DESTANOVIC DENIS v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ/Ή ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.215/19, 23/10/2024

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.215/19)

 

23 Οκτωβρίου, 2024.

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

DESTANOVIC DENIS,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ/Ή ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

-------------------------

 

Γ. Γενεράλη (κα), για Θ. Παπαβασιλείου, για Εφεσείοντα

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η (Ex-tempore)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης) κάλεσε με επιστολή του ημερ.15.9.17 τον Εφεσείοντα/Αιτητή, Σέρβο υπήκοο να αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κυπριακή Δημοκρατία εντός τριών μηνών, σε διαφορετική δε περίπτωση θα λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα για την αναγκαστική επιστροφή του στη χώρα του.

 

          Τα πιο πάνω αποτέλεσαν αντικείμενο της πρωτόδικη διαδικασίας, ήτοι της προσφυγής του Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των Εφεσιβλήτων/Καθ’ ων η Αίτηση. Η Προσφυγή κρίθηκε πρωτοδίκως ότι έπρεπε να απορριφθεί για τους λόγους που εξηγούνται.

 

          Το ιστορικό της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλο αφού ο Εφεσείων αφίχθηκε στην Κύπρο το 1999 σε ηλικία μόλις δύο ετών και έκτοτε παρέμεινε, αρχικά νόμιμα και μετά παράνομα, από το 1999 έως το 2017.

 

Είναι αναγκαίο να παρατεθεί ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα της παραμονής του Εφεσείοντα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ο Εφεσείων αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 2.7.99, σε ηλικία δύο ετών, μαζί με τους γονείς και την αδελφή του, με δικαίωμα παραμονής ως επισκέπτες μέχρι τις 23.7.99. Στις 23.11.99, η μητέρα του Εφεσείοντα υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας σε εταιρεία ξένων συμφερόντων και της παραχωρήθηκε η σχετική άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι τις 24.11.01, στην εν λόγω δε άδεια συμπεριλαμβάνονταν και τα παιδιά της ως εξαρτώμενα πρόσωπα. Κατά το έτος 2000, ο πατέρας του Εφεσείοντα υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο, στην οποία περιλήφθηκαν τόσο η μητέρα του Εφεσείοντα, όσο και η αδελφή του. Στις 27.5.03, η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και το Τμήμα, με επιστολή του ημερομηνίας 5.11.03, τους κάλεσε να αναχωρήσουν από τη Δημοκρατία, όμως δεν το έπραξαν και συνέχισαν να διαμένουν στη Δημοκρατία παράνομα. Εν συνεχεία, οι δικηγόροι τους ζήτησαν το επανάνοιγμα του φακέλου από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία, με απαντητική επιστολή της, ημερ.3.5.07, τους ενημέρωσε ότι ο φάκελος ήταν κλειστός από τις 27.5.03.

 

Η οικογένεια του Εφεσείοντα επανήλθε με νέα επιστολή των δικηγόρων της προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ημερ.16.1.09, με την οποία υπέβαλλαν αίτημα για παραχώρηση σε αυτούς άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε με σχετική επιστολή ημερ.21.7.10 που τους καλούσε να αναχωρήσουν από τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, στις 3.11.10, τα στοιχεία των γονέων του Εφεσείοντα καταχωρίστηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, καθώς δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν από την Αστυνομία. Σύμφωνα με ενημέρωση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λεμεσού, στις 15.10.10, η αδελφή του Εφεσείοντα είχε εντοπιστεί από την Αστυνομία και συνελήφθη, αφού διαπιστώθηκε ότι διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και στις 26.10.10 αυτή απελάθηκε για τη χώρα της. Ωστόσο, αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία, κατόπιν έγκρισης του Υπουργείου, και της χορηγήθηκε άδεια διαμονής ως μητέρα Κύπριου πολίτη. Στη συνέχεια, οι γονείς του Εφεσείοντα αναχώρησαν από τη Δημοκρατία στις 7.3.14 και 8.6.15 αντίστοιχα και τα στοιχεία τους καταχωρίστηκαν στο stop-list.

 

Στις 10.9.17 μέλη του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλήματος (ΟΠΕ) Λεμεσού ανέκοψαν για έλεγχο όχημα, στο οποίο επέβαινε ως συνοδηγός ο Εφεσείων και μετά από έλεγχο αυτός συνελήφθηκε, αφού διαπιστώθηκε ότι διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα. Στις 10.9.17, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 6(1)(Κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) και ο Εφεσείων έλαβε γνώση αυτών με επιστολή ημερ.10.9.17 που του επιδόθηκε από την Αστυνομία την ίδια μέρα και την οποία αυτός δεν υπέγραψε. Επίσης, την ίδια μέρα το διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι την περαιτέρω εξέταση της περίπτωσης, λόγω της πολύχρονης παραμονής του Εφεσείοντα στη Δημοκρατία από την ηλικία των δύο ετών. Ακολούθως, με επιστολή του προς το Υπουργείο, ημερ.10.9.17, ο Εφεσείων ζητούσε μέσω του δικηγόρου του την παραχώρηση σε αυτόν ειδικής άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στη Δημοκρατία.

 

Στις 15.9.17, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί εναντίον του Εφεσείοντα ακυρώθηκαν με οδηγίες του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος και αφέθηκε ελεύθερος. Ταυτόχρονα, κλήθηκε ο Εφεσείων να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Δημοκρατία εντός τριών μηνών. Ενημερώθηκε δε ότι τα στοιχεία του θα καταχωρούνταν στο stop-list για περίοδο τριών ετών από την ημέρα της αναχώρησής του. Επίσης ενημερώθηκε ότι, σε περίπτωση που αυτός χρειαζόταν βοήθεια για τη διευθέτηση της αναχώρησής του, μπορούσε να αποταθεί στην ΥΑΜ για την υπογραφή δήλωσης οικειοθελούς αναχώρησης, να δήλωνε τη διεύθυνση διαμονής του και να προέβαινε σε ενέργειες για την έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου. Η επίδικη απόφαση του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ.15.9.17, η οποία του επιδόθηκε την ίδια μέρα και την οποία αυτός υπέγραψε, αφού, ως αναφέρεται, κατανόησε το περιεχόμενό της (παράρτημα 16 στην ένσταση).

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της προσφυγής κατά της προαναφερθείσας απόφασης επιστροφής.

 

Αφού έγινε υπόδειξη πρωτοδίκως στην ισχύουσα για την περίπτωση Νομοθεσία και αφού τονίσθηκε το προεξάρχον κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του Εφεσείοντα για ανεπαρκή έρευνα ή κενό αιτιολόγησης ή παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος του, με αποτέλεσμα την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Για το θέμα της έρευνας και της αιτιολογίας το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Εν πρώτοις, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, εφόσον, σύμφωνα με το ενώπιον μου υλικό και δη τα παρατήματα της Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων διερεύνησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους, και δεδομένης της παράνομης παραμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία σύννομα και βεβαίως εντός της διακριτικής τους ευχέρειας, κατέληξαν στην επίδικη απόφαση επιστροφής.»

 

Και παρακάτω:

«Ούτε και εντοπίζω κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, αντιθέτως, θεωρώ πως είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρώνεται, δε, αυτή από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, αποκαλύπτοντας με επαρκή σαφήνεια τους λόγους λήψης αυτής. …»

 

Προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση με έξι λόγους έφεσης.

 

Ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο προέβη στο εύρημα ότι ο Εφεσείων παρέμεινε στην Κύπρο για μεγάλο διάστημα παράνομα, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια διευθέτησης της παραμονής του και ως εκ τούτου έχει απωλέσει το έρεισμα της παραμονής του και υπόκειται σε απόφαση επιστροφής στη χώρα του. Ειδικά αυτό τίθεται με βάση τη θέση ότι ο Εφεσείων το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν ανήλικος και για 18 χρόνια φοιτούσε σε δημόσια σχολεία και οι Εφεσίβλητοι είχαν δυνατότητα εντοπισμού του (πρώτος λόγος). Εσφαλμένο είναι το πρωτόδικο εύρημα για μη ύπαρξη κενού στην έρευνα, αφού το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ολότητα των ισχυρισμών του Εφεσείοντα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (δεύτερος και τέταρτος λόγος). Ως εσφαλμένη προβάλλεται και η πρωτόδικη διαπίστωση πως οι Εφεσίβλητοι άσκησαν καλόπιστα τη διακριτική τους ευχέρεια (τρίτος λόγος), εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για προστασία της οικογενειακής του ζωής (πέμπτος λόγος) και τέλος ότι λανθασμένα το Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρει ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον του στοιχεία να υπάρχει αποχρών λόγος και/ή ουσιώδες και/ή σοβαρό πρόβλημα που να εμποδίζει την επανεγκατάσταση του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του (έκτος λόγος)[1].

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 είναι συναφείς μεταξύ τους και επιβάλλεται ενιαία εξέταση αυτών.

 

Το πρώτιστο που ενδιαφέρει και είναι το ουσιαστικότερο για να κριθεί η νομιμότητα ή μη της απόφασης της διοίκησης και κατ’ ακολουθία των επικυρωτικών πρωτόδικων ευρημάτων είναι αν η πράξη ήταν αιτιολογημένη και ήταν αποτέλεσμα της δέουσας έρευνας.

 

Η εξέταση της δέουσας έρευνας και της επάρκειας της αιτιολογίας συναρτάται με το νομικό υπόβαθρο που στηρίζει ή θα έπρεπε να στηρίξει την προσβαλλόμενη πράξη. Η νομοθεσία αυτή είναι ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος, Κεφ.105, και συγκεκριμένα οι διατάξεις του άρθρου 18ΟΗ, ως ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο. Δυνάμει των ως άνω διατάξεων κατ’ αρχήν, σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, ο διευθυντής του Τμήματος εκδίδει απόφαση επιστροφής. Δυνάμει δε του εδαφίου (4): «Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσει αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής, για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας …». Σύμφωνα δε με το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου: «η απόφαση επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και 30 ημερών …».

 

Είναι σαφές ότι εν προκειμένω υπήρξε ενεργοποίηση των εν λόγω εδαφίων αφού η εξέταση που αφορούσε τον Εφεσείοντα είχε σαν βάση ανθρωπιστικούς λόγους. Γι’ αυτό, εξάλλου, ανεστάλη η απόφαση απέλασης και στη συνέχεια ακυρώθηκε. Εν πάση περιπτώσει, είναι αυτό που ζήτησε ο Εφεσείων από τη διοίκηση να πράξει με την επιστολή του ημερ.10.9.17 (βλ. Παράρτημα 15 στην Ένσταση).

 

Είναι αναγκαίο να παραθέσουμε την επίδικη απόφαση η οποία επιδόθηκε στον Εφεσείοντα με επιστολή ημερ.15.9.17:

«I wish to inform you that, after examining your case, I have decided to revoke the detention and deportation orders issued against you and release you on the following terms:          

2.Therefore, you are hereby requested to depart voluntarily from the Republic within three (3) months, otherwise new measures will be taken for your forced return.

3.In case you wish to be assisted with your departure, please present yourself to the Aliens and Immigration Unit of the Police in order to sign the declaration for voluntary departure. In such a case the present return decision is subject to the following conditions:

(a)You will state the address of your residence to the Aliens and Immigration Unit of the Police,

(b)You will hand your travel document to the Aliens and Immigration Unit of the Police or you will proceed with the issue of a travel document and hand it to the Aliens and Immigration Unit of the Police,

4.Thls return decision is accompanied by an entry ban in the Republic of Cyprus for 3 years which comes into effect from the date of your departure.

5.You have the right to file an application before the Supreme Court of Cyprus against this decision within 75 days, under Article 146 of the Constitution of the Republic of Cyprus.»

 

Στο αίτημά του προς τις Αρμόδιες Αρχές μέσω του δικηγόρου του, ο Εφεσείων ζήτησε αξιολόγηση ή επανεκτίμηση της θέσης του επικαλούμενος ιδιαίτερες περιστάσεις και ανθρωπιστικού λόγους.

 

Παραθέτουμε μέρος των θέσεων του από την εν λόγω επιστολή (Παράρτημα 15):

«Ο πελάτης μου δεν έχει γνωρίσει άλλη κοινωνία από την Κυπριακή, και έχει φοιτήσει μέχρι και το 2014 στην Α’ Τεχνική Σχολή Λ/σού, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποφοιτήσει από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού τόσο για οικογενειακούς όσο και για οικονομικούς λόγους αποφάσισε να, αναστείλει την φοίτηση του. Πλέον έχει ξεκινήσει διαδικασίες εγγραφής του σε, νυκτερινό σχολείο, και εντός των ημερών θα αποστείλουμε σχετικές βεβαιώσεις.

H αδελφή του πελάτη μου διαμένει νόμιμα στην Δημοκρατία αφού είναι μητέρα Κύπριου υπηκόου, και μαζί της διέμενε και ο πελάτης μου. H αδελφή του δεσμεύεται να του προσφέρει όλα τα προαπαιτούμενα, εάν και εφόσον το αίτημα που θα αναφέρω στο τέλος της επιστολής μου ικανοποιηθεί.

Ο πελάτης μου είχε την λανθασμένη εντύπωση ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με το καθεστώς παραμονής του, λόγω του ότι διαμένει στην Δημοκρατία από το 1999, και λόγω του ότι είχε, φοιτήσει κανονικά τόσα χρόνια σε δημόσια σχολεία, χωρίς ποτέ κανένας vα αμφισβητήσει το καθεστώς παραμονής του, και ακόμα λόγω του ότι η μόνη οικογένεια που έχει είναι η αδελφή του η οποία ως έχω αναφέρει διαμένει νόμιμα.

Στην κατοχή μου έχω αριθμό εγγραφών τα οποία αποδεικνύουν όλα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω και είναι στην διάθεση του οποιουδήποτε αμφισβητεί τα όσα ο πελάτης μου ισχυρίζεται.

Ο πελάτης μου καμιά σχέση δεν έχει με την χώρα καταγωγής του, και κανένας δεν τον προσμένει εκεί, δεν γνωρίζει την γλώσσα και δεν επιθυμεί να μεταβεί εκεί. Δεν θα είχε διαφορά για αυτόν αν απελαύνονταν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα αφού τα πιο πάνω δεδομένα θα ήταν τα ίδια.»

 

Η επιστολή της Διοίκησης δεν περιέχει ούτε ένα ψήγμα αιτιολογίας για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος, ενώ μάλιστα η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, κατ’ αντινομικό τρόπον, συντελέστηκε στην ουσία για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Από την ίδια επιστολή, η οποία του παρεδόθη πέντε ημέρες μετά το αίτημά του, δεν διαφαίνεται ούτε ποιά διαβήματα έγιναν, ούτε τι έρευνα διενεργήθηκε. Και το κυριότερο, δεν υπήρξε στην ουσία απόφαση με στοιχεία κρίσεως που να καταδεικνύει σαφώς την άρνηση της Διοίκησης επί του αιτήματος του Εφεσείοντα και τους λόγους που οδηγήθηκε στην απόρριψη.

 

Όπως ορθά ετέθη στην υπόθεση Teivouraz Gogoladze κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ.216:

«Παρά το ευρύτατο φάσμα της διακριτικής εξουσίας που ασκεί το κράτος στα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς και που είναι έκφανση της εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν ενεργεί αυθαίρετα. Όπως έχει λεχθεί στην Προσφυγή 3/96 Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ.27.2.98 η αιτιολογία που παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές συνιστά εχέγγυο για την άσκηση της εξουσίας της διοίκησης σύννομα.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ομιλεί γενικά για αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης που στηρίζεται στα στοιχεία του φακέλου. Θυμίζουμε ότι η συμπλήρωση της αιτιολογίας από στοιχεία του φακέλου δεν είναι πανάκεια, αλλά το κυριότερον, η λέξη «συμπλήρωση» απαιτεί να υπάρχει ένα πρωταρχικό έρεισμα αιτιολογίας. Αυτό εδώ δεν συμβαίνει. Δεν υπάρχει αιτιολογία για να υπάρξει συμπλήρωση. Εξάλλου, ούτε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σχετική αναφορά διαφωτίζει για ποια στοιχεία του φακέλου έλαβε υπόψη.

 

Δεν θα διαφωνήσουμε βεβαίως με τον ευπαίδευτο Διοικητικό Δικαστή, πως η παράνομη παραμονή αποτελούσε πρωταρχικό έρεισμα για την απόφαση επιστροφής, ωστόσο η μεσολάβηση του αιτήματος για ανθρωπιστικούς λόγους του οποίου η δυνατότητα προβλέπεται σαφώς στο Νόμο μας, θα έπρεπε να οδηγήσει πρωτοδίκως την κρίση πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και δεν ήταν προϊόν επαρκούς – ή και καθόλου έρευνας.

 

Συνεπώς οι ως άνω λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν. Και ως εκ τούτου δεν υφίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ομού με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €1.500-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.



[1] Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στο περίγραμμα της πλευράς του Εφεσείοντα γίνεται, από τους τότε δικηγόρους του, απλή επανάληψη του Εφετηρίου. Παρά το ότι δεν κρίνουμε ότι αυτό συνιστά ακυρότητα θα το λάβουμε υπόψη σε συνάρτηση με τυχόν επιδικασθέντα υπέρ της πλευράς του έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο