ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 196/2020, 29/5/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 196/2020, 29/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 196/2020)

 

29 Μαΐου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ,

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσίβλητων.

 

_________________

 

Ε. Λοϊζίδου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Α. Καλησπέρα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα αντιτίθεται στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.11.20, να απορρίψει την Προσφυγή 1812/18 («η Προσφυγή»), με την οποία τούτη είχε αιτηθεί ακύρωση (ως παράνομης και στερημένης εννόμου αποτελέσματος), της απόφασης των Εφεσίβλητων να μην εγκρίνουν αίτημα της για παροχή επιδόματος εξωτερικού.

Η Εφεσείουσα, η οποία από την 1.9.13 είχε προαχθεί στη μόνιμη θέση Επιθεωρήτριας Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, αιτήθηκε την 10.4.13 προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού («το Υπουργείο»), να τοποθετηθεί και υπηρετήσει κατά τη σχολική χρονιά 2013-2014, ως Προϊστάμενη στην Κυπριακή Εκπαιδευτική Αποστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο («η ΚΕΑ»).

Το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία ημερομηνίας 26.7.13, ενέκρινε την υποβολή Πρότασης του Υπουργείου ημερομηνίας 19.7.13 (ως αρμόδιας αρχής), για απόσπαση της Εφεσείουσας ως Προϊσταμένης ΚΕΑ από 1.9.13 μέχρι 31.8.14. Σύμφωνα με την Πρόταση, η Εφεσείουσα θα υπηρετούσε «... στην Κ.Ε.Α. μόνο με το μισθό της Κύπρου, χωρίς επιδόματα εξωτερικού ή ενοικίου, αφού είναι μόνιμη κάτοικος Λονδίνου εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια. Η ίδια έχει ενημερωθεί και έχει αποδεχθεί τον πιο πάνω όρο» (το απόσπασμα είναι αυτούσιο ως και όσα έπονται).

Η Εφεσείουσα με επιστολή ημερομηνίας 24.6.14 προς το Υπουργείο, ζήτησε την ετοιμασία συμβολαίου απόσπασης στο οποίο να περιλαμβάνεται πρόνοια για καταβολή επιδόματος εξωτερικού, το οποίο, κατά τη γνώμη της, δικαιούταν. Ακολούθως, με απόφαση ημερομηνίας 16.7.14, το Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχθηκε πρόταση για την απόσπαση της κατά τη σχολική χρονιά 2014-2015, με καταβολή μόνο του μισθού Κύπρου. Με επιστολή ημερομηνίας 15.10.14, το Υπουργείο ενημέρωσε τη Εφεσείουσα ότι δεν μπορούσε να της καταβληθεί επίδομα εξωτερικού επειδή η τοποθέτηση της στην ΚΕΑ δεν συνεπαγόταν αλλαγή χώρας, και γι’ αυτό, άλλωστε, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξ αρχής εγκρίνει την απόσπαση μόνο με τον μισθό Κύπρου.

Περαιτέρω, το Υπουργείο προώθησε πρόταση προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού («το Τμήμα») για κάλυψη εξόδων που σχετίζονταν με την άσκηση των καθηκόντων της, ιδίως παραστάσεως και φιλοξενίας, με την παραχώρηση ετήσιου ποσού €3.000,00 η πληρωμή του οποίου τελούσε υπό την προϋπόθεση προσκόμισης αποδεικτικών.

Με επιστολή ημερομηνίας 10.11.14, η Εφεσείουσα δήλωσε στους Εφεσίβλητους ότι η προσφορά δεν την ικανοποιούσε και επανέλαβε τα περί δικαιώματος της στην καταβολή επιδόματος εξωτερικού.

Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου και του Τμήματος, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφερόταν πως η Εφεσείουσα ήταν εκείνη που είχε αιτηθεί την απόσπαση και αποδεχθεί την προσφορά του Υπουργείου για να υπηρετήσει στην ΚΕΑ με μόνο τον μισθό Κύπρου.

Με επιστολή ημερομηνίας 29.7.15, το Υπουργείο γνωστοποίησε στην Εφεσείουσα τη στάση του Υπουργείου Οικονομικών, κατά την οποία το αίτημα της απορρίφθηκε, μια και δεν υπήρχε κάποιο νέο δεδομένο που να δικαιολογούσε την επαναφορά του ζητήματος στο Υπουργικό Συμβούλιο. Με την ίδια επιστολή, διαβιβάστηκε προς υπογραφή και το συμβόλαιο για τη σχολική χρονιά 2015-2016.

Η Εφεσείουσα αντέδρασε. Με επιστολή ημερομηνίας 17.8.15, και για λόγους που ανέπτυξε εκεί, πληροφόρησε τους Εφεσίβλητους ότι εναντιωνόταν στους οικονομικούς όρους της απόσπασης.

Υπήρξε εκ νέου αλληλογραφία ανάμεσα στα εμπλεκόμενα τμήματα και υπηρεσίες, καθώς και μεταξύ της Εφεσείουσας και των Εφεσίβλητων, στο πλαίσιο της οποίας επαναλαμβανόταν η σταθερή τοποθέτηση των τελευταίων ότι δεν υφίστατο περιθώριο επανεξέτασης του θέματος.

Στις 20.9.18, το Υπουργείο απέστειλε προς την Εφεσείουσα την επίδικη επιστολή, στην οποία αναφερόταν πως η αξίωση της «... εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή, όμως δυστυχώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί...».

Παρά την ρητή αυτή απάντηση, η Εφεσείουσα επέμεινε να επιδιώκει την ικανοποίηση του αιτήματος της, ζητώντας κατ’ επανάληψη εξηγήσεις για τη μη καταβολή του επιδόματος, ενώ οι Εφεσίβλητοι διατηρούσαν αμετάβλητη τη θέση τους.

Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε πως η Εφεσείουσα επεδίωξε εκουσίως την απόσπαση της και ότι, ενώ επανειλημμένως αποδοκίμαζε την ύπαρξη όρου σύμφωνα με τον οποίο καταβαλλόταν μόνον ο μισθός Κύπρου, χωρίς επίδομα εξωτερικού, συγχρόνως επιδοκίμαζε τη σχετική ρύθμιση, είτε με την αποδοχή είτε με τη διαρκή επιδίωξη της ετήσιας ανανέωσης της απόσπασης της - ακόμη δε και με τη μεταγενέστερη διεκδίκηση παράτασης της αφυπηρέτησης της.

Υπό αυτή την οπτική, το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Εφεσείουσα στερούνταν του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για προώθηση της Προσφυγής.

Ως πρόσθετο λόγο απόρριψης, το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε βεβαιωτικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη υπαγόμενη στον δικαιοδοτικό του έλεγχο.

Η Εφεσείουσα, με τρεις λόγους έφεσης, προβάλλει το άστοχο της πρωτόδικης κρίσης. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο σφάλλει όταν θεωρεί πως, παρά τις επανειλημμένες διαφωνίες της σχετικά με τον όρο μη καταβολής του επιδόματος εξωτερικού - και παρότι συστηματικά ζητούσε, μέσω σχετικών επιστολών προς τους Εφεσίβλητους, δίκαιη και ίση μεταχείριση - εντούτοις επιδίωκε και αποδεχόταν διαδοχικώς την ετήσια ανανέωση της απόσπασης της με τους ίδιους όρους μισθοδοσίας. Ο εσφαλμένος αυτός συλλογισμός, ως διατείνεται, μόλυνε την επακολουθήσασα κρίση περί ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, οδηγώντας σε απόρριψη της Προσφυγής εξαιτίας έλλειψης εννόμου συμφέροντος (λόγος έφεσης 1).

Δεύτερον, προτάσσει πως το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε λαθεμένως - και αντίθετα προς το περιεχόμενο των ίδιων των εγγράφων των Εφεσίβλητων - ότι η πράξη που εμπεριέχεται στην επιστολή της 20.09.18 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά απλώς επαναβεβαιώνει την απόφαση που είχε ήδη διατυπωθεί στην επιστολή της 15.10.14. Εξ αυτού, ως λέγει, το Διοικητικό Δικαστήριο οδηγήθηκε στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι δεν είχαν συναφώς προκύψει νέα στοιχεία και ότι, συνακολούθως, δεν είχε προηγηθεί νέα διοικητική έρευνα (λόγος έφεσης 2).

Τρίτον, ισχυρίζεται ότι η Προσφυγή κακώς απορρίφθηκε, χωρίς εξέταση της ουσίας της, κατά παραβίαση της αρχής της δικαστικής πληρότητας (λόγος έφεσης 3).

Διεξήλθαμε το σύνολο των προβαλλόμενων.

Οι λόγοι έφεσης θα τύχουν σωρευτικής εξέτασης, λόγω της ουσιαστικής συνάφειας του περιεχομένου τους.

Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 1 και τα περί του δόγματος της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, θεωρούμε ότι, ως ορθώς επεσήμανε και το Διοικητικό Δικαστήριο, η Εφεσείουσα, ακόμη και μετά τη γνώση των όρων της απόσπασης της - και παρά τις αντιρρήσεις της ως προς τον όρο περί μη καταβολής επιδόματος εξωτερικού - συνέχισε να επιζητεί και να αποδέχεται την ετήσια ανανέωση της σύμβασης και συμφωνίας απόσπασης της στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την ιδιότητά της ως Προϊστάμενης ΚΕΑ.

Στην Κρασίδου ν. Δημοκρατίας (2017) 3(Β) Α.Α.Δ. 571, 577-578, η Ολομέλεια είπε και τα εξής αναφορικώς προς την προβληματική που κειμένως απασχολεί:

«[...] Επαναλαμβάνουμε επί του προκειμένου την διαχρονικά πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς το σκοπό προσπορισμού μεγαλύτερου οφέλους παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις εφόσον η προσφυγή και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος για να είναι αποδεκτοί (βλ. Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Pharmnet Ltd (2011) 3(Α) A.A.Δ.2, Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ v. Kυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 660, ECLI:CY:AD:2016:C568). Όπως δε αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Έκτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1993, παρ. 458, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης, συνιστά συμπεριφορά που αναμφίβολα υποδηλώνει την αποδοχή της. Η εκ των υστέρων δε μεταβολή της στάσης της εφεσείουσας σ' ό,τι αφορά τον επίδικο όρο, αφού ήδη εξασφάλισε την επιλογή της, προσκρούει στο δόγμα της ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας εφόσον η εφεσείουσα αποδοκιμάζει ουσιαστικά την πράξη την οποία προηγουμένως, υποβάλλοντας ανεπιφύλακτα το ενδιαφέρον της, είχε επιδοκιμάσει [...]».

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και δεόντως αξιολογήθηκαν, όσα διατύπωσε ως προς το υπό εξέταση θέμα κρίνονται εύλογα και ορθά, με απόρροια η Εφεσείουσα να στερείται, υπό τις περιστάσεις, του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος για προώθηση της Προσφυγής (Οργανισμός Συγκοινωνιών Πάφου (Ο.ΣΥ.ΠΑ.) Λτδ ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 96/20, ημ. 24.1.25, Ηλία ν Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 43/17, ημ. 10.10.23).

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

Πέραν τούτου - και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος καθίσταται καθοριστικό - μας βρίσκει σύμφωνους και το εύρημα του Διοικητικού Δικαστηρίου για τον βεβαιωτικό χαρακτήρα της απόφασης των Εφεσίβλητων, η οποία περιλήφθηκε στην επιστολή ημερομηνίας 15.10.14.

Όπως υπενθυμίσαμε και στην Mudiyanselage και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 95/20, ημ. 12.5.25, με παραπομπή σε παγίως διαμορφωμένη νομολογία - στην οποία άλλωστε αναφέρθηκε και το Διοικητικό Δικαστήριο - η βεβαιωτική πράξη, δηλαδή εκείνη που απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη θέση της Διοίκησης, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ή υποχρεώσεις, ώστε να μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, εκτός εάν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας και βάσει νέων στοιχείων, τα οποία, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή δεν είχαν προηγουμένως συνεκτιμηθεί.

Κανένα από τα προβαλλόμενα εκ πλευράς Εφεσείουσας δεν συνθέτει επαρκή και αντικειμενικά δικαιολογημένο λόγο για να παρέμβουμε στις σχετικές διαπιστώσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

Εκ των πραγμάτων, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3, καθότι συνδέεται άμεσα με την εκδίκαση της ουσίας της Προσφυγής, η οποία, για τους λόγους που ήδη αναλύθηκαν, δεν μπορούσε να υπερκεράσει τα ανακύψαντα εμπόδια λόγω της απουσίας εννόμου συμφέροντος.

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3.500,00, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/μκε

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο