
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/20)
12 Μαρτίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΑΟΥΖΟΣ
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
4. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εφεσείοντες,
v.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
4. ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Εφεσίβλητων.
---------
Α. Δημητριάδης με Ν. Ιακώβου (κα), για Λ. Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Γ. Χατζηπροδρόμου και Θ. Χατζηλούκα, Δικηγόρους της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, μέχρι την προηγούμενη της αφυπηρέτησης τους οι δύο ταξίαρχοι και οι άλλοι δύο συνταγματάρχες, προσέβαλαν την απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και την ακολουθείσασα απόφαση του Υπουργού Άμυνας να τους κρίνουν ως «ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος», με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 38(8) των περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016 και 2018 (ΚΔΠ 351/2016)), οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Οργανισμού, Αξιωματικοί βαθμού Συνταγματάρχη, Ταξιάρχου και Υποστρατήγου:
(α) κρίνονται από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, με βάση τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που περιέχονται στους ατομικούς τους φακέλους, λαμβανομένης υπόψη και της τεκμηριωμένης και σαφώς αιτιολογημένης γνώμης των μελών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων για τη συνολική σταδιοδρομία στο Στρατό ή/και στην Εθνική Φρουρά των κρινόμενων Αξιωματικών μέχρι το χρόνο της κρίσης:
Νοείται ότι τα πτυχία ή διπλώματα που κατέχει ο κρινόμενος Αξιωματικός λαμβάνονται υπόψη κατά την κρίση του, εφόσον δεν ήταν απαραίτητο προσόν για το διορισμό του·
(β) κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους για λόγους δημόσιου συμφέροντος, με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (5), (6) και (7) του παρόντος Κανονισμού, και αφού, επιπρόσθετα, αξιολογηθεί η εν γένει κατάσταση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός, οι ανάγκες μετεξέλιξης και λοιπές απαιτήσεις του Στρατού ή/και της Εθνικής Φρουράς ή/και λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού ληφθούν υπόψη και οι πιο κάτω παράγοντες:
(i) Η όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησης σε στρατιωτικές σχολές·
(ii) η δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του Αξιωματικού·
(iii) τα έτη παραμονής στο βαθμό που κατέχει·
(iv) η ηλικία του Αξιωματικού.»
Με τις προσφυγές τους οι εφεσείοντες προέβαλαν διάφορους λόγους ακύρωσης. Πλάνη περί τα πράγματα, πλάνη περί τον νόμο, λανθασμένη εφαρμογή του περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 36(Ι)/2016 και των εν λόγω Κανονισμών, κατάχρηση εξουσίας προς τον σκοπό εξυπηρέτησης αλλοτρίων σκοπών, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά διασφαλίζονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 1 του Πρωτόκολλου 1 της Σύμβασης αυτής. Οι προσφυγές τους συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν, εξ ου και η παρούσα έφεση.
Κατά την ακρόαση των προσφυγών, αφού είχαν καταχωριστεί προηγουμένως γραπτές αγορεύσεις, είχαν διαμειφθεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα, μεταξύ του δικαστηρίου, του κ. Σταυρινού ο οποίος εκπροσωπούσε τους καθ΄ ων η αίτηση και της κας Ιακώβου η οποία εκπροσωπούσε τους αιτητές:
«κ. Σταυρινός: […] Έφερα τους φακέλους.
Δικαστήριο: Είναι φάκελοι οι οποίοι περιέχουν πράγματα πρόσθετα;
κα Ιακώβου: Ο φάκελος που είναι τα αντίγραφα των πρακτικών στα οποία παραπέμπουμε, γιατί στην απαντητική μας γίνονται κάποιες παραπομπές σε κάποια ερυθρά από τον συγκεκριμένο δείχνει την εικόνα της διερεύνησης που έγινε από το Συμβούλιο.
Δικαστήριο: Αυτά τα ερυθρά δεν έχουν επισυναφθεί στις ενστάσεις;
κα Ιακώβου: Όχι.
Δικαστήριο: Στο παρόν στάδιο κρατείστε τους φακέλους.
[…]
κα Ιακώβου: Πάνω σε αυτό που συζητήθηκε τώρα, είναι και ο λόγος που ίσως να ήταν σκόπιμο το Δικαστήριο να δει τον διοικητικό φάκελο, ειδικά το σύνολο των πρακτικών της συγκεκριμένης συνεδρίας. Φαίνεται κάπως και από το τι έχει παρουσιαστεί από ό,τι [sic] στις ενστάσεις της καθ’ ης η αίτηση, όπου φαίνονται μερικές φορές η διερεύνηση που έγινε σε σχέση με άλλους αξιωματικούς, σε σχέση με τους αιτητές, που φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα, ενώ στην περίπτωση του συγκεκριμένου αιτητή για κάποιο λόγο δεν έγινε διερεύνηση εξατομικευμένη. Δηλαδή σε ορισμένες περιπτώσεις, κάνουν αναφορά σε κάποια προσόντα ή ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα και γι’ αυτό κρίθηκαν ως ευδοκίμως τερματίσαντες, ενώ στην περίπτωση των αιτητών, ενώ είχαν τα προσόντα και πολύ περισσότερα από τα απαιτούμενα και είχαν προοπτικές ανέλιξης, δεν διερευνήθηκαν αυτά τα ζητήματα και προχώρησαν παρόλα αυτά τα προσόντα στον ευδόκιμο τερματισμό τους. Αυτά είναι θέματα που φαίνονται και από τον διοικητικό φάκελο. […]»
Ο διοικητικός φάκελος όμως δεν κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Το ζήτημα αυτό τέθηκε ως λόγος έφεσης ως ακολούθως:
«ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει και να λάβει ως τεκμήρια τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους.
(α) Παρόλο ότι έγιναν ειδικές αναφορές από την πλευρά των αιτητών στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους τόσο μέσω των αγορεύσεων όσο και κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να λάβει αυτούς ως τεκμήρια και να εξετάσει το περιεχόμενο τους.
(β) Ως αποτέλεσμα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί την πλάνη της καθ’ ης η αίτηση καθώς και τη διακριτική μεταχείριση των αιτητών και τη μη παροχή οποιασδήποτε αιτιολογίας ως προς τούτο αφού δεν είχε ενώπιον του τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους.»
Αναπτύσσοντας τον λόγο αυτό στην αγόρευση τους οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η παραπάνω παράλειψη αγγίζει τον πυρήνα της δίκαιης δίκης και οδηγεί, σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν, αναπόφευκτα στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα αναθεωρητικού ελέγχου. Τέτοιος έλεγχος προϋποθέτει την προσκόμιση του φακέλου της υπόθεσης.
Η παρουσίαση του φακέλου αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη διερεύνηση της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται. Η κατάθεση του φακέλου κατά κανόνα επιβάλλεται, εκτός αν συγκατατεθούν τα μέρη και εγκρίνει το δικαστήριο την προσαγωγή αντιγράφων όλων των ουσιωδών στοιχείων του φακέλου (Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 ΑΑΔ 398 και CD Hay Properties Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 3 AAΔ 238).
Οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν την πάγια νομολογία ότι η κατάθεση του φακέλου κατά κανόνα επιβάλλεται. Εν προκειμένω όμως εισηγήθηκαν ότι όλα τα επίδικα θέματα αφορούσαν σε νομικά ζητήματα και ως εκ τούτου η προσκόμιση των διοικητικών φακέλων δεν κρίθηκε αναγκαία και/ή απαραίτητη. Ισχυρίστηκαν ότι η μη κατάθεση του διοικητικού φακέλου έγινε με την συγκατάθεση των μερών και την έγκριση του δικαστηρίου, για το λόγο ότι όλα τα αντίγραφα όλων των σχετικών με την υπόθεση στοιχείων του φακέλου είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Η απόφαση για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των εφεσειόντων ήταν αυτούσια ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο προέβη στην αξιολόγηση της. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατά την λήψη της απόφασης του δεν προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, αλλά εξετάζει την κάθε περίπτωση εξατομικευμένα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Άρθρο 38(8) των σχετικών Κανονισμών. Εφόσον η διαδικασία δεν είναι συγκριτικής φύσεως σε σχέση με άλλους αξιωματικούς, που δεν κρίθηκαν ευδοκίμως υπηρετήσαντες ώστε να αφυπηρετήσουν για λόγους δημοσίου συμφέροντος και συνέχισαν την υπηρεσία τους προαγόμενοι, η παρουσία του διοικητικού φακέλου θα ήταν αλυσιτελής, αφού δεν θα παρείχε οποιεσδήποτε επιπρόσθετες πληροφορίες πέραν από αυτές που το Συμβούλιο είχε ενώπιον του και τις χρησιμοποίησε για να ελέγξει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης.
Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι τα μέρη συγκατατέθηκαν και το δικαστήριο ενέκρινε όπως μη κατατεθεί αυτούσιος ο φάκελος, αλλά να υποκατασταθεί με προσαγωγή αντιγράφων όλων των ουσιωδών στοιχείων του φακέλου, δεν υποστηρίζεται από τα πρακτικά τα οποία έχουμε παραθέσει. Αντιθέτως, σαφής ήταν η πρόθεση της κας Ιακώβου, τόσο στην πρώτη της παρέμβαση, όσο, ιδιαιτέρως, και στη δεύτερη, όπως κατατεθεί ο φάκελος, δίδοντας και εξήγηση για την αναγκαιότητα του.
Κατά δεύτερο λόγο οι εφεσίβλητοι εισηγούνται πως ό,τι θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου είχε τεθεί, χωρίς να ήταν αναγκαία η κατάθεση του φακέλου και μάλιστα των φακέλων άλλων προσώπων, εφόσον η διαδικασία δεν θα μπορούσε να ήταν συγκριτικής φύσεως.
Εν πάση περιπτώσει, είναι γεγονός ότι οι εφεσείοντες εκείνο που είχαν ζητήσει με τις προσφυγές τους ήταν η ακύρωση των αποφάσεων που τους αφορούν και όχι την παραμονή άλλων στο στράτευμα και την προαγωγή τους, αντί των ιδίων. Έθεσαν, όμως, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τη θέση ότι έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης και αξιολόγησης από άλλους που είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά και ότι σε αρκετές περιπτώσεις είχαν τα ίδια ή περισσότερα προσόντα από άλλους που δεν κρίθηκαν ευδοκίμως τερματίσαντες, ώστε να προκύπτει άνιση μεταχείριση, κατάχρηση εξουσίας, αυθαιρεσία και κατ’ επίφαση επίκληση του λόγου δημοσίου συμφέροντος. Ως προς τη θέση περί διαφορετικής μεταχείρισης στον τρόπο αξιολόγησης έδωσαν ως παράδειγμα η περίπτωση συγκεκριμένου αξιωματικού.
Η νομολογία είναι πάγια και σαφής. Όπως επαναλήφθηκε στην Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (1989) 3 ΑΑΔ 741:
«…Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης. Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεση τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα. Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης. Όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης. (Βλ. μεταξύ άλλων, Ierides ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, και Angelidou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 520). Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης.»
Η μη κατάθεση των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων των αναγκαίων σχετικών στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η πλήρης και ασφαλής άσκηση δικαστικού ελέγχου υπό το φως των ισχυρισμών των εφεσειόντων, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Θα ήταν αντινομικό να εξετάσουμε άλλους λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε αποφάσεις που λήφθηκαν χωρίς το αναγκαίο υπόβαθρο και κατά συνέπεια χωρίς υπόσταση στο στερέωμα του δικαίου. Καθίσταται αναγκαία η επανεκδίκαση επί τη βάσει των όσων επιτάσσει η νομολογία. Είναι δε ορθό η επανεκδίκαση να γίνει από άλλο μέλος του Διοικητικού Δικαστηρίου, εφόσον ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής κατέληξε σε οριστικά ευρήματα.
H έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένων των διαταγών για έξοδα, παραμερίζεται.
Διατάσσεται επανεκδίκαση υπό νέα σύνθεση με βάση τα όσα κρίναμε ανωτέρω το συντομότερο δυνατόν.
Έξοδα €3.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Μ. Καλλιγέρου, Δ.
/φκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο