
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 5/2024)
9 Απριλίου, 2025
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ’ ης η Αίτηση.
---------
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος Α’ για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, Ν. Καλλένος και Ι. Γεωργιάδου (κα), για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Καθ’ ης η Αίτηση.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Γνωμάτευση μας είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:
Εισαγωγή
Η παρούσα Γνωμάτευση αφορά σε δύο τροποποιήσεις του Άρθρου 26 του περί της Συλλογικής Διαχείρισης των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας καθώς και για την Χορήγηση Πολυεδαφικών Αδειών για Επιγραμμικές Χρήσεις Μουσικών Έργων Νόμου του 2017, Ν. 65(Ι)/2017 (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο βασικός Νόμος») ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2014/26/ΕΕ, γνωστή ως EU CRM Directive (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία»).[1]
Το πνευματικό δικαίωμα
Τα πνευματικά δικαιώματα αναφέρονται σε άυλα αντικείμενα τα οποία προκύπτουν ως αποτέλεσμα διανοητικής ιδιοκτησίας.[2] Συνεπώς, τα πνευματικά δικαιώματα που προστατεύονται έχουν καταρχάς χαρακτήρα πρωτότυπης πνευματικής δημιουργίας (επιστημονικά, φιλολογικά, μουσικά, καλλιτεχνικά έργα, ταινίες, βάσεις δεδομένων, φωνογραφήματα,[3] εκπομπές, δημοσιεύσεις προτέρως αδημοσίευτων έργων).
Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι κατά γενικό κανόνα απόλυτο και αποκλειστικό. Απόλυτο, διότι στρέφεται έναντι πάντων (erga omnes). Αποκλειστικό, διότι ο δικαιούχος έχει καταρχήν την εξουσία να απαγορεύει κάθε χρήση ή εκμετάλλευση του έργου από τρίτους, εκτός αν υφίσταται αντίθετη συμφωνία, ή άλλος λόγος που υπαγορεύει την ανοχή της χρήσης, ενδεχομένως έναντι καταβολής εύλογης αμοιβής (Mάνθος, σελ.10).
Το αρνητικό (απαγορευτικό) περιεχόμενο του εκφράζεται στα Άρθρα 2, 3 και 4 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (InfoSoc Directive) (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως «η InfoSoc»)[4], και αντιστοίχως τα Άρθρα 7(1)(α), 7ΣΤ(1), 10Γ(1), 10Γ(4) και 36 του περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου του 1976, Ν. 59/1976 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος του 1976»). Ως αποτέλεσμα, η τέλεση πράξης η οποία ελέγχεται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς την προηγούμενη άδεια του δικαιούχου, παρέχει στον τελευταίο, αγώγιμο δικαίωμα όχι μόνο για αποζημιώσεις αλλά και για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος (Άρθρο 13 του Νόμου του 1976).
Επιπρόσθετα, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει απεριόριστο χαρακτήρα διότι, τηρουμένων συγκεκριμένων περιορισμών εκ του νόμου, καλύπτει κάθε εξουσία περιουσιακής ή προσωπικής φύσης (Μάνθος, ο.π. με αναφορά σε Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία, σελ.27).
Το συγγενικό δικαίωμα
Παράλληλα τυγχάνουν ανάλογης προστασίας και τα λεγόμενα «συγγενικά δικαιώματα» («related rights»). Αυτά «έχουν ως αντικείμενο όχι το έργο του πνεύματος αυτό καθαυτό αλλά συγκεκριμένες εισφορές που σχετίζονται ή έχουν ομοιότητες με την πνευματική δημιουργία. Τέτοιες εισφορές είναι η ερμηνεία – εκτέλεση καθώς και η οικονομική επένδυση σε ένα έργο.» (Μάνθος, ο.π., σελ.317). Πρόκειται για συγκεκριμένες εξουσίες που προβλέπονται ειδικώς και περιοριστικώς στο νόμο. Δεν έχουν τον απεριόριστο, ως άνω, χαρακτήρα της πνευματικής ιδιοκτησίας αφού το περιεχόμενο τους ρυθμίζεται επακριβώς από τον νομοθέτη (Δ. Καλλινίκου, Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 3η έκδοση, Δίκαιο και Οικονομία, σελ.280).
Στον Νόμο του 1976 (ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Νόμο 66(Ι)/2017 για σκοπούς εναρμόνισης με τις διατάξεις του Άρθρου 3(α) και (β) της Οδηγίας), ως προστατεύσιμα αναγνωρίζονται τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών (Άρθρα 3(1)(β) και 7ΣΤ(1)(α) του Νόμου του 1976), των παραγωγών υλικών φορέων, φωνογραφημάτων και πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών (Άρθρο 7ΣΤ(1)(β) και (γ) του Νόμου του 1976), των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους (Άρθρο 7ΣΤ(1)(δ) του Νόμου του 1976), των εκδοτών τύπου όσον αφορά τις εκδόσεις για επιγραμμική χρήση από παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (Άρθρο 36 του Νόμου του 1976) και των δημοσιευσάντων για πρώτη φορά μετά τη λήξη της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, αδημοσίευτων έργων (Άρθρο 7Δ του Νόμου του 1976).
Όπως ορίζεται στο Άρθρο 3(1)(γ)(i) του Νόμου του 1976 οι περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως επί των συγγενικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το συγγενικό δικαίωμα, τηρουμένων διαφορών που δεν είναι του παρόντος, τυγχάνει ανάλογης προστασίας με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, παρέχει την εξουσία του απαγορεύειν ή επιτρέπειν και ο δικαιούχος συγγενικού δικαιώματος διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα αμοιβής ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση εκ μέρους του της σχετικής άδειας.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που το δικαίωμα δεν παρέχει εξουσία περιουσιακής φύσης προς απαγόρευση ή, άλλως, προληπτική παρέμβαση, αλλά αναγνωρίζεται μόνο ως ενοχικό δικαίωμα εύλογης αμοιβής εκ μέρους του χρήστη προς τον δικαιούχο. Πρόκειται για τον λεγόμενο εκφυλισμό ή σχετικοποίηση του συγγενικού δικαιώματος.
Ο «εκφυλισμός»[5] ή «σχετικοποίηση»[6] του συγγενικού δικαιώματος
«Το σύστημα προστασίας των συγγενικών δικαιωμάτων βασίζεται στην έννοια της άδειας, δηλαδή το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα που έχουν οι φορείς των δικαιωμάτων να επιτρέπουν ή απαγορεύουν ορισμένες πράξεις που αναφέρονται στον νόμο κατά τρόπο περιοριστικό. Υπό ορισμένες όμως προϋποθέσεις τα συγγενικά δικαιώματα διαμορφώνονται μόνο ως ενοχικά, παρέχοντα μόνο δικαιώματα εύλογης αμοιβής στον χρήστη.» (Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Κοινοτικό Κεκτημένο, Λάμπρου Ε. Κοτσίρη, ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Έκδοση Έβδομη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σελ. 268).
Ήδη στην Σύμβαση της Ρώμης του 1961 αναγνωρίστηκε ότι λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, ένα μουσικό έργο (φωνογράφημα) το οποίο έχει αρχικά νόμιμα πωληθεί και κυκλοφορήσει με σκοπό να ακουστεί ιδιωτικά, ήταν πλέον δυνατό να αναμεταδίδεται απεριόριστα σε ακαθόριστα ευρύ κοινό («δευτερεύουσα χρήση», «secondary use») χωρίς να είναι δυνατή πλέον η συμμετοχή του παραγωγού και των ερμηνευτών και χωρίς φυσικά να έχουν εισοδήματα από τέτοια δευτερεύουσα χρήση. Προς τον σκοπό αυτό προβλέφθηκε ως λύση η καταβολή «ενιαίας δίκαιης αμοιβής» («equitable remuneration») στους εκτελεστές ή στους παραγωγούς των φωνογραμμάτων (Άρθρο 12 της Σύμβασης της Ρώμης του 1961).[7] «Το σκεπτικό της ρύθμισης είναι η προστασία των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και η εξασφάλιση γι’ αυτούς ενός εισοδήματος σε περίπτωση δευτερεύουσας χρήσης των φωνογραφημάτων. Το δικαίωμα σε εύλογη αμοιβή του δεν παρέχει στους δικαιούχους αξίωση «να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν» ούτε πρέπει να συγχέεται με την αποζημίωση των ερμηνευτών-εκτελεστών σε περίπτωση ζωντανής παράστασης ή για την εγγραφή της ερμηνείας τους. Αποτελεί αντάλλαγμα, αμοιβή τους, για δευτερεύουσα χρήση για ραδιοτηλεοπτική εκπομπή των φωνογραφημάτων ή υλικού φορέα εικόνας ή ήχου ή ήχου και εικόνας όπου η ερμηνεία τους έχει νόμιμα εγγραφεί.» (Κοτσίρης, σελ.273-274, §433, 434).
΄Ο,τι διαπιστώνεται τόσο σε επίπεδο διεθνούς, όσο και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, είναι ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις ακολουθούν πάντοτε τις τεχνολογικές, κυρίως, εξελίξεις. Χαρακτηριστικό της εξελικτικής διαδικασίας του κανονιστικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι οι δύο πιο πρόσφατες Οδηγίες αφορούν τις επιγραμμικές (online) μεταδόσεις ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων (Οδηγία 2019/789/ΕΕ, Δορυφορική και Καλωδιακή ΙΙ)[8] και την ψηφιακή ενιαία αγορά (Οδηγία 2019/790/ΕΕ).[9] Στην αιτιολογική σκέψη αρ.2 της Οδηγίας 2019/789/ΕΕ γίνεται λόγος για ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών και του διαδικτύου που έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές, τόσο στη διανομή των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, όσο και στην πρόσβαση σε αυτά.
Έχουν συνεπώς αναγνωριστεί περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαιούχος δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ασκήσει την εξουσία του να απαγορεύσει την επίμαχη χρήση, ή και περιπτώσεις για τις οποίες «ο νομοθέτης εκτιμά ότι οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα η άσκηση των αποκλειστικών πνευματικών ή συγγενικών εξουσιών, δηλ. όσων απορρέουν από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικό και σκοπούν στην παύση ή παράλειψη της εκμετάλλευσης του έργου από τρίτον. Τούτο, στο μέτρο που κρίνεται ότι ούτε τα συμφέροντα των χρηστών ικανοποιούνται, ούτε του δικαιούχου καθώς το έργο παραμένει αργό, ανεκμετάλλευτο.» (Το Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Κωνσταντίνου Χριστοδούλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σελ. 108 §264, με αναφορά στην πρόνοια του Άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 (δικαίωμα εύλογης αμοιβής αναφορικά με συγγενικά δικαιώματα)).
Παραδείγματα αποτελούν η ελεύθερη ιδιωτική αναπαραγωγή του έργου (Άρθρο 7(2)(ιε)), ο δανεισμός από δημόσιες βιβλιοθήκες, η ελεύθερη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση νομίμως εγγεγραμμένων φωνογραφημάτων, ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό (Άρθρο 10Γ(2)), η αξίωση εύλογης αμοιβής για χαριστικώς αδειοδοτηθείσα εκμίσθωση υλικού φορέα (Άρθρο 12(2)) κ.α. [10]
Σε τέτοιες περιπτώσεις η χρήση καλύπτεται από «άδεια εκ του νόμου» (νόμιμη άδεια, ex lege). Δεν είναι όμως χαριστική, εφόσον ως αντιστάθμισμα αναγνωρίζεται το δικαίωμα για εύλογη αμοιβή. «Ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα αμοιβής σε κάθε τρόπο εκμετάλλευσης της ερμηνείας ή εκτέλεσης του (Άρθρο 46§3 εδ.β του Ν. 2121/1993). […] Ο νόμος, ωστόσο, προβλέπει ειδικώς, για εκείνες τις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η χρήση της καλλιτεχνικής εισφοράς ακόμα και χωρίς άδεια του καλλιτέχνη τη λήψη από τον τελευταίο εύλογης αμοιβής (ενοχικό δικαίωμα).» (βλ. Μάνθος, σελ. 334).
Ως παράδειγμα διαφοροποίησης της εξουσίας του περιουσιακού δικαιώματος για προληπτική παρέμβαση (Άρθρο 3.1 της InfoSoc), από το ενοχικής φύσεως δικαίωμα για εύλογη αμοιβή (Άρθρο 8.2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ) παραπέμπουμε στην υπόθεση C-117/15, Reha Training, της 31ης Μαΐου 2016, παρ.30:
«30. Συγκεκριμένα, οι δημιουργοί έχουν, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, δικαίωμα προληπτικής παρεμβάσεως, το οποίο τους επιτρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των δυνητικών χρηστών του έργου τους και της παρουσιάσεως στο κοινό στην οποία οι χρήστες αυτοί προτίθενται να προβούν, τούτο δε προκειμένου να απαγορεύσουν την παρουσίαση. Αντιθέτως, οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων έχουν, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, δικαίωμα ανταποδόσεως, το οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί πριν ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό εκ μέρους του χρήστη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, SCF, C‑135/10, EU:C:2012:140, σκέψη 75).»
Τέλος, στο σύγγραμμα Intellectual Property Law, Lionel Bently, Brad Sherman, 3rd ed., p.270, αναφέρεται ότι στην περίπτωση «αναγκαστικών αδειών» («compulsory licenses») «in juris prudential terms, the grant of a compulsory license converts a property rule into a liability rule …».
Όπως θα καταδείξουμε κατωτέρω αντικείμενο συλλογικής διαχείρισης στα πλαίσια του βασικού Νόμου μπορεί να αποτελέσουν όλες οι παραπάνω μορφές του δικαιώματος.
Η συλλογική διαχείριση από Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ) εξ ονόματος των δικαιούχων
Σκοπός της Οδηγίας και συνεπακόλουθα του βασικού Νόμου, όπως προσδιορίζεται στο Άρθρο 1 της Οδηγίας και στο Άρθρο 2 του βασικού Νόμου αντιστοίχως, είναι αφενός η διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων από τους ΟΣΔ και από τις ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης[11] και αφετέρου ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης πολυεδαφικών αδειών από τους ΟΣΔ και τις ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης των δικαιωμάτων των δημιουργών επί μουσικών έργων, όσον αφορά την επιγραμμική (online) τους χρήση.
Κατ’ ακολουθίαν η Οδηγία και ο εναρμονιστικός αυτής Νόμος έχουν δύο βασικά πτυχές: (α) Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης και (β) Χορήγηση Πολυεδαφικής Άδειας για Επιγραμμικά Δικαιώματα σε Μουσικά Έργα από Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης. Εν προκειμένω, ενδιαφέρει η πρώτη πτυχή στην οποία αφορά ο υπό Αναφορά Νόμος.
Η διαχείριση του πνευματικού δικαιώματος από συλλογικούς διαχειριστικούς φορείς κατέστη αναγκαία προς επίρρωση της διαπραγματευτικής θέσης των δικαιούχων, εφόσον «Ο χαρακτήρας του πνευματικού δημιουργήματος ως άυλου αγαθού, δυνατού για προσέγγιση από οποιονδήποτε, η αδυναμία ελέγχου από τον δημιουργό αυτοπροσώπως, η ανάπτυξη της τεχνολογίας πολλαπλασιασμού του έργου και κυρίως η μεγάλη αγορά, στον εσωτερικό και διεθνή χώρο, που μπορεί να έχει το έργο, δείχνουν την κατά κανόνα αδυναμία του δημιουργού για αυτοπροστασία.» (Κοτσίρης, σελ. 213, §331).
Προς επίτευξη του σκοπού αυτού προβλέφθηκε το δικαίωμα των δικαιούχων πνευματικού δικαιώματος και συγγενικού δικαιώματος όπως εξουσιοδοτούν ΟΣΔ της επιλογής τους να διαχειρίζεται τα δικαιώματα τους (Άρθρο 15(α) του βασικού Νόμου, Άρθρο 5(2) της Οδηγίας).
Τα δικαιώματα που μπορούν να τύχουν συλλογικής διαχείρισης
Αντικείμενο διαχείρισης μπορεί να είναι όχι μόνο οι εξουσίες του περιουσιακού δικαιώματος, αλλά και κάθε δικαίωμα που απορρέει από τον Νόμο του 1976. Τούτο προκύπτει από τον ίδιο τον σκοπό του βασικού Νόμου ο οποίος στο Άρθρο 2(1) αναφέρεται στις προϋποθέσεις διασφάλισης της ορθής λειτουργίας της διαχείρισης, αδιακρίτως, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων. Περαιτέρω στην έννοια του όρου «έσοδα από δικαιώματα» που εισπράττονται από ΟΣΔ περιλαμβάνονται έσοδα που προκύπτουν γενικώς από αποκλειστικό δικαίωμα, από δικαίωμα αμοιβής ή δικαίωμα αποζημίωσης (βλ. Άρθρο 2 του βασικού Νόμου). Επίσης, προκύπτει από τον γενικό ορισμό του όρου «οργανισμός συλλογικής διαχείρισης» στην ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 3 του βασικού Νόμου (Άρθρο 3 της Οδηγίας):
««οργανισμός συλλογικής διαχείρισης» σημαίνει κάθε οργανισμό που εξουσιοδοτείται από τον παρόντα Νόμο ή μέσω εκχώρησης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσοτέρων του ενός δικαιούχων για το συλλογικό όφελος αυτών των δικαιούχων ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος πληροί ένα από ή αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια:
(i)ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά,
(ii)έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση.»
Όπως αναφέρεται στον Χριστοδούλου, σελ.311 §798, με αναφορά στον ίδιο νομοθετικό ορισμό, στο άρθρο 3.α του ελληνικού Ν. 4481/2017:
«δ) Ποικιλία αντικειμένων
Ως εκ της αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 3.α στα υπαγώγιμα στο ν. 4481/2017 συλλογικώς διαχειρίσιμα δικαιώματα συγκαταλέγονται όχι μόνον οι εξουσίες του περιουσιακού δικαιώματος, αλλά και όλα όσα απορρέουν από το νόμο για την πνευματική ιδιοκτησία, ήτοι τον ν. 2121/1993 ή άλλης χώρας της ΕΕ, ήτοι τα δικαιώματα εύλογης αμοιβής, παρακολούθησης, αλλά ακόμη και ηθικές αξιώσεις, καθώς και οι από την προσβολή τους δευτερογενώς προκύπτουσες αξιώσεις αποζημίωσης, αποκατάστασης ηθικής βλάβης (βλ. και παρακάτω αρ. 843), αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόκων επ’ αυτών κ.α. …»
Άλλωστε και στο Άρθρο 15(α) του βασικού Νόμου (το οποίο αντιστοιχεί στο Άρθρο 5(2) της Οδηγίας) προβλέπεται επίσης αδιακρίτως το δικαίωμα των δικαιούχων να εξουσιοδοτούν ΟΣΔ της επιλογής τους να διαχειρίζεται τα δικαιώματα, τις κατηγορίες δικαιωμάτων, τα είδη έργα ή άλλα αντικείμενα της επιλογής τους.
Ευρεία έννοια προκύπτει και από τον νομικό ορισμό του «χρήστη» στον βασικό Νόμο ώστε χρήστες να θεωρούνται τα πρόσωπα εκείνα που οι ενέργειες θα είχαν ανάγκη της άδειας του δικαιούχου ή που συνεπάγονται υποχρεώσεις απέναντι του π.χ. σε καταβολή εύλογης αμοιβής, αποζημιώσεων (Χριστοδούλου, ο.π., σελ. 311 §799, αναφορικά με την αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 3ιγ του N. 4481/2017).[12]
Οι σχέσεις των ΟΣΔ με τους χρήστες
Στο βασικό Νόμο, στο Κεφάλαιο 4 του Μέρους IV, με δύο Άρθρα ρυθμίζονται οι σχέσεις των ΟΣΔ με τους χρήστες: Άρθρο 26 (Αδειοδότηση)[13] και Άρθρο 27 (Υποχρεώσεις των Χρηστών).
Αμφότερες οι τροποποιήσεις αποτελούν προσθήκες στο Άρθρο 26 του βασικού Νόμου.
Οι τροποποιήσεις δια του υπό Αναφορά Νόμου
Για να δοθεί πλήρης εικόνα του Άρθρου 26 του βασικού Νόμου αφενός, και για να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται με τις τροποποιήσεις αφετέρου, παραθέτουμε κατωτέρω το κείμενο του Άρθρου 26 ως έχει, με επιπρόσθετες τις τροποποιήσεις να φαίνονται με τονισμένα γράμματα:
«26.-(1) Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι χρήστες-
(α) Διεξάγουν διαπραγματεύσεις για την αδειοδότηση των δικαιωμάτων με καλή πίστη,
(β) ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε αναγκαία πληροφορία.
(2)(α)(i) Οι όροι αδειοδότησης βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν εισάγουν διακρίσεις.
(ii) Κατά την αδειοδότηση δικαιωμάτων, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ως προηγούμενο για άλλες επιγραμμικές υπηρεσίες τους όρους αδειοδότησης που έχουν συμφωνηθεί με έναν χρήστη, όταν ο χρήστης αυτός παρέχει ένα νέο είδος επιγραμμικής υπηρεσίας το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λιγότερο από τρία (3) έτη.
(β)(i) Οι δικαιούχοι λαμβάνουν κατάλληλη αμοιβή για τη χρήση των δικαιωμάτων.
(ii) Οι χρεώσεις για τα αποκλειστικά δικαιώματα και τα δικαιώματα αμοιβής είναι εύλογες σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την οικονομική αξία της χρήσης των δικαιωμάτων στο εμπόριο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου χρήσης των έργων και άλλων αντικειμένων, καθώς και σε σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης.
(iii) οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο χρήστη για τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των χρεώσεων αυτών.
Η πρώτη τροποποίηση
(iv) «Σε περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος χρήστης διαφωνεί με τις χρεώσεις που προτείνει ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης καταβάλλει σε αυτόν την χρέωση που ο ενδιαφερόμενος χρήστης κρίνει εύλογη κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (ii) και το ήμισυ του υπολειπόμενου ποσού καταβάλλεται υπό διαμαρτυρία στο ταμείο το οποίο διατηρεί η Αρμόδια Αρχή και δεσμεύεται μέχρι την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 ή/και 45.»
(3)(α) Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης απαντούν το αργότερο εντός ενός μηνός, στις αιτήσεις των χρηστών, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης προκειμένου να υποβάλει πρόταση χορήγησης αδείας.
(β) Μετά την παραλαβή όλων των σχετικών πληροφοριών, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, εντός ενός μηνός, είτε παρέχει άδεια ή παρέχει στον χρήστη αιτιολογημένη δήλωση στην οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν προτίθεται να αδειοδοτήσει την συγκεκριμένη υπηρεσία.
(4) Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες να επικοινωνούν με αυτόν με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης, όπου κριθεί απαραίτητο, της υποβολής αναφορών σε σχέση με τη χρήση άδειας.
Η δεύτερη τροποποίηση
(5) O χρήστης δικαιούται να καταβάλει ετήσιο, ή όπως αλλιώς συμφωνηθεί, εφάπαξ ποσό, προς ένα οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, για την χρέωση που αντιστοιχεί σε κάθε δικαίωμα για το οποίο έχει αδειοδοτηθεί.»
Η βασική εισήγηση του Αιτητή
Η βασική εισήγηση του Αιτητή είναι ότι οι υπό Αναφορά τροποποιήσεις προσκρούουν στα Άρθρα 1Α, 23, 26, 28 και 179 του Συντάγματος και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε σειρά Οδηγιών.
Τα πλαίσια ελέγχου της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου είναι αποκρυσταλλωμένα:
".... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....".»
(Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167)
Η πρώτη τροποποίηση υπό το πρίσμα του Άρθρου 23 του Συντάγματος
Το Άρθρο 23 του Συντάγματος, κατά πάγια νομολογία, προστατεύει όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα άυλης περιουσιακής φύσεως, όπως είναι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και, υπό προϋποθέσεις, ενοχικές αξιώσεις. Ειδικότερα, το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από το Άρθρο 17.2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως δικαίωμα ιδιοκτησίας. Στον βασικό Νόμο αναγνωρίζεται ως κινητή περιουσία (Άρθρο 12(1)).
Ο Αιτητής εισηγήθηκε ότι η πρώτη τροποποίηση προσβάλλει το δικαίωμα προληπτικής παρέμβασης και συνεπώς το κατ’ εξοχήν περιουσιακό δικαίωμα του επιτρέπειν ή απαγορεύειν, εφόσον δεν γίνεται διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προληπτικής παρέμβασης και του δικαιώματος οικονομικής ανταπόδοσης.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση απάντησε ότι η υπό κρίση διάταξη δεν αφαιρεί από τον δικαιούχο το αποκλειστικό δικαίωμα του επιτρέπειν ή απαγορεύειν, αλλά μόνο ρυθμίζει την αποζημίωση του μέσω της Αρμόδιας Αρχής και μόνο στις περιπτώσεις που ο χρήστης διαφωνεί με τις χρεώσεις που προτείνει ο ΟΣΔ. Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας παραμένει. Ο πυρήνας του δεν επηρεάζεται, αλλά αντιθέτως προστατεύεται δια των Άρθρων 43 (διαδικασία εξέτασης παραπόνων), 44 (διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών) και/ή 45 (επίλυση διαφορών) του βασικού Νόμου. Ο απόλυτος και αποκλειστικός χαρακτήρας του δικαιώματος, συνέχισε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ΄ ης η Αίτηση, δεν το καθιστά απαραβίαστο, παραπέμποντας στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα European Intellectual Property Law: Text, Cases and Materials, 2nd ed., by Annett Kur, Thomas Dreier, Stefan Luginbuehl, σελ. 76:
«In a series of recent judgments, the CJEU has clarified that although the protection of IPR is indeed enshrined in Article 17(2) of the Charter, there is, however, nothing whatsoever in the wording of that provision of in the Court’s case law to suggest that the right is inviolable and must for that reason be protected as an absolute right.(*) Rather, the CJEU requires that a balance be struck ‘between the exclusive rights of the author …on the one hand, and, on the other, the rights of the users of protected subject matter…»
*(C-70/10, Scarlet Extended SA v. Société belge des auteurs compositeurs et éditeurs (Sabam), §43, C-360/10 Belgische Vereninging van Auteurs, Componisten en Uitgevers CVBA (SABAM) v. Netlog NV, §41)
Ο λόγος που η Βουλή των Αντιπροσώπων, εν τη σοφία της, συνέχισε, ψήφισε τον υπό Αναφορά Νόμο ήταν για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που έχει παρουσιαστεί πολλάκις στις χώρες της ΕΕ με την συμπεριφορά επιχειρήσεων τύπου ΟΣΔ, η οποία δυνατόν να εμπίπτει ως καταχρηστική στην απαγόρευση του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εάν κατά τον καθορισμό του ύψους των δικαιωμάτων τους χρεώνουν υπερβολικά υψηλή τιμή, δυσανάλογη προς την παρεχόμενη υπηρεσία. Παρέπεμψε σχετικά στην C-52/07, Kanal 5 and TV 4 AB της 11.12.2008 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία. Ο υπό Αναφορά Νόμος ψηφίστηκε ένεκα της ανάγκης εφαρμογής σαφών και ελεγχόμενων διαδικασιών για τους ΟΣΔ και τις ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης, κατέληξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση.
Το επίμαχο ερώτημα αναφορικά με την πρώτη τροποποίηση
Δεν αμφισβητείται ότι το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ως περιουσιακό δικαίωμα, δεν είναι απαραβίαστο και δεν χαίρει απόλυτης προστασίας. Μπορεί να αποτελέσει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αντικείμενο στάθμισης με την προστασία άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων (C-70/10, Scarlet Extended SA, §43, 44, 45, 46 (ανωτέρω)).
Το επίμαχο, όμως, ερώτημα είναι πιο συγκεκριμένο και αφορά στην ερμηνεία του Άρθρου 26 του βασικού Νόμου και ειδικότερα, εάν με την πρώτη τροποποίηση προσβάλλεται περιουσιακό δικαίωμα, ώστε αυτή να προσκρούει στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Είναι δεδομένη, όπως έχουμε αναφέρει, η ευρύτητα της φύσης των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν αδιαστίκτως να καταστούν αντικείμενο συλλογικής διαχείρισης. Ανεξάρτητα από τη φύση του δικαιώματος, από την στιγμή που ο δικαιούχος αυτού εξουσιοδοτεί ένα ΟΣΔ όπως το διαχειριστεί στα πλαίσια συλλογικής διαχείρισης, οι πρόνοιες του Άρθρου 26 περί αδειοδότησης δημιουργούν καταρχήν υποχρέωση για παροχή άδειας στον χρήστη, τηρουμένης συμφωνίας για την αμοιβή ή τηρουμένου καθορισμού της δικαστικά ή σε διαιτησία, εκτός εάν ο ΟΣΔ παρέχει αιτιολογημένη δήλωση στην οποία να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν προτίθεται να αδειοδοτήσει τη συγκεκριμένη υπηρεσία («αρχή του εξαναγκασμού του οργανισμού για κατάρτιση σύμβασης»). Όπως εξηγείται στον Κοτσίρη, σελ.225 §342, όπου αναλύεται το Άρθρο 22 του ελληνικού Ν. 4481/2017, το οποίο όπως έχουμε αναφέρει αντιστοιχεί στο Άρθρο 16 της Οδηγίας και συνακόλουθα στο Άρθρο 26 του βασικού Νόμου:
«…Συντρέχει υποχρέωση σύναψης σύμβασης χρήστη και οργανισμού, εφόσον ο χρήστης ζητήσει την κατάρτιση. Αδικαιολόγητη άρνηση του οργανισμού ή διαφοροποιημένη διάκριση χωρίς επίκληση σπουδαίου λόγου π.χ. αφερεγγυότητα, δυστροπία του χρήστη, δεν είναι σύννομη. Αν ο χρήστης ισχυρίζεται ότι ο οργανισμός αξιώνει αμοιβή προφανώς δυσανάλογη από αυτή που συνήθως καταβάλλεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, τότε «προκαταβάλλει» το ποσό που ο οργανισμός του ζητάει και η αμοιβή καθορίζεται δικαστικώς. Η πρόωρη χρήση του έργου είναι παράνομη και συνεπάγεται αστικής και ποινικής φύσεως κυρώσεις.»
Σπουδαίο λόγο αποτελεί και η άρνηση του χρήστη να πληρώσει αμοιβή για χρήση προηγουμένων ετών (Μάνθος, σελ. 305).
Το Άρθρο 26 όμως αναφέρεται σε δύο διαφορετικές έννοιες, ήτοι σε χρεώσεις για «αποκλειστικά δικαιώματα» και σε χρεώσεις για «δικαιώματα αμοιβής», όπως είναι οι αντίστοιχοι όροι στο Άρθρο 16 της Οδηγίας. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιούνται αντιστοίχως οι όροι «exclusive rights» και «rights to remuneration». Η απευθείας μεταφορά του λεκτικού της Οδηγίας στον κυπριακό Νόμο έχει αφήσει αδιευκρίνιστη τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων, η οποία όμως είναι δεδομένη στο Άρθρο 16 της Οδηγίας.
Το Δικαστήριο δεσμεύεται, με βάση την αρχή του κοινοτικού δικαίου, όπως ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού μιας Οδηγίας κατά το μέτρο του δυνατού (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 1/2022, ημερ. 30.11.2022, Sigma Radio T.V. Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, C-106/89, Marleasing SA v. La Comercial Internacional de Alimentacion SA, ημερ. 13.11.1990).
Η ξεχωριστή αναφορά στην Οδηγία, δεν αποτελεί άστοχη επανάληψη της ίδιας έννοιας, αλλά σαφώς υποδεικνύει ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές περιπτώσεις αμοιβών, δύο ξεχωριστές περιπτώσεις δικαιωμάτων που γεννούν ξεχωριστή αμοιβή. Από τη μια είναι οι χρεώσεις για την αδειοδότηση απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος και από την άλλη οι χρεώσεις για παρεχόμενη εκ του νόμου αδειοδότηση μιας δευτερεύουσας χρήσης (εύλογη αμοιβή υπό το καθεστώς εκ του νόμου άδειας).[14]
Συνεπακόλουθα, ως εκ της φύσης κάθε φορά του δικαιώματος, όταν η προβλεπόμενη αμοιβή αφορά σε αποκλειστικό δικαίωμα, σε περίπτωση μη καταβολής της για τη λήψη άδειας, ή διαφωνίας ως προς το ύψος της αμοιβής που αξιώνει ο ΟΣΔ, ο χρήστης οφείλει πριν από την οποιαδήποτε χρήση να καταθέσει υπό διαμαρτυρία στον ΟΣΔ το αιτούμενο ποσό αμοιβής μέχρι η αμοιβή να καθοριστεί τελικά από το Δικαστήριο ή σε διαιτησία.
Αυτή λ.χ. είναι η καταρχήν λύση την οποία ακολούθησε ο έλληνας νομοθέτης για να καλύψει την πρώτη εκ των δύο, ως άνω, κατηγοριών χρεώσεων του Άρθρου 16 της Οδηγίας (βλ. εδ.6 του Άρθρου 22 του Ν.4481/2017). Επίσης σημειώνουμε ότι ο έλληνας νομοθέτης, ως προς τη δεύτερη κατηγορία χρεώσεων του Άρθρου 16 της Οδηγίας, προέβλεψε ότι όταν υπάρχει διαφωνία ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής και τους όρους πληρωμής της, το αρμόδιο Δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καθορίζει αυτά προσωρινά και επιδικάζει προσωρινά μέχρι το ήμισυ της εύλογης αμοιβής που καθόρισε, εκκρεμούντος του οριστικού προσδιορισμού (βλ. εδ.7 του Άρθρου 22 του Ν.4481/2017).
Με την πρώτη υπό Αναφορά τροποποίηση, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των απόλυτων και αποκλειστικών δικαιωμάτων, για τα οποία ο δικαιούχος και ή ο ΟΣΔ, ως ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος τους, διατηρεί το δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη χρήση και των δικαιωμάτων αμοιβής, αφενός και/ή των δικαιωμάτων αποζημίωσης, αφετέρου. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι χρήστες καθίστανται αυτοί και όχι οι φορείς του δικαιώματος, εκείνοι που καθορίζουν την αμοιβή τηρουμένου, έστω, του τελικού προσδιορισμού της και περιπλέον απαλλάσσονται αδιακρίτως, ανεξάρτητα από τη φύση του δικαιώματος, της υποχρέωσης κατάθεσης αμοιβής, που αξιώνει ο φορέας του δικαιώματος υπό την παραπάνω προσωρινή έννοια. Παράλληλα, οι ΟΣΔ, ως εξουσιοδοτημένοι από τους δικαιούχους διαχειριστές των δικαιωμάτων τους, στερούνται του δικαιώματος αιτιολογημένης άρνησης, που αποτελεί το αντιστάθμισμα στην «αρχή του εξαναγκασμού του οργανισμού για κατάρτιση σύμβασης». Τούτο δε μάλιστα, κατά τρόπο αντιφατικό με την υφιστάμενη πρόνοια του Άρθρου 26(3)(β).
Τέτοια ρύθμιση αποτελεί περιορισμό στο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 17.2 του Χάρτη και κινητής ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23.2 του Συντάγματος.
Στη Γνωμάτευση επί των Αναφορών Αρ. 11/2016, 12/2016, 14/2016, 15/2016 και 16/2016, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (2017) 3 ΑΑΔ 242 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, σε σχέση με περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου:
«Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο και μόνο που επιτρέπει και για τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει. Κάθε είδους περιορισμοί που είναι δυνατό να επιβληθούν στα συνταγματικά δικαιώματα, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από νόμο, νοουμένου όμως, ότι υπάρχει επιφύλαξη στο ίδιο το Σύνταγμα υπέρ αυτού. Επιφύλαξη υπέρ του νόμου υπάρχει όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τη διαμόρφωση περιορισμών συνταγματικού δικαιώματος. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ανεξέλεγκτος κατά τη θέσπιση περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα. Ενεργεί εντός συγκεκριμένων παραμέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο ισχύουν οι λεγόμενοι «περιορισμοί των περιορισμών», μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισμών (Α. Δημητρόπουλος «Συνταγματικά Δικαιώματα» σελ. 207).
Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος. Η ανάγκη θα πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη. Υπό το πρίσμα αυτό, η Βουλή των Αντιπροσώπων υποχρεούται «…. πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση. και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. …….. Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει «πιεστική κοινωνική ανάγκη» ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για την προστασία της από διακριβωθέντα σοβαρό κίνδυνο στους τομείς που εξειδικεύονται στο ΄Αρθρο. ……. Η στάθμιση αγαθών φέρει από τη φύση της εγγενείς δυσκολίες. Ενόψει των οποίων παρέχονται λογικά περιθώρια εκτίμησης. Πάντως η θυσία του ενός αγαθού πρέπει να δικαιώνεται από τη διαφύλαξη του άλλου. Κι αυτό με αναφορά στο σκοπό και στη μεταξύ τους αναλογία» (Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ανωτέρω), σελ. 262).»
Το επιχείρημα από πλευράς του ευπαιδεύτου δικηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση περί αναγκαιότητας για την ψήφιση του Νόμου, χωρίς τέτοια αναγκαιότητα να αναφέρεται είτε σε οποιαδήποτε αιτιολογική έκθεση, είτε στο εντελώς γενικό προοίμιο του Νόμου, είχε ως έρεισμα την ανάγκη επίτευξης της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ αντιρρόπων συμφερόντων, προς προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών, δεδομένου ότι η προστασία των δικαιωμάτων τρίτων μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας (Άρθρο 23.3 του Συντάγματος).
Στην Kanal 5, την οποία επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ΄ ης Αίτηση, αναγνωρίστηκε, με δεδομένη την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης του, ότι στο πλαίσιο αυτό είναι σκόπιμο να αναζητηθεί μια προσήκουσα ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος των δημιουργών μουσικών έργων να εισπράττουν αμοιβή για την τηλεοπτική μετάδοση τους και του συμφέροντος των εταιρειών τηλεοπτικής μετάδοσης να μπορούν να μεταδίδουν τηλεοπτικώς τα εν λόγω έργα υπό εύλογες συνθήκες (§30 και §31 της απόφασης). Όμως από την Kanal 5 και τη συναφή νομολογία, που αφορά στο δίκαιο του ανταγωνισμού και τις πρακτικές κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από τους ΟΣΔ, ό,τι προκύπτει είναι πως δεν αποτελεί δεδομένο ότι ένας ΟΣΔ που κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς εκμεταλλεύεται άνευ ετέρου καταχρηστικώς τη θέση αυτή. Είναι ζήτημα γεγονότων στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, περίπτωση.
Στη γενική διάσταση του πράγματος, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα προσφυγής στις εναλλακτικές διαδικασίες του Άρθρου 44 (διαιτησία ή διαμεσολάβηση), ή σε δικαστική επίλυση της διαφοράς του Άρθρου 45, οπότε η δίκαιη εξισορρόπηση μπορεί να επιτευχθεί, εν πάση περιπτώσει, με βάση τα κριτήρια που θέτει το Άρθρο 26(2)(β)(ii) του βασικού Νόμου[15] αναφορικά με τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής (βλ. επίσης Άρθρο 16(2) της Οδηγίας).
Συνεπώς, δεν έχει στοιχειοθετηθεί από την νομοθετική εξουσία, όπως ήταν υποχρέωση της, ότι ο επιδιωκόμενος με την πρώτη υπό Αναφορά τροποποίηση περιορισμός είναι απολύτως αναγκαίος για την επικληθείσα εξισορρόπηση συμφερόντων προς προστασία δικαιωμάτων τρίτων, ούτως ώστε να αιτιολογείται με ανάλογο μέτρο η επέμβαση σε ατομικό δικαίωμα (βλ. Αναφορές Αρ. 11/2016 κ.α., ανωτέρω).
Αντίθετα, με την τροποποίηση διασαλεύθηκε προς όφελος των χρηστών η όποια στάθμιση υπήρχε. Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι το όλο πνεύμα της Οδηγίας και του Νόμου, όπως συνάγεται από σειρά διατάξεων τους και όπως παρατίθεται στο αιτιολογικό προοίμιο της InfoSoc, επιβάλλει υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι «τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.» Επίσης χαρακτηριστική είναι η αναφορά στις αιτιολογικές σκέψεις αρ. 11 και 12 της ίδιας Οδηγίας ότι:
«(11) Ένα αποτελεσματικό και αυστηρό σύστημα προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων αποτελεί βασικό μηχανισμό ώστε η ευρωπαϊκή πολιτιστική δημιουργικότητα και παραγωγή να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους και να διασφαλιστεί η αυτονομία και η αξιοπρέπεια των δημιουργών και των ερμηνευτών.
(12) Η επαρκής προστασία των έργων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού και των αντικειμένων που καλύπτονται από τα συγγενικά δικαιώματα έχει επίσης μεγάλη πολιτιστική σημασία το άρθρο 151 της συνθήκης απαιτεί από την Κοινότητα να συνυπολογίζει τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση.»
Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω γνωματεύουμε ότι η πρώτη υπό Αναφορά τροποποίηση προσκρούει στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Η δεύτερη τροποποίηση υπό το πρίσμα του Άρθρου 26 του Συντάγματος
Οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης
Οι ΟΣΔ έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και ευρύτερη κοινωνική σημασία. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η ύπαρξη και λειτουργία των ΟΣΔ κρίθηκε αναγκαία για την επίρρωση της διαπραγματευτικής θέσης των δικαιούχων και την προώθηση και προστασία των συμφερόντων τους. Παράλληλα, είναι νομικά πρόσωπα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως φορείς προώθησης της ποικιλομορφίας των πολιτιστικών εκδηλώσεων οι οποίοι παρέχουν κοινωνικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες προς όφελος των δικαιούχων τους και του κοινού (αιτιολογική σκέψη αρ.3 της Οδηγίας).
Ο βασικός Νόμος ρυθμίζει εν εκτάσει τα της λειτουργίας των ΟΣΔ. Σε αδρές γραμμές μπορούμε να αναφέρουμε ότι προβλέπει ως υποχρεωτικό όργανο κάθε ΟΣΔ τη γενική συνέλευση των μελών, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν και να ψηφίζουν (βλ. αιτιολογική σκέψη αρ. 22 της Οδηγίας) η οποία συγκαλείται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, με καθοριστικές αρμοδιότητες. Κάθε ΟΣΔ διαθέτει εποπτικό μηχανισμό ως έκφραση του δικαιώματος των μελών να συμμετέχουν στη διαρκή παρακολούθηση της διαχείρισης των ΟΣΔ και ειδικότερα των δραστηριοτήτων και των ενεργειών των προσώπων που διαχειρίζονται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οργανισμού. Το όργανο που έχει την εξουσία εποπτείας υποβάλλει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο στη γενική συνέλευση των μελών έκθεση σχετικά με την άσκηση των εξουσιών του (αιτιολογική σκέψη αρ. 23 της Οδηγίας και Άρθρο 19 του βασικού Νόμου).
Η εξουσιοδότηση από τον δικαιούχο προς τον ΟΣΔ και η μεταξύ τους σχέση
Όπως καταγράφεται στην αιτιολογική σκέψη αρ. 19 της Οδηγίας αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του δικαιούχου να επιλέξει τον ΟΣΔ που θα διαχειρίζεται τα δικαιώματα του:
«(19) |
Δεδομένων των εκ της ΣΛΕΕ ελευθεριών, η συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να συνεπάγεται τη δυνατότητα του δικαιούχου να επιλέγει ελεύθερα τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα διαχειρίζεται τα δικαιώματά του, είτε πρόκειται για δικαιώματα παρουσίασης στο κοινό είτε για δικαιώματα αναπαραγωγής, ή κατηγορίες δικαιωμάτων συνδεόμενες με μορφές εκμετάλλευσης, όπως η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση, η θεατρική έκθεση ή η αναπαραγωγή για επιγραμμική διανομή, εφόσον ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που επιλέγει ο δικαιούχος διαχειρίζεται ήδη τέτοια δικαιώματα ή κατηγορίες δικαιωμάτων.» |
Στο Άρθρο 5(2) της Οδηγίας και στο Άρθρο 15(α) του βασικού Νόμου διασφαλίζεται ως δικαίωμα του δικαιούχου η επιλογή του ΟΣΔ στον οποίο θα αναθέσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του, όπως και το δικαίωμα να τερματίσει τέτοια εξουσιοδότηση (Άρθρο 15(γ)).
Η συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων προϋποθέτει κατά κανόνα τη σύναψη σχετικής σύμβασης μεταξύ του δικαιούχου και του νομικού προσώπου (ΟΣΔ) που αναλαμβάνει τη διαχείριση (σύμβαση ανάθεσης) (Άρθρο 15(α) του βασικού Νόμου, Άρθρο 5(2) της Οδηγίας και Άρθρο 3 του βασικού Νόμου αναφορικά με τον ορισμό του ΟΣΔ και του «δικαιούχου»). Ως δικαιούχος ορίζεται εκείνο το πρόσωπο το οποίο δυνάμει της συμφωνίας για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων ή εκ του νόμου δικαιούται μερίδιο των εσόδων που προκύπτουν από τα δικαιώματα (Άρθρο 3 του βασικού Νόμου).
Αντικείμενο της σύμβασης ανάθεσης μεταξύ δικαιούχου και ΟΣΔ είναι η διαχείριση ή η προστασία ή η διαχείριση και προστασία του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό ή συγγενικών δικαιωμάτων. «Πράξεις διαχείρισης είναι ενδεικτικώς η σύναψη αδειών εκμετάλλευσης με τους χρήστες των έργων, η είσπραξη και διανομή της αμοιβής, η διεξαγωγή ελέγχων για τη διακρίβωση πιθανών προσβολών του δικαιώματος των δημιουργών κ.ά.· ενώ μορφή προστασίας είναι λ.χ. η δίωξη των παράνομων χρήσεων, η άσκηση της αξίωσης αποζημίωσης λόγω παράνομων προσβολών κ.ά.» (Μάνθος, σελ. 294).
Οι ΟΣΔ έχουν καθήκον όπως ενεργούν «με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των δικαιούχων των οποίων τα δικαιώματα εκπροσωπούν» (Άρθρο 14(α) του βασικού Νόμου, αιτιολογική σκέψη αρ. 22 της Οδηγίας). Έχουν περαιτέρω υποχρέωση όπως μη επιβάλλουν στους δικαιούχους υποχρεώσεις οι οποίες δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίες για την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους ή για την αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων τους (Άρθρο 14(β) του βασικού Νόμου).
Ειδικότερα, οι ΟΣΔ οφείλουν να επιδεικνύουν επιμέλεια όσον αφορά τη συλλογή και τη διαχείριση των εσόδων από τα δικαιώματα. Οφείλουν να τηρούν ξεχωριστά στους λογαριασμούς τους εισπράξεις από δικαιώματα και κάθε έσοδο που προκύπτει από την επένδυση εισπράξεων από δικαιώματα και τυχόν δικά του περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει και έσοδα που προκύπτουν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, από έσοδα διαχείρισης ή άλλες δραστηριότητες. Η διαχείριση των εσόδων από τα δικαιώματα ρυθμίζεται με λεπτομέρεια στο Άρθρο 21 του βασικού Νόμου και τελεί υπό τον έλεγχο και την επιθεώρηση της Αρμοδίας Αρχής. Αρμόδια Αρχή είναι η Αρχή Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων η οποία τηρεί το προνοούμενο από το Νόμο Μητρώο και ασκεί εποπτεία και έλεγχο όπως από τον Νόμο προβλέπεται.
Οι ΟΣΔ προβαίνουν σε εύλογες κρατήσεις για έξοδα διαχείρισης κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 22 του βασικού Νόμου, τα οποία δεν υπερβαίνουν τις δικαιολογημένες και τεκμηριωμένες δαπάνες του ΟΣΔ για τη διαχείριση.
Στο τέλος διανέμουν και καταβάλλουν τα ποσά που οφείλονται στους δικαιούχους τακτικά, επιμελώς, με ακρίβεια και σύμφωνα με τη γενική πολιτική για τη διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους όπως αυτή αποφασίζεται στη γενική συνέλευση των μελών του κάθε ΟΣΔ. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται καταρχήν το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός εννέα μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο εισπράχθηκαν τα έσοδα από τα δικαιώματα (Άρθρο 23(1)(α) του βασικού Νόμου). Στο ίδιο Άρθρο περιέχεται λεπτομερής ρύθμιση ως προς τη διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των ΟΣΔ.
Όπως έχουμε αναφέρει όλα τα μέλη των ΟΣΔ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν και να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μελών. Η λειτουργία των ΟΣΔ διέπεται από καθεστώς διαφάνειας. Ειδικά έχουν υποχρέωση τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο να καθιστούν διαθέσιμες σε κάθε δικαιούχο στον οποίο απέδωσαν έσοδα από δικαιώματα ή κατέβαλαν πληρωμές, τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο Άρθρο 28(1) του βασικού Νόμου, καταρτίζουν δε και δημοσιοποιούν ετήσια έκθεση διαφάνειας (Άρθρο 28(5) του βασικού Νόμου).
Η ουσία της δεύτερης τροποποίησης
Ενώ προσδιορίζονται με αυτό τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο οι υποχρεώσεις των ΟΣΔ προς τους δικαιούχους, όπως απορρέουν από τη συμβατική τους σχέση, με τη δεύτερη τροποποίηση επιχειρείται, χωρίς και πάλι οποιαδήποτε αιτιολογική αναφορά σε έκθεση ή προοίμιο, όπως καταστεί κατ’ επιλογήν οποιουδήποτε, τρίτου, χρήστη, ο οποιοσδήποτε ΟΣΔ, εισπράκτορας και διανομέας για οποιοδήποτε, τρίτο, ΟΣΔ.
Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση αυτή καταργεί τη συμβατική ελευθερία καθιστώντας υποχρεωτικά τον ΟΣΔ που θα επιλέξει ο χρήστης αντιπρόσωπο των άλλων ΟΣΔ. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση απάντησε ότι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε «όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων». Μια από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων που αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 23(ε) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο δικηγόρο της Καθ’ ης η Αίτηση, είναι και η αρχή ότι οι συμβατικές σχέσεις μπορούν να ρυθμίζονται από το κράτος προκειμένου να εξυπηρετείται η δημόσια πολιτική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κράτος δια της Βουλής των Αντιπροσώπων έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει μέσω νομοθεσίας τον τρόπο με τον οποίο ασκείται ένα συμβατικό δικαίωμα νοουμένου ότι τέτοια ρύθμιση δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα. Η υποχρέωση του χρήστη να καταβάλλει το σύνολο των αμοιβών όλων των ΟΣΔ (π.χ. ΟΣΔ συνθετών, ΟΣΔ καλλιτεχνών) παραμένει. Απλώς για ευκολία το ποσό αυτό θα καταβάλλεται σε ένα ΟΣΔ. Αυτός έχει υποχρέωση προς τους άλλους ΟΣΔ να κάνει κατανομή των ποσών. Είναι μια ρύθμιση διευκόλυνσης του όλου συστήματος. Ο πυρήνας των δικαιωμάτων του δικαιούχου παραμένει ανεπηρέαστος. Ήδη ο βασικός Νόμος αναγνωρίζει την καταβολή ποσών από τον ένα ΟΣΔ στον άλλο αναφορικά με κρατήσεις και πληρωμές που προβλέπονται στις συμβάσεις αμοιβαιότητας (Άρθρο 25).
Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος και περιλαμβάνει την επιλογή του αντισυμβαλλομένου, την προσχώρηση ή μη σε σύμβαση, τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας καθώς και την καταγγελία της σύμβασης. Οι μόνοι όροι, περιορισμοί ή δεσμεύσεις που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος, όπως ρητά ορίζεται στο ίδιο το Άρθρο 26.1, είναι εκείνοι οι οποίοι τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων (Α.Ν. Λοϊζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 167).
Όπως έχουμε ανωτέρω αναφέρει, η ανάθεση είσπραξης και διανομής της αμοιβής εμπίπτει στα πλαίσια της εξουσιοδότησης ή σύμβασης ανάθεσης, μεταξύ του δικαιούχου και του ΟΣΔ τον οποίο ο δικαιούχος έχει απόλυτο δικαίωμα να επιλέξει. Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι περιλαμβάνει την ελευθερία της επιλογής του αντισυμβαλλομένου.
Αυτά έχουν καταστρατηγηθεί σαφώς με τη δεύτερη τροποποίηση.
Αφενός, οι δικαιούχοι υποχρεώνονται να αποδεχθούν την καταβολή της αμοιβής τους σε ένα τρίτο ΟΣΔ και όχι στον οργανισμό που οι ίδιοι επέλεξαν δημιουργώντας συμβατική σχέση μαζί του, αναμένοντας την καταβολή των δικαιωμάτων τους από αυτόν. Ο τρίτος ΟΣΔ δεν έχει καμιά συμβατική σχέση με τέτοιους δικαιούχους. Ούτε υπέχει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις τις οποίες ο Νόμος επιβάλλει στον οργανισμό τον οποίο ο δικαιούχος εξουσιοδότησε όπως εκπροσωπεί τα συμφέροντα του και ειδικά υποχρεώσεις εμπιστοσύνης, απολογισμού και διαφάνειας. Με αυτό τον τρόπο παραβιάζεται κατάφορα η συμβατική σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του οργανισμού τον οποίο ο ίδιος είχε απόλυτο συμβατικό δικαίωμα να επιλέξει.
Αφετέρου, επιβάλλεται στον τρίτο ΟΣΔ, μια υποχρέωση η οποία δεν πηγάζει από τις συμβατικές σχέσεις με τους δικαιούχους που τον επέλεξαν και αποδέχθηκε την εξουσιοδότηση τους, αλλά αντιθέτως εμπίπτει στις συμβατικές υποχρεώσεις ενός άλλου οργανισμού. Παραβιάζεται με αυτό τον τρόπο η συμβατική ελευθερία και του τρίτου ΟΣΔ.
Η αναφορά του ευπαιδεύτου δικηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση στο Άρθρο 25 του βασικού Νόμου για διανομή και πληρωμές από ένα ΟΣΔ σε άλλο ΟΣΔ αφορά σε περιπτώσεις «συμβάσεων αμοιβαιότητας» οι οποίες αποτελούν συμφωνίες μεταξύ ΟΣΔ δυνάμει της οποίας ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αναθέτει σε άλλο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης τη διαχείριση των δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπεί, περιλαμβανομένων των συμφωνιών μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης για χορήγηση πολυεδαφικών αδειών (Άρθρο 3 του βασικού Νόμου). Είναι συνεπώς ζήτημα σύμβασης μεταξύ των οργανισμών οι οποίοι μπορούν με σκοπό να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες είσπραξης και διανομής των δικαιωμάτων στους δικαιούχους να ορίσουν ένα οργανισμό ως one-stop-shop με σκοπό να εισπράττει δικαιώματα για λογαριασμό τους και στη συνέχεια να τα διανέμει σε αυτούς.[16]
Κρίνουμε ότι η δεύτερη τροποποίηση προσκρούει στο Άρθρο 26 του Συντάγματος.
Το «προδικαστικό ζήτημα»
Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα που περιγράφεται ως προδικαστικό, εφόσον η αρνητική απάντηση σε αυτό δίδεται μέσα από τα προηγηθέντα. Με την Ένσταση τέθηκε προδικαστικό ζήτημα με έρεισμα το γεγονός ότι με την Αίτηση ζητήθηκε Γνωμάτευση κατά πόσον ο υπό Αναφορά Νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος, όχι μόνο με Άρθρα του Συντάγματος αλλά και με σειρά Οδηγιών οι οποίες καταγράφονται στην Αίτηση. Υποδεικνύεται στην Ένσταση η πάγια νομολογιακή αρχή ότι η μεθοδολογία κρίσης της συνταγματικότητας των Νόμων έγκειται στην αντιπαραβολή των προνοιών τους με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και ότι για να δικαιολογείται εξέταση θεμάτων αντισυνταγματικότητας, θα πρέπει τα θέματα αυτά να εξειδικεύονται, να διατυπώνονται με λεπτομέρεια και να εγείρονται ευκρινώς. Εν προκειμένω η Καθ’ ης η Αίτηση εισηγείται ότι ο Αιτητής προβάλλει αφηρημένες και αόριστες εισηγήσεις αντισυνταγματικότητας, με αναφορά τα Άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε νομική ανάλυση. Το ίδιο ισχύει και σε ότι αφορά τις Ευρωπαϊκής Οδηγίες, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής και οι οποίες έχουν μεταφερθεί στην κυπριακή έννομη τάξη. Ο Αιτητής παραλείπει να αντιπαραβάλει τις πρόνοιες του υπό Αναφορά Νόμου με τις πρόνοιες των Ευρωπαϊκών Οδηγιών που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζονται.
Ο Αιτητής απάντησε ότι έχουν αιτιολογηθεί επαρκώς τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται η Αίτηση, με αναφορά στα Άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος, οι δε Οδηγίες που απαριθμούνται στην Αίτηση παραβιάζονται καθ’ ολοκληρίαν, καθότι η κάθε μια από αυτές ρυθμίζει την προστασία του εκάστοτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικού δικαιώματος.
Η συλλήβδην παράθεση στο σώμα της Αίτησης των σχετικών Οδηγιών δεν επικροτείται. Από το σύνολο όμως της προηγηθείσας Γνωμάτευσης προκύπτει ότι τα επίδικα θέματα τέθηκαν επαρκώς ώστε να ήταν δυνατός ο επακριβής προσδιορισμός των προνοιών του Νόμου που αμφισβητούνται, ως επίσης των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες αυτές προσκρούουν.
Η κατάληξη
Γνωματεύουμε, ως εκ τούτου, ότι ο υπό Αναφορά Νόμος, παραβιάζει τα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος και κατ’ ακολουθίαν το Άρθρο 179.1 και κρίνεται καθ’ ολοκληρίαν ως αντισυνταγματικός. Ως εκ της διαπίστωσης αυτής δεν θα εξετάσουμε τον υπό Αναφορά Νόμο υπό το πρίσμα του Άρθρου 28 του Συντάγματος.
Η παρούσα Γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Της 26ης Φεβρουαρίου 2014 για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και για τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά.
[2] Απόστολος Θ. Μάνθος, Δικηγόρος ΔΝ, Πνευματική Ιδιοκτησία, Νομική Βιβλιοθήκη 2015, σελ.7.
[3] "φωνογράφημα" σημαίνει εγγραφή ήχων προερχομένων από εκτέλεση ή από́ άλλους ήχους ή από παράσταση ήχων, εκτός από την υλική ενσωμάτωση σε κινηματογραφική ταινία ή άλλο οπτικοακουστικό έργο· - Άρθρο 2 του Νόμου 59/1976.
[4] Βλ. εναρμονιστικούς Νόμους 128(Ι)/2014 και 196(Ι)/2014.
[5] Κουμάντος, Πνευματική Ιδιοκτησία, 8η έκδ., 2002, Χριστοδούλου, οπ., 109, §266.
[6] Γεωργιάδης, Η εύλογη αμοιβή του δημιουργού και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων κατά το Άρθρο 18 του ν. 2121/1993 για την πνευματική ιδιοκτησία, σε Αφιέρωμα στον Λ. Κοτσίρη, σελ.212 επ.=στη συλλογή άρθρων Γεωργιάδη, Αναζητώντας το Δίκαιο, σελ. 679, αρ.6, Χριστοδούλου, οπ.
[7] Η οποία κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης για την Προστασία των Εκτελεστών, Παραγωγών Φωνογραμμάτων και των Ραδιοτηλεοπτικών Οργανισμών (Κυρωτικός) Νόμος του 1999, Νόμος 14(ΙΙΙ)/1999.
[8] Οδηγία 2019/789/ΕΕ της 17ης Απριλίου 2019 για τον καθορισμό κανόνων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων που ισχύουν για ορισμένες επιγραμμικές μεταδόσεις ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και αναμεταδόσεις τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου.
[9] Οδηγία 2019/790/ΕΕ της 17ης Απριλίου 2019 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά. Για εναρμόνιση στις Οδηγίες αυτές ψηφίστηκε ο τροποποιητικός του Νόμου 59/1976 Ν. 155(Ι)/2022.
[10] Βλ. και Άρθρο 15 της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας για τις Εκτελέσεις και τα Φωνογραφήματα (WPPT) που υιοθετήθηκε στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου του 1996 και Κοινές Δηλώσεις αυτής, η οποία κυρώθηκε δια του Νόμου 37(ΙΙΙ)/2004, όπου αναγνωρίστηκε δικαίωμα ενιαίας και εύλογης αμοιβής προκειμένου για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και παρουσίαση στο κοινό. Βλ. επίσης Άρθρο 8.2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ («Οδηγία για την εκμίσθωση και την δανειοδότηση») όπου αναγνωρίζεται δικαίωμα εύλογης αμοιβής σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και Άρθρο 49 του ελληνικού Ν. 4481/2017.
[11] Οι ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης είναι εμπορικές οντότητες και διαφέρουν από τους ΟΣΔ επειδή, μεταξύ άλλων, δεν ανήκουν στους δικαιούχους ή δεν ελέγχονται από αυτούς.
[12] Άρθρο 3 του βασικού Νόμου: «χρήστης» σημαίνει κάθε πρόσωπο ή οντότητα που εκτελεί πράξεις που υπόκεινται στην έγκριση των δικαιούχων, πρόσωπο ή οντότητα που καταβάλλει αμοιβή στους δικαιούχους ή καταβάλλει αποζημίωση στους δικαιούχους και ο οποίος δεν ενεργεί υπό την ιδιότητα του καταναλωτή.
[13] Βλ. Άρθρο 16 της Οδηγίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 22 του Ν. 4481/2017, το οποίο βεβαίως επίσης έχει ως βάση το Άρθρο 16 της Οδηγίας.
[14] Όπως ορθά παρατηρείται με αναφορά στην αντίστοιχη διάκριση του Άρθρου 22 του Ν. 4481/2017, μεταξύ «αμοιβής» και «εύλογης αμοιβής», Κ. Κυπρούλη, Δικηγόρος ΔΝ, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Δίκαιο Επιχειρήσεων Εταιρειών, Δικονομική αντιμετώπιση αγωγών με αίτημα τον οριστικό καθορισμό και την καταψήφιση της εύλογης αμοιβής του άρ. 49 του Ν 2121/1993.
[15] (ii) Οι χρεώσεις για τα αποκλειστικά δικαιώματα και τα δικαιώματα αμοιβής είναι εύλογες σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την οικονομική αξία της χρήσης των δικαιωμάτων στο εμπόριο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου χρήσης των έργων και άλλων αντικειμένων, καθώς και σε σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης.
[16] Τέτοια εξειδικευμένη μορφή εισπρακτικού διαχειριστικού οργανισμού αποτελεί ο γερμανικός ZPŰ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο