A.B. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 230/19, 29/5/2025
print
Τίτλος:
A.B. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 230/19, 29/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 230/19)

29 Μαΐου, 2025

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

A.B.,

Εφεσείουσα,

   ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

______________________

 

Χρ. Χριστάκη και Ε. Μπριάνα (κα) για Προύντζος & Προύντζος ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Βασιλείου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

______________________

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα διορίστηκε, επί δοκιμασία, στη μόνιμη θέση καθηγητή Φιλολογικών, Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από την 1.09.2016, για δύο έτη, στο Γυμνάσιο [   ].

 

          Στις 21.8.2017 ο εν λόγω διορισμός τερματίστηκε με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή).

 

          Η εφεσείουσα προσέβαλε την εν λόγω απόφαση με προσφυγή η οποία απορρίφθηκε, εξ ου και η παρούσα έφεση.

 

Παραθέτουμε τα γεγονότα, ως αναντίλεκτα προβάλλουν από τα δικόγραφα και το φάκελο της υπόθεσης. Αναφορά στα εν λόγω γεγονότα γίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση.

 

 

Στις 18.10.2016 ο επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης, Φιλολογικών – Θεατρολογίας (στο εξής «ο επιθεωρητής»), επιθεώρησε το μάθημα της Αρχαιογνωσίας που παρέδωσε η εφεσείουσα.  Διαπίστωσε ότι η τελευταία παρουσίαζε διάφορες αδυναμίες στην οργάνωση και στην πορεία της διδασκαλίας και στη διαχείριση του διδακτικού χρόνου. Χωρίς καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση του μαθήματος, συζήτησε τις διαπιστώσεις του μαζί της, στην παρουσία του διευθυντή του σχολείου.  Δεν αρκέστηκε στην προφορική συζήτηση. 

 

Στις 15.11.2016 της απέστειλε επιστολή, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις παρατηρήσεις και εισηγήσεις του που θα έδιδαν τα εφόδια στην εφεσείουσα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του λειτουργήματός της. 

 

Στις 31.01.2017 κλιμάκιο αποτελούμενο από τρεις επιθεωρητές μέσης εκπαίδευσης, επιθεώρησαν το μάθημα ιστορίας που παρέδωσε η εφεσείουσα. Το κλιμάκιο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε συνοχή στο μάθημα, η μέθοδος που ακολούθησε ήταν δασκαλοκεντρική και δεν ενέπλεξε τους μαθητές στη μαθησιακή διαδικασία, δεν διαχειρίσθηκε ορθά το χρόνο και ενώ υπήρχε απειθαρχία κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, η ίδια δεν προσπάθησε να επαναφέρει την τάξη. Μετά την ολοκλήρωση του μαθήματος οι τρεις επιθεωρητές συζήτησαν με την εφεσείουσα, τα όσα είχαν παρατηρήσει, στην παρουσία του διευθυντή του σχολείου. Κατά τη συνομιλία διαπιστώθηκε ότι ενώ η διεύθυνση του σχολείου είχε ετοιμάσει πρόγραμμα στήριξης της εφεσείουσας, η τελευταία δεν το τήρησε.

 

Το πρόγραμμα στήριξης είχε καταρτισθεί από βοηθό διευθύντρια, συντονίστρια των φιλολογικών μαθημάτων, μετά από οδηγίες του διευθυντή του σχολείου. Η στήριξη είχε προγραμματιστεί να παρέχεται σε καθημερινή βάση από τη διεύθυνση του σχολείου και ομάδα φιλολόγων σε συνεργασία με τον οικείο επιθεωρητή. Συνίστατο στην παρακολούθηση μαθημάτων άλλων φιλολόγων, με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, στην παραχώρηση εκπαιδευτικού υλικού και παροχή καθοδήγησης για βελτίωση των διδακτικών προσεγγίσεων που ακολουθούσε. Η βοηθός διευθύντρια συνεβούλευε επί καθημερινής βάσεως την εφεσείουσα και σε πολλές περιπτώσεις μετέβη σε τμήματα, όπου η τελευταία δίδασκε, για να επιβάλει την τάξη. Στην έκθεση που ετοίμασε, ημερομηνίας 2.02.2017, καταγράφονται με λεπτομέρεια οι προσπάθειες στήριξης που έγιναν από την ιδία και τους συναδέλφους της και τα όσα επικαλείτο η ίδια η εφεσείουσα για να δικαιολογήσει τις αδυναμίες της, λόγω των οποίων το πρόγραμμα στήριξης απέτυχε.

 

Παρομοίου περιεχομένου με την πιο πάνω έκθεση είναι και η επιστολή του διευθυντή του σχολείου προς το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, ημερομηνίας 1.02.2017. Παραθέτουμε αυτούσια τα αποσπάσματα  που αφορούν τη συμπεριφορά της εφεσείουσας:

 

«Από την αρχή της χρονιάς γίνομαι δέκτης παραπόνων, τόσο από γονείς όσο και από τους ίδιους τους μαθητές, για την καθηγήτρια. Κοινή συνισταμένη των παραπόνων τους είναι ότι στην τάξη επικρατεί απειθαρχία, δεν γίνεται μάθημα, μόνο ανάγνωση από το βιβλίο και κάποιες ερωτήσεις στον πίνακα, χωρίς να παραδώσει και να εξηγήσει την ύλη στην τάξη. Κάλεσα τα μαθητικά συμβούλια των τμημάτων στα οποία διδάσκει και μου επιβεβαίωσαν όλα αυτά, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια συνεχώς κάθεται στην έδρα, επιτρέπει τη χρήση κινητού στην τάξη και συχνά επικαλείτο λόγους υγείας για να μην παραδώσει μάθημα. Σε σχετική μου παρατήρηση προς την ίδια, απάντησε ότι όλα είναι ψέματα και αρνείται τις κατηγορίες αυτές. Για τις περαιτέρω ενέργειές μου σας έχω ενημερώσει σε επιστολή μου ημερομηνίας 21/10/2016. Σύμφωνα με τις οδηγίες του οικείου επιθεωρητή καταρτίστηκε πρόγραμμα στήριξης από την Β.Δ. συντονίστρια φιλολογικών μαθημάτων.

 

Αναφορικά με τα εξωδιδακτικά της καθήκοντα οφείλω να αναφέρω ότι η πρωινή της προέλευση στο σχολείο είναι έγκαιρη κα είναι τυπική στις εφημερεύσεις της. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα πειθαρχίας στην τάξη με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία των μαθημάτων στις διπλανές τάξεις. Σε πολλές περιπτώσεις, τόσο εγώ όσο και εφημερεύοντες Βοηθοί Διευθυντές, αναγκαζόμαστε να μπούμε στην τάξη για να επιβάλουμε πειθαρχία. Η ίδια στις πλείστες περιπτώσεις καθόταν στην έδρα. Ούτε στην παρουσία μου δε σηκώθηκε να επιβάλει την τάξη. Σε δική μου παρατήρηση, αλλά και ενώπιον του κλιμακίου, απάντησε ότι το πρόβλημα το έχουν οι μαθητές οι οποίοι είναι άτακτοι και όφειλαν να ξέρουν να πειθαρχούν από το Δημοτικό.»

 

Παράλληλα, την 01.02.2017 ο επιθεωρητής υπέβαλε την προνοούμενη από τον Νόμο «ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΜΕ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ».  Πρόκειται για εκθέσεις που υποβάλλονται κάθε έξι μήνες, για κάθε εκπαιδευτικό λειτουργό που υπηρετεί επί δοκιμασία κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του (Άρθρο 30(1) και Άρθρο 36(2) του  περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν.10/1969), στο εξής «ο Νόμος»)).  Συντάσσονται δε συνοπτικώς επί εντύπων (Τύπος Α) με βάση τον Κανονισμό 15 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών, ΚΔΠ 223/76.  Ο επιθεωρητής υπέβαλε πανομοιότυπη έκθεση σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά που ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης είχε υποβάλει, όπως θα δούμε, προς την Επιτροπή εισήγηση για άμεσο τερματισμό του διορισμού της εφεσείουσας (12.4.2017).  Πρόκειται για έκθεση ημερομηνίας 03.07.2017, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν αναφέρεται, όπως περιγραφικά έστω αναφέρεται η πρώτη έκθεση, στα πρακτικά της επίδικης απόφασης.  Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για δύο εκθέσεις με πανομοιότυπο περιεχόμενο. 

Στις εκθέσεις εκείνες ο επιθεωρητής κατέγραψε ότι η εφεσείουσα επιτέλεσε το έργο της κατά τρόπο μη ικανοποιητικό και επανέλαβε την ουσία του πράγματος, με συνοπτικό τρόπο τα όσα είχε ήδη συζητήσει με την εφεσείουσα κατά την επιθεώρηση του μαθήματος και της είχε διαβιβάσει και γραπτώς με την επιστολή του, ημερομηνίας 15.11.2016. Παραθέτουμε τα όσα καταγράφονται στην έκθεση αυτούσια:

 

«Παρατηρήσεις: Η καθηγήτρια χρειάζεται να βελτιωθεί ως προς την οργάνωση και πορεία της διδασκαλίας, στην ορθή διαχείριση του διδακτικού χρόνου αλλά και στο να ακολουθεί τα όσα αναγράφονται στα Ν.Α.Π. των φιλολογικών μαθημάτων.»

 

Κατά την ίδια περίοδο είχε εμπλακεί δυναμικά και ο Σύνδεσμος Γονέων και Κηδεμόνων, του Γυμνασίου [   ] (στο εξής «Σύνδεσμος»).  Με επιστολή του, ημερομηνίας 7.02.2017, προς τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, ζήτησε την απομάκρυνση της εφεσείουσας επικαλούμενος την αδυναμία της να διδάξει και τις αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που φανέρωναν, κατά την άποψή του, άτομο με «διαταραγμένη προσωπικότητα και σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα». Ακολούθησε δεύτερη επιστολή ιδίου περιεχομένου, ημερομηνίας 24.03.2017.

Το αρμόδιο Υπουργείο ανέθεσε σε κλιμάκιο επιθεωρητών, αποτελούμενο από τρία πρόσωπα να επισκεφθεί το σχολείο και να διερευνήσει τις καταγγελίες του πιο πάνω Συνδέσμου. Το κλιμάκιο ενημέρωσε σχετικά το διευθυντή του σχολείου και ο τελευταίος την εφεσείουσα. Η εφεσείουσα όταν ενημερώθηκε για την επικείμενη επίσκεψη, δήλωσε στο διευθυντή ότι δεν θα πήγαινε στο σχολείο τη συγκεκριμένη ημέρα και όντως παρέλειψε να πάει.

 

Το κλιμάκιο, κατά την επίσκεψη του στο σχολείο συναντήθηκε με μέλη του Συνδέσμου και με μαθητές τμημάτων στα οποία δίδασκε η εφεσείουσα. Οι καταθέσεις των πιο πάνω προσώπων συνέκλιναν στα πιο κάτω:

   

«1. Η εκπαιδευτικός μπαίνει αργοπορημένη στην τάξη.

2.  Κατά τη διάρκεια της διδακτικής περιόδου η εκπαιδευτικός κάθεται στην έδρα και δεν έχει τη δυνατότητα να χειριστεί την τάξη. Δεν γίνεται μάθημα.

3.  Ζητά από τα παιδιά να της φέρουν από την καντίνα φρουτάκια ή γλειφιτζούρι.

4.  Τα παιδιά παίζουν με τα κινητά τους, με σβηστήρια και με μπουκάλες.»

 

Το κλιμάκιο επισκέφθηκε εκ νέου το σχολείο, την 21.03.2017, χωρίς να προηγηθεί προειδοποίηση, προφανώς για να διασφαλίσει ότι θα είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με την εφεσείουσα και να θέσει υπόψη της το περιεχόμενο της επιστολής του Συνδέσμου. Συναντήθηκε με την εφεσείουσα στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου και έθεσε υπόψη της το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής. Κατά την ανάγνωση των πρώτων γραμμών της επιστολής, η εφεσείουσα αντέδρασε έντονα και φωνασκώντας εξήλθε του χώρου. Προχώρησε προς την εσωτερική αυλή του σχολείου και συνέχισε να φωνασκεί και να κτυπά αντικείμενα προκαλώντας αναστάτωση στους καθηγητές και στους μαθητές που βρισκόντουσαν σε παρακείμενες αίθουσες. Ο διευθυντής του σχολείου την έπεισε να επιστρέψει στο γραφείο του, αυτή όμως συνέχισε να φωνασκεί κατά την ανάγνωση της επιστολής και μπαινόβγαινε στο γραφείο του. Σε απάντηση των καταγγελιών του Συνδέσμου, αυτή ισχυρίσθηκε ότι την «αζουλεύκουν επειδή έχει φωτογραφίσει διασημότητες και τη Μαντόνα», ότι δεν την «γουστάρουν» αλλά την «βλέπουν εχθρικά» και ότι την «ζηλεύουν παρόλο που είχε σχέση με [   ] ποδοσφαιριστή». Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ήταν οι μαθητές που «δεν καθόντουσαν ήσυχοι» και ήταν αυτοί που «δεν την άφηναν να κάνει μάθημα». 

 

Το κλιμάκιο κατέγραψε τα όσα διαδραματίσθηκαν κατά τις δύο επισκέψεις του σε Σημείωμα, ημερομηνίας 3.04.2017, το οποίο διαβίβασε στο Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης.

 

Τότε πλέον, όταν όλες οι άλλες προσεγγίσεις και προσπάθειες φανερά απέτυχαν, ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης με επιστολή του, ημερομηνίας 12.04.2017, ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η διδακτική επάρκεια της εφεσείουσας παρουσίαζε σοβαρές αδυναμίες, ενώ το ήθος της δεν συνήδε με αυτό που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει μια δημόσιο υπάλληλο. Επρόκειτο για άτομο με «ασταθή χαρακτήρα». Προς επίρρωση της θέσης του, επισύναψε αναρτήσεις στις οποίες αυτή είχε προβεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που φανέρωναν άτομο μη συγκροτημένο. Εισηγήθηκε τον άμεσο τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της.

 

Η Επιτροπή εξέτασε την πιο πάνω εισήγηση  και αποφάσισε όπως ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Άρθρου 30(1) και (2) του Νόμου, οι οποίες παρέχουν στην Επιτροπή την ευχέρεια όπως τερματίσει καθ’  οιονδήποτε χρόνο τον επί δοκιμασία διορισμό εκπαιδευτικού λειτουργού, υπό ορισμένες προϋποθέσεις ως ακολούθως:

«Άρθρο 30

(1) Μόvιμoς διoρισμός γίvεται επί δoκιμασία διά διετή χρovικήv περίoδov:

[…]

(2) Ο διoρισμός εκπαιδευτικoύ λειτoυργoύ υπηρετoύvτoς επί δoκιμασία δύvαται vα τερματισθή καθ' oιovδήπoτε χρόvov διαρκoύσης της χρovικής περιόδoυ δoκιμασίας, αλλά, πριv ή γίvη o τoιoύτoς τερματισμός, δέov vα δoθή εις τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv ειδoπoίησις της πρoς τερματισμόv πρoθέσεως περιέχoυσα τoυς λόγoυς και καλoύσα τoύτov όπως πρoβή εις oιασδήπoτε παραστάσεις, τας oπoίας θα επεθύμει vα υπoβάλη εvαvτίov τoυ τoιoύτoυ τερματισμoύ. Επί τη λήψει και εξετάσει oιωvδήπoτε παραστάσεωv η Επιτρoπή δύvαται είτε vα τερματίση τov διoρισμόv είτε vα παρατείvη τηv χρovικήv περίoδov δoκιμασίας διά τoσαύτηv χρovικήv περίoδov, μη υπερβαίvoυσαv τα δύo έτη, όσηv η Επιτρoπή εις εκάστηv περίπτωσιv ήθελε θεωρήσει κατάλληλov. Αι διατάξεις τoυ παρόvτoς εδαφίoυ εφαρμόζovται επί πάσης παραταθείσης περιόδoυ δoκιμασίας.»

 

Κατ’  εφαρμογήν των πιο πάνω προνοιών, και με ρητή αναφορά σε αυτές, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή προς την εφεσείουσα ημερομηνίας 11.07.2017, με την οποία της κοινοποιούσε την πρόθεση της όπως προβεί σε τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της.  Δόθηκε για άλλη μια φορά με την επιστολή εκείνη πλήρης εξήγηση για τα όσα αποδίδονταν στην εφεσείουσα ως ακολούθως:

 

«2. Σύμφωνα με την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 12.4.2017 προς την Επιτροπή, η διδακτική σας επάρκεια παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες και η συμπεριφορά σας δεν συνάδει με το ήθος, το οποίο θα πρέπει να χαρακτηρίζει μια δημόσιο υπάλληλο.

3. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της Συντονίστριας Φιλολογικών Μαθημάτων του σχολείου σας και του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας στην οποία υπηρετείτε, αναφορικά με τη συνολική συμπεριφορά σας φαίνεται να παρουσιάζετε σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση της τάξης και στην άσκηση των διδακτικών σας καθηκόντων.  Επιπλέον, σύμφωνα με έκθεση του οικείου Επιθεωρητή και του κλιμάκιου Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης, το οποίο σας επισκέφτηκε στην τάξη, υστερείτε σοβαρά σε σχέση με την εφαρμογή του αναλυτικού προγράμματος της ειδικότητας σας, σε σχέση με την οργάνωση και την διοίκηση της τάξης και σε σχέση με την άσκηση των διδακτικών σας καθηκόντων.  Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του κλιμακίου Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης, το οποίο διερεύνησε σχετικές καταγγελίες του Συνδέσμου Γονέων και Κηδεμόνων του γυμνασίου στο οποίο υπηρετούσατε, παρουσιάζετε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και μη αρμόζουσα με στοιχεία που προκαλούν ανησυχίες για την ικανότητα σας να επιτελείτε τον εκπαιδευτικό ρόλο που σας έχει ανατεθεί.»

 

Με την εν λόγω επιστολή κλήθηκε η εφεσείουσα όπως προσέλθει ενώπιον της Επιτροπής την 31.07.2017, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10:00 πμ, ώστε να ακουστεί σχετικά ή, σε περίπτωση αδυναμίας της να προσέλθει, της δόθηκε η ευκαιρία όπως εκθέσει γραπτώς τις παραστάσεις της.  Παράλληλα πληροφορήθηκε ότι θα μπορούσε να επιθεωρήσει τους φακέλους της που τηρούνται στο Γραφείο της Επιτροπής μέχρι 28.07.2017.

 

Η εφεσείουσα εμφανίσθηκε ενώπιον της Επιτροπής, την 1.08.2017, εκπροσωπούμενη από δικηγόρο και παρουσίασε τις θέσεις της.

 

Η  Επιτροπή κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 21.08.2017, αποφάσισε τον τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της εφεσείουσας. Στο πρακτικό της συνεδρίας γίνεται εκτενής αναφορά σε όλα τα γεγονότα που παραθέσαμε πιο πάνω, τα οποία η Επιτροπή έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης. Εξέτασε επίσης τους ισχυρισμούς που η εφεσείουσα και ο δικηγόρος της προέβαλαν ενώπιον της, τους οποίους όμως απόρριψε για τους λόγους που καταγράφει στο πρακτικό της.  Στην παράθεση των γεγονότων, στο εν λόγω πρακτικό, η Επιτροπή αναφέρει και τα εξής για τις ενέργειες του επιθεωρητή:

 

«Στην Έκθεση (Τύπος Α) για την περίοδο 1.2.2017-30.6.2017 σημείωσε και πάλι ότι η A.B. ότι επιτέλεσε το έργο της κατά τρόπο μη ικανοποιητικό.»

 

Το κύριο παράπονό της εφεσείουσας με την προσφυγή ήταν ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να σχολιάσει και να αμφισβητήσει τις δυσμενείς αξιολογήσεις επί των οποίων βασίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 36(4) του Νόμου και του Κανονισμού 18 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρηση και Αξιολόγηση) Κανονισμών του 1976, ΚΔΠ 223/1976, ως έχει τροποποιηθεί από την ΚΔΠ 73/2011. Προέβαλε επίσης τη θέση ότι η επιθεώρηση από κλιμάκιο επιθεωρητών ήταν παράνομη και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Αποφάνθηκε ότι οι εισηγήσεις της εφεσείουσας δεν είχαν έρεισμα και δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών του πιο πάνω Νόμου και των Κανονισμών. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι στο Νόμο και στους Κανονισμούς, δεν προβλέπεται δικαίωμα ακρόασης εκπαιδευτικού επί δοκιμασία, πριν από τη σύνταξη οποιασδήποτε έκθεσης αξιολόγησης.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση με πέντε λόγους έφεσης, λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5, και 6. Οι λόγοι έφεσης 4, 7 και 8 αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν κατά την ακρόαση. Ο πρώτος λόγος  αφορά την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος της εφεσείουσας να ακουστεί από τον επιθεωρητή που συνέταξε τις εξαμηνιαίες εκθέσεις της.  Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις της σε σχέση με τις δυσμενείς αξιολογήσεις, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης. Όπως αναφέρεται στην αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της:

 

«… Δεν δόθηκε ποτέ στην Αιτήτρια η ευκαιρία να σχολιάσει είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων της τα όσα της αποδόθηκαν και δεν της δόθηκε ποτέ το ουσιαστικό δικαίωμα αμφισβήτησης των δυσμενών αξιολογήσεων ιδιαίτερα όταν αυτές επρόκειτο να στηρίξουν απόφαση για απόλυση της και/ή τερματισμό του επί δοκιμασία διορισμού της. […] ουδέποτε πριν τη σύνταξη των δύο αξιολογήσεων [ο επιθεωρητής] εφάρμοσε το άρθρο 36 παρ. 4 και/ή τον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 73/2011».

 

Ο δεύτερος λόγος αφορά την κατ΄ ισχυρισμό παράνομη επιθεώρηση της εφεσείουσας, από κλιμάκιο επιθεωρητών, τη 30.01.2017. Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλει τη θέση ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε,  κατά την επίσκεψη του κλιμακίου στο σχολείο τη 21.03.2017, παραβίασε το δικαίωμα της να πληροφορηθεί το περιεχόμενο των καταγγελιών και να προβάλει τις θέσεις της. Ο λόγος έφεσης 5 αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη των εφεσιβλήτων να προβούν στη δέουσα έρευνα και ο τελευταίος λόγος την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 

Η επίδικη απόφαση ρητά στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 30(2). Οι πρόνοιες αυτές αφορούν τις περιπτώσεις μιας τόσο προβληματικής εξέλιξης στη δοκιμασία του εκπαιδευτικού, ώστε να καθίσταται φανερή ή και επείγουσα η ανάγκη του τερματισμού του διορισμού του, προτού παρέλθει η προβλεπόμενη κανονικά διάρκεια δοκιμασίας των δύο ετών. 

 

Ενώ οι πρόνοιες του Άρθρου 36(2) αφορούν την εξέλιξη εκείνη στη δοκιμαστική περίοδο του εκπαιδευτικού που επιτρέπει την σταδιακή παρακολούθηση του μέχρι τη συμπλήρωση της περιόδου αυτής και τη συμπλήρωση εξαμηνιαίων υπηρεσιακών εκθέσεων. Πρόκειται για τα τυποποιημένα έντυπα (Τύπος Α) στα οποία έχουμε αναφερθεί.  Ένα μήνα πριν τη συμπλήρωση της περιόδου δοκιμασίας υποβάλλεται η τελική έκθεση η οποία περιλαμβάνει οριστική σύσταση για το αν ο διορισμός θα πρέπει να επικυρωθεί, ή αν η χρονική περίοδος δοκιμασίας πρέπει να παραταθεί, ή αν ο διορισμός, τότε πλέον, πρέπει να τερματιστεί.  Το γεγονός ότι οι εκθέσεις αυτές περιορίζονται για τις ανάγκες της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας τους φανερώνεται και από την πρόνοια του Κανονισμού 15 των Κανονισμών, σύμφωνα με τις οποίες οι εκθέσεις αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη σε μεταγενέστερες της επικύρωσης του διορισμού αξιολογήσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι επρόκειτο για περίπτωση τερματισμού επί δοκιμασίας διορισμού με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 30(2)

 

Στη συνέχεια, όμως, ενδεχομένως λόγω της περιγραφικής και μόνο αναφοράς στα πρακτικά της επίδικης απόφασης της πρώτης υπηρεσιακής έκθεσης, που προβλέπεται ως άνω από το Άρθρο 36, το δικαστήριο προχώρησε, σε εξέταση των προνοιών του Άρθρου 36.  Κατέληξε δε σε ερμηνεία ότι το Άρθρο αυτό δεν επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση εκπαιδευτικού πριν να συνταχθεί δυσμενής υπηρεσιακή έκθεση, εάν αυτός υπηρετεί επί δοκιμασία.  Τούτο παρά το ότι ρητά και γενικά προβλέπεται στο εδάφιο (4) του εν λόγω Άρθρου ότι:

 

«(4) Δεν συντάσσεται δυσμενής υπηρεσιακή έκθεση για εκπαιδευτικό λειτουργό, πριν δοθεί σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.»

 

«Εκπαιδευτικός Λειτουργός» σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου σημαίνει «τον κατέχοντα θέσιν εν τη δημοσία εκπαιδευτική υπηρεσία».

 

Εν όψει των ανωτέρω δεν μας βρίσκει σύμφωνους η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. 

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε, για τους λόγους που πιο κάτω θα εξηγήσουμε, ότι το ζήτημα αυτό έχει σημασία για τις νομικές ανάγκες και τις πραγματικότητες της υπόθεσης.  Τονίζουμε ότι ο περιορισμός στις πραγματικές ανάγκες της υπόθεσης έχει μεγάλη σημασία ώστε τα δικαστήρια να παραμένουν επικεντρωμένα στα όσα πράγματι θα πρέπει να αποφασίσουν.  Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της ακαδημαϊκής ενασχόλησης. 

 

Εν προκειμένω, από την πρώτη στιγμή ο επιθεωρητής και στη συνέχεια το κλιμάκιο επιθεωρητών και ο διευθυντής είχαν ανοίξει διάλογο με την εφεσείουσα θέτοντας της τα προβλήματα που παρουσίαζε. Τα όσα αναφέρονταν σε μια τυπική έκθεση δεν ήταν παρά μια πολύ περιορισμένη και συνοπτική περιγραφή των όσων εκτεταμένα και με επιμονή είχαν θέσει υπόψη της, δίδοντας της κάθε ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις της, αλλά και προσπαθώντας να συνδράμουν στο έργο της.  Η ίδια όμως επέλεγε πάντοτε αρνητική και αντιδραστική στάση και συμπεριφορά. 

 

Ως εκ των άνω, ακόμα και αν δεχθούμε ότι για το ζήτημα λήφθηκε υπόψη και η υπηρεσιακή έκθεση, είχε δοθεί κάθε ευκαιρία στην εφεσείουσα να ακουστεί από την αρχή μέχρι το τέλος.  Το ότι ήταν εξαρχής ενήμερη και είχε κάθε δικαίωμα να ακουστεί αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, μήνες προηγουμένως, στις 16 και 17.11.2016 είχε ζητήσει την εξαίρεση του συγκεκριμένου επιθεωρητή, ο οποίος υπογράφει την υπηρεσιακή έκθεση, από το καθήκον της επιθεώρησης της.

 

 Η εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουσθεί και να παρουσιάσει τις θέσεις της σε σχέση με την έκθεση, ή άλλως πως, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης.

  Έστω και αν δεχθούμε τη θέση της ότι δεν ενημερώθηκε εκ των προτέρων για τη δυσμενή αξιολόγηση «μη ικανοποιητικά» στις υπηρεσιακές εκθέσεις, κατά παράβαση του Άρθρου 36(4) του Νόμου, τούτο δεν ήταν παρά μια παρανυχίδα στην όλη υπόθεση της οποίας είχε πλήρη επίγνωση και κάθε ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις της.

 

Πάγια είναι η νομολογία ότι δεν είναι κάθε παρατυπία σε ενδιάμεση ή προπαρασκευαστική διοικητική απόφαση, που λήφθηκε υπόψη στην επίδικη, που οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης στην προσφυγή πράξης. Εάν υπάρχει επάλληλη ουσιώδης αιτιολογία στην οποία βασίστηκε το διοικητικό όργανο για να εκδώσει την απόφασή του και δεν αποτέλεσε την μόνη ή/και την ουσιώδη αιτιολογία της τελικής απόφασης, η επίδικη αυτή πράξη διασώζεται (βλ. Άρθρα 31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99), Ges (Global Environmental Solutions Ltd) v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/14, ημερ. 7.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:C237 και Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 189). Εν προκειμένω υπήρξε εκτενής περιγραφή όλων των γεγονότων που περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φακέλους με τα συνημμένα έγγραφα στις εκθέσεις και επιστολές, τα οποία λήφθηκαν υπόψη και τα οποία προκύπτει πως αποτελούν την κύρια αιτιολογία της έκδοσης της απόφασης.

 

Άνευ ερείσματος είναι και η θέση ότι το κλιμάκιο επιθεωρητών, που επιθεώρησε το μάθημά της, την 31.01.2017, ενήργησε παράνομα, λόγος έφεσης 2.  Οι επιθεωρήσεις γίνονται από τον οικείο επιθεωρητή ή από κλιμάκιο επιθεωρητών, όπου κρίνεται σκόπιμο. Στους Κανονισμούς περιλαμβάνεται ειδική πρόνοια ότι οι  εκπαιδευτικοί λειτουργοί, που υπηρετούν επί δοκιμασία,  επιθεωρούνται σε συχνά χρονικά διαστήματα, όχι για σκοπούς αστυνόμευσης, ως άφησε να εννοηθεί η εφεσείουσα αλλά, «… δια να παρέχεται εις αυτούς πάσα δυνατή βοήθεια και διευκολύνσεις προς προσαρμογήν αυτών εις τα διδακτικά καθήκοντα και τας λοιπάς υποχρεώσεις της θέσεως των», Κανονισμός 7(2).

 

Σε σχέση με το λόγο έφεσης 3 που αφορά την επίσκεψη του κλιμακίου την 21.03.2017 έχουμε ήδη παραθέσει με λεπτομέρεια τα γεγονότα που αφορούσαν την επίσκεψη και δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε. Τονίζουμε ότι η εφεσείουσα είχε ενημερωθεί από το διευθυντή του σχολείου για την επικείμενη επίσκεψη του κλιμακίου, σε συγκεκριμένη ημερομηνία και αυτή επέλεξε όπως  απουσιάσει από το σχολείο, την ημέρα εκείνη. Κατά τη δεύτερη επίσκεψη το κλιμάκιο επιθεωρητών ενημέρωσε την εφεσείουσα για όλα τα παράπονα που είχαν υποβληθεί εναντίον της,  διαβάστηκε η επιστολή, τη 21.03.2017, του Συνδέσμου Γονέων και Κηδεμόνων, αυτούσια και της δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις της.

 

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 5 αφορά την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη των εφεσιβλήτων να προβούν στη δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφαση τους. Η πιο πάνω θέση δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, ως τα έχουμε εκθέσει λεπτομερώς ανωτέρω. Η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη και σε αυτή καταγράφονται όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα αυτούσιο:

 

«Περαιτέρω, η A.B. και ο δικηγόρος της, στην ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής την 1.8.2017, ανέφεραν ότι δεν ενημερώθηκε γραπτώς από το Κλιμάκιο που την αξιολόγησε ούτε από τον Επιθεωρητή για την πρόοδό της το δεύτερο εξάμηνο, αλλά ούτε και τηρήθηκε το πρόγραμμα στήριξης με σαφή χρονοδιαγράμματα και αυστηρή παρακολούθηση τήρησής τους. Ωστόσο, όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, η A.B. από το πρώτο εξάμηνο του επί δοκιμασία διορισμού της, ενημερώθηκε γραπτώς για την ανεπάρκειά της και της δόθηκαν οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για βελτίωση της απόδοσής της, από τον οικείο Επιθεωρητή της. Επιπλέον, υπήρχε συνεχή καθημερινή προσπάθεια της συντονίστριας Φιλολογικών, του Διευθυντή του σχολείου και της ομάδας φιλολόγων σε συνεργασία με τον οικείο Επιθεωρητή να προσφέρουν βοήθεια και στήριξη στην A.B. αλλά δεν υπήρξε η ανάλογη ανταπόκριση από τη εν λόγω καθηγήτρια, η οποία δεν εφάρμοσε πλήρως το πρόγραμμα επισκέψεων όπως είχε σχεδιαστεί. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από το σημείωμα του Κλιμακίου ημερομηνίας 3.4.2017, όταν η A.B. κλήθηκε από το Κλιμάκιο για να συζητήσουν τις καταγγελίες του Συνδέσμου Γονέων εναντίον της, δεν επίδειξε την αρμόζουσα συμπεριφορά αντικρούοντας τις καταγγελίες και ρίχνοντας κυρίως την ευθύνη στους μαθητές. Εξάλλου, από μελέτη των φακέλων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προκύπτει ότι η A.B. ήταν ενήμερη για την ανεπάρκειά της σε σχέση με τη διοίκηση της τάξης και την άσκηση των διδακτικών της καθηκόντων από τα προηγούμενα χρόνια που ήταν διορισμένη ως αντικαταστάτρια σε Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, αφού από τότε παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα και ως εκ τούτου, κατά τη σχολική χρονιά 2015-2016 της είχε επίσης προσφερθεί πρόγραμμα στήριξης και επιπλέον της είχαν σταλεί προσωπικές επιστολές με σχετικές υποδείξεις.

 

Η Επιτροπή, αφού μελέτησε όλα τα πιο πάνω, καθώς και τις παραστάσεις που υπέβαλε η A.B. και ο δικηγόρος της την 1.9.2017, σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να τερματίσει τον μόνιμο επί δοκιμασία διορισμό της εκπαιδευτικού, αποφάσισε ότι ο διορισμός της A.B. πρέπει να τερματιστεί, αφού παρόλη τη συντονισμένη προσπάθεια που καταβλήθηκε για στήριξη, καθοδήγηση και ενδυνάμωσή της, αυτή δεν ανταποκρίθηκε και δεν συνεργάστηκε επαρκώς, αποστερώντας από τον εαυτό της την προοπτική θετικής εξέλιξης και βελτίωσης του διδακτικού της έργου κάτι το οποίο η Επιτροπή θα λάμβανε σοβαρά υπόψη για να αποφασίσει παράταση του επί δοκιμασία διορισμού της.»

 

Πέραν τούτου, ο τερματισμός της υπηρεσίας της, ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας. Καταγράφουμε με λεπτομέρεια τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ανωτέρω και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να την επαναλάβουμε.

 

Ο λόγος έφεσης 6 αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η εφεσείουσα στην προσφυγή της πρόβαλε τη θέση ότι «η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει γιατί παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας», παρέλειψε όμως να συμπεριλάβει οποιαδήποτε γεγονότα προς στοιχειοθέτηση της εισήγησής της. Στην αγόρευσή της προβάλλει τη θέση ότι η διοίκηση, αντί να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό, θα έπρεπε να είχε επιλέξει, «… τη νόμιμη λύση μιας εξάμηνης και ή τρίμηνης παράτασης».

 

Η εφεσείουσα με την προσφυγή δεν έθεσε ζήτημα «εξάμηνης και ή τρίμηνης παράτασης». Απουσιάζει από τα γεγονότα που επικαλέστηκε στην προσφυγή της οποιαδήποτε αναφορά στο πιο πάνω θέμα. Το γεγονός ότι επέλεξε να το συμπεριλάβει στην αγόρευσή της, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης (2002) 3 Α.Α.Δ. 601, Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56 και Μαραγκός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671).

 

Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Ο τερματισμός των υπηρεσιών της εφεσείουσας, όπως τονίσαμε, έγινε από την Επιτροπή κατ’ επίκληση των προνοιών των παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 30 του Νόμου, τις οποίες έχουμε παραθέσει.  Στην υπό κρίση υπόθεση τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο.

 

 Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η εφεσείουσα είχε την ευκαιρία, όχι μόνο ενώπιον της Επιτροπής, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούσαν την αξιολόγηση της, να προβεί σε παραστάσεις και να παρουσιάσει τις θέσεις της. Παρουσίασε τις θέσεις της και σε όλα τα πρόσωπα που αξιολόγησαν την εργασία και τη συμπεριφορά της, των οποίων οι απόψεις λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή. Το κύριο επιχείρημα που πρόβαλλε σε όλες τις περιπτώσεις, το οποίο καταγράφεται στις εκθέσεις αξιολόγησης και περιλαμβάνεται και στη γραπτή αγόρευση που καταχώρισε στα πλαίσια της προσφυγής, ήταν εν ολίγοις, ότι το πρόβλημα εντοπιζόταν στους μαθητές, οι οποίοι δεν διδάχθηκαν κανόνες σωστής συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση στους γονείς τους που δεν τους διαπαιδαγώγησαν ορθά και όχι στην ίδια.

 

    Καταλήγουμε ότι δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασης προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €3.500 υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                                   Τ. Καρακάννα, Δ.

                                                                   Μ. Καλλιγέρου, Δ.

/φκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο