ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΟΥ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.181/20, 14/5/2025
print
Τίτλος:
ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΟΥ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.181/20, 14/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.181/20)

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

14 Μαΐου, 2025.

 

 

ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΟΥ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσίβλητων.

 

-------------------------

 

Ειρ. Κασάπη (κα), για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα.

Θ. Χατζηλουκά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους.

 

-------------------------

 

Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων ως Αιτητής επεδίωξε – ανεπιτυχώς – ακύρωση της απόφασης των Εφεσιβλήτων/Καθ’ ων η Αίτηση, με την οποία είχε απορριφθεί η ένσταση του, όπως η ακίνητη ιδιοκτησία του στην κοινότητα Κελλιά της Επαρχίας Λάρνακας ενταχθεί σε Οικιστική Ζώνη και/ή Ζώνη Ανάπτυξης.

 

Η ακίνητη αυτή ιδιοκτησία είχε ενταχθεί από το 2013 στη Ζώνη Υπαίθρου Γ3 (20.12.13, δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας).

 

Εναντίον αυτής της ένταξης, ο Εφεσείων, υπέβαλε εμπρόθεσμα ένσταση με τη θέση όπως η ακίνητη αυτή ιδιοκτησία ενταχθεί είτε σε Οικιστική Ζώνη είτε σε Ζώνη Ανάπτυξης.

 

Η αρμόδια Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων (Ε.Μ.Ε.) εξέτασε την ένσταση και ομόφωνα εισηγήθηκε την απόρριψή της.

 

Ακολούθησε η έγκριση του Σχεδίου Πολεοδομικών Ζωνών Κελλιών από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 25.5.17 και η σχετική Γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ.14.7.17, χωρίς διαφοροποίηση στο πολεοδομικό καθεστώς των τεμαχίων.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ακύρωσης και αφού τόνισε τον συμβουλευτικό χαρακτήρα της Ε.Μ.Ε., με αναφορά σε νομολογία, κατέληξε ως εξής:

 

«… οι ενστάσεις εξετάζονται από την Ε.Μ.Ε, η οποία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.12 της διαδικασίας, "δεν είναι εξουσιοδοτημένη να καταλήξει σε αποφάσεις ή συμφωνία μεταξύ των μερών" και "υποβάλλει συγκεκριμένες εισηγήσεις στον Υπουργό Εσωτερικών". Οι απόψεις δε των μελών, θα είναι τεκμηριωμένες και "θα υποβάλλονται στον Υπουργό για την λήψη απόφασης". Κατά συνέπεια στη βάση των πιο πάνω, αναδεικνύεται ο συμβουλευτικός ρόλος της Ε.Μ.Ε στην εξεταζόμενη περίπτωση στη βάση μιας εσωτερικής ρύθμισης του αρμόδιου Υπουργού για υποβοήθηση του, ως του μόνου έχοντος την ευθύνη λήψης απόφασης. 

Συνεπώς απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι συναφείς λόγοι ακύρωσης που αφορούν τη νομιμότητας της λειτουργίας και σύστασης της Ε.Μ.Ε, η οποία όπως είναι νομολογημένο (ανωτέρω), "δεν οριοθετείται από το Νόμο, ούτε και επιβάλλεται από Κανονισμούς". 

Τα πιο πάνω απαντούν και στον ισχυρισμό του αιτητή ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 11 της ΚΔΠ 163/73 και ο οποίος αφορά τις υπογραφές των μελών της Ε.Μ.Ε για ύπαρξη συμφέροντος, που εν πάση περιπτώσει δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού ο εν λόγω Κανονισμός αφορά την εκχώρηση από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμοδιοτήτων στο Πολεοδομικό Συμβούλιο για διαδικασίες που αφορούν Τοπικά Σχέδια και όχι Δήλωση Πολιτικής, ως εξεταζόμενη περίπτωση, όπου εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 18 Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972.

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Ε.Μ.Ε ημερομηνίας 5/2/2016 και 17/3/2016 αντίστοιχα, τόσο η Πρόεδρος όσο και τα μέλη της Επιτροπής, "δήλωσαν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (158(Ι)/1999) και εκ τούτου δεν υπάρχει κώλυμα στην συμμετοχή τους στην Επιτροπή". 

Αλλά ούτε και ο ισχυρισμός του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος ιδιοκτησίας ευσταθεί. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ανάπτυξης ιδιοκτησίας και η χρήση του ακινήτου συναρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους (βλ. Δημητριάδης κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.85)

 

 

Και πάρακάτω για το θέμα της έρευνας και αιτιολογίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το ίδιο αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί του αιτητή περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.

Στο τηρηθέν πρακτικό της Ε.Μ.Ε ημερομηνίας 14/1/2016 (Παράρτημα Δ στην Ένσταση), γίνεται συνοπτική περιγραφή της ένστασης του αιτητή, ο οποίος ζήτησε την ένταξη των τεμαχίων σε οικιστική ζώνη ή άλλη ζώνη ανάπτυξης, επειδή τα τεμάχια "εφάπτονται σε δημόσιο δρόμο και έτυχαν άνισης μεταχείρισης σε σχέση με την περιοχή νότια του πυρήνα που εντάχθηκε η Οικιστική Ζώνη Η3". H E.M.E, ομόφωνα εισηγήθηκε την απόρριψη της ένστασης, καθότι "τα εν λόγω τεμάχια, εμπίπτουν σε περιοχή δικτύων «ΝΑTURA 2000» ενώ, βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τις υφιστάμενες Οικιστικές Ζώνες της Κοινότητας. Ενόψει τούτου, τυχόν ένταξη τους σε Οικιστική Ζώνη, θα συμπαρέσυρε αναπόφευκτα πολύ μεγάλη έκταση γης, γεγονός που πολεοδομικά δεν κρίνεται επιθυμητό, στο παρόν στάδιο".

Όπως δε αναφέρεται στο σχετικό σημείωμα της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών (Παράρτημα Ε στην Ένσταση), η Ε.Μ.Ε η οποία απαρτίζετο από τη Βοηθό Έπαρχο, από την εκπρόσωπο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και από τον εκπρόσωπο της Ένωσης Κοινοτήτων, πραγματοποίησε επιτόπιες επισκέψεις στις οποίες επισημάνθηκαν οι ιδιαιτερότητες της κάθε κοινότητας ξεχωριστά και μετά από συσκέψεις, κατέληξε σε συγκεκριμένες εισηγήσεις. 

Γίνεται επίσης παραπομπή σε σχετικούς χάρτες και πρακτικά των συνεδριών της Ε.Μ.Ε με τα Κοινοτικά Συμβούλια, αλλά και σε απόψεις του οικείου Κοινοτικού Συμβουλίου και των αρμοδίων Κυβερνητικών Τμημάτων (σχετικά είναι τα Πρακτικά της Ε.Μ.Ε ημερομηνίας 14/12/2015, 5/2/2016, 17/3/2016). 

Συναφώς στη βάση των όσων αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά της Ε.Μ.Ε, αλλά και από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, διαπιστώνεται ότι διενεργήθηκε δέουσα έρευνα και δόθηκε επαρκής αιτιολογία. Πρόκειται για αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου (βλ. Ηλιόπουλος v. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438), κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης του ελέγχου της νομιμότητας από το Δικαστήριο.»

 

Ο Εφεσείων επανέρχεται επί των αποφασισθέντων με τέσσερις λόγους έφεσης: Ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όργανα τα οποία συμμετείχαν στη διαδικασία συγκροτήθηκαν νόμιμα και ότι η όλη διαδικασία ήταν νόμιμη (πρώτος λόγος), ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Κανονισμός 11 της ΚΔΠ163/73, ο οποίος αφορά τις υπογραφές των μελών για ύπαρξη συμφέροντος δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω και ότι εφαρμόζεται το Άρθρο 18Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, είναι λανθασμένη (δεύτερος λόγος), λανθασμένα δε θεώρησε ότι υπήρξε δέουσα έρευνα, δόθηκε δέουσα αιτιολογία και δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα (τρίτος λόγος) και τέλος, ότι λανθασμένα αποφάσισε πως δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (τέταρτος λόγος).

 

Όλοι οι λόγοι έχουν κοινό πυρήνα και σε ένα βαθμό συμπλέκονται.

 

Εφόσον τίθεται θέμα νομιμότητας του οργάνου, για να απαντηθούν κυρίως οι πρώτοι δύο λόγοι θα πρέπει να εξετασθεί και αποφασισθεί ο χαρακτήρας της Ε.Μ.Ε.

 

Ωστόσο το θέμα αυτό έχει επανειλημμένα κριθεί από τη νομολογία.

 

Αντί άλλης απάντησης θα παραθέσουμε εκτενές απόσπασμα από πρόσφατή μας απόφαση επί των ίδιων αιτιάσεων για τη φύση και τον χαρακτήρα των Ε.Μ.Ε., που συμμετέχουν, συμβουλευτικά, στις σχετικές διαδικασίες, όπως ακριβώς συνέβη στην υπό κρίσιν περίπτωση.

 

Πρόκειται για τη Δημοκρατία ν. Inga Marianne Lanitis, Ε.Δ.Δ.106/18, 7.2.24, όπου, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, τονίσαμε τα ακόλουθα:

 

«Προτού προχωρήσουμε στην κατάληξη μας στα πιο πάνω ερωτήματα, κρίνεται απαραίτητο να αποσαφηνισθεί ο «χαρακτήρας» και η «φύση» των ΕΜΕ. Όπως προκύπτει από την σχετική Εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών ημερ.2.2.2012, αυτή καθόρισε την διαδικασία για την αξιολόγηση των ενστάσεων κατά των Τοπικών Σχεδίων, με βάση το Άρθρο 18(6) του Ν.90/1972. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας είναι που ορίστηκαν οι ΕΜΕ ως όργανα που συμμετέχουν στην μελέτη των ενστάσεων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω Εγκύκλιο, είναι σχετικό:

 

«1.1. Με βάση τη νομοθεσία (άρθρο 18(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου), ενστάσεις κατά των προνοιών Σχεδίου Ανάπτυξης υποβάλλονται στον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος είναι αρμόδιος για την εξέταση ενστάσεων και την υποβολή τους στο Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις. Στο παρελθόν η διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων και δημοσίευσης των οριστικοποιημένων Σχεδίων αποδείχθηκε ιδιαίτερα περίπλοκη και χρονοβόρα, με αρνητικές συνέπειες στην αξιοπιστία του Πολεοδομικού Συστήματος. Η ποικιλία των θεμάτων που εγείρονται με τις ενστάσεις και ο μεγάλος αριθμός ενστάσεων που υποβάλλονται από τοπικές αρχές, άλλους φορείς, οργανώσεις και ιδιώτες συνέβαλαν στη σημαντική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην οριστικοποίηση των Σχεδίων Ανάπτυξης, καθώς και στην παραμόρφωση των σκοπών και στόχων της οριστικοποίησης, σε ορισμένες περιπτώσεις.

1.2 Προς διασφάλιση της επαρκούς μελέτης των ενστάσεων και της δέουσας έρευνας σε σχέση με αυτές, και παράλληλα την εισαγωγή απλής, ταχείας και αμερόληπτης διαδικασίας, ορίζεται ένα όργανο που συμμετέχει στη διαδικασία μελέτης των ενστάσεων με στόχο να μεριμνήσει για τη διεκπεραίωση της προπαρασκευαστικής διαδικασίας και την κατάλληλη ενημέρωση του Υπουργού Εσωτερικών αναφορικά με τα γεγονότα και τις εισηγήσεις του σε σχέση με τις ενστάσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η υποβολή των εισηγήσεων και συστάσεων του ίδιου του Υπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο για την τροποποίηση Σχεδίου Ανάπτυξης. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει κατά νόμο την εξουσία και την ευθύνη για τη λήψη οριστικών αποφάσεων αναφορικά με τις ενστάσεις και την κατάλληλη τροποποίηση, έγκριση χωρίς τροποποίηση, του Σχεδίου Ανάπτυξης. Σημειώνεται ότι ο μέγιστος χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης των ενστάσεων από τον Υπουργό και υποβολής των παρατηρήσεων και συστάσεων του καθορίζεται στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικό) Νόμο 2007 και ανέρχεται σε δεκατέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των ενστάσεων.»

Από το περιεχόμενο της εν λόγω Εγκυκλίου προκύπτει, πως οι ΕΜΕ δεν αποτελούν δημόσια όργανα με αρμοδιότητα να θεσπίζουν κανόνες δικαίου μονομερώς και συνεπώς να εκδίδουν διοικητικές πράξεις. Κατ' επέκταση, εφόσον δεν έχουν το χαρακτήρα διοικητικού οργάνου, δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των διοικητικών οργάνων που δύνανται να έχουν αποφασιστική ή ακόμη και γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Αντίθετα, πρόκειται για όργανα που ορίστηκαν με βάση Εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών και όχι δυνάμει νομοθεσίας, με μοναδική αρμοδιότητα την «κατάλληλη ενημέρωση του Υπουργού Εσωτερικών αναφορικά με τα γεγονότα και τις εισηγήσεις του σε σχέση με τις ενστάσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η υποβολή των εισηγήσεων και συστάσεων του ίδιου του Υπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο για την τροποποίηση Σχεδίου Ανάπτυξης.»

Αποτελούν, δηλαδή, ενδοϋπηρεσιακά, ενδοτμηματικά όργανα, με μόνη αρμοδιότητα το προπαρασκευαστικό έργο που δεν είναι αναγκαίο από το Νόμο, αλλά παρέχεται βοηθητικά και λαμβάνεται υπόψη ως ενημέρωση, οικειοθελώς πάντα, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ώστε να προβεί ο ίδιος σε συστάσεις και εισηγήσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ως το αρμόδιο συλλογικό όργανο αποφασιστικής αρμοδιότητας. Συνακόλουθα, η ύπαρξη των ΕΜΕ και η συμβουλευτική τους συμμετοχή, αναμφίβολα δεν τις αναγάγουν σε όργανο αρμοδιότητας, αλλά ούτε και σε συλλογικά όργανα, ώστε να διέπονται από τις σχετικές επιταγές του Νόμου και της νομολογίας.

Σ' ό,τι αφορά την νομιμότητα διορισμού των ΕΜΕ από τον Υπουργό Εσωτερικών, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο από το Νόμο, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, Τόμος 2, 16η έκδοση (2022) σελ.161, παρ.501:

«Η λήψη υπόψη γνωμοδότησης, που δεν είναι αναγκαία κατά τον νόμο, δεν βλάπτει τη νομιμότητα της πράξης. Εξάλλου κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα μπορεί με δική του πρωτοβουλία να συστήσει ένα συλλογικό όργανο, για να γνωματεύσει σε ορισμένο θέμα, και αν ακόμη προβλέπεται από τον νόμο γνωμοδοτικό όργανο.»

Η υπόσταση των ΕΜΕ ως ενδοϋπηρεσιακών, μη αποφασιστικής αρμοδιότητας οργάνων, έχει ήδη αναγνωρισθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Θ. Θεμιστού ν. Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ σελ. 616.»

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις υιοθετήθηκαν και στην υπόθεση Λαμπριανού ν. Δημοκρατίας Α.Ε.247/12, 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C131, στην οποία επίσης τονίστηκε πως η Ε.Μ.Ε. αποτελεί – κατά πάγια νομολογία – συμβουλευτικό όργανο το οποίο συστήνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών προς υποβοήθηση του κατά την μελέτη σχετικών ενστάσεων και δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα.

 

Συνεπώς, όπως επίσης εκρίθη, εφόσον η Ε.Μ.Ε. είναι συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό όργανο, αλλά ενδοϋπηρεσιακό με βοηθητικό – συμβουλευτικό χαρακτήρα, δεν καλύπτεται από το Άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, Ν.158(Ι)/99[1], (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, Τόμος 2, 16η Έκδοση, 2022, σελ.161 και Σ.Ε.3833/92).

 

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, δεν έχει περιθώριο εφαρμογής ο Κανονισμός 11 της Κ.Δ.Π.163/73[2], των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Πολεοδομικό Συμβούλιο) Κανονισμών του 1973.

 

Ισχύουν επίσης αυτά που αναφέραμε στη Lanitis (ανωτέρω).

 

«Στη βάση των πιο πάνω επισημάνσεων, καταλήγουμε πως η σύσταση των ΕΜΕ, ως μη διοικητικά όργανα, που δεν εντάσσονται σε επιταγή εκ του Νόμου, με αρμοδιότητα, ως συμβουλευτικό σώμα, την παροχή βοήθειας στον Υπουργό Εσωτερικών, δεν διέπεται από τις αυστηρές επιταγές του Άρθρου 42 του Ν.158(Ι)/1999 ούτε και τις σχετικές νομολογιακές αρχές.»

 

Με όσα εξηγήσαμε πιο πάνω, είναι φανερό ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε πως είναι ομοίως αβάσιμη η θέση πως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρξε δέουσα έρευνα, επαρκής αιτιολογία και δεν διαπιστώθηκε πλάνη περί τα πράγματα.

 

Αντιθέτως, θεωρούμε πως η ευπαίδευτη Πρωτόδικη Δικαστής με συνοπτικό, αλλά δυναμικό τρόπο εξήγησε γιατί διαφαίνεται από την επίδικη διοικητική πράξη δέουσα αιτιολογία και έρευνα, αφού κυρίως επισήμανε πως τα εν λόγω τεμάχια εμπίπτουν σε περιοχή δικτύων «NATURA 2000», ενώ βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τις υφιστάμενες οικιστικές ζώνες της Κοινότητας.

 

Η ύπαρξη και το περιεχόμενο των πρακτικών της Ε.Μ.Ε ημερ.14.11.16 διαγράφει ανάγλυφα το πρόβλημα. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση πως τυχόν ένταξη των επιδίκων ακινήτων σε Οικιστική Ζώνη «θα συμπαράσυρε αναπόφευκτα πολύ μεγάλη έκταση γης …», κάτι που βεβαίως – και ορθώς – δεν θεωρήθηκε επιθυμητό.

 

Όπως δε διαπιστώνεται από άλλα σημειώματα και πρακτικά, έλαβε χώρα μια σειρά από επιτόπιες εξετάσεις, πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις, όπως επίσης δόθηκαν απόψεις από το Κοινοτικό Συμβούλιο και αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα.

 

Συναφώς συνάγεται και από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, τα οποία στοιχεία αφορούν κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα, πως αυτά συμπληρώνουν την αιτιολογία με θεμιτό και συμβατό τρόπο, ως η νομολογία επιτάσσει και η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν ορθή. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R.23, Ηλιόπουλου ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ.438 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ.185,).

 

Όπως ετέθη στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.145, είναι θεμιτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από στοιχεία του φακέλου, «όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της.» Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

 

Η θέση του Εφεσείοντα εδράζεται κυρίως στον ισχυρισμό πως «στην άλλη μεριά εγκρίθηκαν οι αναπτύξεις στην ίδια απόσταση …».

 

Η θέση αυτή δεν προωθήθηκε με επαρκή τεκμηρίωση και προφανώς δεν έπεισε. Δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Θα εξετάσουμε εν τέλει τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο ο Εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγαγε συμπέρασμα παραβίασης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

 

Ορθά υπεδείχθηκε πρωτοδίκως πως το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει αυτόνομα δικαίωμα ανάπτυξης ιδιοκτησίας. Αντιθέτως, η εξουσία για επιβολή περιορισμών στη χρήση ακινήτων πηγάζει από το Σύνταγμα. Η δε χρήση του ακινήτου, η ένταξη του σε ζώνες και ο ευρύτερος πολεοδομικός σχεδιασμός, αποτελούν θέματα που ανάγονται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.

 

Στη Photos Karseras Manhattan Properties and Developers and Investments Ltd κ.ά. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ.329 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σκοπός της Δήλωσης Πολιτικής είναι η μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας της περιοχής.»

 

Όπως δε ετέθη προσθέτως στη Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.85:

 

«Το βάσιμο των περιορισμών στη χρήση ακινήτου κρίνεται με αναφορά και σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται και τη φύση της ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται. Η προσδοκία επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από επενδύσεις στη γη δεν περιορίζει ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του Κράτους να επιβάλλει περιορισμούς. Εκ μέρους των αιτητών ή ορισμένων από αυτούς έγινε εισήγηση ότι οι αρχές της καλής πίστης περιορίζουν την ευχέρεια των κρατικών αρχών να μεταβάλουν το καθεστώς χρήσης της ιδιοκτησίας που αυτοί αποκτούν. Η εισήγηση στερείται παντελώς ερείσματος. Η εξουσία για την επιβολή περιορισμών πηγάζει από το Σύνταγμα και ρυθμίζεται από το νόμο. Η άσκησή της εναποτίθεται στους εκάστοτε φορείς της κρατικής εξουσίας και κανένας δεν μπορεί να την απεμπολήσει.»

 

Ομοίως και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνολικά, η έφεση απορρίπτεται με €4.000- έξοδα υπέρ Εφεσίβλητων.

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.

 

 

 

 



[1]  42.—(1) Κάθε διοικητικά όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει το εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

(2)    Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον γιο την έκβασή της.

(3)   Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό

όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε Θα υπάρχει απαρτία.

 

[2] Κ.11

Μέλος του Συμβουλίου όπερ κέκτηται προσωπικον συμφέρον σχετιζόμενον προς οιονδήποτε θέμα εγειρόμενον ενώπιον του Συμβουλίου οφείλει όπως αμελλητί γνωστοποιήση τω Συμβουλίω παν τοιούτο συμφέρον, ουδέ δε δικαίωμα ψήφου κέκτηται εφ’ οιουδήποτε τοιούτου θέματος, ειμή μόνον κατόπιν εγκρίσεως του Συμβουλίου, εάν δε μέλος παρά ταύτα ψηφίση η ψήφος αυτού ουδόλως λαμβάνεται υπ’ όψιν:

 Νοείται ότι ουδέν μέλος στερείται του δικαιώματος της ψήφου επί τινο θέματος αφορώντος εις την γενικήν πολιτικήν του Συμβουλίου.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο