CHAPA DISSANAYAKAGE SANDAMALI κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 126/2019, 12/5/2025
print
Τίτλος:
CHAPA DISSANAYAKAGE SANDAMALI κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 126/2019, 12/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 126/20)

 

 

12 Μαΐου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

 

1. CHAPA DISSANAYAKAGE SANDAMALI,

2. CHAPA DISSANAYAKAGE SANDAMALI, ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗ ΦΙΛΗ, ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ I. A. S. M. D.

 

Εφεσείουσες,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσίβλητων.

____________________

 

 

Φ. Χριστοδούλου, για Πέτρος Α. Μιχαήλ ΔΕΠΕ, για εφεσείουσες.

Π. Κωνσταντίνου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσίβλητους.

 

---------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα 1 αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 2010 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε καθορισμένη οικία.  Εργοδοτήθηκε τον Οκτώβριο του 2010, με άδεια προσωρινής παραμονής γι’  αυτό τον σκοπό, με ισχύ μέχρι τις 18.6.2014. 

 

          Αρχές Μαρτίου του 2011 όμως, χωρίς να έχει υποβάλει οποιοδήποτε παράπονο ή καταγγελία εναντίον της εργοδότριας της, εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας της.  Έκτοτε παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα και τα στοιχεία της καταχωρίστηκαν στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων. 

 

Εν τω μεταξύ το Μάϊο του 2011 απέκτησε θυγατέρα, την εφεσείουσα 2, με συμπατριώτη της ο οποίος εργαζόταν στην Κύπρο.  Ο τελευταίος, το 2014 αναχώρησε από την Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής και εργασίας που είχε. 

 

          Η εφεσείουσα 1 επανήλθε στο προσκήνιο στις 16.2.2018 όταν δικηγόρος εκ μέρους της και εκ μέρους προτιθέμενης νέας εργοδότριας της υπέβαλε αίτημα «όπως ανανεωθεί η άδεια εργασίας της για να μπορέσει τόσο η ίδια όσο και η ανήλικη να συνεχίσουν τη ζωή τους στην Κύπρο», κατ’  επίκληση του πνεύματος επιείκειας και ανθρωπισμού δεδομένου ότι το παιδί φοιτούσε σε νηπιαγωγείο.  

 

          Το αίτημα απερρίφθη με απόφαση των εφεσιβλήτων που φαίνεται σε επιστολή του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς τον εν λόγω δικηγόρο ημερ. 27.3.2018, «λόγω παράνομης παραμονής της αλλοδαπής στη Δημοκρατία από το 2011 γεγονός που την καθιστά απαγορευμένη μετανάστρια».  Στην ίδια επιστολή περιελήφθη και παράκληση όπως ο δικηγόρος συμβουλεύσει την εφεσείουσα 1 όπως αναχωρήσει με τη θυγατέρα της στο τέλος της σχολικής χρονιάς αφού το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ήταν η ένταξη του σε κύκλο φοίτησης της χώρας του. 

 

          Ακολούθησε προσφυγή από τις δύο εφεσείουσες με την οποία ζητείται ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων «για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας 1 για άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο» διότι, μεταξύ άλλων, παραβιάζει και τα δικαιώματα του παιδιού της.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε επισταμένα τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, απέρριψε την προσφυγή.  Εξ ου και η παρούσα έφεση.

 

          Υπάρχουν τρεις λόγοι έφεσης με το ίδιο λεκτικό, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη και πρέπει να παραμεριστεί γιατί κατέληξε σε ακροσφαλή ευρήματα και συμπεράσματα.  Είναι η αιτιολογία κάθε φορά που διαφέρει.  Έχει δε περιπλακεί το εφετήριο σε σχέση με μια αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση των εφεσιβλήτων να απορρίψουν την αίτηση της εφεσείουσας 1 για άδεια παραμονής και εργασίας και όχι η παράκληση προς το δικηγόρο για να συμβουλεύσει, ως άνω, την εφεσείουσα 1, την οποία χαρακτήρισε ως εκτελεστή διοικητική πράξη, αναφερόμενο σε «δύο ανεξάρτητες και/ή αυτοτελώς προσβαλλόμενες εκτελεστές διοικητικές πράξεις.»  Δεν εξηγείται γιατί μια παράκληση μπορεί να χαρακτηριστεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη.  Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα αυτό δεν επηρεάζει την πρωτόδικη απόφαση, εφόσον σαφώς με το παρακλητικό της Αίτησης Ακύρωσης ό,τι ζητείται είναι η ακύρωση της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας 1 για άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο.  Τα υπόλοιπα ήταν εκ περισσού και δεν θα μας απασχολήσουν.

          Η ουσία της πρωτόδικης απόφασης και της έφεσης έγκειται στο παράπονο της εφεσείουσας ότι η απορριπτική διοικητική πράξη είναι αποτέλεσμα πλάνης και λανθασμένης εκτίμησης των γεγονότων και εκδόθηκε χωρίς να δοθεί η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι η εφεσείουσα 2 από την ημέρα της γέννησης της διαμένει στην Κύπρο και φοίτησε αποκλειστικά σε ελληνόφωνο νηπιαγωγείο και θα φοιτούσε σε ελληνόφωνο σχολείο για την χρονιά 2018-2019 και συνεπώς το μόνο περιβάλλον το οποίο γνωρίζει και στο οποίο έχει προσαρμοστεί είναι αυτό στο οποίο ζει.  Οποιαδήποτε τυχόν μετακίνηση της στην χώρα απ’  όπου κατάγεται η μητέρα της θα συνεπάγεται σοβαρότατες αρνητικές συνέπιες για την ψυχοσωματική της ανάπτυξη.  Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι γενικά παράνομη και δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις. 

 

Η υπόθεση αφορά στο δικαίωμα κάθε χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της.  H διακριτική ευχέρεια του κράτους στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη.  Όρια θέτει η υποχρέωση για καλόπιστη άσκηση της.  Εάν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, τότε το δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση (Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑAΔ 401).

 

          Ειδικότερα στην υπόθεση Kedum ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 505 η Ολομέλεια αποφάσισε ότι νόμιμα είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης αλλοδαπού ως συνέπεια της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο και επιπρόσθετα ότι με την απέλαση του δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή (Άρθρο 15 του Συντάγματος) αφού το παιδί του που γεννήθηκε στην Κύπρο δεν απέκτησε κυπριακή υπηκοότητα.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως άνω, διαφοροποιώντας την περίπτωση από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες παραπέμφθηκε[1] διότι οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν σε περιπτώσεις όπου «…υπήρχαν πρόσωπα, στις χώρες στις οποίες δεν δόθηκε παράταση άδειας παραμονής ή από τις οποίες διατάχθηκε η απέλαση, τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες, και τα οποία πρόσωπα ήταν δεδομένο πως θα παρέμεναν στις χώρες στις οποίες είχαν νόμιμο δικαίωμα παραμονής, με αποτέλεσμα να διακόπτονται οι οικογενειακοί δεσμοί του μέλους της οικογενείας που είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, με το μέλος της οικογένειας που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.  Στην κρινόμενη όμως έφεση η σύζυγος και τα τρία παιδιά του εφεσείοντος δεν έχουν οποιοδήποτε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Η σύζυγος και τα δύο πρώτα παιδιά του ήλθαν στην Κύπρο μαζί του και τους δόθηκε δικαίωμα παραμονής εφόσον ο σύζυγος και πατέρας τους αντίστοιχα εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Όσον αφορά το τρίτο παιδί, που γεννήθηκε στην Κύπρο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο πως η γέννηση του στην Κύπρο από μόνη της δεν του δίδει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο

 

          Η εφεσείουσα έλαβε άδεια εισόδου και παραμονής στην Κύπρο για να εργοδοτηθεί ως οικιακή βοηθός στην εν λόγω οικία μέχρι τις 18.6.2014.  Αντ’  αυτού από τις αρχές Μαρτίου 2011 παραμένει παράνομα στην Κύπρο.  Ούτε η ίδια, ούτε η εφεσείουσα 2 έχουν αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής.  Υπ’  αυτές τις περιστάσεις οι εφεσίβλητοι άσκησαν την ευρεία διακριτική ευχέρεια που τους παρέχει ο Νόμος.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί κακή πίστη εκ μέρους της διοίκησης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν αμφισβήτησε περαιτέρω την επίδικη απόφαση της. 

 

          Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον των εφεσειουσών. 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ν. Σάντης, Δ.

 

                                                          Μ. Καλλιγέρου, Δ.

 

 

 

 

 

/φκ

 

 

 



[1] Berrehab v. Netherlands, A 138 [1988], Moustaquim v. Belgium, A 193 [1991], Beldjoudi v. France, A 234-A [1992].

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο