
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΑ 6/2024
11 Απριλίου, 2025.
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
____________________
Ειρ. Νεοφύτου (κα) και Δ. Θεοδώρου (κα), Ανώτερες Δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τον Αιτητή.
Μ. Καλογήρου, για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
____________________
Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_____________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης (ο Φορέας), ιδρύθηκε δυνάμει του ΄Αρθρου 3 του περί του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης Νόμου του 2014, Ν. 156(Ι)/2014 (ο βασικός νόμος), με σκοπό δημιουργίας και λειτουργίας του, ως προνοείται από το ΄Αρθρο 5 του εν λόγω Νόμου, την παροχή οικονομικής στήριξης σε δυσπραγούντα φυσικά πρόσωπα. Ο Φορέας τελεί υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και υπό τη διοίκηση και διαχείριση Επιτροπής, η ίδρυση της οποίας προβλέπεται από το ΄Αρθρο 6 του βασικού νόμου. Συγκροτείται από πέντε μέλη, με Πρόεδρο την/τον σύζυγο του/της εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας ή, σε περίπτωση που δεν επιθυμεί να αναλάβει, το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ως Πρόεδρο πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ήθους. Ως Ταμίας ορίζεται ο εκάστοτε Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας και ως Μέλη οι εκάστοτε Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων Εργασίας, Παιδείας και Υγείας ή οποιαδήποτε αρμοδίως εξουσιοδοτημένα από αυτούς πρόσωπα.
Οι πόροι του Φορέα, ως προνοείται από το ΄Αρθρο 4 του βασικού νόμου, δύναται να προέρχονται από δωρεές ή/και εισφορές από οποιοδήποτε πρόσωπο ή/και από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή ή/και νόμιμη δραστηριότητα, που έχει τύχει της προηγούμενης αποδοχής ή έγκρισης της Επιτροπής. Απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο οικονομική ενίσχυση του Φορέα με πόρους που προέρχονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
Τα ΄Αρθρα 8 και 9 του βασικού νόμου προβλέπουν ως προς την ετοιμασία ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του Φορέα, οι οποίες και ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και αντίγραφο των οποίων διαβιβάζει η Επιτροπή για ενημέρωση στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως επίσης κατατίθεται από τον Υπουργό Οικονομικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ως προνοείται από το εδάφιο (4) του ΄Αρθρου 9 του βασικού νόμου, ο Υπουργός Οικονομικών «καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων ανά εξαμηνία, κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται αναλυτικά όλες οι παροχές που εγκρίθηκαν και χορηγήθηκαν στα δικαιούχα βάσει του παρόντος Νόμου, πρόσωπα.».
Με την παρούσα Αναφορά επιζητείται η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024» και, πιο συγκεκριμένα, οι σκοπούμενες προσθήκες νέου εδαφίου (7) στο ΄Αρθρο 7, νέου εδαφίου (5) στο ΄Αρθρο 9 και νέου ΄Αρθρου 10Α στον βασικό Νόμο, είναι αντίθετες και/ή ασύμφωνες με τα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., με τον ενωσιακό Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679 και τα ΄Αρθρα 1Α, 15, 61, 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα.
Οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες προστέθηκαν μέσω των ΄Αρθρων 2, 3 και 4 του υπό Αναφορά Νόμου, έχουν ως ακολούθως:
΄Αρθρο 7:
«(7) Η Επιτροπή τηρεί μητρώο, σε σχέση με τους προβλεπομένους στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 πόρους, στο οποίο καταχωρίζονται-
(α) στην περίπτωση φυσικού προσώπου το ονοματεπώνυμο, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας, καθώς και το ποσό που το εν λόγω πρόσωπο καταβάλλει στο Ειδικό Ταμείο,
(β) στην περίπτωση νομικού προσώπου η επωνυμία, ο αριθμός εγγραφής ως περιλαμβάνεται στο μητρώο που τηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5 του περί του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Διανοητικής Ιδιοκτησίας Νόμου, καθώς και το ποσό που το εν λόγω πρόσωπο καταβάλλει στο Ειδικό Ταμείο.»
΄Αρθρο 9:
(5) Η Επιτροπή, το αργότερο μέχρι την 30ή Ιουνίου εκάστου έτους αναρτά στην ιστοσελίδα του Φορέα κατάλογο, σε σχέση με τους προβλεπόμενους στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 πόρους του Ειδικού Ταμείου, στον οποίο περιλαμβάνονται τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία, κατά το προηγούμενο έτος, κατέβαλαν στο εν λόγω ταμείο ποσά τα οποία υπερβαίνουν τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), καθώς και το συνολικά καταβληθέν υπό εκάστου φυσικού ή νομικού προσώπου ποσού.»
΄Αρθρο 10Α:
«10Α.- Εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024, η Επιτροπή καταθέτει στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων κατάλογο όλων των γενομένων προς τον Φορέα δωρεών ή/και εισφορών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.»
Ο Γενικός Εισαγγελέας, αναγνωρίζοντας ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν περιέχει ξεχωριστό άρθρο που προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα των φυσικών προσώπων, επικαλούμενος το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος και την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου - κατ΄ ακολουθίαν του ΄Αρθρου 1Α του Συντάγματος - παρέπεμψε στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, ο οποίος καλύπτει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, μέσω των οποίων κατοχυρώνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Εισηγήθηκε ότι περιορισμοί στα εν λόγω δικαιώματα δεν επιτρέπονται, παρά μόνο εφόσον προβλέπονται από νόμο και είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος. Υπό το πρίσμα αυτό, πρόβαλε ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν δύναται να θεσπίζει νομοθεσία ασύμβατη με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως αυτά ερμηνεύονται από το Δικαστήριο της ΕΕ σε σχετική νομολογία του.
Επικαλούμενος τις πιο πάνω αρχές εισηγήθηκε ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων των προσώπων που καταβάλλουν ποσά στον Φορέα, καθώς και το ύψος του ποσού που καταβάλλεται, χωρίς να ληφθεί εκ των προτέρων η συγκατάθεσή τους, δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, δεν συνάδει με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο.
Σε ό,τι αφορά την επικαλούμενη ασυμβατότητα του υπό Αναφορά άρθρου με το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος, είναι ο πυρήνας των θέσεων του Γενικού Εισαγγελέα ότι η δημοσιοποίηση στοιχείων των προσώπων που κατέβαλαν ποσά στον Φορέα αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμά τους για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, δεδομένου ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου συνιστούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής και, ως εκ τούτου, ο εξαναγκασμός του προς παροχή λεπτομερειών προσωπικών εξόδων αναπόδραστα οδηγεί στην παραβίαση της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι δεν παρέχεται καμία ειδική αιτιολογία προκειμένου να κριθεί εάν η επέμβαση αυτή εμπίπτει ή όχι σε ένα από τους νόμιμους/αναγνωρισμένους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος ή κατά πόσον οι όποιοι περιορισμοί είναι συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας.
Εισηγείται, επιπρόσθετα, η πλευρά του Αιτητή, ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είναι ασύμβατος με το ΄Αρθρο 61 του Συντάγματος, καθότι περιλαμβάνει στοιχεία διοικητικής ενέργειας, αφού η ρύθμιση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της ετοιμασίας Μητρώου του Φορέα και η δημόσια αποκάλυψη των ποσών που καταβάλλονται, συνιστά επέμβαση στην αποκλειστική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του ανεξάρτητου Φορέα, η λειτουργία του οποίου ελέγχεται και ασκείται από την Εκτελεστική Εξουσία. Υπό το πρίσμα αυτό, παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Η αντίθετη προσέγγιση του συνήγορου της πλευράς της Καθ΄ ης η αίτηση, εδράζεται στην αναφορά της Αιτιολογικής ΄Εκθεσης που συνόδευε την πρόταση νόμου, σύμφωνα με την οποία «Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αποσκοπούν στην ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε σχέση με τους πόρους του Ειδικού Ταμείου του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης.». Με αυτό ως δεδομένο, προωθείται η θέση ότι με τον υπό Αναφορά Νόμο δημιουργείται ένα πρόσθετο εχέγγυο για περαιτέρω διασφάλιση και ενίσχυση της αναγκαίας εμπιστοσύνης του κοινωνικού συνόλου προς τους θεσμούς. Τίθεται, κατά προέκταση, ότι η ανάγκη πλήρους διαφάνειας, λογοδοσίας και λήψης μέτρων προς καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή – βασικός πυλώνας λειτουργίας και στήριξης κάθε σύγχρονου Κράτους Δικαίου και Δημοκρατικού Πολιτεύματος – συνάδει με τα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, είναι συμβατή με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δικαιολογεί επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος.
Εισηγείται, περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος, προβάλλοντας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν περιλαμβάνει στοιχεία διοικητικής ενέργειας, ότι η Βουλή ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων της. Συνεπώς, κατέληξε, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός περί ασυμβατότητας του υπό Αναφορά Νόμου με το ΄Αρθρο 61 του Συντάγματος ή με τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Το Άρθρο 140 του Συντάγματος κινείται – διά της αντιπαραβολής των διατάξεων του κρινόμενου Νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος - προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα, τον υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας, με τις διατάξεις του οποίου πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι και να ευθυγραμμίζονται όλοι οι νόμοι (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931).
Αποτέλεσε κοινό έδαφος κατά την ακρόαση μεταξύ των δύο μερών, ότι οι δωρεές από φυσικά πρόσωπα στο Φορέα εμπίπτουν στα πλαίσια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεδομένα που τυγχάνουν προστασίας στη βάση και του ΄Αρθρου 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ΄ ακολουθίαν δε της παραγράφου 2 του υπό αναφορά άρθρου, η επεξεργασία τους, εν προκειμένω η καταχώριση και δημοσιοποίησή τους, πρέπει να γίνεται νομίμως και για θεμιτούς λόγους, προβλεπόμενους εκ του Νόμου. Είναι επίσης κοινή θέση ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουν στη σφαίρα του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό διασφαλίζεται τόσο από το ΄Αρθρο 7 του Χάρτη, όσον και από το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, η καταχώριση σε μητρώο και η δημοσιοποίηση των προσωπικών στοιχείων των φυσικών προσώπων που καταβάλλουν εισφορές, αποτελούν επέμβαση στο δικαίωμά τους για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής, τα οποία διασφαλίζονται, αντιστοίχως, από τα προαναφερθέντα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη και το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος (C-92/09 και C-93/09, Volker und Markus Schecke GBR και Hartmut Eifert και Land Hessen, ημερομηνίας 9.11.2010).
Τούτο, αποτελεί και παγιωμένη αρχή της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σημειώνεται, σχετικά, στην Szulc v. Poland, Appl. No. 43932/08, 13.11.2012, para. 81: «… the storing of information relating to an individual’s private life in a secret register and the release of such information comes within the scope of Article 8.1 …». (Βλ. επίσης Leander v. Sweden, Appl. No. 9248/81, 26.3.1987 και Amann v. Switzerland, Appl. No. 27798/95, 16.2.2000.)
Συνεπώς, επιβάλλεται να εξετασθεί κατά πόσο η εν λόγω επέμβαση δικαιολογείται νομίμως, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προς περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Προϋποθέσεις κατ΄ ουσίαν ταυτόσημες τόσο στο στερέωμα του ενωσιακού δικαίου, όσο και στα πλαίσια της συνταγματικής μας τάξης.
Κατ΄ ακολουθίαν των βασικών αρχών που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ΄Αρθρα 5, 6 του Κανονισμού 2016/679 και ΄Αρθρο 8 του Χάρτη, τα εν λόγω δεδομένα υποβάλλονται σε σύννομη και στον αναγκαίο και μόνο βαθμό επεξεργασία, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και κατ΄ αναλογίαν προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
Επιπρόσθετα, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας επιτάσσει, σε σχέση με την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, όπως οι παρεκκλίσεις και περιορισμοί στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου. Η επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, να τελεί σε ισόρροπη στάθμιση και να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά. Κατά την αιτιολόγηση περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως που συνεπάγεται ο περιορισμός αυτός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (Ligue des droits humains, C-817/19, ημερ. 21.6.2022, σκέψεις 115, 116, Sovim SA κατά Luxembourg Business Registers, C-601/20, ημερ. 22.11.2022).
Στις Αναφορές Αρ. 11/2016, 12/2016, 14/2016, 15/2016 και 16/2016, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (2017) 3 ΑΑΔ 242 (το σκεπτικό της Γνωμάτευσης επί των οποίων υιοθετήθηκε στην Αναφορά 10/2016 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 9) (2017) 3 ΑΑΔ 501), η Πλήρης Ολομέλεια του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε να γνωματεύσει ως προς τη συνταγματικότητα νομοθετημάτων, τα οποία επέβαλλαν την υποχρέωση για τη δήλωση και δημοσιοποίηση περιουσιακών στοιχείων των καθορισμένων στα νομοθετήματα αυτά προσώπων, συμπεριλαμβανομένων συζύγων και ανήλικων τέκνων τους. Στο επίκεντρο ήταν το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα η παράγραφος 2, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της ΄Ενατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2016, Ν. 69(Ι)/2016. Μέσω αυτής διαμορφώθηκε η παράγραφος 2 του ΄Αρθρου 15 διά της προσθήκης επιτρεπτής επέμβασης «… προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.».
Η Πλήρης Ολομέλεια, με αναφορά στο θεμελιώδες του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, αλλά και αναπτύσσοντας τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν, κατέληξε ότι οι ουσιαστικές διατάξεις των υπό Αναφορά Νόμων ήταν αντισυνταγματικές. ΄Εκρινε ότι απουσίαζε η απαραίτητη αιτιολογία και τεκμηρίωση του ισχυρισμού πως οι υπό εξέταση ρυθμίσεις ήταν επιτρεπτές και απολύτως αναγκαίες προς προστασία του επιδιωκόμενου εκ του Νόμου σκοπού. Παραθέτουμε τη σχετική προσέγγιση, όπως αναπτύσσεται στην Γνωμάτευση επί των εν λόγω Αναφορών:
«Οι επίδικες διατάξεις των υπό κρίση νομοθετημάτων επιβάλλουν την υποχρέωση για τη δήλωση και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των καθορισμένων στα νομοθετήματα αυτά προσώπων, συμπεριλαμβανομένων του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους. Επικουρικά της υποχρέωσης αυτής, προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες που απαιτούνται στη δήλωση.
Το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί, το δικαίωμα που διασφαλίζει το υπό αναφορά ΄Αρθρο απαγορεύει τη διείσδυση, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) ΑΑΔ 238, 245).
Τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Η αποκάλυψη και ο έλεγχός τους συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των ελεγχόμενων προσώπων, καθώς επίσης, για τους ίδιους λόγους, συνιστούν επέμβαση προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συζύγων και των τέκνων των ελεγχόμενων προσώπων. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, προσιδιάζουν, όπως λέχθηκε στην πιο πάνω απόφαση, σελίδα 251, «… στο άτομο και έχουν ως επίμετρο τη φύση του ανθρώπου. Φορέας των δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, είναι το άτομο. Η συγγένεια δεν παρέχει έρεισμα για επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ούτε περιορίζει τα όριά του.».
Με δεδομένο λοιπόν ότι η υποχρέωση για την υποβολή δήλωσης, με βάση τα προαναφερθέντα άρθρα των υπό εξέταση νομοθετημάτων, αποτελεί καταφανή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετασθεί το κατά πόσο η εν λόγω επέμβαση δικαιολογείται δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω ΄Αρθρου και συγκεκριμένα υπό το φως της διαμόρφωσής του μέσω της ένατης τροποποίησης, ήτοι «…προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.».
Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο και μόνο που επιτρέπει και για τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει. Κάθε είδους περιορισμοί που είναι δυνατό να επιβληθούν στα συνταγματικά δικαιώματα, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από νόμο, νοουμένου όμως, ότι υπάρχει επιφύλαξη στο ίδιο το Σύνταγμα υπέρ αυτού. Επιφύλαξη υπέρ του νόμου υπάρχει όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τη διαμόρφωση περιορισμών συνταγματικού δικαιώματος. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ανεξέλεγκτος κατά τη θέσπιση περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα. Ενεργεί εντός συγκεκριμένων παραμέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο ισχύουν οι λεγόμενοι «περιορισμοί των περιορισμών», μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισμών (Α. Δημητρόπουλος «Συνταγματικά Δικαιώματα» σελ. 207).
Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος. Η ανάγκη θα πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη. Υπό το πρίσμα αυτό, η Βουλή των Αντιπροσώπων υποχρεούται «…. πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση. και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. …….. Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει «πιεστική κοινωνική ανάγκη» ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για την προστασία της από διακριβωθέντα σοβαρό κίνδυνο στους τομείς που εξειδικεύονται στο ΄Αρθρο. ……. Η στάθμιση αγαθών φέρει από τη φύση της εγγενείς δυσκολίες. Ενόψει των οποίων παρέχονται λογικά περιθώρια εκτίμησης. Πάντως η θυσία του ενός αγαθού πρέπει να δικαιώνεται από τη διαφύλαξη του άλλου. Κι αυτό με αναφορά στο σκοπό και στη μεταξύ τους αναλογία» (Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ανωτέρω), σελ. 262).
Στα ενώπιόν μας νομοθετήματα, η αιτιολογική έκθεση που τα καλύπτει, ουσιαστικά πανομοιότυπη, καθορίζει ότι σκοπός της θέσπισής τους είναι «… η διασφάλιση της διαφάνειας και η πρόληψη της διαφθοράς …. με την ενίσχυση των υφιστάμενων διατάξεων που αφορούν τον έλεγχο που ασκείται σε σχέση με την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων …. («πόθεν έσχες»). Δεν γίνεται επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, είτε στην Αιτιολογική ΄Εκθεση είτε στο προοίμιο των Νόμων, τα οποία και να τεκμηριώνουν την ανάγκη, ούτε και στοιχειοθετείται, με αναφορά σε οποιοδήποτε από τους τομείς που προβλέπονται, πιεστική κοινωνική ανάγκη, τέτοιας μορφής που να δικαιολογεί, ως ανάλογο μέτρο, την επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος.
Η υποχρέωση για επαρκή αιτιολόγηση και για κατάδειξη άμεσης και πιεστικής ανάγκης – προς τεκμηρίωση της αναλογικότητας μεταξύ ρύθμισης και ανάγκης - καθίστατο απαρέγκλιτα επιτακτική, δεδομένου ότι τα υπό κρίση νομοθετήματα είναι περιοριστικά ανθρώπινου δικαιώματος, ήτοι της ιδιωτικής ζωής. …………………………………………………………………………………
Θα πρέπει να υπομνησθεί, περαιτέρω, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις επιτρεπτής κατ΄ ακολουθία της παραγράφου 2 του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος ρύθμισης, ο νομοθέτης οφείλει να τεκμηριώσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Θα πρέπει δηλαδή να θεμελιώσει γιατί κατά την κρίση του η ρύθμιση αυτή είναι «απολύτως αναγκαία» για να επιτευχθεί η προστασία που επιδιώκεται. Η απουσία αιτιολογίας και τεκμηρίωσης του ισχυρισμού ότι η υπό εξέταση ρύθμιση αποτελεί επιτρεπτή ρύθμιση, καθιστά αδύνατο και τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με την αναλογικότητα.»
Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, είναι η διαπίστωσή μας ότι στο υπό Αναφορά Νομοθέτημα προσδιορίζεται ως τομέας προς το συμφέρον το οποίου γίνεται η επέμβαση, η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε σχέση με τους πόρους του Φορέα. Πλην όμως, δεν στοιχειοθετείται από την νομοθετική εξουσία, η οποία και βαρύνεται με τη σχετική υποχρέωση, η άμεση και επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την οποία χωρεί η επέμβαση στο υπό συζήτηση θεμελιώδες δικαίωμα.
Στην αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται οτιδήποτε προς τεκμηρίωση τέτοιας μορφής ανάγκης, ούτως ώστε να αιτιολογείται, ως ανάλογο μέτρο, η επέμβαση σε ατομικό δικαίωμα. Προκειμένου, δηλαδή, να επιβάλλεται η υποχώρηση θεμελιώδους δικαιώματος προς διαφύλαξη άλλου.
Τα όσα συνθέτουν και προσδιορίζουν το επιδιωκόμενο συμφέρον επιβάλλεται – προς τον σκοπό προστασίας του ατομικού δικαιώματος του επηρεαζόμενου και, συνακόλουθου, δικαστικού ελέγχου – να καθορίζονται και να εξειδικεύονται και μέσα από αυτά, διάφανα, να αναδύεται η εξυπηρέτησή του. Τότε και μόνο, η έννοιά του, μετουσιώνεται σε στέρεα νομιμοποιητική βάση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
΄Οπως και στις Αναφορές 11/2016 κ.ά. (ανωτέρω), η απουσία αιτιολογίας και τεκμηρίωσης, εκ μέρους της Βουλής, του ισχυρισμού ότι η υπό εξέταση ρύθμιση αποτελεί επιτρεπτή ρύθμιση, αφήνει μετέωρη τη θεμελίωση του στοιχείου της αναλογικότητας και, κατά προέκταση, καθιστά αδύνατον και τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με την τήρηση της Αρχής αυτής.
Έστω όμως και αν τεκμηριωνόταν από το νομοθέτη η ανάγκη προς καταχώρηση και δημοσιοποίηση - με αναφορά στην αρχή της διαφάνειας και υπό το πρίσμα της συμμετοχής της/του εκάστοτε συζύγου του/της Προέδρου της Δημοκρατίας στη διοίκηση του Φορέα - παρατηρείται, παντελής απουσία τεκμηρίωσης από το νομοθέτη της συνδρομής της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.΄Ητοι, θεμελίωσης του κατά πόσον – όπως επιτάσσει η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων - ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί με άλλο τρόπο ή μέσα, λιγότερο επαχθή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων (Volker ανωτέρω).
Πολύ περισσότερο, η κατάσταση επιτείνεται από την πρόνοια του νέου εδαφίου (5), που προβλέπει τη χωρίς κανένα περιορισμό και προς καθολική γνώση, ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Φορέα των στοιχείων των φυσικών προσώπων. Παρέχεται έτσι ελεύθερη διαδικτυακή πρόσβαση σε δυνητικά απεριόριστο αριθμό προσώπων, τα οποία, για λόγους απροσδιόριστους και ασύνδετους προς τον επιδιωκόμενο με το νομοθέτημα σκοπό, ενημερώνονται για την προσωπική κατάσταση και την οικονομική δυνατότητα των δωρητών. Όπως δε τονίζεται σχετικά στην Sovim SA (ανωτέρω), σκέψη 43:
«43 Επιπλέον, οι δυνητικές επιπτώσεις για τα υποκείμενα των δεδομένων οι οποίες απορρέουν από ενδεχόμενη καταχρηστική χρήση των προσωπικών τους δεδομένων επιτείνονται από το γεγονός ότι, αφ΄ ης στιγμής τίθενται στη διάθεση του ευρύτερου κοινού, τα δεδομένα αυτά δεν είναι μόνο ελεύθερα προσβάσιμα, αλλά μπορούν επίσης να αποθηκευθούν και να διαδοθούν, και, σε περίπτωση τέτοιας διαδοχικής επεξεργασίας, καθίσταται ακόμη δυσκολότερο, αν όχι ανέφικτο, για τα υποκείμενα των δεδομένων να αμυνθούν αποτελεσματικά έναντι των καταχρήσεων.»
Κατά ταυτόσημο τρόπο, ως αναλύεται ανωτέρω, η χωρίς διάκριση καταχώρηση και δημοσιοποίηση των νομικών προσώπων, ως προβλέπεται από τον υπό Αναφορά Νόμο, συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων που αφορούν, υπό την εξής έννοια:
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό ΄Αρθρο 2 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων ΄Εναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018, Ν.125(Ι)/2018, ο οποίος μετάφερε σε εθνικές διατάξεις τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679:
«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου·»
Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καλύπτει και αφορά σε κάθε πληροφορία, ικανή να οδηγήσει κατά τρόπον άμεσο ή έμμεσο στην ταυτοποίηση φυσικού προσώπου (Volker ανωτέρω).
Επίκληση από νομικά πρόσωπα της προστασίας των ΄Αρθρων 7 και 8 του Χάρτη, είναι δυνατή και μπορεί να λάβει χώραν – προς όφελος και προστασία φυσικού προσώπου, όπως προκύπτει από την Volker (ανωτέρω) - στις περιπτώσεις και στο βαθμό όπου η επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα. ΄Οπου, δηλαδή, εν ολίγοις, μέσω της δημοσιοποίησης της εταιρικής επωνυμίας μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα φυσικού προσώπου.
Στη βάση των πιο πάνω, η καταχώρηση και δημοσιοποίηση, χωρίς διάκριση, των επωνυμιών των νομικών προσώπων, ως ο υπό Αναφορά Νόμος διαλαμβάνει, παραβιάζει, στις περιπτώσεις εξακρίβωσης, άμεσα ή έμμεσα, της ταυτότητας φυσικών προσώπων, το δικαίωμά τους στην ιδιωτική ζωή και στα προσωπικά τους δεδομένα.
Πρόσθετα, με τον υπό Αναφορά Νόμο καταστρατηγείται ο Κανονισμός, αφού η Βουλή υποχρεώνει τον Φορέα να δημοσιεύει την επωνυμία νομικού προσώπου, χωρίς να προηγείται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως ρητά διαλαμβάνει τόσο ο Κανονισμός όσο και ο εναρμονιστικός Νόμος και προκειμένου να διαπιστωθεί, από το αρμόδιο όργανο, αν με την επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζονται ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.
Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξής μας, παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Γνωματεύουμε ότι οι υπό Αναφορά Νομοθετικές Διατάξεις αντίκεινται προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 1Α, 15 και, κατά προέκταση, του ΄Αρθρου 179 Συντάγματος, καθώς επίσης και προς τα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τον Ενωσιακό Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679. Για τους λόγους αυτούς ο υπό Αναφορά Νόμος κρίνεται, καθ΄ ολοκληρίαν, ως αντισυνταγματικός.
Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο