OLEG NAGORNY v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 205/19, 25/10/2024

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 205/19)

 

25 Οκτωβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

OLEG NAGORNY

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Εφεσιβλήτων,

_________________

 

Α. Καρεκλάς, για Ανδρέας Κ. Καρεκλάς & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Ο εφεσείοντας είναι Ουκρανός υπήκοος ο οποίος αφίχθηκε στην Κύπρο, για πρώτη φορά, τη 21.11.2002, για να εργασθεί ως προπονητής κολύμβησης στο Ναυτικό Όμιλο Αμμοχώστου. Τού παραχωρήθηκε, για το σκοπό αυτό, άδεια παραμονής για ένα έτος, μέχρι τη 20.11.2003, η οποία στη συνέχεια ανανεωνόταν κάθε ένα έτος περίπου. Τη 10.02.2011 υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, με πολιτογράφηση, δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος». 

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του, ημερομηνίας 3.08.2017, τον πληροφόρησε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απόρριψε την αίτηση του. Παραθέτουμε τη σχετική αναφορά αυτούσια:

 

«Δηλαδή κατά την υποβολή της αίτησης σας το 2014 δεν πληρούσατε τα τυπικά προσόντα διαμονής που  απαιτούνται από τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου 141(Ι)/2002, ήτοι δεν συμπληρώσατε αθροιστικά 7 χρόνια νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.»

 

Ο εφεσείοντας πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, στο εξής «Δικαστήριο», στα πλαίσια της προσφυγής, 1308/17. Το Δικαστήριο απόρριψε την προσφυγή. Έκρινε, με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ότι αυτός είχε διαμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για κάποια χρονικά διαστήματα λόγω δικής του υπαιτιότητας, με αποτέλεσμα να μην έχει συμπληρώσει αθροιστικά επτά (7) χρόνια νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία, ως απαιτείτο από το Νόμο. Συγκεκριμένα, σε πέντε περιπτώσεις καθυστέρησε να υποβάλει έγκαιρα την αίτηση ανανέωσης  της άδειας του, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι κατά τα διαστήματα που εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησης του από τη διοίκηση, παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ειδικότερα, ενώ συγκεκριμένη άδεια παραμονής του έληγε την 20.11.2003, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ανανέωσης αυτής στις 3.06.2004. Τα ίδια παρατηρούνται και σε σχέση με άλλη άδεια παραμονής του αιτητή που έληγε την 21.04.2006, που ο τελευταίος υπέβαλε αίτηση ανανέωσης στις 7.06.2006. Άλλη άδεια προσωρινής διαμονής του έληγε την 20.05.2008, ενώ ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ανανέωσης την 7.08.2008. ΄Ετερη άδεια που έληγε την 20.05.2009, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανανέωση αυτής στις 22.06.2009. Τα ίδια παρατηρούνται και σε σχέση με άδεια παραμονής που έληγε την 21.04.2010 και αίτηση ανανέωσης υπεβλήθη στις 18.05.2010.»

 

 Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, προσβάλλεται με τους πιο κάτω λόγους έφεσης:

 

«Λόγος Έφεσης 1:

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε την εισήγηση, ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη παρά του γεγονότος ότι στην επιστολή που στάθηκε στο Αιτητή/Εφεσείων δεν δίδεται αιτιολογία, και επίσης εσφαλμένα θεώρησε ότι αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ενώ αντίθετα προκύπτει από το φάκελο ότι υπήρχαν αντικρουόμενα στοιχεία και η υποστήριξη ενός από αυτά έχρηζε δικαιολογίας.

 

Λόγος Έφεσης 2:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και/ή παραπλανήθηκε από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο διοικητικό φάκελο σχετικά με την θέση του Αιτητή/Εφεσείων, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσίβλητους στηρίζεται σε πλάνη περί το Νόμο και/ή σε πλάνη περί τα πράγματα και/ή είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και/ή δέουσας έρευνας.

 

Λόγος Έφεσης 3:

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε την εισήγηση του Αιτητή, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση -  Εφεσίβλητων παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και/ή την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και/ή την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς.

 

Λόγος Έφεσης 4:

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση – Εφεσίβλητων ως ορθή την στιγμή που στην απόφαση του ότι η απόρριψη της αιτήσεως του Αιτητή-Εφεσείων είναι γιατί δεν πληρούσε τα προσόντα διαμονής που απαιτούνται από τον «Τρίτο Πίνακα» ήτοι τα προσόντα για πολιτογράφηση που περιλαμβάνει και προπονητές το επάγγελμα που εξασκούσε ανελλιπώς ο Αιτητής-Εφεσείων από την ημέρα άφιξης του στην Κυπριακή Δημοκρατία».

 

Οι τέσσερις λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους, έχουν ως βάση την παράλειψη της διοίκησης να προβεί στη δέουσα  έρευνα και να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της  και ως εκ τούτου θα εξετασθούν σωρευτικά.

 

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 111 του Νόμου και την ισχύουσα νομολογία, παρέχεται σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποκτήσει την ιθαγένεια του Κύπριου πολίτη με πολιτογράφηση. Τα προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Η διακριτική ευχέρεια του κράτους είναι ευρεία και αυτό αποτελεί ένα από τους βασικούς κανόνες της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών του κράτους να αποφασίσουν κατά πόσο η αίτηση θα γίνει δεκτή ή όχι.

 

Η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, ως πρόσφατα τονίσαμε στην υπόθεση Rami Makhlouf και Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Εφ. 21/17, ημερ. 10.09.2024, ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat  v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371). Αυτός είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλέπετε σχετικά Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo v. Republic (ανωτέρω), Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, p.19).

 

Σχετικό επί του θέματος είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Reyes και Κυπριακή Δημοκρατία, Αν. Εφ. 181/2012, ημερομηνίας 24.10.2018, η οποία αφορούσε αίτημα πολιτογράφησης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 41 του Νόμου:

 

« …Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση.  Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια.   Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.  Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126.  Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και  σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.  Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας. 

 

Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307).

 

Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224).» 

 

Ο εφεσείοντας, ως προαναφέραμε, προβάλλει τη θέση ότι η απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς ερεύνης και στερείται της δέουσας αιτιολογίας.

 

Η έρευνα τεκμαίρεται ότι είναι πλήρης, εφόσον το αρμόδιο όργανο έχει ενώπιόν του όλα τα σχετικά στοιχεία. Η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Καθοδηγητικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Reyes και Κυπριακή Δημοκρατία, ανωτέρω, στο οποίο παρατίθενται οι αρχές που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής της εν λόγω διαδικασίας:

 

«… Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων.  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα.  Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους.  Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).

 

H υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, το οποίο επεμβαίνει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594).»

 

 

 Η αιτιολογία, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και  να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, για να γνωρίζει ο θιγόμενος κατά πόσο η πράξη είναι ορθώς θεμελιωμένη ή αν πάσχει,  τους λόγους που δικαιολογούσαν τη λήψη του μέτρου για να μπορέσει να τους αμφισβητήσει  και το  αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να είναι σε θέση να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Δήμος Μέσα Γειτονιάς ν. Σχολική Εφορεία (2004) 3 Α.Α.Δ. 699 και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου  C-367/95 Ρ, 2.4.1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63, C-413/06 P., 10.07.2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008,

σ. 4951, σκέψη 166, και  C-539/10 Ρ και C-550/10 Ρ, 15.11.2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, σκέψη 138).

 

Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, παράλληλα όμως δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε όλες τις περιπτώσεις ή σε απλή αναφορά των διατάξεων του σχετικού Νόμου. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929 – 1959, σελ. 186). Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (άρθρο 29 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99).

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι η αιτιολογία επί της οποίας εδράζεται η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται σε ένα μόνο λόγο είναι δε διατυπωμένη με τρόπο λακωνικό. Υπενθυμίζουμε ότι το μόνο που αναφέρεται στην επιστολή που αποστάλθηκε στον εφεσείοντα, παράρτημα Α στην Αίτηση του,  ήταν ότι «… δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα διαμονής που απαιτούνται από τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου 141(Ι)/2002 ήτοι  δεν συμπλήρωσε επτά χρόνια μόνιμης παραμονής στη Δημοκρατία», χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε άλλη εξήγηση. Καμία εξήγηση δεν δίδεται γιατί η παραμονή του στην Κύπρο για οκτώ και πλέον έτη, από τη 21.11.2002 που αφίχθηκε στην Κύπρο  μέχρι και τη 10.02.2011 που υπέβαλε την αίτηση του, «δεν πληρούσε τα επτά χρόνια μόνιμης παραμονής στη Δημοκρατία».

 

Στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, στα πλαίσια της προσφυγής, γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στον ισχυρισμό ότι ο εφεσείοντας, κατά τη χρονική περίοδο 2013 – 2010, παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα και καταγράφονται με λεπτομέρεια τα χρονικά διαστήματα που αυτός, κατά την εισήγηση, παρέμεινε παράνομα. Παραθέτουμε αυτούσια:

 

«(1) 21.11.2003 - 20.7.2004 (242 μέρες)

 (2) 22.4.2006 - 7.6.2006 (46 μέρες)

 (3) 31.5.2007 – 3.6.2007 (3 μέρες)

 (4) 21.5.2009 – 23.6.2009 (33 μέρες)

 (5) 22.4.2010 – 18.5.2010 (26 μέρες)»

 

Στη γραπτή αγόρευση παρατίθενται και οι λόγοι  που θεωρήθηκε η παραμονή του, κατά τις εν λόγω περιόδους, παράνομη. Διαβάζουμε σχετικά τα πιο κάτω:

 

«Είναι ξεκάθαρο ότι και στην παρούσα περίπτωση, η οποία δεν αμφισβητείται από τον Αιτητή, ότι οι εκάστοτε αιτήσεις τις οποίες ο Αιτητής υπέβαλε για ανανέωση της άδειάς του για παραμονή και εργασία του στη Δημοκρατία, χρονολογικά, υποβάλλονταν μετά τη λήξη της περιόδου της νόμιμης παραμονής του.

 

Οι ισχυρισμοί που εγείρει ο Αιτητής για ολιγοήμερες και/ή ολιγόμηνες καθυστερήσεις δεν οφείλονταν στον ίδιο αλλά στην διοίκηση δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Τα διαστήματα παράνομης παραμονής του Αιτητή στην Κύπρο με αποτέλεσμα συνολικής του νόμιμης διαμονής 2476 ημερών να τεκμηριώνουν την έλλειψη της τυπικής προϋπόθεσης της νόμιμης επταετούς διαμονής. Ούτε και η ανανέωση της άδειας παραμονής εξαλείφει τον παράνομο χαρακτήρα, της άνευ άδειας παραμονής του Αιτητή. Ο τελευταίος όφειλε να διασφαλίσει τη νόμιμη παραμονή του και να φροντίσει όπως υποβάλει αίτηση για παράταση πριν από τη λήξη της άδειάς του.»

 

Διαπιστώνουμε ότι σε κανένα έγγραφο του διοικητικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένου και του Εσωτερικού Σημειώματος, ημερομηνίας 1.06.2017, επί του οποίου εδράζεται η εισήγηση της Δημοκρατίας, δεν γίνεται αναφορά στα πιο πάνω γεγονότα ήτοι, ότι η παραμονή του εφεσείοντα κρίθηκε παράνομη, για τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, λόγω παράλειψης του τελευταίου να αποταθεί έγκαιρα στις αρμόδιες αρχές για ανανέωση της άδειας του. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι «η συνολική νόμιμη διαμονή του ήταν 2476 ημέρες». Εάν ο πιο πάνω υπολογισμός είναι ορθός, συνάγεται ότι υπολείπονταν 79 ημέρες για να θεωρηθεί ότι ο εφεσείοντας είχε συμπληρώσει τον προαπαιτούμενο χρόνο των επτά ετών.

 

Από  τα στοιχεία του φακέλου,  τα οποία κατά το Δικαστήριο και την εκπρόσωπο της Δημοκρατίας συμπληρώνουν την αιτιολογία της απόφασης της διοίκησης, προκύπτει ότι κάποια εξ αυτών, που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό παράνομη παραμονή του εφεσείοντα στη Δημοκρατία, δεν υποστηρίζουν την προβληθείσα θέση ήτοι, ότι ο εφεσείοντας, κατά τα χρονικά διαστήματα που καταγράφονται στην αγόρευση της Δημοκρατίας και υιοθετήθηκαν από το Δικαστήριο, καθυστέρησε να υποβάλει αίτηση για ανανέωση της άδειας του.

 

Αναφέρουμε ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ότι, πριν τη λήξη της πρώτης άδειας παραμονής του και συγκεκριμένα τη 14.10.2003, υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα αίτημα για ανανέωση της άδειας του, η εξέταση του αιτήματος καθυστέρησε καθότι αυτό δεν προωθήθηκε έγκαιρα από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς το Λειτουργό Μετανάστευσης. Το πιο πάνω Υπουργείο με επιστολή του προς το Λειτουργό Μετανάστευσης, ημερομηνίας 3.02.2004, ερυθρό 67, τον ενημέρωσε περί τούτου, ότι το αίτημα παραλήφθηκε έγκαιρα από τον εργοδότη του εφεσείοντα συγκεκριμένα «τη 14.10.2003» και ότι « … η καθυστέρηση στη διεκπεραίωση του δεν οφείλεται  σε υπαιτιότητα του εργοδότη». Σχετική αναφορά γίνεται και στο έγγραφο, ερυθρό 76, το οποίο απευθύνεται προς το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και υπογράφεται από τον Υπεύθυνο Κλάδου Αλλοδαπών. Στο εν λόγω έντυπο ο συντάκτης επισύναψε την επιστολή, ερυθρό 67 και σημειώνει με διακριτό τρόπο ότι αυτή « … δικαιολογεί την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης». Η άδεια προσωρινής παραμονής εκδόθηκε  τελικά την 22.07.2004, εννέα και πλέον μήνες μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης. Παρατηρούμε ότι οι εφεσίβλητοι επικαλούνται το γεγονός ότι η άδεια εκδόθηκε καθυστερημένα, προς υποστήριξη της θέσης ότι ο εφεσείοντας για τη χρονική περίοδο 21.11.2003 – 20.07.2004, ήτοι για 242 ημέρες, παρέμενε παράνομα στην Κύπρο, επιρρίπτουν την ευθύνη για την καθυστέρηση στον ίδιο, παραγνωρίζοντας όμως ότι την ευθύνη για την καθυστέρηση την ανέλαβε το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας.

 

Σε μια άλλη περίπτωση, με βάση το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου,  η καθυστέρηση στην έκδοση της αιτουμένης άδειας για την περίοδο 21.04.2006 – 7.06.2006, οφείλετο σε παράγοντες που όπως διαφαίνεται ήταν εκτός του ελέγχου του  εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ενώ υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα,  αίτημα για ανανέωση της άδειας του έγκαιρα, αυτό επιστράφηκε στον εργοδότη του, με σημείωση ότι κάποιο από τα έντυπα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε το Υπουργείο Εργασίας και αποτελούσε μέρος της αίτησης του είχε αλλάξει, λόγω της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί εκ νέου, χρησιμοποιώντας  το νέο έντυπο. Αυτό προκάλεσε καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης και κατ’ επέκταση στην έκδοση της άδειας παραμονής.  Σχετική είναι η επιστολή του εργοδότη του εφεσείοντα που είναι καταχωρημένη στο διοικητικό φάκελο.

 

Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει ότι εντός του διοικητικού φακέλου υπήρχαν στοιχεία που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης από τη διοίκηση και ή που αγνοήθηκαν παντελώς. Τα όσα κατεγράφησαν στην γραπτή αγόρευση των εφεσιβλήτων, σε σχέση με την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, στα πλαίσια της προσφυγής και υιοθετήθηκαν στη συνέχεια από το Δικαστήριο,  δεν συνάδουν πλήρως με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ως επισημαίνουμε και ανωτέρω, την ευθύνη για την μεγαλύτερη καθυστέρηση, αυτή των 242 ημερών, την ανέλαβε το Υπουργείο Εργασίας.  

 

Καταλήγουμε ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν εκθέτει με την αναγκαία επάρκεια τα γεγονότα επί των οποίων μορφώθηκε η διοικητική κρίση, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Η θέση των εφεσιβλήτων, η οποία υιοθετήθηκε και από το Δικαστήριο ότι η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου δεν έχει έρεισμα στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τους λόγους που αναλύσαμε πιο πάνω.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η διοίκηση ενήργησε καλόπιστα και ότι προηγήθηκε της έκδοσης της επίδικης απόφασης, η δέουσα έρευνα προς διαπίστωση της μη πλήρωσης της απαιτούμενης διαμονής των επτά ετών, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Η έφεση, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω γίνεται δεκτή. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η διαταγή για τα πρωτόδικα έξοδα. Επιδικάζονται έξοδα €3.500, πλέον Φ.Π.Α., προς όφελος του εφεσείοντα, περιλαμβανομένων των πρωτόδικων εξόδων.  

 

 

 

                                                        Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                          Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

/ΓΓ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο