
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.12/20)
14 Απριλίου, 2025.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
(Ο.Σ.Ε.Λ.) ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσίβλητης.
Α. Μαππουρίδης, για Ρίκκος Μαππουρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ και Χρ. Ν. Ματθαίου, για Εφεσείοντες
Δ. Καλλή (κα), Ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
Μ. Χριστοφή (κα), για Ηλίας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
-------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Αιτητές με την Προσφυγή τους ζητούσαν την ακύρωση απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ.29.11.19, να κατακυρώσει τη Σύμβαση Παραχώρησης Α για την παροχή δημόσιων επιβατικών μεταφορών με λεωφορεία για την Επαρχία Λευκωσίας, στην κοινοπραξία Malta Lines Ltd and Kapnos Airport Shuttle Ltd («Ενδιαφερόμενο Μέρος») αντί στους Εφεσείοντες.
Είναι αναγκαία η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης.
Η Εφεσίβλητη στις 23.7.19 προκήρυξε ανοικτό διαγωνισμό για την ανάθεση έξι συμβάσεων παραχώρησης για παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών με λεωφορεία (στο εξής ο «Διαγωνισμός»). Στις 25.10.19, τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών, υποβλήθηκαν ηλεκτρονικά δεκαπέντε προσφορές μεταξύ των οποίων και των Εφεσειόντων και του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Συγκεκριμένα, για την επαρχία Λευκωσίας (σύμβαση παραχώρησης Α) υποβλήθηκαν δυο προσφορές αυτή των Εφεσειόντων και του Ε.Μ.
Ακολούθησε η αξιολόγηση των προσφορών από την Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία κατέληξε σε σύνταξη έκθεσης αξιολόγησης στις 21.11.19 με την εισήγηση όπως η επαρχία Λευκωσίας κατακυρωθεί στον οικονομικό φορέα «Consortium MLKP Malta Lines Ltd and Kapnos Airport Shuttle Ltd» μέρους (στο εξής η «κοινοπραξία» ή το Ενδιαφερόμενο Μέρος) ως η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής άποψης προσφορά για το ποσό των €175.643.155,40 πλέον ΦΠΑ με δικαίωμα της Αναθέτουσας Αρχής να επεκτείνει τις υπηρεσίες μέχρι 50% για το ποσό των €83.454.000 πλέον ΦΠΑ.
Η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης υποβλήθηκε στις 22.11.19 στο Συμβούλιο Προσφορών το οποίο σε συνεδρία του ημερομηνίας 28.11.19 αποφάσισε την υιοθέτηση της εισήγησης της Επιτροπής. Ενημερώθηκαν δε οι ενδιαφερόμενοι με επιστολές ημερομηνίας 29.11.19.
Το Διοικητικό Δικαστήριο (Ε. Μιχαήλ, Δ.Δ.Δ.) αφού εξέτασε τους λόγους ακύρωσης και αναλύοντας τους σχετικούς όρους του Διαγωνισμού, αποφάσισε ότι η προσφορά του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν έγκυρη, ότι δεν υπήρχε πρόβλημα με τη δικαιοπρακτική ικανότητα του ή με το «συμβάλλεσθαι», ότι υπήρξε συμμόρφωση με τους όρους του διαγωνισμού και δεν υπήρξε ψευδής δήλωση ή απόκρυψη σε σχέση με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των μελών της κοινοπραξίας, αφού, μεταξύ άλλων, στηρίζεται στη Μαλτέζικη εταιρεία Malta Public Transport Services (Operations) Ltd. Ως συνεπεία, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή.
Με την έφεση τους, οι Εφεσείοντες προβάλλουν έξι μακροσκελείς λόγους έφεσης τους οποίους θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε.
Προβάλλεται ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε δικαιοπρακτική ικανότητα και λανθασμένα δεν υιοθέτησε ή δεν εφάρμοσε ορθά την απόφαση Κοινοπραξία L.T. Partners Communications Services Ltd κ.ά. v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά., Αρ.2362/06, 18.1.07. Εν γένει λανθασμένα έκρινε για την ικανότητα του συμβάλλεσθαι του Ε.Μ. (Λόγοι έφεσης 1, 3 και 4).
Ακόμα προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Διοικητικού Δικαστηρίου για απόρριψη του τέταρτου λόγου ακύρωσης, ότι δηλαδή το Ενδιαφερόμενο Μέρος προέβη κατά την υποβολή της Προσφοράς του, σε ψευδείς δηλώσεις και απέκρυψε πληροφορίες (Λόγος έφεσης 2). Επίσης ότι εσφαλμένα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντισυμβαλλόμενος της εταιρείας Kapnos στη Δήλωση-Έντυπο 4 δεν είναι η Δημοκρατία έτσι ώστε να απαιτείτο η υποβολή Βεβαίωσης από δημόσια αρχή. (Λόγος έφεσης 5).
Περαιτέρω, τίθεται πως εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον να προωθούν τον τρίτο λόγο ακύρωσης. Ειδικότερα, είναι εσφαλμένα και ή πεπλανημένα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το διαπιστωθέν ελάττωμα και/η παρατυπία στο οποίο εδραζόταν ο τρίτος λόγος ακύρωσης της συνέτρεχε και/ή διαπιστωνόταν και σε σχέση με την προσφορά των Εφεσειόντων (Λόγος έφεσης 6).
Θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης με την εξής παρατήρηση.
Η επιχειρηματολογία και η ανάλυση των ευπαίδευτων συνηγόρων όλων των πλευρών υπήρξε εκτεταμένη σε δεκάδες σελίδες και με πλήθος συσχετισμών σε έγγραφα των φακέλων και της δικογραφίας. Οι θέσεις αυτές έχουν μελετηθεί στην πλήρη τους εμβέλεια χωρίς να μπορεί να επαναληφθεί η όλη επιχειρηματολογία. Είναι αρκετό να επικεντρωθούμε στις κύριες τους θέσεις και τον κορμό των επιχειρημάτων τους, θυμίζοντας τα λεχθέντα από τη νομολογία μας, όπως συνοψίσθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Αναφορικά με το Άρθρο 9(2)γ του περί Απονομής της Δικαιοσύνης, Αίτ.9/23, 21.2.24:
«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ.490:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»»
(Βλ., επίσης, Κώστουλος και Σία Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.98/14, 1.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C26 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.176/18, 11.12.19, ECLI:CY:AD:2019:B4).
Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται μια ομαδοποίηση των λόγων έφεσης για μια ευχερέστερη εξέταση αυτών.
Οι λόγοι 1, 3 και 4 στην ουσία αφορούν όλοι το θέμα της δικαιοπρακτικής ικανότητας της Κοινοπραξίας και των μελών της να συμμετέχουν στο ως άνω διαγωνισμό και να προχωρήσουν στην εκτέλεση του αντικειμένου του.
Ο όρος του Διαγωνισμού που εδώ ενδιαφέρει είναι ο όρος 6 (σε συνδυασμό με τους όρους 10.3.4(ιιι) και 8.3.1(3)(ιι)(γ).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ερμηνεία των όρων καταλήγοντας πως «αυτό που εγγράφεται ως εταιρεία ή συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης για σκοπούς υπογραφής της σύμβασης είναι η ίδια η κοινοπραξία με τα ίδια μέλη και το ίδιο ποσοστό συμμετοχής εκάστου μέλους ως αυτά έχουν δηλωθεί στο συμφωνητικό συνεργασίας που υποβάλλεται με την προσφορά εκτός εάν γίνουν αλλαγές πριν την υπογραφή της σύμβασης που να ικανοποιούν την επιφύλαξη του όρου 8.3.1.1.(3)(ιι)(γ) δηλαδή, να ικανοποιούν εκ νέου όλες τις προϋποθέσεις συμμετοχής και οικονομικής και τεχνικής επάρκειας ως αυτές απαιτούνται από τους όρους του Διαγωνισμού».
Η λογική της ερμηνείας στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ξεκάθαρη όπως ακριβώς είναι ξεκάθαροι οι σχετικοί όροι του διαγωνισμού.
Οι ίδιοι δε οι όροι, (που δεν ομοιάζουν με τα δεδομένα της Κοινοπραξία L.T. Partners, ανωτέρω)[1], διαφοροποιούν την όποια δυναμική θα είχε αυτή η απόφαση, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δεσμευτική αφού ήταν πρωτοβάθμια απόφαση Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου[2].
Ορθά, συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγήθηκε από τους σχετικούς όρους του Διαγωνισμού, οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα υποβολής προσφορών από Κοινοπραξία, χωρίς συγκεκριμένη νομική μορφή.
Η υποβολή της προσφοράς γίνεται μεν από τα μέλη της Κοινοπραξίας αλλά εκ μέρους αυτής, στην οποία και κατακυρώνεται ο διαγωνισμός. Η δε κοινοπραξία θα πρέπει – με βάση τους όρους του διαγωνισμού – να περιβληθεί διακριτής νομικής προσωπικότητας μετά την κατακύρωση.
Όπως αναφέρεται στον Όρο 6.1 και 2:
«1.Δικαίωμα Συμμετοχής στον παρόντα Διαγωνισμό έχουν φυσικά η νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) ή κοινοπραξίες φυσικών ή/και νομικών προσώπων, τα οποία είναι εγκαταστημένα νόμιμα στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ένωσης (ΕΕ) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή σε τρίτες χώρες που έχουν υπογράψει και κυρώσει τη Διεθνή Συμφωνία περί Δημοσίων Συμβάσεων (GPA) ή έχουν υπογράψει και κυρώσει συμφωνίες σύνδεσης ή διμερείς συμφωνίες με την ΕΕ ή με την Κυπριακή Δημοκρατία.
2.Οι κοινοπραξίες φυσικών ή/και νομικών προσώπων δικαιούνται να υποβάλουν κοινή Προσφορά, τηρουμένων των ακόλουθων προϋποθέσεων:
(i)στην προσφορά αναγράφεται απαραιτήτως το ποσοστό συμμετοχής κάθε προσώπου που συμμετέχει στην κοινοπραξία.
(ii)όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην κοινοπραξία θα πρέπει να πληρούν την απαίτηση της νόμιμης εγκατάστασης, όπως προνοείται στην παράγραφο 1 πιο πάνω.
Οι κοινοπραξίες δεν υποχρεούνται να περιβληθούν ορισμένη νομική μορφή για την υποβολή της προσφοράς τους. Στην περίπτωση που ο επιλεγμένος παραχωρησιούχος αποτελεί κοινοπραξία, τότε η κοινοπραξία αυτή υποχρεούται, πριν την υπογραφή της Σύμβασης, να λάβει τη νομική μορφή Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης, ή Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με έδρα την Κύπρο, ή άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)».
(Ο τονισμός είναι δικός μας)
Δεν συμφωνούμε με την πλευρά των Εφεσειόντων πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό σύγχυση για αυτή την πτυχή και τους σχετικούς όρους του Διαγωνισμού. Αντιθέτως, η δικανική σκέψη υπήρξε διαυγής και ευλόγως στοιχειοθετημένη.
Μεταφέρουμε μέρος του σκεπτικού του Διοικητικού Δικαστηρίου:
«Συνεπώς, δεν συμφωνώ με την εισήγηση του καθ' ου η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι για σκοπούς υπογραφής της σύμβασης, και κατ' επέκταση εκτέλεσής της, το νομικό πρόσωπο που θα συσταθεί θα είναι κάτι εντελώς νέο και ξένο προς την κοινοπραξία που υπέβαλε την προσφορά. Προφανώς, θα είναι ένα αυθύπαρκτο πλέον νομικό πρόσωπο αλλά με τα χαρακτηριστικά της κοινοπραξίας που υπέβαλε την προσφορά. Προκύπτει δε ως αυτονόητη προϋπόθεση ότι το νομικό πρόσωπο που θα συσταθεί θα έχει εκ των εγγράφων σύστασής του τη δικαιοπρακτική ικανότητα εκτέλεσης της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο του Διαγωνισμού.»
Υιοθετώντας δε το σχετικό πρωτόδικο σκεπτικό, απορρίπτουμε τους σχετικούς λόγους έφεσης.
Σε σχέση με τους λόγους έφεσης 2 και 5 παρατηρούμε τα ακόλουθα.
Ειδικά ο λόγος έφεσης 2 αφορά τη θέση των Εφεσειόντων για υποβολή ψευδούς δήλωσης από την εταιρεία Kapnos, κατά παράβαση της παρ.6.2.Ι.1((ix), ότι δηλαδή συγκεκριμένα κακώς το δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι το Ε.Μ. απέκρυψε από την Αναθέτουσα Αρχή ουσιώδεις πληροφορίες και/ή την πλήρη αλήθεια σε σχέση με τη δηλωθείσα εμπειρία της Kapnos και ότι υπήρξε ανάκληση της άδειας της για κάποια χρόνια. Επρόκειτο για τον λόγο ακύρωσης 4 όπως αναπτύσσετο στην αγόρευση των Εφεσειόντων πρωτοδίκως.
Έχουμε μελετήσει τους ισχυρισμούς αυτούς και δεν θα συμφωνήσουμε με την πλευρά των Εφεσειόντων. Η θέση για ανάκληση άδειας και άλλα συναφή, με απλή επίκληση του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα Οδικού Μεταφορέα Νόμου του 2001, Ν.101(Ι)/01, αποτελούσε, στην πράξη, μια εισήγηση που καλούσε το Διοικητικό Δικαστήριο να προβεί σε πρωτογενή ευρήματα για ψευδή δήλωση, ενώ αυτό, με βάση τα δεδομένα που παρουσιάζοντο, δεν μπορούσε να γίνει διότι δεν υπήρχε το αναγκαίο εκείνο υπόβαθρο γεγονότων. Εξάλλου, αυτό ήταν έργο της Αναθέτουσας Αρχής, εφόσον και πάλι τίθεντο ενώπιόν της όλα τα σχετικά (βλ. Meco, C-41/18, 19.6.19, σε σχέση με το Άρθρο 57(4)(η) της Οδηγίας 2014/24 για τις δημόσιες συμβάσεις, το οποίο είναι σε σύμπνοια με τους όρους του Διαγωνισμού).
Περαιτέρω, δεν υπήρξε «ενοχή» του Ε.Μ. σε σχέση με τα σ’ αυτό αποδιδόμενα για να ισχύσει ο σχετικός όρος 6.2.1.1(ix) που επιβάλλει προηγηθείσα κρίση για ενοχή σοβαρών ψευδών δηλώσεων. Όπως ορθά παρατηρείται πρωτοδίκως: «… Αφήνει, δηλαδή, να νοηθεί το εν λόγω λεκτικό ότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια διαδικασία που να καταλήγει σε κρίση ενοχής του προσφέροντα και δεν οδηγεί ο εν λόγω όρος σε αυτόματο αποκλεισμό». Κάτι που εδώ δεν συμβαίνει.
Ο λόγος 5 αφορά επικαλούμενη παράβαση του όρου 8 που αφορά την πιστοποίηση των τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων των προσφοροδοτών με βάση την προηγούμενη παράγραφο 6.2.3. Με βάση τον όρο 8, θα πρέπει να προσκομισθεί από τον προσφοροδότη, το Έντυπο 4, το οποίο περιέχει τις πληροφορίες που συγκεκριμενοποιούνται (όπως στοιχεία τεκμηρίωσης επιτυχούς υλοποίησης συμβάσεων δημόσιων μεταφορών). Εάν ο αντισυμβαλλόμενος του προσφοροδότη είναι Δημόσια Αρχή απαιτείται προσκόμιση σχετικού πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από Δημόσια Αρχή. Όταν όμως ο αντισυμβαλλόμενος είναι ιδιώτης, παρέχεται «βεβαίωση του ιδιώτη ή εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, απλή δήλωση του Προσφέροντα στην οποία θα αναφέρονται υποχρεωτικά τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου στο Φορέα που εκτελέστηκε η σύμβαση.»
Όπως εξηγείται πρωτοδίκως, στην περίπτωση της Kapnos οι παρεχόμενες υπηρεσίες προσφέρονται, δυνάμει αδειοδότησης, εκτέλεσης τακτικών επιβατικών γραμμών. Συνεπακόλουθα ορθά εκρίθη πως σε κάθε διαδρομή υφίστανται «συμβάσεις μ’ ένα έκαστο των επιβατών» και δεν υφίσταται σύμβαση με τη Δημοκρατία ώστε να έπρεπε να πληρωθεί ο όρος της παροχής σχετικού πιστοποιητικού.
Προκύπτει πως υπήρξε συμμόρφωση στον σχετικό όρο και ήταν ορθή η επικυρωτική της πράξης πρωτόδικη κρίση.
Επίσης σημειώνεται πως η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε ικανοποιηθεί ότι και τα δύο μέρη της κοινοπραξίας είχαν εμπειρία στην παροχή υπηρεσιών δημοσίων επιβατικών μεταφορών. Ορθή ήταν η παρατήρηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«… η κοινοπραξία δήλωσε στην προσφορά της ότι σε σχέση με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα αυτή στηρίζεται στα μέλη της και στη Μαλτέζικη εταιρεία Malta Public Transport Services (Operations) Ltd. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται από το άρθρο 63 του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, Ν.73(Ι)2016: …»
Και παρακάτω:
«Με βάση τα πιο πάνω, δεδομένου ότι η κοινοπραξία δεν περιορίζεται μόνο στα δυο μέλη της για την τεκμηρίωση τεχνογνωσίας και πείρας αλλά γίνεται επίκληση και της πείρας της Malta Public Transport Services (Operations) Ltd καταλήγω ότι αθροιστικά η εν λόγω εταιρεία και η Kapnos ικανοποιούν τις απαιτήσεις του όρου 6.2.3.1 και συνεπώς, δεν εντοπίζω ούτε σε σχέση με αυτό τον όρο κάποια παράβαση.»
Τα πιο πάνω ισχύουν με τη σημείωση ότι η Malta Lines είναι ιδιοκτήτρια της Malta Public Transport Services (Operations) Ltd, η οποία διεξάγει μεταφορές με λεωφορεία στη Μάλτα. Παρατηρούμε πως η αθροιστική απεικόνιση της ως άνω πείρας δεν έχει διαταραχθεί.
Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω στις επιμέρους λεπτομέρειες που παραθέτουν οι Εφεσείοντες στους λόγους αυτούς. Τις έχουμε βέβαια εξετάσει υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης και καταλήγουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση.
Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται.
Παραμένει για εξέταση ο λόγος έφεσης 6 με τον οποίο οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ένσταση της Δημοκρατίας και του Ε.Μ. σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης 3. Η διατυπωθείσα ένσταση προέβαλε τη θέση πως οι Εφεσείοντες δεν είχαν το έννομο συμφέρον προβολής του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, καθότι η προσφορά του Ε.Μ. παραβιάζει ουσιώδη όρο (8.3.2.1) καθότι το Σχέδιο Μετάβασης και Υλοποίησης εκ του όρου αυτού, θα έπρεπε να συνταχθεί από Ελεγκτικό Οίκο.
Η ένσταση υποβλήθηκε καθότι, σύμφωνα με την Εφεσίβλητη και το Ε.Μ., εκτός του ότι δεν συμφωνούσαν με τη δοθείσα από τους Εφεσείοντες ερμηνεία στο κατά πόσον απαιτείτο τέτοια σύνταξη από Ελεγκτικό Οίκο, σε περίπτωση επιτυχίας του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, θα έπρεπε να απορριφθεί και η προσφορά των Εφεσειόντων αφού ούτε το δικό τους Σχέδιο είχε συνταχθεί από Ελεγκτικό Οίκο. Εν αντιθέσει, οι Εφεσείοντες προέβαλαν τη θέση ότι η Έκθεση που είχαν υποβάλει είχε συνταχθεί από συγκεκριμένο ελεγκτικό οίκο.
Ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης όμως το κατατεθέν σχέδιο φαίνεται ότι έγινε σε επιστολόχαρτο της εταιρείας και η σχετική σημείωση των ελεγκτών έχει ως εξής: «Σε αυτό το επιχειρησιακό σχέδιο που το Διοικητικό Συμβούλιο έχει αναλύσει και πειστεί για τη λογικότητα του …», με αποτέλεσμα να διαφαίνεται πως η σύνταξη του σχεδίου δεν έγινε από ελεγκτικό οίκο. Προσθέτουμε, περαιτέρω, εις απάντηση της θέσης των Εφεσειόντων πως δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν θα ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη έγγραφα που είχαν τεθεί πρωτοδίκως εκτός δικονομικού πλαισίου και βεβαίως εκτός του ουσιώδους προς την προσφορά χρόνου.
Συνεπώς, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στη διαπίστωση έλλειψης έννομου συμφέροντος, αφού εάν γινόταν δεκτός θα οδηγούσε στην απόρριψη και της προσφοράς των Εφεσειόντων και δεν θα ήταν ωφέλιμος γι’ αυτούς. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστάκης Αγαθαγγέλου Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ.17 και Δημοκρατία ν. Είκοσι κ.ά., Ε.Δ.Δ.218/19, 15.11.24).
Και ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Συνολικά, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €4.000- υπέρ της Εφεσίβλητης.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] Στην οποία, οι εταιρείες που αποτελούσαν την Κοινοπραξία ήταν και αυτές που θα υπέγραφαν τη σύμβαση. Κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.
[2] Sigma Ratio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 Α.Α.Δ.111 και Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε.126/13, 6.10.20. Στη δε Κάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.262, με παραπομπή στη Demetriades v. Republic (1977) 3 C.L.R.213 τονίζεται πως η αρχή της δεσμευτικότητας πηγάζει από την ιεράρχηση, οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια και βεβαίως για τα μονομελή τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασκούν πρωτοβάθμια δικαιοδοσία. Επίσης βλ. Pretorian Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.69/18, 11.1.24.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο