
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 125/2020)
30 Απριλίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσειόντων
v.
ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ PA ELECTRO SCIENCE LTD ΚΑΙ
C.C. EASYTECH COMPUTER SERVICES LTD
Εφεσιβλήτων
………………………
Ε. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Eφεσείοντες
Λ. Δήμου (κα) μαζί με Β. Κοροσίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών του Υπουργείου Υγείας («οι Εφεσείοντες») προκήρυξαν τον διαγωνισμό Αρ. Προσφοράς Γ.Τ. 246/15, με θέμα «Προσφορά για την αγορά υπηρεσιών τριών (3) Λειτουργών Υποστήριξης Συστημάτων PACS με ανοικτή διαδικασία», με κριτήριο ανάθεσης την χαμηλότερη τιμή, νοουμένου ότι θα πληρούντο οι όροι και προδιαγραφές των εγγράφων του διαγωνισμού, ειδικότερα της Παραγράφου 6.1. του Παραρτήματος ΙΙ «Όροι Εντολής – Τεχνικές Προδιαγραφές».
Στις 11.3.2016 προκηρύχθηκε η προσφορά στο ηλεκτρονικό σύστημα σύναψης συμβάσεων (e-Procurement).
Υποβλήθηκαν τέσσερις (4) προσφορές, από τους οκτώ αρχικά ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, οι οποίες εξετάστηκαν, στις 4.4.2016, από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία αποφάσισε να ζητήσει, και ζήτησε, διευκρινίσεις επί των κατατεθειμένων δικαιολογητικών για τις προσφορές των:
1. Κοινοπραξία P.A. Electro Science Ltd και C.C. Easytech Computer Services Ltd (Εφεσίβλητοι)
και
2. Isabelle Baustert [Κοινοπραξία φυσικών προσώπων (ΕΜ)].
Οι άλλες δύο υποβληθείσες προσφορές αποκλείστηκαν από τον διαγωνισμό.
Μετά την υποβολή των ζητηθέντων διευκρινίσεων, η Επιτροπή Αξιολόγησης ετοίμασε την Έκθεση της και την υπέβαλε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αγορών και Προμηθειών του Υπουργείου Υγείας για τελική έγκριση. Οι Εφεσείοντες, με επιστολή τους προς τους Εφεσίβλητους, στις 28.4.2016, τους κοινοποίησαν ότι η προσφορά τους απορρίφθηκε, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούσε το σημείο 9 της Παραγράφου 4.2 του Παραρτήματος ΙΙ των εγγράφων του διαγωνισμού. Πληροφορούντο, εντέλει, ότι η σύμβαση ανατέθηκε στην Isabelle Baustert (EM).
Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό κείμενο.
«ΘΕΜΑ: Προσφορά για την αγορά υπηρεσιών τριών (3) λειτουργών Υποστήριξης συστημάτων PACS με ανοικτή διαδικασία
Επιθυμώ να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας στον πιο πάνω διαγωνισμό και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση συμμετοχής σας και με βάση τις διευκρινίσεις που έχουν ζητηθεί έχει απορριφθεί λόγω του ότι δεν πληρείται το σημείο 9 της παραγράφου 4.2 του Παραρτήματος ΙΙ των εγγράφων του διαγωνισμού.
Η επεξεργασία και αξιολόγηση κλινικών εικόνων κατά πως διατυπώνεται στο σημείο 9 της παραγράφου 4.2 Ανάλυση Δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ, αναφέρεται στην επεξεργασία και αξιολόγηση κλινικών εικόνων (εικόνες από πραγματικές εξετάσεις ασθενών) δραστηριότητα η οποία πραγματοποιείται ανεξάρτητα από τη διαδικασία του Ποιοτικού Ελέγχου του Ακτινοδιαγνωστικού Εξοπλισμού. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας του Ποιοτικού Ελέγχου Ακτινοδιαγνωστικού Εξοπλισμού (σημείο 8, παράγραφος 4.2 Ανάλυση Δραστηριοτήτων, Παράρτημα 11), και γι’ αυτό περιγράφεται / αναλύεται ως ξεχωριστή δραστηριότητα (σημείο 9, παράγραφος 4.2 Ανάλυση Δραστηριοτήτων, Παράρτημα ΙΙ) για την οποία απαιτείται ξεχωριστή τεκμηρίωση.
Κατά συνέπεια η αναφορά στην επιστολή σας με ημερομηνία 18 Απριλίου 2016 και η παραπομπή στη συστατική επιστολή του Dr Chris Constantinou «I have adopted criteria for acceptance performance of the above units, based on the ABE, AAPM, IPEM, NCRP and ICE reports and standards» δε συνδέεται με την ικανοποίηση του σημείου 9.
Η Αναθέτουσα Αρχή αποφάσισε την ανάθεση της σύμβασης στην κα ISABELLE BAUSTERT (κοινοπραξία φυσικών προσώπων) στην τιμή των €5.000,00 ανά μήνα εργασίας και για τους τρεις λειτουργούς (€30.000,00 για 6 μήνες και για τους τρεις λειτουργούς).
Σε περίπτωση που πιστεύετε, ότι η πιο πάνω απόφαση σας αδικεί, έχετε το δικαίωμα να ασκήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, μέσα σε προθεσμία εβδομήντα πέντε (75) ημερών, από την ημερομηνία κοινοποίησης προς εσάς της παρούσας απόφασης.»
Ο ανωτέρω επίμαχος όρος 9, στον οποίο αναφέρεται η επιστολή, προνοούσε:
«4.2. Ανάλυση Δραστηριοτήτων
Η μηνιαία αντιμισθία που θα λαμβάνει ο επιτυχών προσφοροδότης θα περιλαμβάνει την παροχή κατ’ ελάχιστον των κατωτέρω υπηρεσιών:
1……………………..…………………………………………………………………………………………………………………………….…………
9. Να προβαίνει σε επεξεργασία και αξιολόγηση των κλινικών εικόνων που διακινούνται και αρχειοθετούνται στο σύστημα PACS.»
Οι Εφεσίβλητοι προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο («το Δικαστήριο»), αξιώνοντας «Δήλωση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση με την οποία ανατέθηκε η σύμβαση για αγορά Υπηρεσιών τριών (3) λειτουργών υποστήριξης συστημάτων PACS σύμφωνα με τον Διαγωνισμό με αριθμό Γ.Τ. 246/15 στην Isabelle Baustert (Κοινοπραξία φυσικών προσώπων), αντί στους αιτητές και η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 28/4/2016 με επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ίδιας ημερομηνίας (Παράρτημα Α) είναι παράνομη, άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.»
Ως λόγοι ακυρώσεως, προβάλλονταν η έλλειψη αιτιολογίας για την απόφαση απόρριψης της προσφοράς τους, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη αμεροληψίας για την απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή, ακυρώνοντας την επίδικη πράξη με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά των Εφεσιβλήτων, ως αναιτιολόγητη. Κατ’ ακολουθία της κρίσης αυτής, απεφάνθη ότι:
«Έχοντας καταλήξει ότι η απόρριψη της προσφοράς των αιτητών πάσχει ακυρότητας, λόγω του αναιτιολόγητου της απόφασης για τον αποκλεισμό των αιτητών, καταλήγω ότι και η επίδικη απόφαση στην προσφυγή, που αποτέλεσε το τέρμα της όλης διαδικασίας και κοινοποιήθηκε ταυτόχρονα με την απόρριψη της προσφυγής των αιτητών, επίσης ακυρώνεται, βασισμένη σε άκυρη ενδιάμεση απόφαση.»
Έκρινε, ακολούθως, παρά την εν λόγω απόφασή του, εξετάζοντας λόγο ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος πάσχει ακυρότητας λόγω παράβασης των εγγράφων του διαγωνισμού και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πως, παρά τον αποκλεισμό των Εφεσιβλήτων από τον διαγωνισμό, ωστόσο θα δεχόταν πως αυτοί διατηρούσαν έννομο συμφέρον «να προσβάλουν την προσφορά του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως εκτός προδιαγραφών, αν πρόκειται για δύο οικονομικούς φορείς, στον διαγωνισμό (όπως στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του δικαστηρίου σήμερα).»
Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση. Ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση για αποκλεισμό των Εφεσιβλήτων από τον διαγωνισμό έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας (πρώτος λόγος έφεσης) και/ή πιθανολόγηση πλάνης περί τα πράγματα σχετικά με την πείρα των μελών της ομάδας του Ενδιαφερόμενου Μέρους (τρίτος λόγος έφεσης). Εσφαλμένο χαρακτηρίζεται και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι «λόγω των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, θα δεχόταν ότι οι Εφεσίβλητοι / Αιτητές είχαν έννομο συμφέρον όπως βάλλουν κατά της νομιμότητας της απόφασης κατακύρωσης της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, έστω και αν οι Εφεσίβλητοι / Αιτητές αποκλείστηκαν από τον διαγωνισμό». (δεύτερος λόγος έφεσης).
Εξ αυτών, ο τρίτος λόγος δεν προωθήθηκε, ούτε αναπτύχθηκε από τους Εφεσείοντες και θεωρείται εγκαταλειφθείς.
Προχωρούμε με την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, η κρίση επί του οποίου θα προδιαγράψει την τύχη της έφεσης, αφού, εάν ο λόγος αυτός αποτύχει και κριθεί πως η απόφαση απόρριψης της προσφοράς δεν ήταν αιτιολογημένη, τότε θα συμπαρασύρει και την απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια.
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση, εκ μέρους των Εφεσειόντων, πως οι Εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση απόρριψης της προσφοράς τους. Δεν ηγέρθη, εκ μέρους των Εφεσειόντων, οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος για καταχώρηση της προσφυγής, ούτε στην ένσταση τους, με την οποία απαντούσαν στους λόγους ακύρωσης ούτε κατά την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας τους.
Το αιτητικό της προσφυγής, παρά το ότι φαίνεται ότι βάλλει εναντίον της απόφασης κατακύρωσης της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, αντί στους Εφεσίβλητους, εντούτοις είναι σαφές πως, παρά τον μη εύστοχο προσδιορισμό της πράξης απόρριψης της προσφοράς των Εφεσιβλήτων, ωστόσο η Προσφυγή σε αυτό στοχεύει, αφού βάλλει κατά της επίδικης πράξης, την οποία προσδιορίζει να είναι εκείνη που περιέχετο στην επιστολή 28.04.2016, και υπάρχουν αρκετοί λόγοι ακυρώσεως της, όπως αυτοί προσδιορίζονται στα νομικά σημεία της αίτησης (ήτοι 1-8, 10, 11, 12,13, 15 κ.επ.).
«Σύμφωνα με την Ελληνική νομολογία, η τυχόν εσφαλμένη αναγραφή στοιχείων του αιτούντος ή της προσβαλλόμενης πράξης, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικόγραφου, εφ’ όσον τα ελλείποντα ή εσφαλμένως αναφερόμενα στοιχεία συμπληρώνονται από τον φάκελο ή κατά κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας τους Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 271). Σύμφωνα με την υπόθεση ΣτΕ 3755/83, αν δεν προσδιορίζονται ειδικότερα οι διοικητικές πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, συνάγονται από το περιεχόμενο γενικά της αίτησης και ιδίως από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Και από τη δική μας νομολογία μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση. Στην υπόθεση Koufettas v. Republic (1978) 3 C.L.R. 225, αποφασίστηκε ότι το βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι με ποιο τρόπο θα ερμηνεύεται η αίτηση, ούτως ώστε να επιβεβαιούται εναντίον ποιας πράξης πράγματι στρέφεται. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι η αίτηση στρέφεται εναντίον απόφασης άλλης από εκείνη που φαίνεται ότι προσβάλλει. Στην προσπάθεια να βεβαιωθούμε ποιο είναι ακριβώς το επίδικο αντικείμενο της αίτησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε στο σύνολό της Ανδρέου v. Σχολικής Εφορείας Πολεμίου, Υποθ. Αρ. 719/97, ημερ. 29.5.1998 και A.J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 57/99, ημερ. 10.12.1999).» (Νικολάκη v. Συμβούλιο Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762.)
Διαφωτιστικά τα όσα επισημαίνονται στο σύγγραμμα «Δημόσιες Συμβάσεις» Νομολογιακή Προσέγγιση και Πρακτική Εφαρμογή, των Ε.Ε. Κουλουμπίνη, Ηλ. Μάζου και Ι. Κίτσου, όπου, στη σελ. 502 επ’ αυτού, καταγράφεται, από τον Η. Μάζο, πως, σε περίπτωση διενέργειας διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, οι επί μέρους ατομικές εκτελεστές πράξεις της διαγωνιστικής διαδικασίας ενσωματώνονται στην τελειούσα την σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού κατακυρωτική απόφαση, επ’ ευκαιρία δε της προσβολής της κατακυρωτικής πράξεως παραδεκτώς προσβάλλονται αιτιάσεις σχετικές με πλημμέλειες των ενδιάμεσων πράξεων. Συνεχίζει δε ο συγγραφέας, αναφέροντας πως:
«… Προκειμένου, όμως, περί δημοσίου διαγωνισμού, ο οποίος περιλαμβάνει πλείονα στάδια, συγκροτούντα σύνθετη διοικητική ενέργεια, ο αποκλειόμενος, σε ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας, της περαιτέρω συμμετοχής στο διαγωνισμό, νομιμοποιείται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της κατακυρωτικής πράξεως και να αμφισβητήσει, επ’ ευκαιρία της αιτήσεως αυτής, τη νομιμότητα της ενδιάμεσης περί αποκλεισμού του πράξεως, ενσωματωθείσης στην κατακυρωτική πράξη, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού, μόνον εάν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν έχει ακόμη απολέσει την προθεσμία αυτοτελούς προσβολής της ως άνω ενδιάμεσης πράξεως.»
Παραδεκτά, συνεπώς, εξετάστηκε η απόφαση απόρριψης της προσφοράς των Εφεσιβλήτων, δεδομένου ότι καταχωρήθηκε εμπροθέσμως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η απόφαση για απόρριψη της προσφοράς των Εφεσιβλήτων έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολόγησης. Κρίση, που αποτελεί τον πρώτο λόγο έφεσης.
Όπως ανωτέρω σημειώθηκε, η προσφορά των Εφεσιβλήτων απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι «δεν πληρούσε το σημείο 9 της παραγράφου 4.2 του παραρτήματος ΙΙ των εγγράφων του διαγωνισμού». Με τις διευκρινίσεις που ζητήθηκαν από τους Εφεσίβλητους, επισυνάφθηκαν και δόθηκαν από αυτήν αποδεικτικά στοιχεία για την εργασιακή πείρα της Μαργαρίτας Δήμου, μέλους της ομάδας έργου των Εφεσιβλήτων. Από τα κατατεθέντα στοιχεία, οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν την εργασιακή πείρα και ικανότητα του εν λόγω μέλους της ομάδας των Εφεσιβλήτων, σε σχέση με το σημείο 8, το οποίο προνοούσε:
«8. Να μπορεί να προβαίνει σε Έλεγχο Ποιότητας του Ακτινοδιαγνωστικού Εξοπλισμού (Αγγειογράφος, Μαστογράφος, Ακτινολογικά συστήματα κτλ) σε όλα τα Νοσηλευτήρια που συνδέονται με το PACS, αν και εφόσον κριθεί αναγκαίο.»
Καταγράφουμε πως το σημείο 9 απαιτούσε:
«Να προβαίνει σε επεξεργασία και αξιολόγηση των κλινικών εικόνων που διακινούνται και αρχειοθετούνται στο σύστημα PACS.».
Αναφορικά με την κυρία Δήμου, μέλος της ομάδας για την οποία ζητήθηκαν διευκρινίσεις για την εργασιακή της πείρα, προσκομίστηκαν οι ακόλουθες βεβαιώσεις από εργαστήρια, στα οποία πρόσφερε υπηρεσίες:
1. Επιστολή, ημερ. 22.5.2015, με τίτλο «Recommendation Letter
for Ms Margarita Demou»:
«Mrs Margarita Demou, with a Master’s degree in Medical Physics from UK, has been working with me for the last 3,5 years» Mrs Demou has been engaged in the annual quality assurance measurements and reporting on dental units, X-ray radiography and flyoroscopy units, mobile x-rays units, and C-arms, mammography units, CT scanners, Cardiac Catheterization Laboratories and MRI units. …. I have adopted criteria for acceptable performance for the above units, based on the ABR, AAPM, IPEM, NCRP and IEC reports and standards».
2. Βεβαίωση, ημερ. 30.3.2016:
«Με την παρούσα βεβαιούται ότι η Μαργαρίτα Δήμου εργάζεται στην εταιρεία Rad Science Ltd από τον Απρίλιο 2012 μέχρι και σήμερα ως Φυσικός Ιατρικής και τα καθήκοντα της μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την διεξαγωγή ποιοτικού ελέγχου ακτινολογικών μηχανημάτων και εικόνων και εφαρμογή προγράμματος διασφάλισης ποιότητας ακτινολογικών εργαστηρίων.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, και, ορθά, επισημαίνουμε, πως, από τον διοικητικό φάκελο και τα προσφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, επιστημονικά φυλλάδια, μπορούσε να γίνει αντιληπτό ότι, κατά τον έλεγχο του Ακτινοδιαγνωστικού Εξοπλισμού, γίνεται και έλεγχος κλινικών εικόνων που διακινούνται στο σύστημα PACS. Αναφέρθηκε, επίσης, στις δοθείσες εξηγήσεις των Εφεσιβλήτων, για τον τρόπο που γίνεται ο ποιοτικός έλεγχος του Ακτινοδιαγνωστικού Εξοπλισμού, χωρίς δηλαδή κλινικές εικόνες, αλλά τεχνικές, χωρίς οι Εφεσείοντες να αιτιολογούν γιατί δεν τους ικανοποίησαν οι παραπομπές των Εφεσιβλήτων.
Διαπιστώνεται ότι, στο πρακτικό και στον διοικητικό φάκελο, δεν υπάρχει αντίκρουση, από το αρμόδιο σώμα, της τεκμηρίωσης και των σημείων στα επιστημονικά έντυπα που τονίστηκαν από τους Εφεσίβλητους.
Ουσιαστικά, δεν αντικρούστηκαν τα επιχειρήματα των Εφεσιβλήτων, τα οποία περιλάμβαναν και τις παραπομπές που, σύμφωνα με τους τελευταίους, τεκμηρίωναν ότι η πείρα της κυρίας Δήμου στον ποιοτικό έλεγχο του εξοπλισμού περιλάμβανε και απόκτηση πείρας σε σχέση με το σημείο 9, που αφορούσε τις κλινικές εικόνες στο σύστημα, από πραγματικούς ασθενείς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε πως: «αν δεν ήταν σχετικές οι παραπομπές ή αν υπήρχε άλλος αντίλογος, αυτός θα έπρεπε να είχε καταγραφεί ως μέρος της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια για τον σχηματισμό της αντίληψης ότι υπήρξε πλάνη ή πιθανολόγηση πλάνης ή έλλειψη δέουσας έρευνας.»
Η αιτιολόγηση μιας απόφασης, εκτός από νομολογιακή επιταγή, αποτελεί και θεσμοθετημένη, βάσει του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου του 1999 (158(I)/1999) νομική υποχρέωση (άρθρο 26). Για τούτο, ενώ πάγια είναι επίσης η αρχή ότι η τεχνική αξιολόγηση ανήκει στο αρμόδιο όργανο και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας του αυτής, όμως, ο ακυρωτικός έλεγχος θεωρείται ότι μπορεί να επεκταθεί στην εξέταση λόγου ακυρότητας περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης αιτιολογίας, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Στην προκειμένη περίπτωση, με όσα ανωτέρω καταγράφηκαν, η απόφαση απόρριψης της προσφοράς των Εφεσιβλήτων, ως απόφαση φέρουσα ελλιπή αιτιολογία, η οποία δεν επέτρεπε τον δικαστικό έλεγχο, ορθά ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνακόλουθα, ορθά και πάλι, ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, αφού κρίθηκε πως αυτή, μετά την απόρριψη της προσφοράς των Εφεσιβλήτων, αποτέλεσε το τέρμα της όλης διαδικασίας, βασισθείσα στην λανθασμένη απόρριψη της προσφοράς των Εφεσιβλήτων.
Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €3.000, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο