
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 6/20)
30 Απριλίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσείοντες/Καθ’ ων η αίτηση
ΚΑΙ
Μ. Χ.
Εφεσίβλητος/Αιτητής
______________________
Θ. Χατζηζαχαρία (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες/Καθ’ ων η αίτηση.
Ο Εφεσίβλητος/Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Ν. Πεσλίκα (κα) για Κ. Κουππαρή (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
______________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης αποτελεί η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακύρωσε την απόφαση του Ληξίαρχου να διαγράψει από το πιστοποιητικό γέννησης ανήλικης, το όνομα του εφεσίβλητου ο οποίος παρουσιαζόταν σε αυτό ως πατέρας της. Ο τελευταίος, με την συνδρομή της μητέρας της, προέβηκε σε εκούσια αναγνώριση της ανήλικης παρά το γεγονός ότι το παιδί γεννήθηκε κατά τη διάρκεια γάμου της μητέρας με άλλο πρόσωπο και χωρίς προηγουμένως να προσβληθεί το τεκμήριο πατρότητας του παιδιού γεννημένο σε γάμο.
Στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ορθολογικό να γίνει αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.
H μητέρα, στις 3.6.2006, τέλεσε γάμο με τον Χ. Ι. και κατά τη διάρκεια του γάμου τους και δη το 2011 γεννήθηκε η ανήλικη. Ο γάμος τους λύθηκε, στις 7.10.2013, μετά από απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Μετά από σχετική αίτηση εγγραφής νεογέννητου της μητέρας και του εφεσίβλητου, ημερ. 22.5.2011, καταχωρήθηκε η γέννηση του παιδιού, στα ληξιαρχικά βιβλία της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας, ως γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του. Ως γονείς καταχωρίστηκαν η μητέρα και ο εφεσίβλητος αφού, προσήχθηκε στο ληξιαρχείο έγγραφη συγκατάθεση και των δύο πιο πάνω προσώπων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 17 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002).
Στη συνέχεια, η συνήγορος της μητέρας, με επιστολή της ημερ. 19.6.2013, υπέβαλε αίτημα στον Έπαρχο Λευκωσίας για τροποποίηση του πιστοποιητικού γέννησης της ανήλικης και ειδικότερα ζητούσε τη διαγραφή των στοιχείων του εφεσίβλητου. Στην εν λόγω επιστολή επισυνάφθηκαν, μεταξύ άλλων, και το πιστοποιητικό γάμου της μητέρας με τον Χ. Ι. από το οποίο προκύπτει ότι, τα δύο πιο πάνω πρόσωπα, τέλεσαν γάμο στις 3.6.2006. Πρόσθετα, προσκομίστηκαν στον Έπαρχο Λευκωσίας ένορκες δηλώσεις τους με τις οποίες, βεβαίωναν ότι ο γάμος τους εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και κατά τη διάρκεια αυτού απέκτησαν την ανήλικη.
Ο εφεσίβλητος, αφού ενημερώθηκε για το πιο πάνω αίτημα, δεν συναίνεσε για την τροποποίηση των στοιχείων του πιστοποιητικού γέννησης της ανήλικης. Η Επαρχιακή Διοίκηση με επιστολή της, ημερ. 31.7.2013, αναφερόμενη σε σχετική επιστολή του εφεσίβλητου, τον πληροφορούσε ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και με «… γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων του παιδιού, οιαδήποτε διαφοροποίηση των στοιχείων του πατέρα τα οποία καταχωρήθηκαν στο πιστοποιητικό γέννησης κατόπιν ενόρκων δηλώσεων εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, είναι δυνατό να επιτευχθεί μόνο με την προσκόμιση Διατάγματος Δικαστηρίου το οποίο να καθορίζει την πατρότητα του παιδιού». Το πιο πάνω αίτημα της μητέρας, αποσύρθηκε με επιστολή της συνηγόρου της, ημερ. 12.7.2013.
Η δικηγόρος της μητέρας, επανήλθε και με επιστολή της, ημερ. 20.3.2015, υπέβαλε εκ νέου το ίδιο αίτημα και σ’ αυτή επισύναψε ,μεταξύ άλλων, και απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 20.3.2015, με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση της μητέρας για διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων. Καθ’ ου η αίτηση ήταν ο εφεσίβλητος. Περαιτέρω δε, επισύναψε και διάταγμα λύσης του πιο πάνω γάμου της.
Ο εφεσίβλητος διαμαρτυρήθηκε αφού ενημερώθηκε για την πρόθεση του Ληξίαρχου να διαγράψει τα στοιχεία του από το πιστοποιητικό γέννησης της ανήλικης.
Ο Ληξίαρχος με επιστολή του, ημερ, 4.6.2015, κοινοποίησε την απόφαση του, στον εφεσίβλητο, να διαγράψει τα στοιχεία του από το πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού καθότι η γέννηση του παιδιού έγινε κατά τη διάρκεια γάμου της μητέρας επισημαίνοντας τις πρόνοιες του άρθρου 6 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμος του 1991 (Ν. 187/1991 – στο εξής ο Νόμος) και ότι το τεκμήριο καταγωγής από γάμο « … υφίσταται ακόμη και όταν το παιδί γεννηθεί κατά τη διάρκεια διάστασης των γονέων του, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της, η δε συγγένεια του βιολογικού πατέρα με το τέκνο του δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με εκούσια αναγνώριση, πριν την ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας το οποίο δημιουργήθηκε από το γάμο της μητέρας του».
Ο εφεσίβλητος, με την αίτηση ακύρωσης αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης του Ληξίαρχου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και στο νομικό πλαίσιο που τα διέπει, έκρινε πως η επίδικη απόφαση για ανάκληση του πιστοποιητικού γέννησης λήφθηκε κάτω υπό καθεστώς ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Αναφέρθηκαν δε τα ακόλουθα:
«… το τεκμήριο για την πατρότητα που προκύπτει από τον γάμο των γονέων είναι όμως μαχητό. Προσβάλλεται από όσους ο Νόμος επιτρέπει να το προσβάλλουν, αλλά δεν προβλέπεται να μπορεί να το πράξει και τρίτος ο οποίος θα υποστηρίξει ότι είναι ο βιολογικός πατέρας, ως ο αιτητής.
Περαιτέρω δημιουργείται τεκμήριο πατρότητας από την εκούσια αναγνώριση για παιδιά γεννηθέντα εκτός γάμου. Την εκούσια αναγνώριση η οποία ρητά αναφέρεται στο Νόμο ότι δεν ανακαλείται - δηλαδή δεν ανακαλείται από τα πρόσωπα τα οποία προβαίνουν σε αυτή - δυνατόν να προσβάλουν είτε το ίδιο το τέκνο ή οι κατιόντες του αν έχει πεθάνει, είτε οι γονείς της μητέρας, αν αυτή έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα και αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου.
Επομένως όταν το Οικογενειακό Δικαστήριο αναφερόταν στο σχετικό απόσπασμα της απόφασής του ότι προσβλήθηκε η εκούσια αναγνώριση ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας με τη συνεπαγόμενη σχετική διαγραφή στα ληξιαρχικά βιβλία, αναφερόταν στο τεκμήριο πατρότητας που δημιουργήθηκε με την εκούσια αναγνώριση και όχι το τεκμήριο πατρότητας που δημιουργείται από τον γάμο της μητέρας της ανήλικης ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά την γέννησή της. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου:
«Θεωρώ ότι το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης είναι άσχετο με τον σκοπό της αιτούμενης θεραπείας στην κυρίως αίτηση, της οποίας ουσιαστικά το αντικείμενο είναι όπως διακηρυχθεί ή θεωρηθεί άκυρη η εκούσια αναγνώριση του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας, …, ημερ. γεννήσεως 19/5/2011, που έγινε από τους διαδίκους, και ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας της ανήλικης … με τη συνεπαγόμενη σχετική διαγραφή στα ληξιαρχικά βιβλία. Ο προβαλλόμενος λόγος για τις αιτούμενες θεραπείες στην κυρίως αίτηση είναι το γεγονός ότι η Αιτήτρια όταν προέβη στην εκούσια αναγνώριση με τον Καθ' ου η αίτηση ήταν παντρεμένη με άνδρα άλλον από τον Καθ' ου η αίτηση και ότι ο γάμος της δεν είχε λυθεί, με αποτέλεσμα να ισχύει το εκ του νόμου τεκμήριο πατρότητας, σύμφωνα με το οποίο ο τότε σύζυγός της τεκμαίρεται ότι είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού της.
Το θέμα της διεξαγωγής αιματολογικών εξετάσεων είναι θέμα ουσίας και δεν αφορά το ερώτημα κατά πόσο η εκούσια αναγνώριση η οποία έχει γίνει είναι έγκυρη ή άκυρη.»
Κατά ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα θεώρησε ο Ληξίαρχος ότι είχε ενώπιόν του νέα ουσιώδη δεδομένα που ανέτρεπαν την αρχική απόφασή του ότι όφειλε να προσκομιστεί Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου για προσβολή της πατρότητας για να μπορούν να τροποποιηθούν τα στοιχεία του πατέρα στο Πιστοποιητικό Γέννησης. Αντίθετα όλα τα δεδομένα παρέμεναν τα ίδια. Ειδικότερα ότι ο σύζυγος της μητέρας δεν ήταν κατά παραδοχή και των δύο συζύγων ο βιολογικός πατέρας και ούτε είχε πρόθεση να διεκδικήσει με αίτηση προσβολής της πατρότητας του αιτητή, την δική του πατρότητα του παιδιού.
Υπήρξε εκούσια αναγνώριση των βιολογικών γονέων του παιδιού (κατά την ένορκη τους δήλωση), η οποία βάσει του Νόμου δεν ανακαλείται. Πολύ ορθά και νόμιμα ο Ληξίαρχος έλαβε απόφαση αρχικά, ότι απαιτείτο Διάταγμα του Δικαστηρίου για αλλαγή των στοιχείων του ονόματος του πατέρα του παιδιού, αφού πλέον με την εκούσια αναγνώριση δημιουργήθηκε τεκμήριο πατρότητας του αιτητή. Αυτό ανατρεπόταν με ανατροπή αυτού δικαστικώς και όχι με διοικητική ανάκληση πράξης εγγραφής και έκδοσης Πιστοποιητικού.
Η ανάκληση της απόφασης του Ληξιάρχου κρίνω πως βασίστηκε σε πλάνη του για την ουσία της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι δηλαδή το Δικαστήριο αναφερόταν στο τεκμήριο πατρότητας λόγω γάμου, ενώ αντίθετα το Δικαστήριο αναφερόταν στο τεκμήριο πατρότητας που δημιουργήθηκε λόγω της εκούσιας αναγνώρισης. Δεν στάθμισε υπό όλες τις περιστάσεις ενώπιόν του όλα τα ουσιώδη δεδομένα, θεωρώντας ότι τα αρχικά που τέθηκαν ενώπιόν του είχαν ανατραπεί, αλλά το κυριότερο ενώ εκκρεμούσε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για προσβολή της πατρότητας που προέκυψε λόγω της εκούσιας αναγνώρισης, βεβιασμένα (ενώ γνώριζε περί τούτου) προέβη σε ανάκληση, καθ' υπέρβαση εξουσίας, ενώ σύμφωνα και με την δική του απόφαση, απαιτείτο Διάταγμα Δικαστηρίου, Κανένα ουσιώδες δεδομένο δεν τέθηκε ενώπιόν του ώστε να αιτιολογείται η ανατροπή της αρχικής του απόφασης. Η απόφασή του δε παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, αφού ήταν αντιφατική με προηγούμενη δική του απόφαση στο ίδιο αίτημα της μητέρας της ανήλικης που είχε υποβληθεί στο παρελθόν, χωρίς ουσιώδη νέα στοιχεία ενώπιόν του».
Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η εφεσείουσα, με συνολικά έξι λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίοι έχουν ως κοινό πυρήνα ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής λήφθηκε υπό καθεστώς ουσιώδης πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.
Το άρθρο 3(4) του Νόμου ρητά καθορίζει ότι «η συγγένεια του προσώπου με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο της μητέρας ή ιδρύεται με εκούσια ή δικαστική αναγνώριση».
Το δε άρθρο 6 του Νόμου καθορίζει το τεκμήριο καταγωγής από γάμο. Ειδικότερα, το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας ή μέσα σε διάστημα 302 ημερών από τη λύση ή την ακύρωση του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας. Η ιδιότητα του τέκνου ως τέκνου γεννημένο σε γάμο μπορεί να προσβληθεί δικαστικά αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε από το σύζυγο της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν αδύνατο να συλλάβει από αυτόν (Βλ. άρθρο 8 του Νόμου).
Την ιδιότητα του τέκνου ως τέκνου γεννημένο σε γάμο μπορούν να προσβάλουν τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 10 του Νόμου και δη (α) ο σύζυγος της μητέρας, (β) ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής, (γ) το τέκνο, (δ) η μητέρα του τέκνου και (ε) ο πρώτος σύζυγος της μητέρας σε περίπτωση που γίνεται δεκτή η αίτηση για προσβολή της πατρότητας από το δεύτερο σύζυγο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου.
Η πατρική αναγνώριση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του επιτυγχάνεται με δύο τρόπους, ήτοι με εκούσια αναγνώριση ή με δικαστική αναγνώριση (άρθρο 15 του Νόμου). Ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο εφόσον συναινεί σε αυτό η μητέρα (άρθρο 16(1) του Νόμου). Αναφορικά με τη διαδικασία της εκούσιας αναγνώρισης σχετικά είναι τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 17 του Νόμου[1].
Η εκούσια αναγνώριση προσβάλλεται από τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 18 του Νόμου και δη από το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου οι κατιόντες του, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου και σε περίπτωση όπου η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, οι γονείς της και στην περίπτωση του άρθρου 16(3) του Νόμου ο παππούς ή η γιαγιά που δεν έχει προβεί στην αναγνώριση.
Το ζήτημα της ανάκλησης διοικητικής πράξης ρυθμίζεται από το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν 158(Ι)/99), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.
(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.»
Στην Θεοδώρου ν. Επαρχιακού Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (2006) 3 Α.Α.Δ. 190 επισημάνθηκε ότι: «Η ανάκληση των παράνομων πράξεων, κατά κανόνα, τις εξαφανίζει και ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης τους, αποκαθιστώντας την νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση των ανακαλούμενων πράξεων (ΣΕ 15/1978). Σε περίπτωση ανάκλησης της διοικητικής πράξης, αναβιώνει η αρχική πράξη».
Στο σύγγραμμα των Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος και Β. Θ. Κονδύλη, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 16η έκδοση, σελ. 231 και 232, αναφέρεται:
«177. β) Καταρχήν, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παράνομων ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου διοικητικών πράξεων (και αν ακόμη χαρακτηρίζονται από τις σχετικές διατάξεις ως οριστικές ή ανέκκλητες, ανεξάρτητα από το εάν από τις πράξεις αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικουμένων, κατά την προαναφερόμενη έννοια, εφόσον η ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση τους. Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση είναι οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες, εάν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως η προσφυγή, θα ακυρώνονταν. Η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών, εκτός εάν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος. Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα (κατωτ. αριθ. 510), δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αναμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου) για τη συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της εκδόσεώς τους. Ο εύλογος χρόνος κρίνεται από το δικαστήριο κατ’ εκτίμηση των συνθηκών κάθε περίπτωσης, δεν μπορεί όμως, σύμφωνα με τον ΑΝ 261/1968, να είναι λιγότερος από πέντε έτη από την έκδοση της πράξης, εκτός αν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη (ΣΕ 3424/1988). Μπορεί όμως να είναι και μεγαλύτερος. Η δε ανάκληση δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι η ανακαλούμενη πράξη έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (ΣΕ 2800/1991) ή προσφυγή».
(Η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)
Αναφορικά δε με τις συνέπειες της ανάκλησης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο πιο πάνω σύγγραμμα στη σελ. 238, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«α) Η ανάκληση των νόμιμων πράξεων ενεργεί, κατά κανόνα, από την ημερομηνία έκδοσης της ανακλητικής πράξης και δεν επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση. β) Αντιθέτως, η ανάκληση των παράνομων πράξεων, κατά κανόνα, τις εξαφανίζει εξυπαρχής και ανατρέχει στον χρόνο της έκδοσής τους, αποκαθιστά δε τη νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση των ανακαλούμενων πράξεων».
Σχετική επίσης με το εν λόγω ζήτημα της είναι και η υπόθεση Salamis Shipping Services Ltd v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά., Ε.Δ.Δ. 30/18, ημερ. 9.2.2024.
Ως αναφέρθηκε η μητέρα ήταν νυμφευμένη με τον Χ. Ι. και κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν την ανήλικη. Με βάση το άρθρο 6 του Νόμου τεκμαίρεται ότι η ανήλικη έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας. Το πιο πάνω, εκ του Νόμου, τεκμήριο καταγωγής από γάμο, προσβάλλεται δικαστικώς. Εν προκειμένω, όχι μόνον δεν προσβλήθηκε αλλά με δόλιες και απατηλές ενέργειες καταστρατηγήθηκε. Ο εφεσίβλητος με την συνδρομή της μητέρας, προέβηκε σε εκούσια αναγνώριση της ανήλικης, δηλαδή σε αναγνώριση τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ενώ αυτό γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας με τον Χ. Ι.. Ο Ληξίαρχος όταν εξέδωσε το πιστοποιητικό γέννησης της ανήλικης βασίστηκε σε αναληθείς δηλώσεις και δη ότι η γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων της. Ακολούθως, στο πλαίσιο της εξέτασης του δεύτερου αιτήματος της μητέρας, αφού το πρώτο αποσύρθηκε, ο Ληξίαρχος διέγραψε τα στοιχεία του εφεσίβλητου από το πιστοποιητικό γέννησης, αποκαθιστώντας τη νομιμότητα. Έτσι, ορθή ήταν η απόφαση του και συνακόλουθα το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε υπό τις περιστάσεις.
Για όλους του λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, ομού με τη σχετική διαταγή για έξοδα, παραμερίζονται. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα, εκ συνολικού ποσού €2.000, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου. Χωρίς έξοδα αναφορικά με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] « 17(1) Η αναγνώριση από τον πατέρα ή τους γονείς του γίνεται µε ένορκη δήλωση ενώπιον του Πρωτοκολλητή του ∆ικαστηρίου ή µε διαθήκη.
(2) Η συναίνεση της µητέρας παρέχεται µε ένορκη δήλωση, ενώπιον του Πρωτοκολλητή ή, σε περίπτωση που η µητέρα δε βρίσκεται στην Κύπρο, ενώπιον των αρµόδιων προξενικών αρχών της ∆ηµοκρατίας ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο θα καθορίσουν διαδικαστικοί κανονισµοί.
(3) Το δικαίωµα της µητέρας να αρνηθεί τη συναίνεσή της περιορίζεται µόνο στην περίπτωση που ισχυρίζεται ότι το πρόσωπο που επιδιώκει να προβεί στην αναγνώριση δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου.
(4) Η εκούσια αναγνώριση δεν µπορεί να ανακληθεί.
(5) Αν η συναίνεση της µητέρας δοθεί σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η αναγνώριση θεωρείται ότι συντελέστηκε και γίνονται οι ανάλογες αλλαγές στα ληξιαρχικά βιβλία».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο