
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/20)
3 Απριλίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. THE VEGETABLE PRODUCERS AND EXPORTERS LTD
2. DENMAN ENERGY LTD
Εφεσείουσες/Αιτήτριες
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η αίτηση
______________________
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες/Αιτήτριες.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η αίτηση.
______________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης αποτελεί η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή, που άσκησαν οι εφεσείουσες. Η τελευταία αφορούσε την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης της πολεοδομικής αρχής να απορρίψει την αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου.
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθολογικό να γίνει αναφορά στα γεγονότα που περιβάλουν την παρούσα υπόθεση τα oποία έχουν ως ακολούθως:
Η εφεσείουσα αρ. 1 είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στις παρυφές της Αλυκής Λάρνακας και δη στην πολεοδομική ζώνη Δα2 και σε περιοχή προστασίας δικτύου Natura 2000. Η εφεσείουσα αρ. 1, με γραπτή συμφωνία, ημερ. 19.6.2014, εκμίσθωσε την πιο πάνω ακίνητη ιδιοκτησία στην εφεσείουσα αρ. 2, η οποία ασχολείται με την κατασκευή και τοποθέτηση μονάδων παραγωγής ενέργειας με φωτοβολταϊκά.
Στις 6.10.2014, η εφεσείουσα αρ. 1, για λογαριασμό της εφεσείουσας αρ. 2, υπέβαλε αίτηση στην πολεοδομική αρχή για έκδοση πολεοδομικής άδειας με σκοπό την δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου επί της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας.
Κατά την μελέτη της αίτησης, ζητήθηκαν και λήφθηκαν οι απόψεις από διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες και δη, μεταξύ άλλων, από το Δήμο Λάρνακας, την Περιβαλλοντική Αρχή και τον προϊστάμενο του Ταμείου Θήρας.
Η πολεοδομική αρχή με απόφαση της, ημερ. 22.5.2016, απέρριψε την πιο πάνω αίτηση, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«(500) Η ανάπτυξη (Φωτοβολταϊκό Πάρκο) δεν τηρεί τις πρόνοιες της παραγράφου 6.6.1.1(β) (Γενική Πολιτική για τη Διαφύλαξη του Τοπίου και του Περιβάλλοντος) του Κεφαλαίου 6 (Περιβάλλον) του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, με βάση τις οποίες, σε Περιοχή Προστασίας του Δικτύου Φύση 2000, στις οποίες περιλαμβάνονται και η περιοχή «Αλυκές Λάρνακας», θα επιτρέπονται συγκεκριμένες αναπτύξεις, αφού εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη του Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος ή/και του Προϊσταμένου Ταμείου Θήρας. Στην προκείμενη περίπτωση η Περιβαλλοντική Αρχή (Διευθυντής Τμήματος Περιβάλλοντος) έχει εκδώσει αρνητική Γνωμάτευση ημερομηνίας 11.5.2016, με βάση την οποία η υλοποίηση της ανάπτυξης θα υποβαθμίσει σημαντικά την περιοχή «Αλυκές Λάρνακας» και θα δημιουργήσει αρνητικές, με αναστρέψιμες επιπτώσεις κατά τη φάση κυρίως της λειτουργίας του έργου, τόσο σε επίπεδο επηρεασμού της έκτασης για τους οικότοπους, όσο και για τα είδη καθορισμού της περιοχής Φύση 2000 και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Περαιτέρω, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας σε επιστολή του ημερομηνίας 10/12/2014, επισημαίνει ότι το έργο, που είναι πολύ μεγάλης κλίμακας, θα επιφέρει αναπόφευκτα πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην περιοχή Φύση 2000 και τα είδη καθορισμού.
(501) Οι αρνητικές απόψεις για υλοποίηση της ανάπτυξης που έχουν διατυπωθεί από την Αρμόδια Αρχή (Δήμος Λάρνακας), αποτελούν ουσιώδη παράγοντα, για τον οποίο η ανάπτυξη δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί. [Παράγραφος 1(θ) (Βασικές Αρχές που διέπουν την Ανάπτυξη) του Παραρτήματος Β (Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής) του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και Άρθρο 26(1) του Νόμου].».
Ακολούθως, οι εφεσείουσες, στις 6.7.2016, καταχώρισαν ιεραρχική προσφυγή και στο πλαίσιο αυτής, η Διευθύντρια του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ετοίμασε σχετικό σημείωμα, το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, με εισήγηση την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.
Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερ. 2.10.2017, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση της πολεοδομικής αρχής «… είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας».
Οι εφεσείουσες, με την προσφυγή τους, αμφισβήτησαν την νομιμότητα της τελευταίας αυτής απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγηθούν κατωτέρω, απέρριψε την προσφυγή.
Οι εφεσείουσες, με συνολικά τέσσερεις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:
(i) δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των εφεσειουσών περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής και λανθασμένα δεν έκρινε ως πάσχουσα την σύνθεση της (λόγος έφεσης αρ. 1),
(ii) έκρινε ότι η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε και αξιολόγησε δεόντως όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και εσφαλμένα αποδέχθηκε, κατά τρόπο δέσμιο, τις εισηγήσεις που της υποβλήθηκαν χωρίς η ίδια να ασκήσει τη διακριτική της εξουσία (λόγος έφεσης αρ. 2),
(iii) απέρριψε τον ισχυρισμό περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς έρευνας εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής και έκρινε ότι η αιτιολογία προκύπτει από το σώμα της επίδικης απόφασης και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (λόγος έφεσης αρ. 3) και τέλος
(iv) έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (λόγος έφεσης αρ. 4).
Τα όσα προβλήθηκαν περί παραβίασης του Άρθρου 23 του Συντάγματος αποσύρθηκαν στο στάδιο των αγορεύσεων(λόγος έφεσης αρ. 5).
Αναφορικά με τα όσα προβάλλονται από τις εφεσείουσες περί μη τήρησης πρακτικών από την Υπουργική Επιτροπή κατά την επίδικη συνεδρία της Υπουργικής Επιτροπής, ημερ. 2.10.2017, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν δικογραφήθηκε στην αίτηση ακύρωσης το πιο πάνω ζήτημα. Ο συνήγορος των εφεσειουσών, στο στάδιο της γραπτής του αγόρευσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ήταν που το ήγειρε για πρώτη φορά . Ενόψει της μη δικογράφησης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το εξέτασε και έτσι, το απέρριψε.
Αναφορικά με το ζήτημα της δικογράφησης υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε τα όσα τέθηκαν στην Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ε.Δ.Δ. 178/18, ημερ. 13.5.2024, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, ο προσφεύγων θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους δικονομικούς κανόνες.
Ο Κανονισμός 7 του Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως κάθε ένας από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «… τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως».
Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 4(2) (β) του πιο πάνω Κανονισμού το οποίο αναφέρεται στον τρόπο δικογράφησης του περιεχομένου της αίτησης και ως αναφέρεται αυτή δέον, «να περιλαμβάνει έκθεσιν της υποθέσεως του αιτητού διαλαμβάνουσαν- (i) κατά συνοπτικόν τρόπον όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η τοιαύτη αίτησις, …».
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημερ. 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344: «Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο διοικητικό δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα συζητηθεί η υπόθεση … Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο». Όπως δε έχει υποδειχθεί στην Χονδρουλίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. κ.ά., Α.Ε. 208/12, ημερ. 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, η δικογράφηση των ουσιωδών γεγονότων και των νομικών σημείων της αίτησης είναι απαραίτητη για να γνωρίζει η αντίθετη πλευρά καθώς επίσης και το Δικαστήριο την υπόθεση του αιτητή.
Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης (Βλ. Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C91 και στις εκεί αναφερόμενες αυθεντίες) και οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).
Σχετικά επίσης είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία Cybarco Ltd – Α. Aristotelous Constructions Ltd, Ε.Δ.Δ. 19/17, ημερ. 31.10.2023, όπου υιοθετήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293 στην οποία επισημάνθηκε ότι: «Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (βλ. Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008). Τυχόν χαλάρωση του συγκεκριμένου κανόνα, όπως αναφέρθηκε από τον Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος ‘με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης’» (Βλ. επίσης Φάρμα Α/φών Κωνσταντίνου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 125/16, ημερ. 14.11.2023 και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Zaim (2016) 3 Α.Α.Δ. 248).»
Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να δικογραφήσουν τη μη τήρηση άρτιων πρακτικών από μέρους των εφεσιβλήτων και καθόλα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το εξέτασε και το απέρριψε.
Πρόσθετα δε, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ως πάσχουσα τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής.
Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι μια διοικητική πράξη για να είναι έγκυρη πρέπει να απορρέει από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η έλλειψη αρμοδιότητας από το όργανο που εξέδωσε την απόφαση συνιστά λόγο ακύρωσης (Βλ. Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 576).
Η σύνθεση του διοικητικού οργάνου ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της ληφθείσας απόφασης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης και τυχόν διαπίστωση προβλήματος καθιστά την απόφαση άκυρη και το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ζήτημα (Βλ. Alpha Panareti Golf Club Ltd v. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ 81/2017 ημερ. 25.1.2024, Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 359).
Σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι δεν τέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθά δεν το εξέτασε και λανθασμένα παραπονούνται προς τούτο οι εφεσείουσες. Τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα, τέθηκαν κατά τρόπο γενικό και αόριστο χωρίς να εξειδικεύεται γιατί οι εφεσείουσες θεωρούν ότι η σύσταση της Υπουργικής Επιτροπής δεν ήταν νόμιμη, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η εξέταση του ενώπιον μας, αυτεπάγγελτα, και τούτο γιατί ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται τέτοιος ισχυρισμός, που συναρτάται με τη μη τήρηση άρτιων πρακτικών (Βλ. Alpha Panareti Golf Club Ltd ανωτέρω και Λαμπριανού ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 247/12, ημερ. 28.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:C131).
Συνεπώς, για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, ο λόγος έφεσης αρ. 1 απορρίπτεται.
Στην συνέχεια, ενόψει της συνάφειας τους θα συνεξεταστούν οι λόγοι έφεσης αρ. 2 και 3.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε και αξιολόγησε δεόντως όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και εσφαλμένα αποδέχθηκε τις εισηγήσεις άλλων χωρίς η ίδια να ασκήσει την διακριτική της εξουσία (λόγος έφεσης αρ. 2) και πρόσθετα εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό περί ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής και ότι η αιτιολογία προκύπτει από το σώμα της επίδικης απόφασης και του διοικητικού φακέλου (λόγος έφεσης αρ.3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί των πιο πάνω ζητημάτων επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι πριν την απορριπτική απόφαση της πολεοδομικής αρχής ζητήθηκε και λήφθηκε η άποψη των εμπλεκομένων υπηρεσιών. Οι θέσεις της αρμόδιας αρχής και δη του Δήμου Λάρνακας, του Διευθυντή του Τμήματος Περιβάλλοντος, και του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Θήρας, ήταν αρνητικές ως προς την υλοποίηση της πιο πάνω ανάπτυξης. Στο Σημείωμα που ετοιμάστηκε για την Υπουργική Επιτροπή επισυνάφθηκαν οι γραπτές θέσεις υπηρεσιών, που τους ζητήθηκαν απόψεις, καθώς επίσης καταγράφηκε το όλο ιστορικό της υπόθεσης, τα χαρακτηριστικά των τεμαχίων, οι λόγοι άρνησης χορήγησης της άδειας από την Πολεοδομική Αρχή, τα επιχειρήματα των εφεσειόντων καθώς και τα σχόλια και οι απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής επί των επιχειρημάτων των τελευταίων.
Η Υπουργική Επιτροπή, πριν την λήψη της απόφασης της, κάλεσε αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες οι οποίοι παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους και έδωσαν επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε σχέση και με την τεχνική πτυχή της υπόθεσης. Στην απόφαση της η Υπουργική Επιτροπή, ως καταγράφεται σ’ αυτήν, μελέτησε το Σημείωμα για το οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω και «… αφού εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση, και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, καθώς επίσης και τους λόγους που επικαλέστηκαν οι αιτητές για υποστήριξη της ιεραρχικής προσφυγής …» την απέρριψε κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την όλη υπόθεση, έκρινε ανεδαφικούς τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας. Αναφέρθηκαν δε τα ακόλουθα σχετικά:
«... Το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, ήτοι η Υπουργική Επιτροπή, είχε ενώπιον της όλα τα απαραίτητα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τις απόψεις της Διευθύντριας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος και του Προϊσταμένου Ταμείου Θήρας, αλλά και του Δήμου Λάρνακας, το προαναφερθέν Υπηρεσιακό Σημείωμα και τους υπό των αιτητριών προβληθέντες λόγους Ιεραρχικής Προσφυγής, τα οποία δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι εξέτασε και αξιολόγησε δεόντως και, ασκώντας σύννομα και ορθά τη διακριτική της ευχέρεια, απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή των αιτητριών. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Υπηρεσιακό Σημείωμα, ο Δήμαρχος Λάρνακας δεν τοποθετήθηκε, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση και ουδόλως αλλοιώνει τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ενώ, υπό το φως και της απόφασης στην Τύμβιου, ανωτέρω, και το γεγονός ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής συμπίπτει με τις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος, του Προϊσταμένου Ταμείου Θήρας και του Δήμου Λάρνακας, βεβαίως και δεν συνιστά μη άσκηση διακριτικής εξουσίας, ούτε αποποίηση εκτέλεσης καθηκόντων.
Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, ούτε πλάνη περί τα πράγματα ή παράλειψη να ληφθούν υπόψιν ουσιώδεις παράγοντες, αλλ' ούτε και άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου...
Εν προκειμένω, ενόψει των όσων έχουν προεκτεθεί, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντηρίων και στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας και ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται…».
Πρόσθετα δε, έκρινε ότι η επίδικη απόφαση υπήρξε πλήρως και σε κάθε περίπτωση επαρκώς αιτιολογημένη και έτσι, ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι, η αναζήτηση των απόψεων τρίτων στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων (Βλ. Τύμβιου v. Δημοκρατίας, A.E 272/12, ημερ.7.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C222, Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,109 και Ιωαννίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75).
Όπως έχει νομολογηθεί, στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής, η έρευνα των γεγονότων και στοιχείων δεν απαιτεί απαραίτητα έρευνα από τα ίδια τα μέλη της Υπουργικής Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί σε οποιοδήποτε θεωρεί ως αρμόδιο φορέα ή τμήμα για τις απόψεις του. Εν προκειμένω, δεν υπήρξε ούτε υφαρπαγή της εξουσίας της Υπουργικής Επιτροπής από οποιονδήποτε αλλά ούτε και απεμπόληση αρμοδιότητας από αυτήν.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Υπουργική Επιτροπή, πριν καταλήξει στην απόφαση της, εξέτασε και αξιολόγησε τα στοιχεία και τις απόψεις που παρέθεσαν άλλα εμπλεκόμενα όργανα και δη, η Περιβαλλοντική Αρχή, ο προϊσταμένος του Ταμείου Θήρας, ο Δήμος Λάρνακας καθώς και τις θέσεις των εφεσειουσών. Έλαβε την απόφαση της, ασκώντας, δεόντως, τη διακριτική της ευχέρεια, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τον σχετικό φάκελο και όχι ενεργώντας με δέσμια εξουσία. Το γεγονός ότι η απόφαση της, συμπίπτει με τις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής δεν συνιστά μη άσκηση διακριτικής εξουσίας, ούτε αποποίηση εκτέλεσης καθηκόντων, ούτε και υφαρπαγή της εξουσίας από άλλον. Ουδέν μεμπτόν.
Όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω απορριπτέα είναι και τα όσα προβάλλουν οι εφεσείουσες περί μη δέουσας έρευνας από μέρους της Υπουργικής Επιτροπής.
Στην Ράφτη v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ 345 επισημάνθηκε ότι: «…η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ.270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447)». Σχετικές είναι και οι πρόσφατες αποφάσεις ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ v. Βιολάρη, Ε.Δ.Δ 97/20, ημερ. 25.2.2025 και Aristidou v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ 224/2019, ημερ. 15.11.2024.
Όπως έχουμε πρόσφατα επισημάνει στην Evzonas Hotel Co Ltd V. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Ε.Δ.Δ 153/2019, ημερ. 4.10.2024, «η έκταση και η μορφή έρευνας είναι συνυφασμένη με τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης. Το δε κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας αφορά τη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα» (Βλ. Κωνσταντινίδη ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Ε.Δ.Δ.93/16, ημερ.11.9.23). Εν προκειμένω, δεν διαπιστώνεται παράλειψη να ληφθούν υπόψιν ουσιώδεις παράγοντες από μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Είναι σαφές, με τα ως άνω αναφερόμενα, πως η έρευνα υπήρξε επαρκής και πλήρης και έτσι, η περί του αντιθέτου εισήγηση απορρίπτεται.
Πρόσθετα, οι εφεσείουσες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και γενικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ως αναφέρθηκε, από τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής, απουσιάζει παντελώς η αιτιολογία για τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.
Αναφορικά με το θέμα της αιτιολογίας παραθέτουμε τις σχετικές νομολογιακές αρχές όπως έχουν εκφραστεί στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).»
Ως αναφέρθηκε στην Evzonas Hotel Co Ltd (ανωτέρω), «η δε επάρκεια της αιτιολογίας προκύπτει ως άμεση απόρροια τήρησης εύλογων κριτηρίων και της αρχής της αναλογικότητας ως προϋπόθεση πως υφίσταται άσκηση χρηστής Διοίκησης».
Όσον αφορά τη συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου τονίζουμε ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία είναι με σαφήνεια και με άρρηκτο τρόπο συνδεδεμένα με τη διοικητική απόφαση (Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ.189/19, ημερ.10.12.20). Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση αφού τα στοιχεία του φακέλου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Πρόσθετα δε, όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η Υπουργική Επιτροπή υιοθέτησε την ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, η οποία ήταν αιτιολογημένη, δεν ήταν υποχρεωμένη να την επαναλάβει (Βλ. Κούμουλου v. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά., Ε.Δ.Δ 26/2020, ημερ. 13.12.2024 και Δημοκρατία ν. Metamax Company Limited, Α.Ε. 47/16, ημερ. 6.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C196).
Εν προκειμένω, η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ήταν αιτιολογημένη. Ως αναφέρθηκε, καταγράφεται σε αυτήν ότι η απόφαση της πολεοδομικής αρχής ήταν ορθή και σύμφωνα με τος πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας. Παρεχόταν η δυνατότητα στο ακυρωτικό δικαστή, στη βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και το περιεχόμενο του φακέλου να αντιληφθεί στη βάση ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό.
Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Στη συνέχεια, θα εξεταστεί η εισήγηση των εφεσειουσών ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην υπό κρίση περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτός της εμβέλειας του άρθρου 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ν. 158(Ι)/99), ιδιαίτερα, όταν η Υπουργική Επιτροπή ζήτησε διευκρινήσεις και επεξηγήσεις που παρέμειναν άγνωστες και «…ενώ πρόσθετα την προβλημάτισε άγνωστο πως η «νομική πτυχή»» (λόγος έφεσης αρ. 4).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του άρθρου 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ν. 158(Ι)/99) αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση αλλά ούτε και μέτρο πειθαρχικής φύσης. Ως αναφέρθηκε το δικαίωμα ακρόασης των εφεσειουσών ασκήθηκε μέσω της υποβληθείσας ιεραρχικής τους προσφυγής.
Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης κάθε προσώπου πριν ληφθεί ατομικό μέτρο σε βάρος του αναγνωρίζεται από το Άρθρο 41(1) και (2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Κύπρο υφίσταται γενική νομοθετική ρύθμιση της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα το άρθρο 43(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν.158(Ι)/99) διαλαμβάνει ότι: «Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από την λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Σχετική με το εν λόγω δικαίωμα είναι η Κωνσταντινίδης v. Πανεπιστημίου Κύπρου Ε.Δ.Δ 91/2016 ημερ 11.9.2023.
Εν προκειμένω, η επίκληση των εφεσειουσών των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου δεν ενισχύει την πιο πάνω θέση τους. Όπως πρόσφατα επισημάνθηκε στην RAHIMZADEH v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ 119/20, ημερ. 25.2.2025 «…οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπισθεί με πράξη νομοθετικού οργάνου και διέπει ειδικά το θέμα. (βλ. Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345, Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ, 383 και Σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτοπούλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73)».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης δεν προβλέπεται από Νόμο. Η έκδοση της επίδικης απόφασης δεν είναι πειθαρχικής φύσης, ούτε έχει το χαρακτήρα της κύρωσης, ούτε και είναι δυσμενούς φύσης, ως οι ρητές πρόνοιες του Άρθρου 43 του Ν.158(Ι)/1999. Η ιεραρχική προσφυγή εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και στηρίζεται στα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης. Εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αν θα ακούσει στην κάθε περίπτωση τον προσφεύγοντα.
Έτσι, ορθή ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης των εφεσειουσών. Συναφώς, ο λόγος έφεσης αρ. 4 απορρίπτεται.
Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειουσών 1 και 2 εκ συνολικού ποσού €4.000.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο