EDA HANCER v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 116/2020, 9/4/2025
print
Τίτλος:
EDA HANCER v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 116/2020, 9/4/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 116/2020)

 

10 Απριλίου, 2025

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]

 

 

EDA HANCER

Εφεσείουσα

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εφεσιβλήτων

____________________

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους

____________________

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Το άρθρο 109 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, N. 141(I)/2002 (ο «Νόμος»), το οποίο ρυθμίζει την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη, δυνάμει γέννησης ή καταγωγής, προνοεί:

 

 

«109. - (1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησής του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού ή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ζούσε ο γονέας αυτός κατά το χρόνο της γέννησης του εν λόγω προσώπου, ο γονέας αυτός θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:»

 

 

Την ανωτέρω διάταξη συμπληρώνει  η ακόλουθη επιφύλαξη:

 

 

«Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.»

 

 

 

Τα κριτήρια, τα οποία θα πρέπει να ικανοποιούνται πλήρως προτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορέσει να ενεργοποιήσει την ευχέρεια που του παρέχεται από την ανωτέρω επιφύλαξη, καθώς και ο τρόπος άσκησής τους, είναι τα πιο  κάτω, όπως αυτά εγκρίθηκαν με την Πρόταση Αρ. 122/2007 και Απόφαση Αρ. 65.067, ημερομηνίας 14.2.2007, του Υπουργικού Συμβουλίου:

 

«α)      Παιδιά τα οποία γεννήθηκαν κατά ή πριν τις 20.7.1974.

 

 β)       Παιδιά των οποίων ο αλλοδαπός γονέας δεν είναι Τούρκος υπήκοος αλλά υπήκοος άλλης χώρας (ευρωπαίος υπήκοος ή υπήκοος άλλων χωρών με τις οποίες ισχύει το καθεστώς της αμοιβαιότητας.)

 

 γ)       Παιδιά των οποίων ο γάμος των γονέων τους τελέστηκε στο εξωτερικό οποτεδήποτε ή στην Κύπρο πριν από τις 20.7.1974.

 

δ)        Παιδιά των οποίων ο/ή Τουρκοκύπριος πατέρας / μητέρα είχε σχέσεις με Τούρκο υπήκοο ανεξάρτητα από τα γεγονότα του 1974 (λόγω σπουδών ή απασχόλησης εκτός Κύπρου).

 

ε)        Παιδιά των οποίων οι γονείς κατοικούν στο μικτό χωριό Πύλα.»

 

 

 

Το ανωτέρω άρθρο παρέχει δικαίωμα σε κάποιο να αιτηθεί την παραχώρηση, σε αυτόν, Κυπριακής υπηκοότητας, δεν δημιουργεί όμως υποχρέωση στο Κράτος να ικανοποιήσει το οποιοδήποτε υποβληθέν αίτημα. Η παραχώρηση της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη και της Κυπριακής υπηκοότητας αποτελεί διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και έκφραση του κυριαρχικού δικαιώματος του Κράτους. Εξουσία, με την οποία περιβάλλεται για να επιλέγει τους πολίτες του και αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας του, αναγνωρισμένη, τόσο από το Σύνταγμα, όσο και Διεθνείς Συμβάσεις. Το δικαίωμα είναι απόλυτο, με μόνη υποχώρηση στο δικαίωμα αυτό, να διέπεται από επίδειξη καλής πίστης.

 

Στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, η οποία κυρώθηκε από τη Δημοκρατία την 27.3.2979, με τίτλο «Convention on Certain Questions Relating to the Conflict of Nationality LawsThe Hague», ημερομηνίας 12 Απριλίου, 1930, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Article 1 – It is for each State to determine under its own law who are its nationals. This law shall be recognized by other States in so far as it is consistent with international conventions, international custom, and the principles of law generally recognized with regard to nationality.

 

Article 2 – Any question as to whether a person possesses the nationality of a particular State shall be determined in accordance with the law of that State.»

 

 

 

Όπως το έθεσε ο καθηγητής Δ.Θ. Τσάτσος στο Σύγγραμμά του «Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου», Δίκαιο και Πολιτική 3, έκδ. 1980, σελ. 256:

 

«Η ιθαγένεια αποτελεί έννομη σχέση  - μόνιμο δημοσίου δικαίου θεσμό – μεταξύ πολιτείας και ανθρώπου, από την οποία προσδιορίζεται η νομική ιδιότητα ενός ανθρώπου ως μέλους του λαού ορισμένης πολιτείας. Κάθε πολιτεία ρυθμίζει με το δίκαιο της κυριαρχικά πότε και πώς ένα πρόσωπο αποκτά και αποβάλλει την ιθαγένεια της πολιτείας του.

 

Η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για υποβολή αιτήματος δεν παρέχει άνευ ετέρου το δικαίωμα, αλλά προσδοκία απόκτησης του δικαιώματος εγγραφής ως Κύπριου υπηκόου. (Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66).

 

Η ευχέρεια ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel v. Δημοκρατίας (2010) 4 Α.Α.Δ. 698:

 

«… η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη.  Κανένας δεν έχει απόλυτο νομικό δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, αλλά μόνο δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας εφόσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι συντρέχουν, στην περίπτωσή του, οι προϋποθέσεις του Άρθρου ….»

 

Λέχθηκε, χαρακτηριστικά, στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, πως:

 

«… η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης.»

 

Σημειώνεται ότι, το σκεπτικό της Yousife Mohamad (ανωτέρω), υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20.

 

 Στην Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας  (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, λέχθηκαν τα εξής, άμεσα σχετικά και διαφωτιστικά:

 

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.»

 

 

 

(Δέστε επίσης Magid Rahimzadeh v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., ΕΔΔ 119/2020, ημερ. 25.2.2025, Issa E.E. Alyatim v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (2016) 3 ΑΑΔ 496.)

 

Η Εφεσείουσα γεννήθηκε το 1978 στη Λευκωσία από μητέρα Τουρκοκύπρια και πατέρα Τουρκικής καταγωγής και έχει και η ίδια την Τουρκική υπηκοότητα. Στις 19.7.2004, αποτάθηκε στην αρμόδια Υπηρεσία, με αίτημα για εγγραφή ενήλικα προσώπου Κυπριακής καταγωγής, το οποίο γεννήθηκε μετά τις 16 Αυγούστου 1960, ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Λόγω μη λήψης οιασδήποτε απάντησης στο αίτημά της, με επιστολή της δικηγόρου της, ημερομηνίας 2.2.2015, προς τον Υπουργό Εσωτερικών και τον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ζήτησε να πληροφορηθεί για την πορεία της αίτησής της και έλαβε την εξής απάντηση, με επιστολή, ημερομηνίας 10.3.2015:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 02/02/2015 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση της πελάτιδάς σας δεν εμπίπτει στα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 14/02/2007 (σας επισυνάπτονται για εύκολη αναφορά) και γι' αυτό η εξέτασή της δεν μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω.  Ως εκ τούτου η αίτηση τέθηκε στη λίστα αναμονής Αρ. 688 ώστε να εξεταστεί ευνοϊκά σε περίπτωση επέκτασης των κριτηρίων του Υπουργικού Συμβουλίου.»

 

 

Εκλαμβάνοντας το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής ως, απορριπτική του αιτήματος της, απόφαση, η Εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 625/2015, προβάλλοντας τους ακόλουθους, μεταξύ άλλων, λόγους ακυρώσεως:

 

-      Λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 109 του Νόμου.

-      Λήφθηκε κατά παράβαση του Ενωσιακού Δικαίου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, στερώντας, από την Εφεσείουσα, το δικαίωμα του Ευρωπαίου πολίτη.

-      Παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ειδικότερα την αρχή της ισότητας λόγω εθνοτικής καταγωγής.

-      Λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και υπό καθεστώς πλάνης.

 

Αποτέλεσε εισήγηση της Εφεσείουσας, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ότι η επιφύλαξη του άρθρου 109(Ι)/2002 του Νόμου, δυνάμει της οποίας εισάγεται εξαίρεση από την αυτόματη αναγνώριση όταν ο ένας γονέας εισέλθει ή διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία,  επιδρά κυρίως εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, αν ληφθούν υπόψη και τα κριτήρια τα οποία έχει καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, και τα οποία σχετίζονται με τα γεγονότα του 1974.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση, η εν λόγω εξαίρεση, παρά το γεγονός ότι θέτει ένα ουδέτερο κριτήριο, ήτοι αυτό της νομιμότητας της εισόδου ή παραμονής των γονέων, έμμεσα πλήττει, με δυσανάλογο τρόπο, τους Τουρκοκύπριους.

 

Προωθήθηκε, περαιτέρω, η εισήγηση ότι, η εισαγωγή, ως κριτηρίου εξαίρεσης, της νομιμότητας της εισόδου ή παραμονής των γονέων συνιστά, από μόνη της, διάκριση σε, παρεχόμενο και προβλεπόμενο  από τον Νόμο, δικαίωμα. Τέτοιο, δε, κριτήριο δεν έχει σχέση με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στη βάση του συστήματος της εκ καταγωγής παραχώρησης της υπηκοότητας (jus sanguinis).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τις εγερθείσες, από την εφεσίβλητη, προδικαστικές ενστάσεις περί μη εκτελεστότητας της επίδικης πράξης, αποφάσισε επί της ουσίας, απορρίπτοντας την προσφυγή.  Έκρινε, συνοπτικά, ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ούτε εισάγεται οιαδήποτε δυσμενής διάκριση εις βάρος της Εφεσείουσας από την επιφύλαξη του Νόμου και τα θεσπισθέντα κριτήρια.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης βάλλεται με επτά λόγους έφεσης, η συνισταμένη των οποίων εντοπίζεται, όπως το συγκεκριμενοποίησε η κα Χαραλαμπίδου, στο ότι:

 

«… η επιφύλαξη του άρθρου 109 και τα κριτήρια τα οποία έχουν υιοθετηθεί για την εφαρμογή της στη βάση της άσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας, συνιστούν έμμεση διάκριση, λόγω της εθνοτικής καταγωγής ή και κοινότητας.»

 

Αποδέχθηκε, συνάμα, ότι δεν  αμφισβητούνται, ούτε τα γεγονότα, ούτε ότι η απόφαση λήφθηκε στη βάση της επιφύλαξης του άρθρου 109. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφισβήτηση ότι ουδέν από τα αναφερόμενα κριτήρια, που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, πληρείται στην περίπτωση της Εφεσείουσας.

 

Προώθησε, περαιτέρω, τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ζητήματα που άπτονται παραβάσεων του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, της ίσης μεταχείρισης, δυνάμει του Πρωτοκόλλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αρχής της Ισότητας, δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

 

Σε παρατήρηση ότι δεν υπήρξε η δέουσα δικογράφηση, όπως είναι και η θέση της Εφεσίβλητης, απάντησε πως γίνεται αναφορά στους λόγους ακύρωσης, αλλά, κυρίως, έγινε εκτεταμένη ανάλυση στην αγόρευσή της, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η Εφεσίβλητη απαντά πως οι νομοθετικές διατάξεις, τις οποίες επικαλέστηκε η Εφεσείουσα στην αγόρευσή της, είναι γενικές και αόριστες και, συνεπώς, απορριπτέες, αφού δεν τεκμηριώθηκε επί μέρους και ειδικά ποια παράβαση έγινε.

 

Έχουμε διεξέλθει τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανέπτυξαν.

 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως:

 

«… έκαστος των διαδίκων, με τις έγγραφες προτάσεις του, εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως.» 

 

Η εν λόγω πρόνοια αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε πολλές αποφάσεις του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τη νομολογία να συγκλίνει στο ότι με αυστηρότητα πρέπει να τηρείται η πρόνοια αυτή. Επισημάνθηκε στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, πως:

 

«Η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων.  Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.»

 

 

Η ανάγκη δικογράφησης των νομικών θεμάτων καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη όταν εγείρονται συνταγματικές παραβάσεις και επέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα.

 

Στην Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598, επισημάνθηκε ότι, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει, αναπόφευκτα, την ορθότητα της νομικής βάσης, με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

 

Εξηγήθηκε, δε, στην Χριστοδουλίδης (ανωτέρω) πως:

 

«Επί συνταγματικών δε θεμάτων, η αναγκαιότητα έγερσης τους με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 α.α.δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).  Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).  Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ 59, το Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει ζήτημα που αφορούσε νομικό σημείο που δεν είχε καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικευόταν στο δικόγραφο κατ΄ αντίθεση προς τις ρητές πρόνοιες του Κανονισμού 7.  Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο Διοικητικό Δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα  συζητηθεί η υπόθεση.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, καταγράφεται, στους λόγους ακύρωσης, μια γενική αναφορά σε παραβίαση του Πρωτοκόλλου 12 της ΕΣΔΑ, του Ενωσιακού Δικαίου και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Έγινε μεν, πρωτοδίκως, ανάλυση του νομικού αυτού ζητήματος, στην αγόρευση της συνηγόρου της Εφεσείουσας, πλην όμως η γενικότητα στη διατύπωση, κατά παράβαση των αρχών που διέπουν τη δικογράφηση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο την περαιτέρω και εις βάθος ενασχόληση με τούτο.

 

Παρεμβάλλουμε ότι, παρόμοια ζητήματα έθεσε και ενώπιόν μας, μέσω της εκτεταμένης επιχειρηματολογίας της, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, επικαλούμενη και γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτονταν από την αίτηση ακυρώσεώς της.  Συνιστούν, συνοπτικά, θέματα που άπτονται παραβιάσεων της ιδιωτικής ζωής της Εφεσείουσας, σε συνάρτηση με παραβίαση του Ενωσιακού Δικαίου.  Πλην όμως, και δεδομένου ότι τούτα, ορθά, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι νομολογιακά επιτρεπτό να εξεταστούν στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας μας. (Γ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, 52, Μarinos Demetriou Jewellery Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας, ΕΔΔ 58/2020, 4.2.2025).

 

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την, ουσιαστική, εισήγηση της συνηγόρου της Εφεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερεί, από αυτήν, την ιδιότητα της Ευρωπαίας πολίτιδος και ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ένωσης. Ορθά παρέπεμψε στην απόφαση του ΔΕΕ C-135/08 Rottman, στις σκέψεις 39 και 48, τις οποίες παραθέτουμε:

 

«39. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους (αποφάσεις Micheletti κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 10, της 11ης Νοεμβρίου 1999, C-179/98, Mesbah, Συλλογή 1999, σ. I-7955, σκέψη 29, και της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02, Zhu και Chen, Συλλογή 2004, σ. Ι-9925, σκέψη 37).

 

48. Η επιφύλαξη που επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης του δικαίου της Ένωσης δεν θίγει την αρχή του διεθνούς δικαίου που έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο και υπενθυμίστηκε παραπάνω στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας, αλλά θέτει την αρχή ότι, όταν πρόκειται για πολίτες της Ένωσης, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον αφορά τα δικαιώματα που απονέμει και προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση έκδοσης απόφασης για την ανάκληση της πολιτογράφησης, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη.».

 

Η ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη και τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στους πολίτες που έχουν αυτή την ιδιότητα, αποτελεί απόρροια της κτήσης υπηκοότητας κράτους μέλους. Όπως αναγνωρίζεται στην ανωτέρω υπόθεση, στην οποία η συνήγορος της Εφεσείουσας παρέπεμψε, η πολιτογράφηση και η παραχώρηση ιθαγένειας αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Αυτή η παραχώρηση ιθαγένειας κράτους μέλους είναι που δημιουργεί, κατά λογική ακολουθία, υποχρέωση στο κράτος μέλος να σεβαστεί τα δικαιώματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει για τους πολίτες της. Σημειώνεται πως ο αιτητής, εκεί, ήταν πολίτης Ευρωπαϊκού κράτους και το επίμαχο ζήτημα αφορούσε ανάκληση πολιτογράφησης, ζήτημα το οποίο διέπεται από άλλες αρχές.

 

Διαφορετικά γεγονότα εντοπίζονται και στην υπόθεση του ΕΔΑΔ,  Genovese v. Malta, no. 53124/09, την οποία επικαλείται η Εφεσείουσα, όπου αφορούσε τέκνο το οποίο είχε γεννηθεί εκτός γάμου και ο πατέρας του δεν το είχε αναγνωρίσει. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αναφέρεται στην παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, κατόπιν συγκεκριμένων επιπτώσεων στην κοινωνική ταυτότητα του ατόμου. Γιαυτό και η κατάληξη του Δικαστηρίου:

 

«Nevertheless, the Court has previously stated that it cannot be ruled out that an arbitrary denial of citizenship might in certain circumstances raise an issue under Article 8 of the Convention because of the impact of such a denial on the private life of the individual (see Karassev v. Finland (dec.), no. 31414/96, ECHR 1999-II, and Slivenko v. Latvia (dec.) [GC], no. 48321/99, § 77, ECHR 2002-II).»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη γενικότητα του λόγου ακυρώσεως 6 «περί παραβίασης του άρθρου 28 και ειδικότερα της αρχής της ισότητας λόγω εθνοτικής καταγωγής», την εξέτασε στο γενικότερο πλαίσιο της κυρίαρχης εξουσίας του Κράτους να επιλέγει τους πολίτες του, καταλήγοντας πως δεν δημιουργείται, από την εισαγωγή της εξαίρεσης στο άρθρο 109 του Νόμου, οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη διάκριση, ούτε ότι παραβιάζεται οποιαδήποτε συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη.

 

Η συνήγορος της Εφεσείουσας χαρακτηρίζει ως ανεπίτρεπτα πλημμελή αιτιολόγηση την απόρριψη της θέσης της, επικαλούμενη, προς ενίσχυσή της, αποφάσεις του ΕΔΑΔ, μεταξύ των οποίων και τις ανωτέρω αναφερθείσες, τις οποίες ήδη σχολιάσαμε.

 

Η αντίθετη προσέγγιση της συνηγόρου της Εφεσίβλητης είναι πως το άρθρο 109 είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και δη την Αρχή της Ισότητας, αφού σκοπός του δεν είναι να δημιουργήσει διακρίσεις μεταξύ προσώπων, αλλά να θεσπίσει τα πλαίσια, στα οποία είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να νομιμοποιεί καταστάσεις και ενέργειες παράνομες και ενάντιες στα συμφέροντα της Δημοκρατίας.

 

Επί των ανωτέρω εισηγήσεων επισημαίνουμε.

 

Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου», ο οποίος απαντάται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την έννοια ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (Ανδρέας Σωτηριάδης ν. Παντελή Θεοφυλάκτου (2002) 3 ΑΑΔ 56). Αρχή, η οποία ενσωματώθηκε στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), όπου το άρθρο 38(3) προνοεί πως: «Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων

 

Το Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αντίστοιχο με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αναλύεται στη σκέψη 46 της Koka Poirreg v. France Νο. 40892/98, 30.09.2003):

 

«Διάκριση θεωρείται δυσμενής για τους σκοπούς του Άρθρου 14 της Σύμβασης, όταν δεν έχει καμία αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, δηλαδή εάν δεν επιδιώκει ένα νόμιμο σκοπό ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας, μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί.»

…. a distinction is discriminatory, for the purposes of Article 14, if it «has no objective and reasonable justification» that if it does not pursue a «legitimate aim» or if there is not a «reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim sought to be realized.»)

 

Σχετική αναφορά εντοπίζεται στις αποφάσεις Kyriakides v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 390, Παύλου v. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α. (1987) 1 C.L.R. 252).

 

Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι: «… ίση ρύθμιση υφίσταται – είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις  αφορά αυτή – όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η ομοία μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων (Σύγγραμμα “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” Αριστόβουλου Μάνεση).»

 

Η Αρχή της Ισότητας, όπως τονίστηκε στην Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 4Β ΑΑΔ 680, σημαίνει:

 

«… την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων.»

 

Αναφορικά με το πότε υφίσταται διαφορετική μεταχείριση, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Vrountou v. Cyprus, Απόφαση ΕΔΑΔ, Application No. 33631/06, ημερ. 13.1.2016, ότι:

 

«There will be a difference in treatment if it can be established that other persons in an analogοus or relevantly similar situation enjoy preferential treatment.».

 

Τόσο το άρθρο 109 διά της επιφύλαξής του, όσο και τα κριτήρια, δεν θέτουν αυθαίρετες διακρίσεις εις βάρος Τουρκοκυπρίων ή όσων γεννήθηκαν από Τούρκους γονείς, ως η εισήγηση της Εφεσείουσας.  Διασφαλίζουν ένα εύλογο και θεμιτό πλαίσιο παραχώρησης υπηκοότητας, δοθέντων των καταστάσεων και συνθηκών που δημιούργησαν τα γεγονότα του 1974, ως απόρροια της Τουρκικής εισβολής και της, μέχρι σήμερα, κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Γεγονότα και συνέπειες που αναγνωρίζονται, μεταξύ άλλων, και μέσα από το σκεπτικό αποφάσεων του ΕΔΑΔ (Cyprus v. Turkey (2001) ECHR, 25781/94, 20.05.2001, Loizidou v. Turkey, Appl. No.15318/89 18.12.1996). 

 

Ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή η εισήγηση της συνηγόρου της Eφεσείουσας πως, αυτοδίκαια, διά του άρθρου 109 του Νόμου, η πελάτιδα της δικαιούται στην απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, δεδομένου του λεκτικού του άρθρου και των κριτηρίων που πρέπει να ικανοποιούνται.

 

Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, το Κράτος, ενεργώντας κυριαρχικά, έχει δικαίωμα και οφείλει, να προστατεύσει τους πολίτες του από δυσμενείς επιπτώσεις και οδυνηρές συνέπειες.

 

Απόλυτα σχετική η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Zeggai v. Γαλλίας, υπόθεση 12456/19, ημερ. 13.10.2022, που αφορούσε απόρριψη αιτήματος για απόκτηση πιστοποιητικού Γαλλικής υπηκοότητας. Ο αιτητής επικαλέστηκε το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), και υποστήριξε, ιδίως, ότι είχε πέσει θύμα διάκρισης μεταξύ ατόμων που γεννήθηκαν στη Γαλλία από γονείς γαλλικής καταγωγής, μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας, όπως τα αδέρφια του, στα οποία δόθηκε υπηκοότητα. Το Δικαστήριο, εντοπίζοντας ότι ο αιτητής θα μπορούσε με άλλους τρόπους να διασφαλίσει την παραμονή του στη Γαλλία, παρατήρησε (και αυτό είναι που ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση) ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του προσφεύγοντος και των αδελφών του δεν αφορούσε στην αρχή της πρόσβασης στη Γαλλική ιθαγένεια, αλλά στους τρόπους πρόσβασης σε αυτή. Έχοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στο Καθ’ ου η αίτηση κράτος, το ΕΔΑΔ δέχθηκε ότι τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν ανάλογα με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορετική μεταχείριση που κατήγγειλε ο προσφεύγων στην απόλαυση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής είχε, επομένως, βασιστεί σε αντικειμενική και λογική αιτιολόγηση. Ως εκ τούτου, δε διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ.

 

Συνεπώς, οι περιστάσεις της υπόθεσης Zeggai (ανωτέρω) δικαιολογούσαν και επέτρεπαν τη διαφοροποίηση, παρά το γεγονός ότι αφορούσαν αδέλφια που είχαν τους ίδιους γονείς και γεννήθηκαν στην ίδια χώρα, χωρίς να διαπιστώνεται δυσμενής διάκριση.  Πολύ περισσότερο, στην ενώπιόν μας περίπτωση, υπό το φως των γεγονότων που έχουμε ήδη παραθέσει, ουδεμία διάκριση εντοπίζεται.

 

Υπογραμμίζουμε πως, τόσο το άρθρο 109, το οποίο, όπως ανωτέρω αναφέρουμε, δεν δημιουργεί άνευ ετέρου απόλυτο δικαίωμα, αφού πρέπει να διαβάζεται μαζί με την επιφύλαξή του, όσο και τα κριτήρια, παρέχουν ευρεία εξουσία στο Κράτος να αποφασίζει. Η μόνη υποχρέωσή του είναι να ενεργεί καλόπιστα. Και δεν έχουμε παραπεμφθεί, ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός περί κακοπιστίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Όπως επισημάναμε ανωτέρω, η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης αφήνει την εξουσία στο κάθε κράτος να αποφασίζει για τους πολίτες του.

 

 Στα πλαίσια, επομένως, της κυριαρχικής του εξουσίας, το Κράτος θέσπισε τον Νόμο και τα κριτήρια, τα οποία τελούν σε εύλογη σχέση αναλογικότητας και σε πλήρη, αντικειμενική, συνάρτηση με τις ιδιάζουσες συνθήκες που βιώνει η Κυπριακή Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, ουδεμία αυθαίρετη διάκριση εισάγουν εις βάρος συγκεκριμένης ομάδας προσώπων.

 

Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται. Δεδομένου του καινοφανούς του θέματος, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

              

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

                                                               Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                               Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

/ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο