
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΙΤΗΣΗ 1/2025)
(ΤΥΠΟΣ Δ)
29 Μαΐου, 2025.
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964/2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 174/2019 ΜΕΤΑΞΥ CHRISANMARI ENTERPRISES LTD / ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ / ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 174/2019.
____________________
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Σ. Χαραλάμπους (κα), Φ. Χριστοφίδης και Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Αιτητές.
Π. Λεωνίδου με Μ. Κονή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Με κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 20.8.2019, στην Προσφυγή Αρ. 1255/2015, επικυρώθηκε η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων, με την οποία βεβαιώθηκε ως εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή της εταιρείας CHRISANMARI ENTERPRISES LTD (η εταιρεία), στο συνολικό ποσό των €71.895, ως εισαγωγικός δασμός, δασμός αντιντάμπιγκ και φόρος προστιθέμενης αξίας, καθώς και χρηματική επιβάρυνση ύψους €7.189.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητήθηκε με έφεση ενώπιον του Τμήματος Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Εφετείου (το Εφετείο). Προβλήθηκαν συνολικά επτά λόγοι έφεσης, εκ των οποίων, για σκοπούς της ενώπιόν μας διαδικασίας, ενδιαφέρει ο πρώτος και μόνο. Μέσω του ηγέρθηκε ζήτημα παραγραφής των επιβληθέντων στην εταιρεία τελωνειακών οφειλών.
Ο υπό αναφορά ισχυρισμός περί παραγραφής εδραζόταν στην εφαρμογή του ΄Αρθρου 221 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992 (ο Κανονισμός) και/ή του ΄Αρθρου 39 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν. 94(Ι)/2004 (ο Νόμος), με το σκεπτικό ότι είχε παρέλθει η προβλεπόμενη τριετής προθεσμία από της έκδοσης των επίδικων ηλεκτρονικών διασαφήσεων.
Σημειώνουμε ότι ο εν λόγω Κανονισμός, έχει αντικατασταθεί από τον Κανονισμό Αριθ. 450/2008 και ακολούθως από τον Κανονισμό Αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2013[1]. Οι προαναφερθείσες πρόνοιες του είχαν προστεθεί δια του Κανονισμού ΕΚ 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2000 και είχαν ως ακολούθως:
«Άρθρο 221
[…]
3. Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει µετά τη λήξη τριετούς προθεσµίας από την ηµεροµηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Η προθεσµία αυτή αναστέλλεται από τη στιγµή που υποβάλλεται προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 243 και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής.
4. Εάν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία, κατά τη στιγµή της διαπράξεώς της, εδιώκετο ως ποινικό αδίκηµα, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη είναι δυνατόν να γίνει, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις ισχύουσες διατάξεις, µετά την παρέλευση της τριετούς προθεσµίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.»
Όπως διαπίστωσε και το Εφετείο, το ζήτημα στο οποίο αφορούσε ο πρώτος λόγος έφεσης δεν δικογραφήθηκε και δεν συζητήθηκε πρωτοδίκως. Υπό το πρίσμα αυτό, απασχόλησε το κατά πόσο η προβλεπόμενη, στο ΄Αρθρο 221(3), (4) του Κανονισμού, παραγραφή, αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και, κατά προέκταση, θέμα το οποίο εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. ΄Εκρινε, παραπέμποντας σε νομολογία που θεώρησε ως σχετική, ότι η απάντηση στο ερώτημα ήταν θετική. Με αυτό ως δεδομένο, το Εφετείο δεν προχώρησε στη συζήτηση των υπολοίπων λόγων έφεσης, αποφασίζοντας όπως η υπόθεση επιστραφεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εξετασθεί το ζήτημα της παραγραφής.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, εκπροσωπώντας την Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Τμήματος Τελωνείων, αποτάθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και εξασφάλισε άδεια προς καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, στη βάση των προβλεπόμενων από το ΄Αρθρο 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, Ν. 33/64, όπως τροποποιήθηκε. Το ερώτημα που απασχολεί είναι:
«Κατά πόσο το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής του ΄Αρθρου 221(3) και (4) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ως ζήτημα Ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης και ότι το ζήτημα της παραγραφής αξιώσεων του Δημοσίου προς καταλογισμό, βεβαίωση ή είσπραξη τελωνειακής οφειλής, συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο θα πρέπει να εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τα Δικαστήρια.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών, αναγνωρίζοντας ότι το ΄Αρθρο 221(3) του Κανονισμού θέτει ένα κανόνα παραγραφής, σύμφωνα με τον οποίο, μετά την πάροδο της τριετούς προθεσμίας δεν είναι δυνατή η γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στον οφειλέτη, υπέβαλε ότι ούτε το ενωσιακό δίκαιο, ούτε το εθνικό, επιβάλλουν την αυτεπάγγελτη εξέταση της ενδεχόμενης εφαρμογής του υπό αναφορά άρθρου. Επεκτείνοντας, έθεσε ότι ο θεσμός της παραγραφής, ο οποίος αποτελεί λόγο ακύρωσης και αφορά την ουσία της διαφοράς, δεν προσομοιάζει και/ή δεν είναι ισοδύναμος με όσα έχουν νομολογιακά αναγνωριστεί ως ζητήματα δημόσιας τάξης. Η εξέταση θέματος παραγραφής, τόνισε, προϋποθέτει ορθή δικογράφηση κατά την πρωτόδικη διαδικασία και συναρτάται άμεσα με υπόβαθρο γεγονότων. Υπό τα δεδομένα αυτά, ήταν η τελική θέση των Αιτητών ότι δεν χωρεί αυτεπάγγελτη εξέταση της εφαρμογής του ΄Αρθρου 221(3) και (4) του Κανονισμού, ούτε του ζητήματος της παραγραφής αξιώσεων του Δημοσίου, προς καταλογισμό, βεβαίωση ή είσπραξη τελωνειακής οφειλής, αφού δεν συνιστούν ζητήματα δημόσιας τάξης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, επικαλούμενος την αρχή ότι το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα που δεν εγείρονται στο δικόγραφο, αν κρίνει ότι αυτά είναι δημόσιας τάξης, σημείωσε ότι δεν έχει αποκλεισθεί από τη νομολογία (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349) η επέκταση αυτεπάγγελτης εξέτασης τέτοιων ζητημάτων. Προεκτείνοντας και υιοθετώντας πλήρως την κατάληξη του Εφετείου, εισηγήθηκε ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση της παραγραφής εξαρτάται από τη φύση της υπόθεσης και το εφαρμοστέο δίκαιο. Υπέβαλε, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη τελωνειακή πράξη συνιστά παραβίαση ενωσιακού κανόνα άμεσης ισχύος και άμεσου αποτελέσματος, ο οποίος αποκλείει την γνωστοποίηση τελωνειακής οφειλής μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσής της. Καταλήγοντας, επικαλέστηκε την αρχή της ισοδυναμίας, προκειμένου να εισηγηθεί ότι η παράβαση του υπό Αναφορά ενωσιακού κανόνα πρέπει να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ως ζήτημα ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, όπως, ομοίως, και το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων του δημοσίου προς καταλογισμό, βεβαίωση ή είσπραξη τελωνειακής οφειλής.
Χωρίς να παραγνωρίζει τη θεμελιώδη αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, ορθά εισηγήθηκε η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, ότι το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο σέβεται την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των Κρατών – Μελών, υπό την έννοια της ευχέρειάς τους προς επιλογή των διαδικαστικών και δικονομικών κανόνων, οι οποίοι κρίνονται ως απαραίτητοι για την εφαρμογή των ενωσιακών ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο. Υπό την αίρεση της διασφάλισης της αρχής της ισοδυναμίας - ήτοι νοουμένου ότι οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιας μορφής προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξης - και του σεβασμού της αρχής της αποτελεσματικότητας, ήτοι να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.
Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω, θα πρέπει να εξετάζεται και να αναλύεται, σε κάθε περίπτωση, εάν εθνικός δικονομικός κανόνας είναι λιγότερο ευνοϊκός σε σχέση με άλλο που αφορά προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξης ή εάν καθιστά ανέφικτη ή εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτό, ανάλογα σταθμίζονται παράγοντες, όπως η θέση της εξεταζόμενης δικονομικής διάταξης στο σύνολο της διαδικασίας, η ιδιομορφία της ή η ιδιαιτερότητά της και η διαφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-430/93 και C-431/93, Jeroen van Schijndel, ημερ. 14.12.1995, C-276/01, Joachim Steffensen, ημερ. 10.4.2003, C-312/93, Peterbroeck, ημερ. 14.12.1995.).
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-222/05 έως C-225/05, Van Der Weerd, ημερ. 7.6.2007, καθορίστηκε, σκέψη 41, ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης ισχυρισμού ο οποίος αντλείται από διάταξη του κοινοτικού δικαίου, «….. ανεξαρτήτως της σπουδαιότητας της διατάξεως αυτής για την κοινοτική έννομη τάξη, εφόσον οι διάδικοι έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προβάλουν ισχυρισμό βασιζόμενο στο κοινοτικό δίκαιο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.». Προεκτείνοντας, το ΔΕΕ έκρινε, με βάση τα ενώπιόν του γεγονότα στην υπό αναφορά υπόθεση, ότι:
«Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών είχαν πράγματι τη δυνατότητα να προβάλουν ισχυρισμούς αντλούμενους από την οδηγία 85/511, η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από τα άρθρα 11 και 13 της οδηγίας αυτής.»
Από την απόφαση Van Der Weerd (ανωτέρω), προκύπτει, όπως επιβεβαιώνεται από τη σκέψη 32 των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C-704/20 και C-39/21, Staαtssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, ημερομηνίας 8.11.2022, ότι:
«… το δίκαιο της ΄Ενωσης δεν υποχρεώνει τον δικαστή να εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά τη νομιμότητα διοικητικής πράξης, την τήρηση των κανόνων του δικαίου της ΄Ενωσης, εκτός και αν αυτοί καταλαμβάνουν, στην έννομη τάξης της ΄Ενωσης, θέση παρόμοια με εκείνη των κανόνων δημόσιας τάξης …».
Περαιτέρω, παρατίθενται τα ακόλουθα, στη σκέψη 44, της απόφασης C-249/18, Staatssecretaris van Financien κατά Ceva Freight Holland BY, ημερομηνίας 10.07.2019:
«Επομένως, στο μέτρο που η τελωνειακή νομοθεσία της ΄Ενωσης δεν προβλέπει καμία διάταξη σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας της «ισχύουσας διαδικασίας» ούτε διάταξη που να παρέχει αρμοδιότητα σε άλλους πλην των κρατών μελών και των αρχών τους για τον καθορισμό της εν λόγω διαδικασίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαδικασία αυτή εμπίπτει στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών και ότι οι εθνικές αρχές ενεργούν, κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών, βάσει των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων του εθνικού τους δικαίου (πρβλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Molenbergnatie, C-201/04, EU:C:2006:136, σκέψεις 52 και 53).»
Εν προκειμένω, όπως ήδη λέχθηκε, το ΄Αρθρο 221(3) του Κανονισμού θέτει κανόνα παραγραφής, σύμφωνα με τον οποίο, μετά την πάροδο συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, δεν είναι δυνατή η γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στον οφειλέτη. Μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, η έκταση της οποίας επαφίεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε Κράτους – Μέλους, προβλέπεται, από την παράγραφο 4 του υπό αναφορά άρθρου, στις περιπτώσεις όπου μεσολαβεί ποινικώς κολάσιμη πράξη. Εύλογα, βεβαίως, η προθεσμία της φορολογικής παραγραφής κυμαίνεται και εκτείνεται σε βάθος χρόνου, δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης τιμωρίας των φοροφυγάδων και της αποτροπής στέρησης των αναγκαίων εσόδων του κράτους.
Παρεμβάλλουμε ότι στη χώρα μας, ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος, στο ΄Αρθρο 39(2) προνοούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, για δυνατότητα γνωστοποίησης στον οφειλέτη του ποσού των δασμών ακόμη και μέχρι την πάροδο δώδεκα ετών από της ημερομηνίας γένεσης της τελωνειακής οφειλής, στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω οφειλή «… έχει γεννηθεί από πράξη η οποία κατά τη στιγμή της διάπραξής της εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα.». Σήμερα, μέσω του τροποποιητικού νόμου 18(Ι)/2022, καθορίζεται χρονική περίοδος δέκα ετών.
Στην υπό κρίση περίπτωση προέκυπτε, κατ΄ ισχυρισμό, διάπραξη ποινικού αδικήματος, της αναληθούς δήλωσης κατά την υποβολή των διασαφήσεων, κατά τρόπο που η όλη υπόθεση δυνατό να υπαγόταν στην εξαίρεση της τριετούς παραγραφής και να ενέπιπτε στο όριο των δώδεκα ετών.
Η νομοθεσία μας, σε ό,τι αφορά στην παραγραφή αγώγιμων δικαιωμάτων, ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν. 66(Ι)/2012, στο ΄Αρθρο 20, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την αναγκαιότητα δικογράφησης υπόβαθρου γεγονότων, προνοεί ότι «Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής.».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με ευθυγραμμισμένη πλέον νομολογία (ΣτΕ 3009/1984, 5294/1995, 2660/1997, 1626/2001, 2950/2005, 1378/2006), εξετάζοντας ζήτημα παραγραφής τελωνειακών παραβάσεων, εντός τριετίας από της τελέσεώς τους κατά την παρ. 4 του άρθρου 99 του Τελωνειακού Κώδικα, έκρινε ως απορριπτέο και αβάσιμο λόγο αναίρεσης ότι όφειλε το διοικητικό εφετείο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τυχόν παραγραφή του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου.
Παραθέτουμε, αυτούσιο, το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση ΣτΕ 1378/2006:
«10. Επειδή κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η δι΄ αυτής Θ. παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς καταλογισμό διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων και επιβολή πολλαπλού τέλους, εφ΄ όσον στοιχειοθετείται η τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας, έχει τον χαρακτήρα γνήσιας παραγραφής, δοθέντος ότι και από τον νόμο ρητώς χαρακτηρίζεται ως «παραγραφή» και πλήττει πράγματι την αξίωση του Δημοσίου προς επιβολή των συγκεκριμένων δασμολογικών βαρών. Επομένως, λαμβανομένου υπ΄ όψιν και του ότι η συμπλήρωση η μη του χρόνου της παραγραφής συνδέεται με την συνδρομή πραγματικών περιστατικών, τα οποία κωλύουν την πρόοδο του χρόνου της παραγραφής ή αποτελούν λόγους διακοπής αυτής ή στην συγκεκριμένη, εκάστοτε, περίπτωση παραγραφή της αξιώσεως του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο δεν δύναται να γνωρίζει την συνδρομή η μη των ως άνω πραγματικών περιστατικών, από τα οποία εξαρτάται η συμπλήρωση του προσβλεισομένου γι΄ αυτή χρόνου, αλλά πρέπει να προτείνεται, ώστε να δύναται και να αποκρουσθεί (βλ. ΣτΕ 3524/2000, 5294/1995, 3009/1984, πρβλ. ΣτΕ 1317/1991, επτ., 937/1992).
11. …………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………………εφ΄ όσον, κατά τα ανωτέρω, σε περίπτωση λαθρεμπορίας, η παραγραφή της αξιώσεως του Δημοσίου για τον καταλογισμό των διαφυγούντων δασμών και λοιπών φόρων και την επιβολή πολλαπλού τέλους δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ΄ όψιν από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προτείνεται, εμμέσως προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίον το δικάσαν Εφετείο μη νομίμως δεν έλαβε υπ΄ όψιν το ότι η ένδικη καταλογιστική πράξη εξεδόθη σε χρόνο κατά τον οποίον η αξίωση του Δημοσίου είχε ήδη παραγραφεί είναι, εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ΄ όσον οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν ότι προέβαλον ούτε προέβαλαν ισχυρισμό περί παραγραφής στην κατ΄ έφεση δίκη.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, τα ενώπιόν μας δεδομένα επιμαρτυρούν, κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι ούτε η αρχή της ισοδυναμίας, ούτε και η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσουν, κατ΄ εξαίρεση, την αυτεπάγγελτη εξέταση θέματος παραγραφής. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε κάθε δικαίωμα και τη δυνατότητα, μέσω ορθής δικογράφησης των λόγων ακύρωσης – κατά τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 - αλλά και μεταγενέστερα, προχωρώντας στα κατάλληλα δικονομικά διαβήματα, να προβάλει ισχυρισμό περί παραγραφής. Θέτοντας, ταυτόχρονα, προς εξέταση, το υπόβαθρο γεγονότων και επικαλούμενο, προς πληροφόρηση του Δικαστηρίου, τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εδράζεται ο ισχυρισμός περί παραγραφής.
Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα ζήτημα φορολογικής παραγραφής στη βάση του ΄Αρθρου 221(3) του Κανονισμού. Αντιθέτως, τυχόν αυτεπάγγελτη παρέμβαση του Δικαστηρίου, θα παραβίαζε το δικαίωμα άμυνας της αντίδικης πλευράς και την αρχή της ομαλής διεξαγωγής της δίκης.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση Staαtssecretaris van Justitie en Veiligheid (ανωτέρω), σκέψη 91:
«… υπό το πρίσμα της αρχής ότι οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης, το δίκαιο της ΄Ενωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμούς αντλούμενους από την παράβαση των διατάξεων του δικαίου της ΄Ενωσης, εάν η εξέταση των ισχυρισμών αυτών θα τα υποχρέωνε να εξέλθουν των ορίων του αντικειμένου της διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών …».
Παρενθέτουμε ότι η περί του αντιθέτου προσέγγιση του Εφετείου, στην απουσία σχετικής δικογράφησης και πρωτόδικης συζήτησης επί του θέματος, βασίστηκε σε νομολογία του ΔΕΕ που αναπτύχθηκε, κατ΄ ουσίαν, σε σχέση με ζητήματα που καλύπτονται από το δίκαιο του ανταγωνισμού, με επίκεντρο την αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων. Η φύση αυτών των υποθέσεων και η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή, κρίθηκε ότι συνιστούσαν ζητήματα δημόσιας τάξης και παρείχαν τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης.
Η υπό αναφορά, πιο πάνω, νομολογία κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση Van Der Weerd (ανωτέρω) σκέψη 40, ότι:
«… δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, αφενός, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα σε κάθε υπόθεση περιστατικά τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να στερείται ο προσφεύγων της κύριας δίκης τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς το ασυμβίβαστο μιας εθνικής διατάξεως προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση Peterbroeck, προπαρατεθείσα, σκέψεις 16 επ.). Αφετέρου, δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως στον καταναλωτή της αποτελεσματικής προστασίας στην οποία σκοπεί η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29) (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salbat Editores, σκέψη 26, Cofidis, σκέψη 33, και Mostaza Claro, σκέψη 29). Επιπλέον, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς στο πλαίσιο της εξετάσεως του αν παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι με τη νομολογία αυτή εκτιμάται η ισότιμη μεταχείριση των ισχυρισμών που αντλούνται από το εθνικό και αυτών που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση Swiss, προπαρατεθείσα, σκέψη 37).».
Επιπροσθέτως, τονίζουμε, οι όποιες αξιώσεις του Δημοσίου προς καταλογισμό διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, δεν εμπίπτουν στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις, όπου, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, επενεργώντας τούτο προς όφελος του οφειλέτη, το Δικαστήριο επιτρέπεται να ενεργεί αυτεπαγγέλτως. Αντιθέτως, είναι, ως θέμα αρχής, η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων από το Κράτος που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (Δημοκρατία ν. Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389, 408 και Δημοκρατία ν. Φεραίος Λτδ, ΑΕ 98/2013, ημερ. 1.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C268) και όχι η παραγραφή τους, ούτως ώστε να επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη εξέτασή της.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η απάντηση στο ενώπιόν μας ερώτημα είναι αρνητική. Ούτε το ενωσιακό δίκαιο, αλλά ούτε και το εθνικό επιτρέπει ή και επιβάλλει την αυτεπάγγελτη εξέταση της ενδεχόμενης εφαρμογής του ΄Αρθρου 221(3) και (4) του Κανονισμού, ως ζήτημα ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, ούτε το ζήτημα της παραγραφής αξιώσεων του δημοσίου προς καταλογισμό, βεβαίωση ή είσπραξη τελωνειακής οφειλής, συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης, ούτως ώστε, ως τέτοιο, να μπορεί να εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.
Υπό το φως της πιο πάνω απόφασής μας, ακυρώνεται στο σύνολό της η απόφαση του Εφετείου, το οποίο και καλείται όπως προχωρήσει στην εξέταση των ενώπιόν του, εκκρεμούντων, λόγων έφεσης. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος των Αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.
[1] Αντίστοιχες είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 101 και 102 του νέου Κανονισμού Αριθ. 952/2013.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο