ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΑΤΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.174/20, 23/5/2025
print
Τίτλος:
ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΑΤΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.174/20, 23/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.174/20)

(Υπόθ. Αρ. 97/2018)

 

23 Μαΐου, 2025

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΑΤΗ

                                                        Εφεσείουσα

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

                                           Εφεσίβλητου

 

---------------

 

 

Κ. Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Α. Κυπρίζογλου, με Ε. Αριστείδου (κα), για Σ. Σαμψών και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ.  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

                                                -------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Μετά την απόφαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού ημερ. 20.9.2017 για εξαίρεση από την απαγόρευση πλήρωσης κενών θέσεων, σύμφωνα με τον περί της Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο (Ν.21(Ι)/2013),  το Διοικητικό Συμβούλιο του Εφεσίβλητου, σε συνεδρία του ημερ. 26.9.2017 αποφάσισε να προχωρήσει στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης προαγωγής της Γραμματειακής Λειτουργού, για την οποία υποψήφιες ήταν, μεταξύ άλλων και η Εφεσείουσα και η Μαρία Παπαγεωργίου (Ενδιαφερόμενο Μέρος «ΕΜ»).

 

          Προς τούτο, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Εφεσίβλητου, ετοίμασε την γραπτή του σύσταση ημερ. 25.10.2017, με την οποία συστηνόταν για προαγωγή στην επίδικη θέση το ΕΜ και την απέστειλε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εφεσίβλητου. 

 

          Στη συνεδρία του ημερ. 7.11.2017, όπου παρέστη και ο Διευθυντής – ο οποίος παρέθεσε και προφορικά τη σύσταση του – το Διοικητικό Συμβούλιο του Εφεσίβλητου, αφού έλαβε υπόψη του και την εν λόγω σύσταση, αποφάσισε την προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση από 1.1.2018, αφού ομόφωνα έκρινε πως αυτή υπερείχε σε προσόντα και «κρίνεται καταλληλότερη των συνυποψηφίων της».

 

          Η Εφεσείουσα προσέβαλε την νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης του Εφεσίβλητου, με την καταχώριση της Προσφυγής αρ. 97/2018.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, κατέληξε πως α) κατά την συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου του Εφεσίβλητου ημερ. 7.11.2017, είχε τηρηθεί άρτιο πρακτικό και η σύνθεση του δεν έπασχε β) η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ΕΜ ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και συμβαδίζει με τα στοιχεία των φακέλων, γ) η υπεροχή του ΕΜ έναντι της Εφεσείουσας στο κριτήριο των πρόσθετων προσόντων, είναι αδιαμφισβήτητη και συνακόλουθα, η υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα δεν μπορεί να επιδράσει στην τελική κρίση του Εφεσίβλητου δ) η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη, εύλογα επιτρεπτή, επαρκώς αιτιολογημένη και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και ε) η Εφεσείουσα, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, ουδόλως απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου. 

 

          Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε στην απόρριψη της Προσφυγής και επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

          Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση έξι (6) λόγων Έφεσης.

 

          Ειδικότερα εισηγείται πως είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου α) ότι η βαρύτητα που δόθηκε από τον Εφεσίβλητο στα πρόσθετα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα του ΕΜ είναι σύννομη και εύλογα επιτρεπτή, (1ος λόγος Έφεσης), β) ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι  αιτιολογημένη, νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή (2ος λόγος Έφεσης), γ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  δεν παραβιάζει τους Κανονισμούς (3ος λόγος Έφεσης) και δεν λήφθηκε κατόπιν πραγματικής και νομικής πλάνης (5ος λόγος Έφεσης), αλλά κατόπιν  δέουσας έρευνας (6ος λόγος Έφεσης).  Τέλος προβάλλει  τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίχθηκε σε παράνομες προπαρασκευαστικές πράξεις (4ος λόγος Έφεσης).

 

          Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 7.11.2017 είχε προσβληθεί, πέραν της Εφεσείουσας και από άλλες δύο υποψήφιες, με την καταχώριση των προσφυγών αρ. 71/2018 και αρ. 75/2018, οι οποίες δεν είχαν συνεκδικασθεί με την επίδικη Προσφυγή αρ. 97/2018.

 

          Στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 71/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 30.10.2020 ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση – αντικείμενο των ως άνω τριών Προσφυγών – η οποία εφεσιβλήθηκε από το ΕΜ με την καταχώριση της Έφεσης αρ. 176/2020, η εκδίκαση της οποίας ακόμα εκκρεμεί.  Με αυτά τα δεδομένα, η Προσφυγή αρ. 75/2018 αποσύρθηκε διότι είχε καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου.

          Μετά την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής απόφασης ημερ. 30.10.2020 στην Προσφυγή 71/2018, το Διοικητικό Συμβούλιο του Εφεσίβλητου προχώρησε σε επανεξέταση και στις 9.1.2024, αποφάσισε την πλήρωση της επίδικης θέσης, από άλλη υποψήφια (Μαριλένα Παπάδου) από την Εφεσείουσα και το ΕΜ, εναντίον της οποίας το ΕΜ καταχώρισε την Προσφυγή αρ. 727/2024 και η Εφεσείουσα την Προσφυγή αρ. 925/2024, οι οποίες εκκρεμούν. 

 

          Στη βάση των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τόσο ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, όσο και του ΕΜ ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα Έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου  και συνακόλουθα η Εφεσείουσα έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον της. 

 

          Προχωρούμε στην εξέταση της προδικαστικής ένστασης, η οποία, λόγω της φύσης της προέχει.

 

          Όπως είναι νομολογημένο, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της Έφεσης (βλ. Χριστοφόρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 32/2024 ημερ. 30.1.2020 και Χ”Μιχαήλ ν. Π. Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας ΕΔΔ 89/2020 ημερ. 30.4.2025).

 

          Το ακόλουθο απόσπασμα από την Χριστοφόρου (ανωτέρω), είναι σχετικό:

«Ξεκινούμε απ΄αυτό το τελευταίο σημείο.  Όπως είναι νομολογημένο, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ΄όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης (βλ. The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας ΑΕ202Α/2010, 13.2.2017).

 

Το ότι και στο στάδιο της έφεσης πρέπει να υποστηρίζεται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προώθησης της, είναι κατά την κρίση μας, αναγκαίο, για τη Δικαιοσύνη, προαπαιτούμενο (βλ Republic vGeorgiades (1972)3 C.L.R. 59, Δημοκρατία ν. Αντωνίου Α.Ε. 39/09, 13.7.2013, Antenna Ltd vA.P.R. 14/2011, 15.2.2017 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959, σελ.270-271).»

 

 

Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε κάθε στάδιο της διαδικασίας συνάδει ακριβώς με την πάγια αρχή πως τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε είναι νοητό να ασχολούνται ακαδημαϊκά ή θεωρητικά με νομικά ζητήματα.  Όπως ελέχθη, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  (ΒλKritiotis v. The Municipality of Paphos a.a. (1986) 3 C.L.R. 322).  Ακριβώς τα Δικαστήρια οφείλουν να επιλύουν διαφορές (εν προκειμένω διοικητική διαφορά) και να ασχολούνται με  νομικά ζητήματα εφόσον αυτά είναι απαραίτητα για να επιλυθεί η διαφορά.  (Βλ. Παντελής ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 360 και Ertalu a.av. Υπουργείο Οικονομικών (2011) 3 Α.Α.Δ. 831 όπου ελέχθη «τα Δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις αλλά επιλύουν διαφορές»).

 

          Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Νατιώτης ν. Χρίστου κ.ά. (2015) 3 ΑΑΔ 521:

«Η σχετική επί του θέματος νομολογία  καταδεικνύει πως κάθε υπόθεση έχει κριθεί με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Στην παρούσα δε υπόθεση, δεν απαιτείται να γίνει αναφορά στα γεγονότα οποιασδήποτε προηγούμενης υπόθεσης, για σκοπούς συζήτησης. Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. Όπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απολέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της.»

 

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 71/2018 ημερ. 30.10.2020 και την επανεξέταση που επακολούθησε στις 9.1.2024 με το διορισμό τρίτης υποψηφίας, με την περαιτέρω προώθηση της παρούσας Έφεσης στοιχειοθετείται οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό όφελος για την Εφεσείουσα.

 

          Η απάντηση κατά την κρίση μας, είναι αρνητική.  Τούτο γιατί, παρά το γεγονός ότι η Έφεση 176/2020 εναντίον της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 71/2018 ακόμα εκκρεμεί και συνεπώς αυτή δεν κατέστη τελεσίδικη, ό,τι έχει καταλυτική σημασία για την προώθηση της παρούσας Έφεσης, είναι η επανεξέταση που έχει μεσολαβήσει και ο διορισμός τρίτης υποψήφιας, τον οποίο, τόσο το ΕΜ, όσο και η Εφεσείουσα, προσέβαλαν με τις Προσφυγές 727/2024 και 925/2024 αντίστοιχα.  Επομένως, κρίνουμε πως η συνέχιση της παρούσας Έφεσης κανένα όφελος δεν θα αποφέρει στην Εφεσείουσα, και συνεπώς αυτή έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον της για προώθηση της παρούσας Έφεσης.  Οποιοδήποτε τυχόν όφελος θα μπορεί ενδεχομένως να προσπορισθεί  η Εφεσείουσα, είναι στα πλαίσια της Προσφυγής 925/2024 που καταχώρισε εναντίον της απόφασης κατόπιν επανεξέτασης ημερ. 9.1.2024, η οποία ακόμα εκκρεμεί και αφορά την ίδια επίδικη θέση προαγωγής. Διευκρινίζουμε, περαιτέρω, πως η Έφεση αρ. 176/2020, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί, αφορά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 71/2018, με αντικείμενο την ίδια προσβαλλόμενη απόφαση αλλά με διαπλεκόμενα μέρη, άλλη υποψήφια και το ΕΜ και όχι την Εφεσείουσα.  Επομένως, από οποιαδήποτε τυχόν επιτυχία στην Έφεση αρ. 176/2020, θα προσπορισθεί όφελος το ΕΜ και όχι η Εφεσείουσα.

 

          Σημειώνουμε πως τα γεγονότα της υπόθεσης Χαραλάμπους ν. Πουλλίκα ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2002) 3 ΑΑΔ 685 στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης.  Τούτο γιατί στην υπόθεση αυτή υπήρξε ακυρωτική απόφαση, το ΕΜ – Εφεσείων είχε εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση και μετά την επανεξέταση και την προαγωγή του Αιτητή – Εφεσίβλητου στην επίδικη θέση,  το ΕΜ δεν είχε προσβάλει την νέα αυτή πράξη.  Με αυτά τα δεδομένα το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως η Έφεση δεν είχε απωλέσει το αντικείμενο της.

 

          Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, η πρωτόδικη απόφαση ήταν απορριπτική και η Εφεσείουσα θα έχει την ευκαιρία να ακουσθεί στα πλαίσια της Προσφυγής 925/2024 που έχει καταχωρίσει εναντίον της νέας απόφασης κατόπιν επανεξέτασης, για την ίδια επίδικη θέση.  Συνεπώς, κρίνουμε πως η παρούσα Έφεση, υπό τα δικά της περιστατικά, έχει απωλέσει το αντικείμενο της.

 

          Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.

 

          Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου και σε βάρος της Εφεσείουσας ύψους €2.500, (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει). 

                                                                                                                  Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.   

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο