
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.136/20)
3 Απριλίου, 2025.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΙΒΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
Σ. Φασουλιώτης, για Χρήστος Πουργουρίδης και Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Π. Βασιλείου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους.
-------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Αιτητές είχαν καταχωρήσει Προσφυγή προσβάλλοντας απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κοινοποιηθείσα σ’ αυτούς με επιστολή ημερ.26.6.16, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή τους σε σχέση με απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ.7.12.15 να θεωρήσει ότι η απασχόληση έξι (κατονομαζόμενων) προσώπων (Ενδιαφερόμενα Μέρη), ενέπιπτε στην κατηγορία των μισθωτών, για όλη την περίοδο απασχόλησης τους στους Εφεσείοντες, με υποχρέωση καταβολής εισφορών αναφορικά μ’ αυτή την κατηγορία.
Οι Εφεσείοντες αποτελούν αθλητική ομοσπονδία με νομική προσωπικότητα που καλλιεργεί τα αθλήματα στίβου. Συστάθηκαν δε και λειτουργούν στη βάση καταστατικού, σύμφωνα με τον περί Κυπριακού Οργανισμού Νόμου, Ν.41(Ι)/69.
Όπως καταγράφεται και στην πρωτόδικη απόφαση, οι Εφεσείοντες επιχορηγούνται, για προώθηση των ως άνω σκοπών, από τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού. Στη βάση δε των δαπανών που τους αναλογούν, οι Εφεσείοντες προέβαιναν σε σχετική κατανομή εξόδων, για τους προπονητές, φυσικοθεραπευτές και τεχνικούς συνεργάτες, σε επιμέρους κεφάλαια, αναλόγως του είδους των προσφερόμενων υπηρεσιών.
Προέκυψε όμως ζήτημα και καταγγελία εκ μέρους της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου, «για συνεργάτες οι οποίοι είναι εργαζόμενοι με καθεστώς παροχής υπηρεσιών» στους Εφεσείοντες, εφόσον δεν τους καταβάλλονταν κοινωνικές ασφαλίσεις.
Ακολούθησε εξέταση της καταγγελίας από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δυνάμει του Άρθρου 81[1] των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2015, Ν.59(Ι)/10. Η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν πως οι ούτω καλούμενοι «συνεργάτες» ήσαν εργοδοτούμενοι των Εφεσειόντων, συνεπώς οι τελευταίοι όφειλαν να καταβάλουν εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Η ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ακολούθησε δυνάμει του Άρθρου 83[2] είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Η απόφαση της Υπουργού κοινοποιήθηκε προς τους Εφεσείοντες με επιστολή ημερ.2.6.16.
Το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε να απορρίψει την προσφυγή, στη βάση της ακόλουθης αιτιολογίας:
«Στις διατάξεις του άρθρου 81(1) του Νόμου, ρυθμίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έχει αρμοδιότητα προς επίλυση. Ανάμεσα σε αυτές, όπως ορίζεται στο εδάφιο (β), περιλαμβάνεται και η περίπτωση όταν αμφισβητείται το κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο, ήτοι αυτό που αποτέλεσε το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς.»
Στη συνέχεια δε της απόφασης, αφού τονίζεται πως στις πιο πάνω διατάξεις, δεν ορίζεται ποιο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει το ζήτημα ενώπιον του Διευθυντή, ούτε ότι αποκλειστικά το ζήτημα άγεται ενώπιον του Διευθυντή από τον εργαζόμενο, προσθέτει το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής:
«Αφ' ης στιγμής υπεβλήθη καταγγελία η οποία σχετιζόταν με την κατηγορία εργοδότησης συγκεκριμένων προσώπων, ο Διευθυντής είχε όχι μόνο αρμοδιότητα, αλλά και υποχρέωση εξέτασης και επίλυσης του ζητήματος, ως ο Νόμος ορίζει.»
Απέρριψε ακόμη το Πρωτόδικο Δικαστήριο τη θέση ότι, δυνάμει του Άρθρου 83(2) του ως άνω Νόμου υπήρχε «υποχρέωση» κλήσης των επηρεαζόμενων μερών, να ακουσθούν θεωρώντας πως πρόκειται για απλή ευχέρεια. Εν πάση περιπτώσει οι Εφεσείοντες ακριβώς διά της ιεραρχικής προσφυγής τους, είχαν εκθέσει γραπτώς τις απόψεις και τις θέσεις τους επί του καθεστώτος απασχόλησης και ουδόλως στερήθηκαν του δικαιώματος να ακουσθούν
Οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται έχουν ως εξής:
Πρόκειται για λάθος κρίση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως μπορούσε να επιληφθεί επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ αυτή, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, ενέπιπτε στην έννοια εργατικής διαφοράς και ως τέτοια ενέπιπτε στον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν.24/67 (πρώτος λόγος), ότι το Διοικητικό Δικαστήριο λανθασμένα δεν ασχολήθηκε με τις επίδικες Συμβάσεις Παροχής Υπηρεσιών και την ελευθερία του συμβάλλεσθαι (Άρθρο 26 του Συντάγματος) (δεύτερος λόγος), ότι κακώς θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως δεν αμφισβητήθηκε και δεν εγέρθη λόγος ακύρωσης που να αφορούσε το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα θεωρήθηκε από τον Διευθυντή ότι η απασχόληση των ως άνω ατόμων συνιστούσε απασχόληση μισθωτού προσώπου (τρίτος λόγος) και ότι το Διοικητικό Δικαστήριο απέτυχε να αποφανθεί ότι «η απόφαση της Υπουργού στερείτο αιτιολογίας και ότι αυτή ενήργησε υπό το κράτος δέσμιας εξουσίας ή συγχύσεως» (τέταρτος λόγος).
Ο πρώτος λόγος έφεσης, στην ουσία του, δεν συναρτάται με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ.24.7.20, αλλά με την ενδιάμεση απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, ημερ.29.3.19, με την οποία, αφού ακούστηκαν οι αντίστοιχες θέσεις των μερών σε σχέση με τα επιμέρους δεδομένα της υπόθεσης, εκρίθη ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Με βάση αυτή την απόφαση και την εκτεταμένη αιτιολογία της, η οποία δεν προσβλήθηκε, δεν έχει θέση η εξέταση του ισχυρισμού περί «ύπαρξης εργατικής διαφοράς» δυνάμει του περί του Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, αφού τέτοια θέση θα εξουδετέρωνε τον δημόσιο χαρακτήρα της εξουσίας της Διοίκησης να αποφασίζει βάσει των Άρθρων 81 και 83 (ανωτέρω). Εξάλλου, είναι αντινομικό οι Εφεσείοντες να προβάλλουν τη θέση περί εργατικής διαφοράς θέτοντας την πράξη εκτός του πλαισίου του διοικητικού δικαίου αφού οι ίδιοι θεωρώντας ακριβώς την απόφαση εκτελεστή διοικητική πράξη κατεχώρησαν προσφυγή, υποστηρίζοντας τη θέση αυτή και κατά την ενδιάμεση διαδικασία όταν προβλήθηκε προδικαστική ένσταση των Εφεσιβλήτων. Εν πάση περιπτώσει, η ίδια η νομοθεσία, ειδικά το Άρθρο 81(2) ευθέως παραπέμπει σε εξουσία της διοίκησης να αποφασίσει αν πρόσωπο είναι μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο, εξουσία η οποία ασκήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 είναι συναφείς και δύνανται ουσιαστικά να εξετασθούν από κοινού.
Με τον λόγο 3 τίθεται ευθέως η θέση πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπλανήθηκε ότι δεν υφίστατο λόγος ακύρωσης που αφορούσε το κατά πόσο λανθασμένα οι Εφεσίβλητοι έκριναν ότι η απασχόληση συνιστούσε απασχόληση μισθωτού προσώπου.
Συγκεκριμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:
«Εν προκειμένω, δεν αμφισβητήθηκε από τους αιτητές και ούτε εγέρθη οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης σε σχέση με το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα θεωρήθηκε από το Διευθυντή ότι η απασχόληση των ενδιαφερόμενων μερών, συνιστούσε απασχόληση μισθωτού προσώπου και ως εκ τούτου, δε θα εξετάσω τη διερεύνηση και τη συλλογή των στοιχείων και καταθέσεων που προηγήθηκε της λήψης απόφασης εκ μέρους του Διευθυντή, αλλά ούτε και το κατά πόσον ορθά θεωρήθηκε, από τον τελευταίο, ότι δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στα καθήκοντα ή στον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, μετά τον τερματισμό της απασχόλησης αυτών, ως μισθωτών προσώπων.»
Στη βάση των πιο πάνω, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε το περιεχόμενο της Προσφυγής. Στην αρίθμηση 3 των νομικών σημείων του σχετικού εντύπου της Προσφυγής γίνεται συνοπτική αναφορά σε ισχυρισμό για απόφαση της Διοίκησης η οποία λήφθηκε «με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο». Στη δε συνεχόμενη αρίθμηση 4, η πλάνη περί τα πράγματα συνδέεται άμεσα με το αποτέλεσμα της έλλειψης αιτιολογίας. Στο σημείο 5 γίνεται περαιτέρω αναφορά στο ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης αφού στηρίχθηκαν επί ουσιωδών στοιχείων που ήσαν ανακριβή. Στη δε αρίθμηση 6 τίθεται ως λόγος ακύρωσης η μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και/ή ελλιπούς έρευνας και ότι οι Εφεσίβλητοι αγνόησαν και δεν έλαβαν υπόψη τις συμβάσεις αγοράς υπηρεσιών τόσο κατά την πρώτη απόφαση όσο και κατά το στάδιο της Ιεραρχικής Προσφυγής.
Προκύπτει ανωτέρω, ότι από τους νομικούς λόγους διαφαίνεται αμφισβήτηση γεγονότων, έρευνας και αιτιολογίας. Ωστόσο παρατηρούμε ότι στην γραπτή αγόρευση των Εφεσειόντων στην πρωτόδικη διαδικασία μ’ άλλη νομική εκπροσώπηση από την παρούσα, ενώ, γίνεται ακροθιγώς αναφορά στα σημεία 5 και 6 ανωτέρω, το μεν σημείο 5 συναρτάται μόνο με το θέμα αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με βάση τον περί Τερματισμού Απασχολήσεων Νόμο, Ν.24/67, το δε σημείο 6 τίθεται μόνο σε συνάρτηση με την επικαλούμενη θέση της παράλειψης της Υπουργού να ακούσει τους προσφεύγοντες.
Έχουμε προσεκτικά διέλθει όλα τα πιο πάνω στη βάση των αρχών που διέπουν τόσο τη δικογράφηση της Προσφυγής[3] όσο και την ανάπτυξη λόγων ακύρωσης στις αγορεύσεις και καταλήγουμε πως ήταν εύλογο το συμπέρασμα της Πρωτόδικης Δικαστού ότι δεν προβλήθηκε – εν τέλει – θέση για την εσφαλμένη κρίση της Διοίκησης, για τη δέουσα έρευνα, για πλάνη περί τα πράγματα που να αφορούσαν τη συλλογή στοιχείων ή το περιεχόμενο των επιδίκων συμβάσεων.
Είναι νομολογημένο πως η μη αναφορά και η μη ανάλυση προβληθέντων λόγων στις αγορεύσεις του προσφεύγοντα δεν δημιουργεί υποχρέωση στο Δικαστήριο να ασχοληθεί με αυτούς τους λόγους (Βλ. Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Industries Ltd (2009) 3 Α.Α.Δ.92). Ειδικά δε, για την επίκληση του Συνταγματικού άρθρου 26, η υποχρέωση για πλήρη, λεπτομερή δικογράφηση και ανάλυση είναι ιδιαιτέρως αυστηρή, κάτι που εν προκειμένω δεν συμβαίνει. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ.598 και Latonia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.672).
Ο τρόπος σύνταξης και η όλη δομή της αγόρευσης των Εφεσειόντων οδηγεί στο εύλογο της δικανικής κρίσης. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Σε σχέση με τον λόγο έφεσης 4 που αφορά τη θέση ότι η Υπουργός απλώς υιοθέτησε τις απόψεις του Διευθυντή «ως επισφραγίδα», θεωρούμε πως ο λόγος αναλύθηκε στην αγόρευση των Εφεσειόντων πρωτοδίκως. Συνεπώς επ’ αυτού υπάρχει δικανική κρίση η οποία αμφισβητείται με τον παρόντα λόγο. Αναφέρονται τα εξής πρωτοδίκως:
«Τέλος, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός των αιτητών περί υιοθέτησης εκ μέρους της Υπουργού των θέσεων που εξέφρασαν οι λειτουργοί του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως επισφραγίδα, χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα.
Στα ερυθρά 44 - 41 του Τεκμηρίου 1, εντοπίζω την έκθεση την οποία υπέβαλε συγκεκριμένη λειτουργός, για τους σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, προς την Υπουργό, έκθεση ημερομηνίας 16.5.2016, την οποία και υιοθέτησε η Υπουργός για σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής και έκδοση της απόφασης της ημερομηνίας 24.5.2016.
Διαπιστώνω ότι η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού εξέτασε τις θέσεις και των δύο πλευρών, προέβησε σε αξιολόγηση και στάθμιση των ενώπιον της στοιχείων και περιστατικών, υπό το φως της ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης, καταλήγοντας εύλογα στο συμπέρασμα ότι η απασχόληση των ενδιαφερόμενων μερών, εμπίπτει στην κατηγορία των μισθωτών, για όλη την περίοδο απασχόλησης τους στους αιτητές, με κάθε επακόλουθο επί τούτου, ως προς την υποχρέωση καταβολής εισφορών.
Καταλήγω, υπό τo φως των πιο πάνω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν εύλογα επιτρεπτή, υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση, εντός των πλαισίων της νομιμότητας.»
Υιοθετούμε την πιο πάνω κρίση. Με βάση το ως άνω Άρθρο 83, είναι στις εξουσίες της Υπουργού, στη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής, να αναθέσει σε λειτουργό ετοιμασία πορίσματος, όπως έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση, με κατάληξη την επίδικη απόφαση η οποία περιέχει την κρίση ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή. Περαιτέρω παρατηρούμε ότι η επιστολή με την οποία, ως αναφέραμε, κοινοποιήθηκε στους Εφεσείοντες η απόφαση της Υπουργού περιλάμβανε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία συνάδει με το περιεχόμενο του φακέλου. (Βλ. Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R.220, Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.145, Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ.438).
Σημειώνουμε πως με την αιτιολογία του λόγου αυτού επιχειρείται διεύρυνση του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, αφού εισάγεται η θέση πως δεν έγινε κλήση των ενδιαφερόμενων προσώπων κατά την ιεραρχική προσφυγή. Η θέση αυτή εκφεύγει του λόγου έφεσης και ως εκ τούτου δεν δύναται να εξεταστεί. (Βλ. Omex Enterprises Ltd κ.ά. ν. Elia, Π.Ε.469/12, 20.9.19, ECLI:CY:AD:2019:A384 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.7/17, 29.9.23). Ομοίως, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Συνεπακόλουθα, η Έφεση απορρίπτεται συνολικά με έξοδα €3.000- υπέρ Εφεσιβλήτων.
T. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] 81.-(1) Σε περίπτωση που προκύπτει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα, αυτό επιλύεται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, από το Διευθυντή-
(α) εάν οποιαδήποτε απασχόληση ή κατηγορία απασχόλησης είναι ή πρόκειται να καταστεί ασφαλιστέα,
(β) εάν πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο,
(γ) ως προς το ποιος είναι ή ήταν ο εργοδότης μισθωτού,
(δ) εάν είναι καταβλητέες εισφορές από ή αναφορικά με πρόσωπο, δυνάμει των άρθρων 4, 11 ή 14,
(ε) ως προς τις ασφαλιστέες αποδοχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου,
(στ) εάν έχουν καταβληθεί εισφορές από ή αναφορικά με πρόσωπο για οποιαδήποτε περίοδο εισφοράς ή εάν πρόσωπο έχει σε πίστη του εξομοιούμενες ασφαλιστέες αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο,
(ζ) ως προς την ορθή ημερομηνία γέννησης προσώπου,
(η) ως προς την κατάταξη αυτοτελώς εργαζομένου σε επαγγελματική κατηγορία ή τον τόπο απασχόλησής του
[.].
[2] 83.-(1) Όποιος δεν ικανοποιείται από απόφαση του Διευθυντή, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη γνωστοποίηση σ' αυτόν της απόφασης, να την προσβάλει με γραπτή αίτησή του στον Υπουργό, στην οποία να εκθέτει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει χωρίς υπαίτια βραδύτητα την ενώπιόν του προσφυγή, αποφασίζει γι' αυτή και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα:
Νοείται ότι, ο Υπουργός, πριν να εκδώσει την απόφασή του, δύναται, κατά την κρίση του, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή:
Νοείται περαιτέρω ότι, ο Υπουργός, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το πόρισμα τέτοιας εξέτασης, προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.
(3) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της προσφυγής αφορά σε γνωμάτευση ή απόφαση Ιατρικού Συμβουλίου, ο Υπουργός παραπέμπει την υπόθεση για επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.
[3] Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία Cybarco Ltd – A.Aristotelous Consructions Ltd, Ε.Δ.Δ.19/17, 31.10.23, όπου λέχθηκε: «Ο Κανονισμός 7 του Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως κάθε ένας από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «. τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως».
Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 4(2) (β) του πιο πάνω Κανονισμού το οποίο αναφέρεται στον τρόπο δικογράφησης του περιεχομένου της αίτησης και ως αναφέρεται αυτή δέον, «να περιλαμβάνει έκθεσιν της υποθέσεως του αιτητού διαλαμβάνουσαν- (i) κατά συνοπτικόν τρόπον όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η τοιαύτη αίτησις, .».
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημερ. 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344: «Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο διοικητικό δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα συζητηθεί η υπόθεση . Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο». Όπως δε έχει υποδειχθεί στην Χονδρουλίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. κ.ά., η δικογράφηση των ουσιωδών γεγονότων και των νομικών σημείων της αίτησης είναι απαραίτητη για να γνωρίζει η αντίθετη πλευρά καθώς επίσης και το Δικαστήριο την υπόθεση του αιτητή.
Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης (Βλ. Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C91 και στις εκεί αναφερόμενες αυθεντίες) και οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο