ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.18/23 (I-JUSTICE) ΜΕΤΑΞΥ Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, Αίτηση Αρ. 2/2025, 21/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.18/23 (I-JUSTICE) ΜΕΤΑΞΥ Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, Αίτηση Αρ. 2/2025, 21/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64

 

(Αίτηση Αρ. 2/2025)

(ΤΥΠΟΣ Δ)

 

21 Μαΐου, 2025.

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023,

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.18/23 (I-JUSTICE) ΜΕΤΑΞΥ Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ.18/23 (I-JUSTICE), ΗΜΕΡ.30.10.24.

 

____________________

 

Π. Κούρτελλος με Μ.Μ. Κουσταή (κα) και Μ. Χατζηαγγελή (κα) για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

Κ. Μελάς για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, Συμβούλιο Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

 

____________________

Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση θα δώσει

η Δικαστής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 5.2.25 θεωρήθηκε αναγκαία η παρέμβαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, επί νομικών θεμάτων τα οποία προέκυψαν από απόφαση Εφετείου και τα οποία συναρτώνται με την ανάγκη ορθής ερμηνείας διατάξεων. Συγκεκριμένα προς τον σκοπό του καθορισμού της φύσης των πράξεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (το «Συμβούλιο») ως Εποπτικής Αρχής υπό το πρίσμα και εν τη εννοία των Άρθρων 2[1] και 59(1)(ε)[2] του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07 και του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη δοθείσα άδεια, «κατά προέκταση, το όλο θέμα συνιστά και ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, δεδομένου ότι αφορά το σύνολο των μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και, ιδίως, αφού άπτεται του δικαιώματος παροχής ενδίκου μέσου προς αμφισβήτηση καταδίκης και ποινής που επιβάλλεται από το Συμβούλιο

 

Το Ιστορικό της Υπόθεσης

 

Με την Προσφυγή Αρ.477/2023 (η «Προσφυγή»), οι Αιτητές – Δικηγορική Εταιρεία, αιτήθηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο, στις 22.3.23, ακύρωση της απόφασης με την οποία το Συμβούλιο επέβαλε σε αυτούς πρόστιμο ύψους €16.000.00 (δεκαέξι χιλιάδες ευρώ) για παραβιάσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου Αρ.188(Ι)/07, ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (ο «Νόμος»), στα πλαίσια εκδίκασης της Υπόθεσης Αρ.7/20.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του ημερ. 24.7.23 (η «Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, απέρριψε την Προσφυγή ως απαράδεκτη, καταλήγοντας ότι το Συμβούλιο δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο. Το Διοικητικό Εφετείο, με την Απόφαση στην Έφεση Αρ.18/23, ημερ. 30.10.24 (η «Απόφαση Εφετείου»), επικύρωσε την πρωτόδικη Απόφαση, αποδεχόμενο ότι: «… το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την προσβληθείσα απόφαση …» του Συμβουλίου. Το κύριο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου είναι ότι η εξουσία του Συμβουλίου δεν είναι διοικητικής υφής αλλά «σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης», ως έχει καθοριστεί από τη νομολογία η οποία, υπό αυτή την ερμηνευτική σκοπιά, παρατίθεται.

 

Συνέπεια της απόφασης του Εφετείου και του ευρήματος ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση των αποφάσεων που εκδίδει το Συμβούλιο, όπως η παρούσα, ήταν η καταχώριση της Αίτησης, στη βάση της οποίας εδόθη η ως άνω άδεια.

 

Κατόπιν της δοθείσας άδειας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών κατέθεσαν εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με πληθώρα παραπομπών σε αυθεντίες και συγγράμματα και συμπληρωματικά αγόρευσαν προφορικά ενώπιον μας.

 

Λόγω ακριβώς των πολλαπλών θεμάτων που εγέρθησαν σε επίπεδο νόμων και νομολογίας, θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική απόδοση αυτών, σε χωριστά κεφάλαια.

 

Ο Περί Δικηγόρων Νόμος – Κεφ.2

 

Με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ.2, ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος αποτελεί το επαγγελματικό σώμα των δικηγόρων και αποτελείται από τρία αυτοτελή σώματα. Τα εξής:

 

(α) Το Νομικό Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως Πρόεδρο, από τον εκάστοτε Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και Γραμματέα του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και από τρεις δικηγόρους (βλ. Άρθρο 3(1) του Κεφ.2).

 

(β) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητάς του από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως Πρόεδρο και από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και δέκα δικηγόρους (βλ. Άρθρο 16(2)(α) του Κεφ.2).

 

(γ) Το Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος αυτού, από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως Ex Officio Μελών και από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, τους Προέδρους των Τοπικών Συλλόγων, τους Δικηγόρους που εκλέγονται ως Μέλη του Παγκύπριου Δικηγορικού Συμβουλίου και από τέσσερα Μέλη που εκλέγονται από την Τακτική Γενική Συνέλευση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (Αιρετά Μέλη) (βλ. Άρθρο 23 του Κεφ.2).

 

Τα τρία αυτά Σώματα έχουν τις δικές τους χωριστές αρμοδιότητες και καθήκοντα.

 

Η Ένδικη Προστασία δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2

 

Το Κεφ.2 προβλέπει τα παραδεκτά ένδικα μέσα που ασκούνται κατά αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται από τα τρία σώματα των δικηγόρων. Στο Άρθρο 3(5) προβλέπεται πως «οι αποφάσεις του Νομικού συμβουλίου και η νομιμότητα αυτών εξετάζονται στα πλαίσια αγωγής ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου».

 

Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε Έφεση δυνάμει του Άρθρου 17 του Κεφ.2.

 

Σε σχέση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου δεν υφίστατο καμμιά διάταξη μέχρι τον τροποποιητικό νόμο, Ν.99(Ι)/23, όταν προστέθηκε το Άρθρο 32Α του Κεφ.2 το οποίο προβλέπει ότι «για οποιονδήποτε θέμα εναντίον του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού ή του Ταμείου Συντάξεων Δικηγόρων ή του Νομικού Συμβουλίου καταχωρείται αγωγή ή αίτηση ενώπιον Δικαστηρίου εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.»

 

Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν σε ισχύ, όταν οι Αιτητές καταχώρησαν την Προσφυγή τους (ημερομηνία καταχώρησης Προσφυγής 22.3.2023, ενώ η ημερομηνία ισχύος του Νόμου ήταν η 24.10.23).

 

Ο περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007, Ν.188(Ι)/07

 

Με βάση το επίμαχο άρθρο του Νόμου, δηλαδή το Άρθρο 59(4) η Εποπτική Αρχή, η οποία, σημειωτέον, είναι ξέχωρη για κάθε διαφορετικό φορέα – υποκείμενο των υποχρεώσεων εκ του Νόμου (π.χ. η Κεντρική Τράπεζα για τα τραπεζικά ιδρύματα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ο Έφορος Ασφαλειών για ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ.):

 

«… εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:

 

Νοείται ότι, στις οδηγίες που εκδίδονται από Εποπτική Αρχή καθορίζονται οι λεπτομέρειες και εξειδικεύεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Μέρους από τα εποπτευόμενα πρόσωπα και απαιτείται η λήψη και εφαρμογή διαδικασιών και συστημάτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και παρεμπόδιση των κινδύνων διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

 

 

Με βάση δε το 59(5):

 

«(5)(α) Οι Εποπτικές Αρχές παρακολουθούν, αξιολογούν και εποπτεύουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους και των οδηγιών που εκδίδουν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) από τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους:

 

Νοείται ότι, οι Εποπτικές Αρχές διεξάγουν επαρκή εποπτεία, συμπεριλαμβανομένης επιτόπιας και μη επιτόπιας εποπτείας, σε όλα τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους και λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης σε περίπτωση που διαπιστώνονται παραβάσεις. …»

 

Πέραν από την άσκηση εποπτικού ελέγχου, ειδικά με το Άρθρο 59(6)(α) παρέχεται στις Εποπτικές Αρχές η εξουσία της λήψης μέτρων σε σχέση με εποπτευόμενους που παραλείπουν να συμμορφωθούν.

 

Παρατίθεται αυτούσιο το λεκτικό του Νόμου:

 

«(6)(α) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Μέρους αυτού του παρόντος Νόμου ή τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 847/2015:

 

(i)           Να απαιτήσει από το εποπτευόμενο πρόσωπο να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου ως ήθελε καθορίσει η Εποπτική Αρχή για τη θεραπεία της κατάστασης˙

 

(ii)         να επιβάλει –

 

(αα) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), αφού δώσει την ευκαιρία στο εποπτευόμενο πρόσωπο να ακουστεί, και

 

(ββ) σε περίπτωση που ο υπαίτιος παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή το οποίο υπερβαίνει το ποσό του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στην υπό-υπόπαράγραφο (αα) διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι το διπλάσιο ποσό του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση και,

 

(γγ) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης·

 

(iii)        να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εποπτευομένου προσώπου και στην περίπτωση ΠΥΚΣ που εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να τροποποιήσει ή αναστείλει την εγγραφή του στο μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Ε ή να τον διαγράψει από αυτό∙

 

(iv)        προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα, ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση της άσκησης διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεη οντότητα·

 

(v)         να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου σε πρόσωπο που ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια·

 

(vi)        να προβεί σε δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για παράβαση, και τη φύση της σχετικής παράβασης·

 

(vii)      να υποχρεώσει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για παράβαση, να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει.»

 

 

Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος (ειδικά με τον περί της 8ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο, Ν.130(Ι)/15), το Διοικητικό Δικαστήριο: «έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τα διατάξεις του Συντάγματος ή του νόμου ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας της εμπιστευόμενης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπο τούτο».

 

Κριτήρια κατά πόσον μια πράξη είναι Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου-Νομολογία

 

Η νομολογία επί του θέματος είναι και πλούσια και διαχρονική. Οι αρχές δε που διατύπωσε δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης. Μάλιστα τόσο ο κ. Μελάς όσο και ο κ. Κούρτελος συμφώνησαν τόσο με τα τεθέντα κριτήρια, όσο και με την υπάρχουσα νομολογία. Για να διαπιστωθεί εάν μια πράξη αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση, ελέγχεται τόσο η φύση της πράξης, αλλά και ο χαρακτήρας ή η φύση του οργάνου από το οποίο προέρχεται η πράξη, ώστε να διαπιστωθεί εάν πρόκειται περί διοικητικού οργάνου.

 

Στη Niazi v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ.218, συνοψίστηκαν οι αρχές αυτές με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία:

 

«Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Πράξη για να είναι εκτελεστή θα πρέπει να είναι (α) προϊόν άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας, (β) από όργανο, αρχή ή πρόσωπο, (γ) το όργανο να ενεργεί στη σφαίρα του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και (δ) να παράγει νομικά αποτελέσματα με άμεση νομική ισχύ.

Το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο ανάλογα με το σκοπό τον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει να προάξει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία (Tamasos Tobaco Supplies & Co v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ.407).

Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R.623, κατά μία έννοια το κοινό ενδιαφέρεται για κάθε απόφαση της διοίκησης, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι η συνειδητοποίηση από το δικαστήριο ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος από την πλευρά του κοινού για πράξεις της διοίκησης διαφέρει κατ' αναλογία προς την έκταση στην οποία η απόφαση είναι πιθανόν να επηρεάσει το κοινό ή μέρη του. Ένα πρακτικό κριτήριο που εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να τραβηχτεί η γραμμή καθορισμού μεταξύ αποφάσεων που βρίσκονται στον τομέα του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου περιστρέφεται γύρω από τον πρωταρχικό σκοπό της απόφασης. Αν η απόφαση κατά κύριο λόγο σκοπεί στην προώθηση δημόσιου σκοπού εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου, άλλως, σ' αυτόν του ιδιωτικού (Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R.623626 και Δημοκρατία ν. Χανιάν (1988) 3 Α.Α.Δ.690). Φυσικά το κοινό έχει εντονότερο ενδιαφέρον στους δημόσιους σκοπούς.

Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός. Πράξη ή απόφαση μπορεί να εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του και εν τούτοις να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, γιατί ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη ή την απόφαση αυτή δεν είναι δημοσίου συμφέροντος, αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών (Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ.424, Ερωτοκρίτου ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 4 Α.Α.Δ.2984Βλέπε επίσης The Greek Registrar of the Co - Operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R.164, Poyadjis v. The Republic (1975) 3 C.L.R.378 και Charalambides v. The Republic (1982) 3 C.L.R.403).»

 

 

Βλ. επίσης την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Λοϊζίδης ν. Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κ.ά., Ε.Δ.Δ. 5/18, ημερ. 20.11.23, στην οποία και παρατίθενται πιο πρόσφατες αποφάσεις επί του θέματος.

 

Με βάση τα πιο πάνω κριτήρια τίθενται τα εξής ερωτήματα:

 

(α) Είναι η επιβολή διοικητικού προστίμου στην παρούσα περίπτωση Δημοσίου Δικαίου Πράξη και γιατί;

(β) Μπορεί η υπάρχουσα Νομολογία σε σχέση με σώματα των Δικηγόρων να διαφοροποιήσει το χαρακτήρα της επίδικης πράξης ως Δημόσιου Χαρακτήρα;

 

Ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση που παρέχει σε Εποπτική Αρχή να εκδίδει οδηγίες

 

Ο Νόμος είναι εναρμονιστικός, κυρίως της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (ΕΕ)2015/849[3]. Από ανάγνωση του συνολικού κειμένου του Νόμου συνάγεται ότι:

 

(α) Η Εποπτική Αρχή με βάση το Άρθρο 59(4), για σκοπούς του Νόμου, εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές.

 

(β) Η Εποπτική Αρχή, με βάση τον ίδιο Νόμο, λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα προς εξαναγκασμό με σκοπό τη συμμόρφωση προς τον Νόμο με τις οδηγίες που η ίδια εκδίδει. Σημειώνεται ειδικά το δικαίωμα της Εποπτικής Αρχής να προβαίνει σε «επιτόπιες εποπτείες» (Άρθρο 59(5)(α)).

 

(γ) Ο Νόμος ομιλεί σαφώς για διοικητικό πρόστιμο και διοικητικού δικαίου κυρώσεις.

 

(δ) Ο Νόμος αφορά διάφορες Εποπτικές Αρχές. Τίθεται συναφώς και εγγενώς το ερώτημα εάν είναι συμβατό να είναι Διοικητική πράξη, η πράξη της Εποπτικής Αρχής Τραπεζών ή Ασφαλιστικών Εταιρειών και να μην είναι διοικητική πράξη η πράξη της Εποπτικής Αρχή που αφορά τους δικηγόρους.

 

(ε)Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο Άρθρο 59(6)(β) όπου γίνεται ρητή πρόνοια για παραπομπή στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μετά τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον της Εποπτικής Αρχής.

 

Ποια η σχέση του περί Δικηγορών Νόμου με τον Νόμο;

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών σχολιάζοντας την απόφαση του Εφετείου, ομιλεί για παραβίαση του ερμηνευτικού κανόνα in pari materia με την τελική εισήγηση ότι ο Νόμος και ο περί Δικηγόρων Νόμος, Κεφ.2, δεν μπορούν να θεωρηθούν in pari materia, καθώς δεν εντάσσονται στο ίδιο σύστημα και ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα. Στην αντίπερα πλευρά ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Ενδιαφερομένου Μέρους ισχυρίζεται ότι ο περί Δικηγόρων Νόμος ευθέως εφαρμόζεται εν προκειμένω. Εξ ου και η υιοθέτηση και η εφαρμογή της υφιστάμενης Νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, σε σχέση με τους Δικηγόρους (βλ. Αιμιλιανίδης ν. Συμβούλιο Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ.174, Κακαράντζα ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Ε.Δ.Δ.30/17, 12.10.21, Λοϊζίδης (ανωτέρω), και επίσης μονομελείς αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως Παπαζαχαρία, Πολ. Αίτ. Αρ.70/24, ημερ.8.7.24 και άλλες).

 

Συμπεράσματα

 

Έχουμε θέσει υπό μορφή κεφαλαίων τις δοθείσες θέσεις των πλευρών σε συνάρτηση με τα τεθέντα ερωτήματα και τη δοθείσα άδεια.

 

 Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικηγόρο των Αιτητών, ότι η ορθή τοποθέτηση του κύριου ερωτήματος είναι εάν η Εποπτική Αρχή του Άρθρου 59(ε) του Νόμου είναι όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστικήν ή διοικητική λειτουργία.

 

Σωστός ήταν βεβαίως ο προβληματισμός – και των δύο πλευρών – για την εμβέλεια της νομολογίας που υφίσταται για τις πράξεις του Δικηγορικού Συλλόγου και των οργάνων του, όπως παρατέθηκε πιο πάνω.

 

Έχουμε μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις των δύο πλευρών σε συνάρτηση βεβαίως με την εφετειακή απόφαση.

 

Το δεσπόζον σημείο, εν προκειμένω, είναι ότι έχουμε ένα ειδικό νόμο που ομιλεί για διάφορες εποπτικές αρχές, οι οποίες συλλειτουργούν μέσα στα πλαίσια του σκοπού του Νόμου, που είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, δημοσίου χαρακτήρα, δηλαδή η καταπολέμηση των συγκεκριμένων μορφών εγκληματικότητας.

 

Το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ομού με τις λοιπές αρχές στα πλαίσια του Νόμου που έχει έρεισμα την ως άνω Ευρωπαϊκή Οδηγία, είναι φανερό, ότι έχει εξουσιαστική και κυριαρχική υφή στα καθήκοντα του, για δημόσιο σκοπό, ευρύτερο των επαγγελματικών πλαισίων του Συλλόγου. Ακριβώς η ευρύτητα του Νόμου καλύπτει διαφορετικές Εποπτικές Αρχές, οι οποίες όμως όλες (σύνολο εννέα), ασκούν κυριαρχική εξουσία για τους ίδιους σκοπούς.

 

Θα ήταν, μ’ όλο τον σεβασμό στην άλλη άποψη, αντινομικό η πράξη (η ίδια στο σκοπό και στο περιεχόμενο) να φέρει διαφορετική έννομη προστασία – έξω από τα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου – αναλόγως του ποιά Εποπτική Αρχή την εκδίδει.

 

Δηλαδή, εάν το διοικητικό πρόστιμο εκδιδόταν εναντίον ενός ελεγκτή, ή ενός τραπεζιτικού ιδρύματος, ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας, θα υφίστατο η έννομη προστασία προσφυγής και αναθεωρητικού ελέγχου – αλλά αυτή η προστασία δεν θα υφίστατο εάν το Συμβούλιο ήταν η Εποπτική Αρχή;

 

Η εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου είναι ακριβώς η ίδια για όλες τις εποπτικές αρχές οι οποίες «εγκαθιδρύονται» δυνάμει του Άρθρου 59 και συνάδει συναφώς με τους σκοπούς του Νόμου[4] και όχι με τους στενότερους σκοπούς του περί Δικηγόρων Νόμου.

 

Οι σκοποί του Νόμου είναι σε υπερεθνικό επίπεδο, ώστε να υπάρχει ένα ενωσιακό δίκτυο ρύθμισης και προστασίας από παράνομες δραστηριότητες και νομιμοποίηση εσόδων από αυτές, όχι μόνον των δικηγόρων και δη όπως το Εφετείο το έθεσε, σε συνάρτηση «με τη διαφύλαξη της τιμής του δικηγορικού σώματος» (Άρθρο 24(1)(α) του Κεφ.2). Η ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο παρέμεινε στα στεγανά του περί Δικηγόρων Νόμου και δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις πρόνοιες του Νόμου για σαφώς διοικητικής υφής πράξεις.

 

 

Ετέθη ευθύς εξαρχής και επαναλήφθηκε στο Εφετείο από τους Αιτητές, πως δεν ήταν μέσα στη φαρέτρα τους ο ισχυρισμός για το εσφαλμένο της νομολογίας ως προς τη φύση των αποφάσεων του Συμβουλίου γενικά. Κατά πάντα χρόνο – και ενώπιον μας – οι Αιτητές υποστηρίζουν πως η προαναφερθείσα νομολογία, η οποία χρησιμοποιήθηκε και από το Εφετείο, δεν είναι εφαρμόσιμη στην περίπτωση αποφάσεων του Συμβουλίου ληφθεισών στη βάση του συγκεκριμένου Νόμου, αφού οι εκεί περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες με την παρούσα.

 

Θα συμφωνήσουμε. Οι αποφάσεις όπως π.χ. η Κακαράντζα (ανωτέρω) αφορούσαν κυρίως πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον δικηγόρων στις οποίες ο Νόμος και η νομολογία καθορίζουν τη μορφή της έννομης προστασίας. Άλλες δε αποφάσεις (όπως η Αιμιλιανίδης, (ανωτέρω)), δεν αφορούσαν διοικητικό πρόστιμο και η έννομη προστασία που καθορίστηκε ήταν η αγωγή.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η απόλυτη ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο (χρησιμοποιώντας τη νομολογία που αφορά άλλου τύπου πράξεις του Συλλόγου και των οργάνων του) ότι ο καθορισμός του Εφεσίβλητου ως Εποπτικής Αρχής «δεν προεξοφλεί και το ότι ενεργεί στο πεδίο του δημοσίου διοικητικού δικαίου, ένεκα της φύσεως του …».

 

Περαιτέρω, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τα λεχθέντα από το Εφετείο ότι «η χρήση του όρου «διοικητικού» θα πρέπει να ιδωθεί με την ευρύτερη κοινή έννοια και όχι τη στενή νομική έννοια

 

Σαφώς συνάγεται από το γράμμα του Νόμου, με βάση βεβαίως τη γραμματική ερμηνεία που θα έπρεπε να ισχύσει,[5] πως η επιβολή Διοικητικού Προστίμου από οποιανδήποτε Εποπτική Αρχή είναι εκτελεστή Διοικητική Πράξη και επιβάλλεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, με εύλογη τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και ποινικής ποινής (βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αρ. 818/02, 30.1.04 και το σύγγραμμα «Διοικητικές Κυρώσεις και Θεμελιώδη Δικαιώματα», Ιω. Δημητρακόπουλου, Νομική Βιβλιοθήκη).

 

Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θεώρηση του Εφετείου (όπως και του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), (αν και χωρίς ευθέως να αναφέρεται), πως στην ουσία επρόκειτο για «οιονεί δικαστική πράξη», επειδή υπήρξε κατά την κρίση του, πράξη του Συμβουλίου που εγγενώς συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης. Τέτοια ερμηνεία αντιστρατεύεται σαφώς το Νόμο.

 

Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοείται το Άρθρο 59(6)(β) του Νόμου με το οποίο, όπως αναφέραμε, μετά την επιβολή του διοικητικού προστίμου το άτομο ή ο φορέας παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό Όργανο που αποφασίζει ανάλογα.

 

Αυτό από μόνο του δεικνύει σαφώς ότι η Εποπτική Αρχή δεν ταυτίζεται με το επαγγελματικό σώμα, καθώς ο Σύλλογος διαθέτει ήδη τέτοια εξουσία με βάση το Άρθρο 17(3)(γ) του Κεφ.2 να παραπέμπει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Όπως εύστοχα σημειώνει ο κ. Κούρτελος «την εξουσία παραπομπής στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο την απονέμει πρόσθετα ο Νομοθέτης, γιατί αυτονοήτως θεωρεί ότι δεν τη διαθέτει a priori». Ο οποίος Νόμος ομιλεί σαφώς όχι μόνον για διοικητικό πρόστιμο αλλά και για άσκηση Προσφυγής επί του διοικητικού προστίμου (Άρθρο 59(6Α)(α)(δ)).

 

 

 

Όσα λέχθηκαν στη Λοϊζίδης (ανωτέρω) για τη μη διοικητική υφή των πράξεων του Συλλόγου αφορούσαν τον συγκεκριμένο περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο, Ν.64(Ι)/15, με τις περιστάσεις που εκεί κρίθηκαν, περιστάσεις που εδώ δεν υφίστανται. Η εκεί επίδικη πράξη υπήρξε η άρνηση από τον Σύλλογο να χορηγήσει σε δικηγόρο άδεια Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Ο Νόμος περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας – εν αντιθέσει με τον υπό κρίση Νόμο – δεν «εγκαθιδρύει» Αρχή υπό την έννοια και τα καθήκοντα που εξηγήθηκαν. Άλλωστε, όπως ρητά αναφέρθηκε στη Λοϊζίδης, η ύπαρξη νόμου που θα έδιδε λειτουργία δημοσίου Δικαίου στο Συμβούλιο – όπως εν προκειμένω – σαφώς θα διαφοροποιούσε τα πράγματα.

 

Περαιτέρω, θα συμφωνήσουμε με τους Αιτητές πως ο Νόμος και ο περί Δικηγόρων Νόμος δεν είναι δεκτικοί αλληλοερμηνείας, καθώς δεν μπορούν να θεωρηθούν in pari materia[6] εφόσον δεν εντάσσονται στο ίδιο σύστημα, ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα και δεν υπάρχει ταύτιση ούτε στους τίτλους, ούτε στις επιμέρους διατάξεις. Γενεσιουργός δε του Νόμου είναι η Ενωσιακή Οδηγία καθορίζουσα τους σκοπούς του Νόμου, κάτι που δεν συμβαίνει βέβαια για τον περί Δικηγόρων Νόμο.

 

Προσθέτως παρατηρούμε και τα ακόλουθα:

 

Η κρίση του Εφετείου να θεωρήσει τις λέξεις «διοικητικό πρόστιμο»[7] αδιάφορες νομικά, παραπέμποντας σε τελολογική ερμηνεία του Άρθρου 2 για τον ορισμό «Εποπτική Αρχή», αντιστρατεύεται συνολικά και ευθέως την έννοια του διοικητικού προστίμου, η δε προσέγγιση του παρέμεινε χωρίς τη δέουσα νομολογιακή ενίσχυση.

 

 

 

Το διοικητικό πρόστιμο είναι εγγενώς συναφές με την έννοια της κυριαρχικώς δρώσας διοίκησης και αντανακλά το στοιχείο του διοικητικού καταναγκασμού. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 2η έκδοση, 308 και επ.: «Εφόσον και καθόσον το πρόστιμο δεν έχει ποινικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί διοικητικό μέτρο η ανάθεση του από το Νόμο της επιβολής του σε διοικητική αρχή (και όχι δικαστήριο) δεν προσκρούει καταρχήν στο Σύνταγμα.» Επίσης αναφέρει ότι το διοικητικό πρόστιμο προϋποθέτει πάντοτε ρητή πρόβλεψη Νόμου που ορίζει τις προϋποθέσεις, το ύψος του προστίμου και την αρμόδια αρχή για την επιβολή του. Σαφώς οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν εν προκειμένω.

 

Υπήρξε η εξ αρχής θέση των Αιτητών πως προσβλητέα πράξη ήταν η εκτελεστή διοικητική απόφαση αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, ήτοι η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει του Άρθρου 59 και ιδιαίτερα του 59(6)(α) καθώς και του ερμηνευτικού Άρθρου 2. Από τα ίδια τα Άρθρα προκύπτει ότι ο έλεγχος είναι διοικητικός και επ’ ουδενί πειθαρχικός. Κατ’ απόκλιση των κανόνων ερμηνείας (της γραμματικής κυρίως ερμηνείας) το Εφετείο ερμήνευσε το Άρθρο 2 ως πληροφοριακού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο αποδομείται στην ουσία η έννοια του διοικητικού προστίμου, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.

 

Η ως άνω λανθασμένη ερμηνεία του Εφετείου οδηγεί στην ανάγκη παρέμβασης μας.

 

Η Αίτηση επιτυγχάνει.

 

Συνεπώς παραμερίζουμε την εφετειακή απόφαση, όπως επίσης την πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικυρώθηκε δευτεροβάθμια. Παραμερίζονται ομοίως και οι διαταγές για έξοδα.

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο (στην ίδια Δικαστή) για να εξεταστεί η Προσφυγή.

 

 

 

 

 

 

Τα συνολικά έξοδα, της Αίτησης, της πρωτόδικης μέχρι τώρα διαδικασίας και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών εκ ποσού €7.000-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει).

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

/Σ.Θ.



[1] Άρθρο 2, "Εποπτικές Αρχές" σημαίνει τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 59.

[2] Άρθρο 59(1)(ε), Εποπτικές Αρχές, των υπόχρεων οντοτήτων είναι-

 (ε) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες

 (i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια που δίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου∙

 (ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρείες δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

 Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες εμπιστευμάτων και υπηρεσιών προς τρίτα μέρη που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο·

 

[3] Οδηγία (ΕΕ)2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20.5.15 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

[4] Το Άρθρο 1 της Οδηγίας καθορίζει πως «Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

[5] Βλ. για τον όρο γραμματική ερμηνεία τη Farooq v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.165/18, 7.9.20, ECLI:CY:AD:2020:B297.

[6] Δόγμα in pari materia, βλ. το Σύγγραμμα: Bennion, Bailey and Norbury on Statutory Interpretation (8th Ed.), όπου αναφέρονται:

«Two or more Acts may be described as in pari materia (from the Latin pars or paris meaning equal) if:

(a)they have been given a collective title;

(b)they are required to be construed as one;

(c)they have identical short titles (apart from the year); or

(d)they otherwise deal with the same subject matter on similar lines […]

Acts that are in pari materia are sometimes described as forming a single code on a particular matter in the sense that they deal with the same or a similar subject matter and are to be construed as one. They are to be taken together as forming one system, and as interpreting and enforcing each other”.

 

[7] Συγκεκριμένα το Εφετείο αναφέρει τα εξής: «Το επιχείρημα της Εφεσείουσας ότι στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου η φράση «"Εποπτικές Αρχές" σημαίνει τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 59» συνεπάγεται και ότι όλες εξ αυτών είναι διοικητικές αρχές που λαμβάνουν εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ένας ορισμός συνιστά πληροφοριακή διάταξη και όχι κανόνα δικαίου (βλ. G. C. Thornto "LEGISLATIVE DRAFTING Fourth edition, p. 150 Rule 2), εξ ου και από μόνος του δεν επηρεάζει δικαιώματα (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.10) (2017) 3 Α.Α.Δ.513). Μεγαλύτερη σημασία, φρονούμε, έχει η διατύπωση αυτού καθ' αυτού του Άρθρου 59(1) του Νόμου, κατά την οποία (με δική μας υπογράμμιση) «Εποπτικές Αρχές των υπόχρεων οντοτήτων είναι» (μεταξύ άλλων) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες (μεταξύ άλλων) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων (όπως, εν προκειμένω, είναι η Εφεσείουσα). Ο καθορισμός του Εφεσίβλητου ως Εποπτική Αρχή για σκοπούς του Νόμου, επομένως, δεν προεξοφλεί και ότι ενεργεί στο πεδίο του δημοσίου-διοικητικού δικαίου, ένεκα της φύσεως του, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω στις αποφάσεις που παρατέθηκαν.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο