες υποθέσεις έχουν αναφερθεί κριτήρια.
Στην υπόθεση C.D. Hay Properties Ltd. v. The Republic of Cyprus, (ανωτέρω), ειπώθηκε:-
"There is no single test of general applicability for the determination of the question whether an activity constitutes trade. The following however are relevant: The character of the land purchased, the state of development and future potential, the manner of the finance of the transaction, the business knowledge of the taxpayer, the length of the ownership, the frequency of the transaction or other transactions, the objects of a company as contained in its Memorandum and Articles of Associations. The intention to trade may be gathered from a great variety of facts and circumstances."
Τα χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρονται στις πιο πάνω υποθέσεις, δεν εξαντλούν τα κριτήρια και κανένα από αυτά δεν είναι από μόνο του αποφασιστικής σημασίας. Στην υπόθεση Marson v. Morton and Others, 59 T.C. 381, στη σελ. 392 o Sir Nicolas Browne-Wilkinson V.C. είπε:-
"I emphasise again that the matters I have mentioned are not a comprehensive list and no single item is in any way decisive. I believe that in order to reach a proper factual assessment in each case it is necessary to stand back, having looked at those matters, and look at the whole picture andask the question - and for this purpose it is no bad thing to go back to the words of the statute - was this an adventure in the nature of trade? In some cases perhaps more homely language might be appropriate by asking the question, was the taxpayer investing the money or was he doing a deal?"
Στον Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 23, σελ. 142, παράγραφος 212, διαβάζομε:-
"In disputed cases the appropriate commissioners, on appeal to them, decide whether there is a trade, but the question what are the characteristics of an adventure in the nature of trade is a question of law. If the commissioners direct themselves rightly on the law, their decision on the evidence before them whether there is or is not a trade is an inference of fact with which an appellate court will not interfere, but if it appears to the court that the decision could not reasonably have been reached if there had been proper direction in law, the court may proceed on the footing that there has been a misconception of law."
Το κριτήριο είναι: Έχοντας υπόψη τα πραγματικά γεγονότα και το νόμο μπορεί η συναλλαγή να θεωρηθεί ότι έχει το χαρακτήρα εμπορίας ακίνητης περιουσίας ή είναι απλή ρευστοποίηση περιουσίας;»
Εάν προσεχθεί ιδιαίτερα η απόφαση του Συμβουλίου δύναται να διαπιστωθεί πως τα στοιχεία και κριτήρια που ήσαν υπέρ της θέσης των Εφεσίβλητων περί εμπορίας είναι δεδομένα. Χαρακτηριστικό μόνο απόσπασμα είναι αυτό που ανεγράφη στην εν λόγω απόφαση πως η αιτιολόγηση των Εφεσιβλήτων ότι «το επίδικο τεμάχιο ήταν μέρος ενός μεγάλου αριθμού τεμαχίων που το Ταμείο κατείχε στην περιοχή είναι κατανοητή».
Θυμίζουμε πως η διάθεση όλων των λοιπών 31 τεμαχίων κρίθηκαν πως συνιστούσαν εμπορία. Και σχετική βεβαίως ήταν η κρίση του Εφοριακού Συμβουλίου στην Ιεραρχική Προσφυγή 5/12, όπως καταγράφεται πρωτοδίκως (βλέπετε πιο πάνω).
Παρατηρούμε ότι σε πολλά σημεία το Εφοριακό Συμβούλιο ενώ απέρριψε επί μέρους θέσεις του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων εντέλει δίδοντας βαρύνουσα σημασία στον χρόνο απέρριψε την προσφυγή. Παρά δε την ενίσχυση της απόφασής του με πλούσια νομολογία η τελική του αιτιολογία παρέμεινε γενική. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη: «Όσον αφορά τη συχνότητα των παρομοίων πράξεων, είναι αποδεκτό ότι το Ταμείο διενήργησε μεγάλο αριθμό αγορών από το 1971 μέχρι το 2008 και πωλήσεων από το 1987 μέχρι το 2008, που είναι ο ουσιώδης χρόνος της επίδικης διάθεσης, κατά τρόπο ώστε η συχνότητα αυτή να μπορούσε να χαρακτηρίσει μια εμπορική συμπεριφορά. Το γεγονός όμως ότι ο Αιτητής δεν προέβη σε καμιά απολύτως πώληση από ο 1971 μέχρι το 1987 και σε καμιά απολύτως αγορά από το 1991 μέχρι το 2003, αποχρωματίζει κατά πολύ την ως άνω πιθανή εμπορική του συμπεριφορά στη γενική του εικόνα.»
Είναι, κατά την κρίση μας, εύλογο το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του περιεχομένου της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου να θεωρήσει ως λανθασμένη την απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής.
Στην επίδικη πώληση, οι Εφεσείοντες διαφοροποιήθηκαν στην ουσία, λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου μεταξύ της απόκτησης του ακινήτου και της επίδικης πώλησης. Τα λοιπά όμως κριτήρια δεν διαφοροποιούνται ικανοποιητικά από τις προηγούμενες διαθέσεις και οι Εφεσείοντες δεν έπεισαν πως έσφαλλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο να θεωρήσει πως το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είχε επαρκή αναφορά σε οτιδήποτε θα δικαιολογούσε τον αποχαρακτηρισμό της επίδικης διάθεσης σε συνάρτηση με τις προηγούμενες.
Ακριβώς αυτό παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Ότι δηλαδή ενώ όλα τα περιστατικά και κριτήρια που θα έπρεπε να αιτιολογηθούν (και ήσαν κοινά παραδεκτά στις προηγούμενες διαθέσεις), αυτό δεν έγινε.
Ισχύει αυτό που ελέχθη στην C.D. Hay Properties Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Φόρου Εισοδήματος κ.ά. (ΑΡ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ.355:
«Στην απουσία λόγων που να διαφοροποιούν τις προθέσεις των εφεσειόντων για την απόκτηση των ακινήτων στις δύο πόλεις, εύλογα συνάγεται ότι είχαν τον ίδιο εμπορικό σκοπό κατά νου. Όπως έχουμε αναφέρει, δεν δίνεται κανένας λόγος στην απόφαση του Εφόρου που να δικαιολογεί τη διάκριση που έγινε από τον Έφορο μεταξύ του ιδίου κύκλου δραστηριοτήτων της εταιρείας.
Οι λόγοι οι οποίοι παρέχονται από τον Έφορο για τη θεώρηση των ακινήτων της Πάφου ως στοιχείων ενεργητικού δεν παρέχουν οποιαδήποτε εξήγηση για τη διάκριση που γίνεται μεταξύ των επενδύσεων σε γη της εφεσείουσας στις δύο πόλεις. Συνεπώς, η απόφαση του Εφόρου ενέχει το στοιχείο της αντιφατικότητας το οποίο υποσκάπτει την εγκυρότητα του λόγου της διοικητικής απόφασης. Περαιτέρω, οι λόγοι που παρέχονται για την φορολογία των εφεσειόντων δεν συσχετίζονται με τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι στην τελευταία ανάλυση αόριστοι …»
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €4.000-, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] Λόγοι έφεσης
1.Εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι πέραν τού κριτηρίου της χρονικής περιόδου που μεσολάβησε μεταξύ αγοράς και πώλησης του επίδικου ακινήτου, «πέραν του γεγονότος τούτου, κατά τα λοιπά κριτήρια εμπορίας, παρουσιάζεται ταυτότητα χαρακτηριστικών της πώλησης, με τις πωλήσεις και/η απαλλαγές (διαθέσεις γενικότερα) 31 ακινήτων στην ίδια περιοχή με το επίδικο, χαρακτηριστικά που οδήγησαν προηγούμενα ... στα πλαίσια της Ιεραρχικής Προσφυγής αρ. 5/2012, το Εφοριακό Συμβούλιο σε διαπίστωση περί του ότι το ακίνητο συνιστούσε κεφαλαιουχικό στοιχείο επένδυσης» και, ότι «τα ίδια χαρακτηριστικά αξιολογήθηκαν αλλιώς και Θεωρήθηκε το ακίνητο κεφαλαιουχικό στοιχείο, ενώ στην προηγούμενη εξέταση σειράς διαθέσεων, εντός της ίδιας περιοχής, με τα ίδια χαρακτηριστικά, το σύνολο των έχει διαθέσεων, αξιολογήθηκε ως εμπορικό και άρα εκτός τον N. 52/1980».
2.Εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι «το Εφοριακό Συμβούλιο αξιολόγησε μεμονωμένα και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών που είχε η επίδικη διάθεση με τις πωλήσεις στην ίδια περιοχή, του ίδιου εργοσχεδίου, πωλήσεις που εξετάστηκαν στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής αρ. 5/2012, σε σχέση με τα εφαρμοζόμενα κριτήρια εμπορίου, κατά τρόπο μάλιστα αντιφατικό αλλά και παράλογο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο