
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/2020)
12 Μαΐου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALLISON FASHION LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ/Η
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Σ. A. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καλλή (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Σάντης, Δ. με το αποτέλεσμα της οποίας συμφωνεί ο
Οικονόμου, Δ., ο οποίος όμως θα δώσει ξεχωριστό κείμενο.
Η Καλλιγέρου, Δ. θα δώσει διιστάμενη απόφαση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την έφεση, οι Εφεσείοντες διαφωνούν με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να δεχθεί προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων στην Προσφυγή 977/16 («η Προσφυγή») - για το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως φερόμενα ιδιωτικού δικαίου, δεν εντάσσεται εντός των παραμέτρων του Άρθρου 146 του Συντάγματος (και άρα εκτός της δικαιοδοσίας Διοικητικού Δικαστηρίου) - και να απορρίψει την Προσφυγή δίχως να εισδύσει στην εκδίκαση της ουσίας της.
Αντικείμενο της Προσφυγής ήταν η ακύρωση από τους Εφεσίβλητους, διαγωνισμού για την αγορά ή ενοικίαση κτηρίου στην Λεμεσό προς στέγαση του Επαρχιακού Γραφείου τού Τμήματος Φορολογίας. Για τον σκοπό αυτό, προκηρύχθηκε διαγωνισμός από το Τμήμα Φορολογίας. Αποτελούσε όρο τού διαγωνισμού, όπως το κτήριο έχει εξασφαλισμένες τις απαραίτητες άδειες για γραφειακή χρήση και βρίσκεται στην Λεμεσό. Θα έπρεπε, προσθέτως, να είναι έτοιμο για παράδοση μέχρι τον Δεκέμβριο 2015.
Υπήρχαν και άλλοι όροι. Αυτοί, παραδεκτώς, καταγράφονται στο Παράρτημα 1 επί της Ένστασης των Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση στην Προσφυγή. Ένας από αυτούς, ήταν και το ότι το κτήριο θα έπρεπε «... να διαθέτει 200 περίπου χώρους στάθμευσης οι οποίοι μπορεί να είναι και σε παρακείμενα τεμάχια σε απόσταση από το κύριο κτίριο όχι μεγαλύτερη των 200 μέτρα και 40 χώρους επισκεπτών ...» (το απόσπασμα είναι αυτούσιο ως και όσα ακολουθούν).
Υποβλήθηκαν «... δύο προσφορές ...». Μεταξύ τους, και εκείνη των Εφεσειόντων. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Προσφορών αποφάσισε - ως εμφαίνεται στο Παράρτημα 4/Ένσταση - ότι η μη συμμόρφωση των Εφεσειόντων σε βασικούς όρους της προσφοράς καθώς και «... η απόμακρη θέση που βρίσκεται το κτίριο σε σχέση με το κέντρο της πόλης και οι δυσκολίες στη διακίνηση προσωπικού και επισκεπτών ...», αλλά και το είδος του κτηρίου «... χωρίς τις απαιτούμενες άδειες γραφειακής χρήσης ...», καθιστούσαν (ανάμεσα σε άλλα) την προσφορά τους «... ως μη δυνάμενη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Τμήματος για αυτό και η εισήγηση είναι αρνητική».
Μετέπειτα, ο Έφορος Φορολογίας έστειλε επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων, ως Προέδρου του Κεντρικού Φορέα Στέγασης Κρατικών Υπηρεσιών («ο ΚΦΣΚΥ»), με την οποία, εξαιτίας τού ότι καμιά από τις υποβληθείσες «... προτάσεις ...» δεν ήταν ικανοποιητική, ζητήθηκε έγκριση για «... ακύρωση του εν λόγω διαγωνισμού ...» ή «... προκήρυξη νέου διαγωνισμού με τροποιητικούς όρους ώστε να ικανοποιούν τους όρους και τα νέα κτίρια που έχουν εντοπιστεί ...» (Παράρτημα 5/Ένσταση).
Οι εγκρίσεις δόθηκαν και ο διαγωνισμός ακυρώθηκε.
Ο Έφορος Φορολογίας πληροφόρησε τους Εφεσείοντες με επιστολή ημερομηνίας 1.6.16, πως ο διαγωνισμός είχε ακυρωθεί κατά απόφαση του ΚΦΣΚΥ, ημερομηνίας 16.5.16 αφού «... στη δική σας περίπτωση δεν υπήρχε άδεια για γραφειακή χρήση του κτιρίου (Βιομηχανικό Κτίριο)».
Εξού και η καταχώριση της Προσφυγής.
Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή ως μη παραδεκτή, αποφαινόμενο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πράξη διαχείρισης κρατικής περιουσίας κατά το ιδιωτικό δίκαιο και τουτέστιν εντασσόμενη εκτός της δικαιοδοτικής του εμβέλειας.
Το Διοικητικό Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς:
«[...] Στο σημείο αυτό θα διαφωνήσω με τη θέση που προβάλλεται από τους ευπαίδευτους συνήγορους της αιτήτριας, με παραπομπή στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, ότι η παρούσα προσφυγή δεν έχει ως αντικείμενο διαφορά που προκύπτει από σύμβαση για διάθεση και εκμίσθωση γης, αλλά αφορά ακύρωση διαγωνισμού που το δημόσιο ζήτησε, η οποία εμπίπτει στη δημόσια εξουσία της αναθέτουσας αρχής, καθώς επίσης ότι ο σκοπός της προκήρυξης του διαγωνισμού ήταν η ικανοποίηση δημόσιου σκοπού, ήτοι της στέγασης του Επαρχιακού Γραφείου Τμήματος Φορολογίας και το κοινό έχει άμεσο συμφέρον στην έκδοση των σκοπών της Αρχής.
Στη πιο πάνω υπόθεση (Ναυτικός Όμιλος Πάφου - ανωτέρω), επρόκειτο για παραχώρηση χρήσης υποστατικών για ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης για την προώθηση του ναυταθλητισμού μέσω των λιμενικών διευκολύνσεων. Εν προκειμένω, πρόκειται για πράξη διαχείρισης αναφορικά με την ενοικίαση κτηρίου, που άπτεται της στέγασης των κρατικών υπηρεσιών με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οργάνου (fiscus) και βασίζονται στα περιουσιακά δικαιώματα του οργάνου [...]».
Οι Εφεσείοντες με δύο λόγους έφεσης λέγουν ότι κακώς αποφασίστηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο. Τούτο, διότι, υπό πλάνη έκρινε το Διοικητικό Δικαστήριο πως αυτή ήταν πράξη διαχείρισης σε σχέση προς στέγαση κρατικών υπηρεσιών με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Εφεσίβλητων (λόγος έφεσης 1), αλλά και επειδή, δεδομένου τού λαθεμένου της δικαστικής κρίσης, εσφαλμένως δεν εξετάστηκε και η ουσία της Προσφυγής (λόγος έφεσης 2).
Διεξήλθαμε όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, στην πλήρη τους μορφή, και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα περιγράμματα και οι προφορικές τοποθετήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.
Κατά τη νομολογία, σύγχρονη και παλαιότερη - πλην όμως σταθερή - το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από εκείνο του ιδιωτικού, αναλόγως του σκοπού στον οποίο αποβλέπει να προάγει η εκάστοτε νομοθεσία, αλλά και του ενδιαφέροντος του κοινού στην αφορώσα λειτουργία. Αν η απόφαση αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην προώθηση δημόσιου σκοπού, τότε (πολύ πιθανώς) να εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου δικαίου, ειδάλλως, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου, με την κάθε υπόθεση να κρίνεται πάντοτε αναλόγως των γεγονότων της. Ο κυριότερος γνώμονας για τη διάκριση αυτή είναι η φύση της ίδιας τής πράξης και ο επιδιωκόμενος με αυτή σκοπός. Προς τούτο, θα πρέπει να εξετάζονται και οι εξουσίες του διοικητικού οργάνου όπως και τα καθήκοντα και λειτουργίες του αναφορικώς προς τη συγκεκριμένη πράξη. Ο χαρακτήρας τής πράξης μένει αμετάβλητος έστω και αν η απόφαση επηρεάζει δικαιώματα τού ευρύτερου κοινού, εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η ρύθμιση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος που για την ευόδωση του έχει εξ αντικειμένου συμφέρον το κοινό ή τμήμα του κοινού, με αυτό να συμβαίνει και όταν η πράξη συνδέεται με την εκπλήρωση των σκοπών δημόσιου οργάνου. Αντιστρόφως, πράξεις διοικητικών οργάνων που ανάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, θεωρούνται στην ομαλή πορεία των πραγμάτων εκείνες που ρυθμίζουν ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών (βλ. ενδεικτικώς για τις αρχές αυτές, Γεωργούδη ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 118/20, ημ. 25.2.25, Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Λακκοτρύπη, Ε.Δ.Δ. 208/19, ημ. 20.11.24, Βασιλείου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 136/19, ημ. 30.9.24, Παμπόρη ν. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 133/18, ημ. 19.6.24, Λοϊζίδης ν. Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 5/18, ημ. 20.11.23, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε 45/12, ημ. 29.5.18, ECLI:CY:AD:2018:C260, Niazi ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, 223, Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373, 378-382, Louis Tourist Agency Ltd και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 568, 572, Shoham (Cyprus) Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 404, 412-415, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, 892-894, Antoniou and Others ν. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623, 627, The Greek Registrar of the Co-Operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R 164, 170-171).
Το βασικό ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη είναι η διάγνωση της κύριας στόχευσης που επιδιώχθηκε με την πράξη των Εφεσίβλητων, και αν τούτη απέβλεπε στην προώθηση κάποιου δημόσιου ή ιδιωτικού σκοπού, όπως και το αν η προκήρυξη του διαγωνισμού θα μπορούσε να καταταχθεί στην ομοταξία των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται ύστερα από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό.
Τα κίνητρα των Εφεσίβλητων σε σχέση προς τα υπό συζήτηση, σαφώς είναι που αναδύονται από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου/Τεκμήριο 1, αλλά και τα επισυνημμένα Παραρτήματα στην Ένσταση. Πρωταρχικός σκοπός των Εφεσίβλητων ήταν η προστασία των ταμιευτικών τους συμφερόντων εν σχέσει προς τη στέγαση του Τμήματος Φορολογίας στην Επαρχία Λεμεσού. Επομένως, στη βάση και των αναντίρρητων γεγονότων της υπόθεσης, το έρεισμα για την υπό αναφορά πράξη διαχείρισης - καθότι περί τέτοιας πρόκειται - αντλήθηκε όχι από τη δημόσια εξουσία των Εφεσίβλητων αλλά από τα κατά το αστικό δίκαιο περιουσιακά τους δικαιώματα. Σκοπός τους ήταν η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Τμήματος Φορολογίας. Αυτό, διακρίνεται από την άσκηση των δημοσίων σκοπών που επιτελεί η εν λόγω υπηρεσία. Το ότι οι Εφεσίβλητοι, ακολουθώντας κρατικές οδηγίες, προκήρυξαν διαγωνισμό για την εξασφάλιση της βέλτιστης επιλογής, δεν κατατάσσει δίχως άλλο την ενέργεια ως δημοσίου δικαίου. Η προκήρυξη, και όλη η ειδική διαδικασία που ακολουθήθηκε, βλέψη είχε να εξυπηρετήσει το ταμειακό συμφέρον του Κράτους, με τρόπο διαφανή, δίκαιο αλλά και κατάλληλο για το ζητούμενο, δίχως κιόλας να προβάλλεται κατά βάσιν στους λόγους έφεσης, ή να συζητείται από τους Εφεσείοντες πρωτοδίκως ή εφετειακώς, οτιδήποτε που να φαλκιδεύει τη διαφάνεια των ενεργειών των Εφεσίβλητων.
Παρεμβάλλουμε (ως σωστά διέγνωσε το Διοικητικό Δικαστήριο), πως δυνάμει του ισχύοντος τότε Άρθρου 15 του Περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Νόμος 12(Ι)/06 και των Περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών 2007 (ΚΔΠ 201/07), το περί ου ο λόγος νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, δεν εφαρμοζόταν στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, με αντικείμενο τη μίσθωση υφιστάμενων κτηρίων ή άλλων ακινήτων.
Όμοιες πρόνοιες, εντοπίζονται ενεστώτως και στο Άρθρο 14 του Περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο 73(Ι)/16, ο οποίος θεσπίστηκε για εναρμόνιση προς την Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 Σχετικά Με τις Διαδικασίες Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και την Κατάργηση της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ («η Οδηγία 2014/24/ΕΕ»).
Κατά το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, τούτη δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών για «(α) [...] αγορά ή μίσθωση, με οποιουσδήποτε χρηματοδοτικούς όρους, γης, υφισταμένων κτισμάτων ή άλλων ακινήτων, ή σε σχέση με δικαιώματα επ’ αυτών ...».
Παρενθέτουμε - και τούτο έχει να κάνει με τη διαφάνεια και λογοδοσία των πραγμάτων - ότι κατά τα Άρθρα 30 και 32 του Περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμο 38(Ι)/14, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας μπορεί, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να διαπιστώνει (μεταξύ άλλων) το κατά πόσον η αγορά ή ενοικίαση κτηρίων ή ο οποιοσδήποτε πλειοδοτικός ή μειοδοτικός διαγωνισμός και δημόσιες συμβάσεις που εξαιρούνται από το Άρθρο 29(1) του νομοθετήματος, [1] εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής διακρίσεων, δημοσιεύοντας και οποιαδήποτε στοιχεία έχουν σχέση προς τις οικονομικές αυτές συναλλαγές, εκτός από τις περιπτώσεις που η μη δημοσιοποίηση είναι προς όφελος και του δημοσίου συμφέροντος.
Έτσι λοιπόν, και υπό αυτό το ευρύτερο πρίσμα, είναι που έδρασαν οι Εφεσίβλητοι, από την αρχή μέχρι το τέλος, με απαρχή το κάλεσμα στο κοινό για υποβολή «... δήλωσης ενδιαφέροντος ...» - ως ρητώς εξάλλου περιγράφεται η υπό συζήτηση διαδικασία στο «Κείμενο προκήρυξης διαγωνισμού για το κτίριο στη Λεμεσό» (Παράρτημα 1/Ένσταση) - με την δήλωση ενδιαφέροντος να μην περιβάλλεται πάντως από τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα μπορούσαν να τη συγκαταλέξουν στην κατηγορία των δημόσιων διαγωνισμών, υπό την έννοια που προαναφέραμε.
Οι Εφεσίβλητοι δεν λειτούργησαν ως imperium, επιβάλλοντας την όποια απόφαση τους, αλλά απεναντίας έδρασαν με κατά νουν την ισότητα των μερών, επιδιώκοντας τον εντοπισμό τού κατάλληλου κτηρίου προς συνομολόγηση ανάλογης σύμβασης, δίχως να λειτουργούν, υπό τις περιστάσεις, με την ιδιότητα οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί επί τούτω εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία (βλ. κατ’ αναλογίαν, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 45/12, ημ. 29.5.18, ECLI:CY:AD:2018:C260, Niazi v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, 222).
Κατά το έργο του Δημήτριου Γ. Ράϊκου, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων (2η Έκδ., Εκδόσεις Σάκκουλα 2017) 17, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι συμβάσεις του τύπου αυτού:
«... [Δ]ιέπονται αποκλειστικά από το αστικό ή εμπορικό δίκαιο ενώ παραμερίζεται ο χειρισμός πολιτικής εξουσίας από την αντισυμβαλλόμενη διοίκηση, και εν γένει κάθε εκδήλωση κυριαρχικής βούλησης της τελευταίας. Στις αντίστοιχες συμβατικές έννομες σχέσεις, η πολιτεία αυτοπεριορίζεται παραιτούμενη πρόσκαιρα από την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που της ανήκει και εμφανίζεται ως πρόσωπο του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή ως πρόσωπο που έχει νομικά ισότιμη βούληση προς τη βούληση του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη ...».
Το ότι θα μπορούσε, κατά τους Εφεσείοντες, να θεωρηθεί (υπό μια πλατύτερη οπτική), πως η αφορώσα πράξη των Εφεσίβλητων, ενδεχομένως να προσέλκυε το ενδιαφέρον τού ευρύτερου κοινού, ή (ακόμη) να επιδρούσε παρεμπιπτόντως στα δικαιώματα του, δεν μετατοπίζει την ουσία των πραγμάτων (Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, 432-441, Machlouzarides v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2342, 235-2347, Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481, 485).
Αυτό, λόγω του ότι, ως επεξηγήσαμε, άλλο είναι το κριτήριο.
Στην Ακίνητα Ιωάννης Κυριακίδης Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 866, το Υπουργείο Οικονομικών δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο πρόθεση της Κυβέρνησης να ενοικιάσει γραφειακό χώρο στην Λευκωσία για κάλυψη των αυξημένων στεγαστικών αναγκών των κυβερνητικών υπηρεσιών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να ζητήσουν ειδικό έντυπο με τις λεπτομέρειες από το Αρχείο του Υπουργείου Οικονομικών και οι αιτήσεις έπρεπε να υποβληθούν μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία. Στο ειδικό έντυπο, γράφθηκε σαφώς πως η Κυβέρνηση ζητούσε «Δηλώσεις Ενδιαφέροντος» από ιδιοκτήτες υποστατικών που πληρούσαν τους τεθέντες όρους. Ανταποκρίθηκαν και οι αιτητές. Οι δηλώσεις ενδιαφέροντος εξετάστηκαν από επιτροπή αξιολόγησης ως οι σχετικοί όροι. Στην αξιολόγηση, αναφέρθηκαν αναλυτικώς και οι λόγοι για τους οποίους το ακίνητο των αιτητών δεν ήταν «... κατ’ αρχήν δεκτό». Τελικώς, το Υπουργείο Οικονομικών ενέκρινε την εξέταση δήλωσης ενδιαφέροντος τρίτου προσώπου. Πράττοντας έτσι, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τα διαλαμβανόμενα στο Κεφάλαιο Χ των Γενικών Διατάξεων της Δημόσιας Υπηρεσίας, που παρέχουν δικαίωμα στη Διοίκηση, ακόμα και χωρίς οποιαδήποτε δημοσίευση, να προχωρεί σε άμεσες διαπραγματεύσεις και στη σύναψη συμβάσεων ενοικίασης ακινήτων χωρίς την προκήρυξη προσφορών. Στην προσφυγή των αιτητών (στο τότε Ανώτατο Δικαστήριο), οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό μονομελή σύνθεση) σημείωσε πως οι καθ’ ων η αίτηση έθεσαν το κράτος σε ίση μοίρα με τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, με τους οποίους θα διαπραγματεύονταν το ύψος του ενοικίου. Υπογραμμίστηκε προσέτι, πως από τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα, είχε καταστεί σαφές ότι πριν από τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης ενοικίασης, δεν υπήρξε μονομερής ενέργεια της διοίκησης έναντι του διοικούμενου, στοιχείου κατά κανόνα αναγκαίου για τη διάπλαση μονομερούς διοικητικής πράξης εμπίπτουσας στις παραμέτρους του δημοσίου δικαίου. Σε τελευταία ανάλυση, δεν προκηρύχθηκαν προσφορές, με το δημόσιο συμφέρον να έχει πολύ περιορισμένες συνέπειες για το ευρύτερο κοινό, και με πρώτιστο σκοπό της πράξης, να μην είναι η προώθηση δημόσιου σκοπού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απολήγοντας ότι η περίπτωση δεν ήταν δημοσίου δικαίου, απέρριψε την προσφυγή, εκφέροντας και αυτά:
«[...] Η μη αποδοχή της "Δήλωσης Ενδιαφέροντος" των αιτητών, δεν εμπίπτει στους κανόνες δημοσίου διαγωνισμού, όπως υπάρχει ισχυρισμός και ούτε είναι μονομερής πράξη ή απόφαση της διοίκησης, στοιχείο που είναι αναγκαίο για τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου. Πέραν τούτου, το δημόσιο συμφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε πολύ περιορισμένες συνέπειες για το ευρύτερο κοινό και ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης ή απόφασης δεν ήταν η προώθηση δημοσίου σκοπού.
Παρόμοια προσέγγιση έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση The Freeshops Ltd v. R. (1987) 3 C.L.R. 2081, όπου κρίθηκε πως η εκμίσθωση από το κράτος καταστήματος αδασμολόγητων ειδών στην αιτήτρια εταιρεία, αποτελούσε πράξη ιδιωτικού δικαίου, για το λόγο ότι ήταν προϊόν των συμβατικών σχέσεων των μερών, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή μιας σύμβασης εκμίσθωσης με τον ίδιο τρόπο που υπογράφονται τα σχετικά συμβόλαια μεταξύ αντισυμβαλλομένων φυσικών προσώπων.
Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω υπόθεση, πράξεις της διοίκησης οι οποίες είναι προϊόν άσκησης δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου του κράτους ή παρεμπίπτουσες προς αυτές, στερούνται του στοιχείου μονομερούς έκφρασης της θέλησης της διοίκησης, που είναι το καθοριστικό στοιχείο της γένεσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου.
Χρήσιμη αναφορά θα μπορούσε, επίσης, να γίνει και στην απόφαση Westpark Ltd v. R. (1987) 3 C.L.R. 1473, όπου κρίθηκε πως η επίδικη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, για το λόγο ότι το δημόσιο συμφέρον σε σχέση με την επίδικη πράξη είχε πολύ περιορισμένες συνέπειες για το ευρύτερο κοινό [...]».
Δεν ανευρίσκουμε ερείσματα διαφοροποίησης από το σκεπτικό στην Ακίνητα Ιωάννης Κυριακίδης Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το οποίο (αν και μη δεσμευτικό για το παρόν Δικαστήριο), παραμένει πειστικού χαρακτήρα (βλ. Γεώργιος Πικής, Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο: Οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο, 1978, σελίδα 52).
Τούτο, αφού όσα συναπαρτίζουν την εκκαλούμενη απόφαση εντάσσονται - τηρουμένων των αναλογιών - στα όσα απασχόλησαν στην Ακίνητα Ιωάννης Κυριακίδης Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αλλά και στα όσα ορίζουν κατ’ αρχήν την ακολουθητέα μεθοδολογία για την κατάταξη μιας πράξης ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
Την αναπτύξαμε ήδη.
Στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ΣτΕ 3702/2010 Δ΄ Τμ., ειπώθηκαν και τα πιο κάτω σχετικά με όσα τώρα απασχολούν ως ζήτημα αρχής:
«[...] 7. Οι ανωτέρω διατάξεις του α.ν. 2039/1939 και του β.δ/τος της 30.11/4.12.1939 ορίζουν τους όρους εκμισθώσεως ακινήτου των κοινωφελών ιδρυμάτων (νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου) και προβλέπουν σχετική διαδικασία (δημοπρασία) η οποία καταλήγει, κατόπιν εγκρίσεως, του αποτελέσματος αυτής με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ή του Νομάρχη ή του Γενικού Γραμματέα, κατά περίπτωση) στην κατάρτιση συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου. Η εγκριτική αυτή απόφαση συνιστά σύμπραξη της Διοικήσεως για την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, που εκδηλώνεται στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, μετά την κοινοποίηση δε της αποφάσεως αυτής στον πλειοδότη ο τελευταίος οφείλει, κατά το νόμο, να προσέλθει, εντός ωρισμένης προθεσμίας, στην κατάρτιση, με τον εκτελεστή της διαθήκης, της ιδιωτικού δικαίου συμβάσεως μισθώσεως του ακινήτου του κοινωφελούς ιδρύματος. Εν όψει αυτών, η από μέρους του επικαλουμένου προς τούτο έννομο συμφέρον αμφισβήτηση της νομιμότητας της διοικητικής συμπράξεως για την κατάρτιση της συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, καθώς και της νομιμότητας των άλλων πράξεων και ενεργειών της διαδικασίας (δημοπρασίας) που προηγούνται και απαιτούνται, κατά το νόμο, για την έγκυρη κατάρτιση της ιδιωτικού δικαίου συμβάσεως εκμισθώσεως, δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά, αλλά ιδιωτική διαφορά που υπάγεται κατά το άρθρο 94 § 3 του Συντάγματος στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ΣΕ 92/1992, 1009/2001, 198/2008 εν Συμβ. – πρβλ. Ολ.ΣΕ 3301/1989, ΣΕ 1943/1999, 3417/2005, 782/2009 εν Συμβ., ΕΑ 325/2009, ΣΕ 968/2001 επίσης, ΣΕ 259/2008, 409/2004 εν Συμβ.). Εξάλλου, η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεν επηρεάζεται από τυχόν προσθήκη ρήτρας στην εγκριτική του αποτελέσματος της δημοπρασίας πράξη περί τηρήσεως εκ μέρους του αναδειχθέντος ως πλειοδότη όρων διοικητικού, κατ’ εξοχήν, νομοθετήματος, όπως της τηρήσεως συγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, δεδομένου ότι η ρήτρα αυτή δεν προστίθεται κατ’ ενάσκηση ιδίας αρμοδιότητος του εγκρίνοντος το αποτέλεσμα της δημοπρασίας οργάνου μη σχετιζομένης με την διαδικασία καταρτίσεως της ιδιωτικού δικαίου συμβάσεως, αλλ’ έχει απλώς την έννοια υπομνήσεως στον αντισυμβαλλόμενο και τις ειδικώς αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές των προσθέτων ουσιαστικών και διαδικαστικών υποχρεώσεων που τυχόν απορρέουν από την αντίστοιχη ειδική διοικητική νομοθεσία [...]».
Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κατιτί άλλο επί του σημείου.
Τα υιοθετούμε.
Κάτι τελευταίο, ως γενικότερη επισήμανση.
Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες προς επίρρωση των θέσεων τους, [2] αφίσταται ουσιωδώς των όσων εδώ ισχύουν, αφού τούτη άπτεται αναθέσεων συμβάσεων παραχώρησης για διάθεση δημόσιας περιουσίας προς εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, χειρισμών της Διοίκησης συνδεόμενων με τη νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων, και άλλων περιστατικών παραχώρησης κρατικής περιουσίας στη βάση ειδικών διαδικασιών.
Η παρούσα δεν αφορά σε τέτοιες περιπτώσεις, και είπαμε γιατί.
Εν κατακλείδι.
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκφεύγει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αφού είναι πράξη ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου δικαίου.
Δεν παρέχεται περιθώριο εφετειακής επέμβασης.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Κατά λογική συνέπεια, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 2.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή ως προς την ουσία που εκφράζει.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3.500,00 υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/μκε
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/2020)
12 Μαΐου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALLISON FASHION LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ/Η
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Σ. A. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καλλή (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Έχοντας το ευεργέτημα να μελετήσω τις αποφάσεις των αδελφών μου δικαστών Σάντη και Καλλιγέρου, με βρίσκει σύμφωνο τόσο ως προς το αποτέλεσμα, όσο και ως προς την νομική ανάλυση η απόφαση του πρώτου. Επιθυμώ, όμως, να τονίσω ιδιαιτέρως τα ακόλουθα:
Οι συμβάσεις της διοίκησης ή δημόσιες συμβάσεις διακρίνονται σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και σε συμβάσεις του δημοσίου δικαίου ή διοικητικές συμβάσεις.
Για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής κατά την επικρατέστερη στη θεωρία και νομολογία θέση, απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων, τα οποία παραθέτω από Δ. Ράϊκο, 2.4. Ειδικότερα για την έννοια της διοικητικής σύμβασης, σε: Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, 2017, 24:
«(α) του οργανικού ή τυπικού κριτηρίου, σύμφωνα με το οποίο για να θεωρηθεί η σύμβαση ως διοικητική απαιτείται, οπωσδήποτε, τουλάχιστον ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το δημόσιο ή άλλο ΝΠΔΔ και
(β) του λειτουργικού ή ουσιαστικού κριτηρίου, το οποίο αναλύεται περαιτέρω σε δύο συνιστώσες:
(αα) Η πρώτη αναφέρεται στον σκοπό που επιδιώκει η συγκεκριμένη σύμβαση η οποία πρέπει να κατατείνει στην εξυπηρέτηση άμεσου δημόσιου σκοπού εντασσόμενου στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος και
(ββ) Η δεύτερη αφορά το καθεστώς εκτέλεσης της σύμβασης, η οποία πρέπει να διέπεται από καθεστώς προνομίων και υποχρεώσεων (εξαιρετικό νομικό καθεστώς) που εξασφαλίζει στο συμβαλλόμενο κράτος ή ΝΠΔΔ υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους («clauses ex orbitantes»).»
Παραδείγματα τέτοιων προνομίων που δημιουργούν εξαιρετικό νομικό καθεστώς υπέρ του συμβαλλόμενου δημοσίου δίδονται στην απόφαση ΕφΘρ 172/1998, στην οποία ο συγγραφέας παραπέμπει.
Επίσης για το ίδιο κριτήριο διάκρισης, το διακριτό στοιχείο της ύπαρξης υπερκείμενης εξουσίας βούλησης, αναφέρονται τα εξής:
«Ως ιδιωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις του αστικού δικαίου, θεωρούνται εκείνες που καταρτίζονται μεταξύ του νομικού προσώπου του κράτους ή ΝΠΔΔ και ιδιωτών, στις οποίες δεν εκδηλώνεται η υπερκείμενη εξουσία βούλησης της μετέχουσας στη σύμβαση διοίκησης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των εν λόγω συμβατικών εννόμων σχέσεων είναι η ισοτιμία των συμβαλλομένων μερών και εν γένει η απουσία μέσων εξουσιαστικής δράσης που προσιδιάζουν στο δημόσιο δίκαιο. Οι συμβάσεις αυτές διέπονται αποκλειστικά από το αστικό ή εμπορικό δίκαιο, ενώ παραμερίζεται ο χειρισμός πολιτικής εξουσίας από την αντισυμβαλλόμενη διοίκηση και εν γένει κάθε εκδήλωση κυριαρχικής βούλησης της τελευταίας. Στις αντίστοιχες συμβατικές έννομες σχέσεις, η πολιτεία αυτοπεριορίζεται, παραιτούμενη πρόσκαιρα από την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που της ανήκει και εμφανίζεται ως πρόσωπο του ιδιωτικού δικαίου δηλαδή ως πρόσωπο που έχει νομικά ισότιμη βούληση προς τη βούληση του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη.» (ibid, 16, 17)
Με βάση αυτό το κριτήριο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της Ελλάδας έκρινε ότι οι συμβάσεις για αγορά ακινήτων από τον Αυτόνομο Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου) για εκπλήρωση των σκοπών του δεν ήταν διοικητικές και οι σχετικές διαφορές υπάγονταν στα πολιτικά δικαστήρια διότι:
«Οι συμβάσεις αυτές διέπονται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ούτε η πρόσκληση προς τους ενδιαφερόμενους πωλητές για την υποβολή προσφορών ή άλλων έγγραφων της σχετικής με την αγορά διαδικασίας, ούτε οι ίδιες οι συμβάσεις που τελικώς συνήφθησαν μεταξύ του ήδη αιτούντος και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, περιείχαν ρήτρες, που να προσδίδουν στον εν λόγω Οργανισμό υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη, προφανώς εν όψει του ότι τέτοια δυνατότητα δεν παρείχε, κατά τα προεκτεθέντα, το ισχύον νομοθετικό καθεστώς.» (ΑΕΔ 6/2007).
Εν κατακλείδι, σε μια σύμβαση αστικού δικαίου της διοίκησης, η τελευταία δεν εκφράζει εξουσιαστική βούληση έναντι του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη με τον οποίο βρίσκεται σε ισότιμη θέση. Η σχέση τους δεν διέπεται από κανόνες του δημοσίου δικαίου, αλλά από κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας ιδιωτικής σύμβασης ή σύμβασης αστικού δικαίου είναι εκείνη κατά την οποία η διοίκηση ως fiscus, διαχειρίζεται την ιδιωτική της περιουσία (Ράϊκος, ibid, 18, και βεβαίως η σταθερή περί τούτου νομολογία μας).
Εν προκειμένω, η διαδικασία δεν προχώρησε στη σύναψη συμβάσεων. Παρέμεινε το στάδιο της αναζήτησης ενδιαφέροντος. Το δημόσιο δεν ενήργησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιφυλάσσοντας υπέρ του υπερκείμενη εξουσία βούλησης. Ενήργησε όπως κάθε ιδιώτης ο οποίος θα ενδιαφερόταν να ενοικιάσει ένα ακίνητο για τους σκοπούς του. Αυτή ήταν η επί του πεδίου πραγματικότητα. Επιπρόσθετα, από καθαρά νομικής σκοπιάς, επί της μίσθωσης, εάν η διαδικασία κατέληγε σε μίσθωση, δεν θα εφαρμόζονταν, κατά το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι διατάξεις της. Δεν θα εφαρμοζόταν δηλαδή δημόσιο δίκαιο. Οι δημόσιες συμβάσεις για αγορά ή μίσθωση γης υφισταμένων κτισμάτων ή άλλων ακινήτων ορίζονται ως ειδική εξαίρεση στην Οδηγία. Συνεπακόλουθα έχουν εξαιρεθεί και από τον περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο του 2016, Ν. 73(Ι)/2016, Άρθρο 14.
Εφόσον οι «πράξεις ιδιωτικής διαχείρισης» διέπονται από τις διατάξεις του αστικού δικαίου, στο αστικό δίκαιο μπορεί να αναζητηθεί θεραπεία, εάν και εφόσον το κράτος ως ιδιώτης παραβιάσει τα δικαιώματα του αντισυμβαλλομένου του. Το Διοικητικό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.
Παράλληλα, από πλευράς δημοσίου ελέγχου δεν υπάρχει κενό. Η αρμοδιότητα ελέγχου των αρχών της διαφάνειας της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής διακρίσεων έχει εναποτεθεί από την έννομη τάξη σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας, τον Γενικό Λογιστή (Άρθρο 30 του περί Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου του 2014, Ν. 38(Ι)/2014).
Η έφεση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/20)
12 Μαΐου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALLISON FASHION LTD,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ/Η
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
______________________
Σ. Αγγελίδης, για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Δ. Καλλή (κα), Ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
______________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Με τελευταία ημερομηνία υποβολής δήλωσης ενδιαφέροντος την 12/6/2015, προκηρύχθηκε διαγωνισμός από το Τμήμα Φορολογίας για την ενοικίαση και/ή την ενοικιαγορά κτηρίου στη Λεμεσό για τη στέγαση του Τμήματος Φορολογίας. H προκήρυξη είχε ως ακολούθως:
«Κείμενο προκήρυξης διαγωνισμού για το κτίριο στη Λεμεσό
Διαγωνισμός για την ενοικίαση ή/και ενοικιαγορά κτηρίου στη Λεμεσό για την στέγαση του Τμήματος Φορολογίας
Το αντικείμενο του Διαγωνισμού είναι η ενοικίαση ή/και αγορά κτηρίου από οικονομικούς φορείς στη Λεμεσό, συνολικού εμβαδού 4.200 τ.μ ωφέλιμου χώρου ± 10%, (συμπεριλαμβανομένων των διαδρόμων διακίνησης και υπηρεσιών), πλέον 400 τ.μ. αποθηκευτικού χώρου, ± 10%.
Επιπλέον, η οικοδομή θα πρέπει να διαθέτει 200 περίπου χώρους στάθμευσης, οι οποίοι μπορεί να είναι και σε παρακείμενα τεμάχια σε απόσταση από το κύριο κτήριο όχι μεγαλύτερη των 200 μέτρων και 40 χώρους στάθμευσης επισκεπτών. Η αρχική στέγαση, σε περίπτωση ενοικίασης, θα είναι για περίοδο πέντε χρόνων με δικαίωμα παράτασης δύο χρόνων και δικαίωμα ανανέωσης από μέρους του Ενοικιαστή. Η οικοδομή πρέπει να είναι έτοιμη για παράδοση μέχρι το Δεκέμβριο 2015. Σε περίπτωση υφιστάμενης οικοδομής αυτή δεν πρέπει να είναι κατασκευής παλαιότερη από τον Ιανουάριο του 2000.
Η οικοδομή πρέπει να έχει εξασφαλισμένες όλες τις απαραίτητες άδειες για γραφειακή χρήση. Θα πρέπει να έχει δυνατότητες διακίνησης ΑμεΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, να διαθέτει κλιματισμό (με κρύο και ζεστό), δομημένη καλωδίωση για σκοπούς λειτουργίας δικτύου επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών και συστήματα πυρανίχνευσης. Να ληφθεί υπόψη ότι ο ενδιαφερόμενος θα προβεί με δικά του έξοδα σε οποιοδήποτε διαχωρισμό ή τροποποιητικό διαχωρισμό του υποδειχθεί, για ικανοποίηση των κτηριολογικών αναγκών του Τμήματος Φορολογίας και των άλλων αρμόδιων Υπηρεσιών (Αρχή Ασφαλείας, Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, Πυροσβεστική Υπηρεσία, Αστυνομία, Τμήμα Η.Μ.Υ., Τμήμα Δημοσίων Έργων). Το σύνολο των εργαζομένων εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 200 άτομα.
Οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς πρέπει να υποβάλουν τα ακόλουθα:
1. Δύο (2) σειρές αρχιτεκτονικών σχεδίων της υφιστάμενης
κατάστασης του κτηρίου.
2. Τα σχέδια της άδειας οικοδομής.
3. Βεβαίωση από πολιτικό μηχανικό για την στατική επάρκεια του κτηρίου.
4. Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης.
5. Αναλυτικό πίνακα με τα εμβαδά του κάθε χώρου (γραφεία, αποθήκες, κοινόχρηστοι χώροι) με το αντίστοιχο προτεινόμενο μηνιαίο ενοίκιο τμ/μήνα, καθώς και το συνολικό ζητούμενο μηνιαίο ενοίκιο για όλο το κτήριο.
Για πληροφορίες και διευκρινίσεις αναφορικά με την πρόσκληση δήλωσης ενδιαφέροντος, παρακαλώ όπως επικοινωνήσετε στο τηλέφωνο 22601914 (ώρες γραφείου) ή γραπτώς στο e-mail: ytsangaris@tax.mof. gov. cy.
Η δήλωση ενδιαφέροντος πρέπει να απευθύνεται στον Έφορο Φορολογίας και να κατατεθεί στο Κιβώτιο Προσφορών του Τμήματος Φορολογίας, στο Υπουργείο Οικονομικών, 2ος όροφος, όχι αργότερα από τις 9.00 π.μ., 12 Ιουνίου 2015.»
Υποβλήθηκαν δύο προσφορές, μεταξύ αυτών και της εφεσείουσας, οι οποίες κρίθηκε ότι δεν ικανοποιούσαν τις επιχειρησιακές ανάγκες στέγασης του Γραφείου του Τμήματος Φορολογίας Λεμεσού. Στις 11/5/2016, εστάλη από τον Έφορο Φορολογίας επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων, ως Πρόεδρο του Κεντρικού Φορέα Στέγασης Κρατικών Υπηρεσιών (εφεξής "ΚΦΣΚΥ"), με την οποία ζητείτο η έγκριση για την ακύρωση του υπό αναφορά διαγωνισμού και προκήρυξη νέου με τροποιητικούς όρους ή και διεξαγωγή διαπραγμάτευσης με Δήμο Λεμεσού, ως ακολούθως:
«Γενικό Διευθυντή
Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων (Πρόεδρο Κεντρικού Φορέα Στέγασης Κρατικών Υπηρεσιών)
Μεταστέγαση του Τμήματος Φορολογίας
Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού.
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι το Τμήμα Φορολογίας είχε προκηρύξει σχετικό διαγωνιστικό για εξεύρεση κατάλληλου κτιρίου στην Λεμεσό για ενοικίαση ή και ενοικιαγορά ούτως ώστε να συστεγαστούν σε ένα κοινό κτίριο οι υπάλληλοι του Τμήματος Φορολογίας οι οποίοι προέρχονται τόσο από το πρώην Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων όσο και από την πρώην Υπηρεσία Φ.Π.Α., τμήματα τα οποία συνενώθηκαν και δημιούργησαν το ενοποιημένο πλέον Τμήμα Φορολογίας.
Αναφορικά με τον πιο πάνω διαγωνισμό σημειώνεται ότι έχουν υποβληθεί δυο προτάσεις, οι οποίες δεν ικανοποιούν τις επιχειρησιακές ανάγκες στέγασης του Επαρχιακού Γραφείου του Τμήματος Φορολογίας στην Λεμεσό. Συγκεκριμένα στην πρώτη πρόταση οι απαιτήσεις για γραφειακό χώρο δεν συμπίπτουν με τα προσφερόμενα εμβαδά. Στους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού ζητήθηκε συνολικό εμβαδόν 4.200 τ.μ. ωφέλιμου χώρου (+-) 10%, ενώ προσφερόταν 3.500 τ.μ. ωφέλιμου χώρου και επιπρόσθετα δεν υπήρχε άδεια για γραφειακή χρήση του κτιρίου. Ενώ στην δεύτερη πρόταση δεν υπήρχε άδεια για γραφειακή χρήση του κτιρίου (βιομηχανικό κτίριο).
Εν τω μεταξύ έχουν εντοπιστεί κτιριακές εγκαταστάσεις στην Λεμεσό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ικανοποιούν τις επιχειρησιακές ανάγκες στέγασης του Επαρχιακού Γραφείου, όμως οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν υποβάλει πρόταση στον διαγωνισμό, είτε επειδή δεν είχαν δει την σχετική προκήρυξη του διαγωνισμού, είτε επειδή οι χώροι στάθμευσης που διαθέτουν δεν ικανοποιούσαν του όρους του διαγωνισμού.
Ενόψει των πιο πάνω, παρακαλούμε όπως έχουμε την έγκριση σας για ακύρωση του εν λόγω διαγωνισμού και είτε με την προκήρυξη νέου διαγωνισμού με τροποποιητικούς όρους ώστε να ικανοποιούν τους όρους και τα νέα κτίρια που έχουν εντοπιστεί, είτε με απευθείας διαπραγμάτευση με τον Δήμο Λεμεσού, όπου υπάρχει πρόθεση εκ μέρους του για επέκταση των υφιστάμενων κτιριακών εγκαταστάσεων όπου στεγάζεται σήμερα η Υπηρεσία Φ.Π.Α. και ενοικίαση επιπρόσθετων γειτονικών χώρων.
(Γιάννης Τσαγκάρης) Έφορος Φορολογίας
Κοιν. Γενικό Διευθυντή
Υπουργείου Οικονομικών
Γενικό Διευθυντή
Υπουργείου Εσωτερικών
Γενική Λογίστρια
Διευθύντρια Τμήματος Δημοσίων Έργων (Υπόψη κας Ελένης Κασκίρη)»
Η έγκριση στο πιο πάνω αίτημα δόθηκε και σχετική επιστολή στάληκε προς τον Έφορο Φορολογίας. Η εφεσείουσα πληροφορήθηκε στη συνέχεια, με επιστολή του Εφόρου Φορολογίας, ότι ο εν λόγω διαγωνισμός είχε ακυρωθεί και ότι το Τμήμα Φορολογίας θα προέβαινε σε επαναπροκήρυξή του.
Ακολούθησε η καταχώριση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης των εφεσίβλητων όπως απορρίψουν την προσφορά της και στην συνέχεια ακυρώσουν τον επίδικο διαγωνισμό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως μη παραδεκτή καθ’ ότι έκρινε ότι ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, κάνοντας αποδεκτή την πρώτη προδικαστική ένσταση των εφεσίβλητων, ότι επρόκειτο για πράξη διαχείρισης αναφορικά με την ενοικίαση κτηρίου, που άπτετο της στέγασης των κρατικών υπηρεσιών με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οργάνου (fiscus) και βασιζόταν στα περιουσιακά δικαιώματα του οργάνου. Επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Πολιτική Έφεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882.
Ακολούθησε η καταχώριση εκ μέρους της εφεσείουσας της ενώπιον μας έφεσης, με την οποία η εφεσείουσα βάλλει με τους λόγους έφεσης κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε στην κρίση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου λόγω πλάνης του αναφορικά με το ότι η διαφορά είχε ως αντικείμενο πράξη διαχείρισης, με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οργάνου (fiscus). Η διαφορά, υποστηρίζουν, αφορούσε δημόσιο διαγωνισμό προς ενοικίαση ή αγορά κτιρίου από το κράτος, καθώς και ακύρωση της προσφοράς και ενέπιπταν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. Πρόκειται, συμπλήρωσαν, περί μιας συγκεκριμένης διαδικασίας, που τηρήθηκε κατά το δημόσιο δίκαιο από όργανα που ασκούν διοικητική λειτουργία.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ιδιωτικού δικαίου χαρακτήρα πράξη διαχείρισης περιουσίας διενεργεί ένα διοικητικό όργανο, όταν η πράξη αυτή δεν εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά αποσκοπεί στο ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου. Σύμφωνα πάντοτε με τη νομολογία, τέτοιες πράξεις διαχείρισης αποτελούν οι πράξεις εκμίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο κράτος. Με τις πράξεις αυτές το κράτος στοχεύει στη μεγιστοποίηση του οικονομικού του οφέλους, από τις σχετικές συναλλαγές.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Louis Tourist Agency Ltd και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 568, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε πως οι συμβάσεις του κράτους πρέπει να συνάπτονται μετά από δημοπρασία ή δημόσιο διαγωνισμό. Παρατέθηκε εκεί και νομολογία σύμφωνα με την οποία η διαχείριση της περιουσίας του κράτους εντάσσεται στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ενόψει το ότι το κράτος σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργεί ως fiscus. Παρά όμως το γεγονός ότι και η διαχείριση των καταστημάτων αδασμολόγητων ειδών του αεροδρομίου αποτελούσε και αυτή διαχείριση της κρατικής περιουσίας, ενέργεια που γεννά ιδιωτικού δικαίου διαφορές, η παράλειψη εκεί της διοίκησης για προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού, που θα οδηγούσε στην επιλογή επιτυχόντος προσφοροδότη, κρίθηκε πως ανήκε στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Με αυτό το σκεπτικό η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε την εκεί πρωτόδικη δικαστική απόφαση που είχε κάνει δεκτή αντίστοιχη με την εδώ προδικαστική ένσταση, περί έλλειψης δικαιοδοσίας. Το σκεπτικό της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω απόφαση, φαίνεται στα κατωτέρω επιλεγμένα αποσπάσματα (σημειώνεται πως οι υπογραμμίσεις και οι τονισμοί δεν ανήκουν στο πρωτότυπο κείμενο, αλλά έχουν σήμερα προστεθεί για σκοπούς έμφασης με ό,τι εδώ απασχολεί):
«Είναι αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι συμβάσεις του κράτους και των οργανισμών δημοσίου δικαίου πρέπει να συνάπτονται μετά από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό. Toύτο συνάδει με τις αρχές χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, γιατί δίδει την ευκαιρία στους πολίτες να συναγωνίζονται και ταυτόχρονα διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον με την επιλογή του καταλληλότερου προσφοροδότη. Όπως λέχθηκε και στην Α. Σαζεΐδης & Υιός Λτδ ν. Δήμου Αθηαίνου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2237, "οι συμβάσεις του κράτους και των οργανισμών δημοσίου δικαίου συνάπτονται κατά κανόνα ύστερα από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό. Με τη μέθοδο αυτή εκλέγεται το ικανότερο πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του έργου και προασπίζεται το κύρος των διοικητικών οργάνων εναντίον κάθε υπόνοιας μεροληπτικής άσκησης των καθηκόντων τους".
Όμως ενέργειες της διοίκησης και σύναψη συμβάσεων σε θέματα που αφορούν τη διαχείριση της περιουσίας του κράτους δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου τομέα αλλά του ιδιωτικού, και, σε τέτοιες περιπτώσεις, η διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών. Έστω όμως και αν πρόκειται για διαχείριση κυβερνητικής περιουσίας, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις η διαχείριση αυτή να διεξάγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρείται ότι παύει από του να ισοδυναμεί με απλή διαχείριση περιουσίας, αλλά γίνεται διαχείριση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η προώθηση σκοπών δημόσιας ωφέλειας, και, ως εκ τούτου, αυτή παίρνει τη μορφή δημόσιου έργου ή υπηρεσίας και υπαγορεύει την αναγκαιότητα προκήρυξης προσφορών. Σχετική είναι η απόφαση Chrysanthou and Another v. The Republic of Cyprus (1968) 3 C.L.R. 519, όπου η ενοικίαση κυβερνητικού αγροκτήματος θεωρήθηκε ως διαχείριση κυβερνητικής περιουσίας για σκοπούς γενικού δημόσιου συμφέροντος που ενέπιπτε στο πεδίο του δημόσιου δικαίου και συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας χωρούσε προσφυγή.
Τα Κυπριακά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει ένα πρακτικό κριτήριο για να αποφασίζεται κατά πόσο πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου. Τούτο περιστρέφεται γύρω από τον κύριο σκοπό που επιδιώκεται με την πράξη. Αν με την απόφαση πρωταρχικά επιδιώκεται η προαγωγή δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη ευρίσκεται στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Τούτο επισημάνθηκε στην Antoniou and Others v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623, στη σελ. 627. Περαιτέρω λέχθηκαν τα ακόλουθα στην ίδια σελίδα της πιο πάνω απόφασης:
«Α public purpose is one in which the public at large or a noticeable section of it has an interest in the sense that its proper promotion has repercussions extending beyond those immediately affecting the parties directly affected thereby. If the decision intended to promote a public purpose entails adjustment of private rights, it is nontheless justiciable under Article 146.1 because of the need to ensure proper scrutiny of its legality.»
(Δέστε και Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481).
Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι τέτοιος που το κοινό ή μεγάλη μερίδα του έχει ενδιαφέρον και συμφέρον αφού θα έχει επιπτώσεις πέραν εκείνων που επηρεάζουν τα άμεσα μέρη της σύμβασης. Θεωρούμε ότι το θέμα εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και κρίνουμε πως ο Κανονισμός 19 των Κανονισμών των Αποθηκών, στον οποίον αναφέρονται περιπτώσεις υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών, έστω και αν δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να την αποκλείσει. Ως εκ τούτου, επί του προκειμένου διαφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Τούτου δοθέντος, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο οι αιτητές είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν.
Στην έκθεση γεγονότων της αίτησης τους οι αιτητές αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 23.12.92, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Κατά την όλη συζήτηση του θέματος πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι έχουμε επενδύσει πολύ σημαντικά στον τομέα της διαχείρισης αφορολογήτων τόσο σε κεφάλαια και τεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε έμψυχο υλικό, καθώς και ότι στον τομέα αυτό απασχολούνται από τις καθαρά ιδιωτικές επιχειρήσεις συνολικά 120 άτομα. Επιπρόσθετα επίσης θέλουμε να σας πληροφορήσουμε ότι ήδη μέλη μας δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα σε χώρες του εξωτερικού κι ότι οπωσδήποτε μια ρύθμιση με βάση την οποία δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να ασχολούμαστε στον τομέα των αφορολογήτων στον τόπο μας, αναπόφευκτα θα έχει επιδράσεις καίρια αρνητικές στην προσπάθεια διείσδυσης σε ξένες αγορές.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η μη προκήρυξη προσφορών και ο κατά συνέπεια αποκλεισμός των αιτητών θίγει δυσμενώς τα συμφέροντά τους, αφού, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα που θα υπέβαλλαν προσφορά, αν τους εδίδετο η ευκαιρία.
Κατά συνέπεια, κρίνουμε πως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να παρακάμψουν τη διαδικασία προσφορών και να συνάψουν σύμβαση ως ανωτέρω, ήταν παράνομη.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.»
Της έκδοσης της ανωτέρω δικαστικής απόφασης είχε προηγηθεί η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πολιτική Έφεση 8469, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, στην οποία η Αρχή Λιμένων τερμάτισε την παραχώρηση (έναντι ενοικίου) της χρήσης αποθήκης που ανήκε στην ακίνητη περιουσίας της. Αποφασίστηκε πως η παραχώρηση της αποθήκης αποτελούσε άδεια χρήσης (και όχι μίσθωση στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου) και ως εκ τούτου η παράλειψη των εφεσειόντων να προσβάλουν τη νομιμότητα της απόφασης για τερματισμό της άδειας, που αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, τους στερούσε το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά της. Σχετικά με το ζήτημα, που σήμερα απασχολεί και εδώ, είναι τα κατωτέρω αποσπάσματα από την ρηθείσα απόφαση Ναυτικός Όμιλος Πάφου (ανωτέρω), (με τον τονισμό και υπογραμμίσεις να έχουν προστεθεί):
«Οι εφεσίβλητοι, ανταποκρινόμενοι σε αίτημα των εφεσειόντων, παραχώρησαν τη χρήση τελωνειακής αποθήκης στο χώρο του λιμένα Πάφου για τη στέγαση και λειτουργία του Ναυτικού Όμιλου της πόλης, νεοσύστατου αθλητικού σωματείου, με κύριο σκοπό την προαγωγή του ναυταθλητισμού.
[…]
Στις 4/1/78 οι εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι τους παραχωρείται η αποθήκη με τους όρους που τίθενται στο σχετικό έγγραφο της Αρχής (Τεκμήριο 4). Οι όροι αφορούσαν :-
(α) τη διάρκεια της παραχώρησης,
(β) τους όρους χρήσης των υποστατικών,
(γ) τα δικαιώματα για τη χρήση, και
(δ) τον τερματισμό της παραχώρησης.
Η διάρκεια της παραχώρησης ορίστηκε σε ένα έτος, υποκείμενη σε ανανέωση. Ο Ναυτικός Όμιλος θα αναλάμβανε τα έξοδα επισκευής και συντήρησης του κτιρίου. Η χρήση υπόκειτο στους νόμους και κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία των λιμένων. Ως ενοίκιο, καθορίστηκε το συμβολικό ποσό των £12. Τέλος, η Αρχή είχε το δικαίωμα να τερματίσει την παραχώρηση με τρίμηνη προειδοποίηση.
[…]
Ο τερματισμός της παραχώρησης της αποθήκης, οδήγησε σε διένεξη μεταξύ των μερών και, αργότερα, αποτέλεσε το αντικείμενο της αγωγής που ηγέρθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με αίτημα την έξωση των εφεσειόντων και ζημίες για τη συνεχιζόμενη κατοχή των υποστατικών.
[…]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από μακρά δίκη, έκρινε ότι η παραχώρηση των υποστατικών συνιστούσε άδεια χρήσης και όχι ενοικίαση του ακινήτου, χαρακτήρα τον οποίο διατήρησε μέχρι και τον τερματισμό της. Και εφόσον η άδεια παραχωρήθηκε στα πλαίσια της δημόσιας λειτουργίας της Αρχής, τόσο η παραχώρηση όσο και ο τερματισμός της, συνιστούσαν πράξεις εξουσίας κατά τα δικαιικά θέσμια. Συνεπώς, η αναθεώρηση του τερματισμού υπόκειτο στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Και εφόσο ο τερματισμός δεν ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, τεκμηριώνεται ως έγκυρη διοικητική πράξη, ενέχουσα όλες τις συνέπειες που υποδηλώνει το κείμενό της, καθοριστικές για τα νομικά δικαιώματα παντός επηρεαζόμενου προσώπου, στην προκείμενη περίπτωση του Ναυτικού Όμιλου Πάφου.
[…]
Με την έφεση προσβάλλονται όλα τα ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και η κατάληξη στην οποία άχθηκε αναφορικά με τη φύση και το χαρακτήρα της μεταξύ των διαδίκων σχέσης, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, καθώς και τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν.
[…]
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων επικεντρώθηκε κατά πρώτο λόγο στην ανάλυση των αρχών του δικαίου που διέπουν την ταξινόμηση και χαρακτηρισμό πράξεων και αποφάσεων διοικητικών αρχών και οργάνων ώστε να προσδιοριστεί η σφαίρα λειτουργίας της Αρχής Λιμένων σε σχέση με την παραχώρηση των υποστατικών και μεταγενέστερα τον τερματισμό της.
[…]
Νομική υπόσταση της ρύθμισης της παραχώρησης των υποστατικών και της πράξης τερματισμού της:
Η Αρχή Λιμένων είναι οργανισμός δημόσιου δικαίου στον οποίο έχει εναποτεθεί κρατική ευθύνη και εξουσία για τη λειτουργία και διαχείριση των λιμένων της Δημοκρατίας. Οι λιμένες συνιστούν σημεία ελέγχου εισόδου και εξόδου ατόμων και εμπορευμάτων στη Δημοκρατία. Η διαχείρισή τους συνιστά σημαντική κρατική λειτουργία, συνυφασμένη με την κυριαρχία του κράτους στο χώρο της επικράτειας της Πολιτείας [βλ. Ports Authority v. Republic (1983) 3 C.L.R. 385, και Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117]. To κοινό έχει άμεσο συμφέρον στην ευόδωση των σκοπών της Αρχής και ανάλογο ενδιαφέρον για την καλή λειτουργία της.
Οι πράξεις της Αρχής Λιμένων, όπως και εκείνες κάθε δημόσιας αρχής ή οργάνου, που σχετίζονται με την προώθηση ή εκπλήρωση των δημόσιων σκοπών που έχουν εναποτεθεί σ' αυτή, συνιστούν πράξεις εξουσίας, δηλαδή πράξεις που εκπηγάζουν από την άσκηση των εξουσιών της Αρχής. Πράξεις αυτής της κατηγορίας - πράξεις εξουσίας - ανάγονται και επενεργούν στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, οι αρχές του οποίου διέπουν την υπόστασή τους. Εφόσον είναι εκτελεστές, δηλαδή γενεσιουργοί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο παρέχεται, βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους.
Η λειτουργία δημόσιας αρχής ή οργάνου δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου επεκτείνεται και στο ιδιωτικό δίκαιο ο,ποτεδήποτε η αρχή ενεργεί για την προστασία του ταμιευτικού της συμφέροντος (fiscus). Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται ως πράξεις διαχείρισης. Έρεισμα για τον καταρτισμό ή σύναψη πράξης διαχείρισης, αντλείται όχι από τη δημόσια εξουσία αρχής ή όργάνου, αλλά από τα περιουσιακά τους δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου. Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο. Στις πράξεις διαχείρισης εμπίπτουν και συμβάσεις αναφορικά με τη διάθεση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας δημόσιας αρχής. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης οποτεδήποτε παίρνουν τη μορφή "σύμβασης"· άλλο είναι η αποβολή, εκ μέρους της Αρχής, του μανδύα της εξουσίας στον καταρτισμό τους.
Πράξεις διαχείρισης διαστέλλονται από πράξεις εξουσίας, ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο εκδίδονται και τα συστατικά τους στοιχεία. Στην Κύπρο, έχει κατ' επανάληψη αναγνωριστεί ότι στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και κατ' ακολουθία στην αποκλειστική του αρμοδιότητα, υπάγονται μόνο εκτελεστές πράξεις δημόσιων αρχών που επενεργούν στον τομέα του δημόσιου δικαίου [βλ. μεταξύ άλλων, Achilleas HadjiKyriakou v. Theologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89; Savvas Yianni Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91]. Εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η μορφή την οποία λαμβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης.
[…]
Εξέταση των όρων, βάσει των οποίων παραχωρήθηκε η χρήση των υποστατικών, όπως προσδιορίζονται στη γνωστοποίηση της απόφασης που περιέχεται στο Τεκμήριο 4, αποκαλύπτει ότι -
(α) Πρόκειται για μονομερή απόφαση της Αρχής προς
(β) ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης για την προώθηση του ναυταθλητισμού μέσο των λιμενικών διευκολύνσεων, και όχι πράξη αναγόμενη στην προστασία του ταμιευτικού συμφέροντος της Αρχής,
(γ) υποκείμενη (η χρήση) στο νομικό καθεστώς λειτουργίας και επιτήρησης των λιμένων.
[…]
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά έκρινε ότι η παραχώρηση χρήσης της αποθήκης από τους εφεσιβλήτους, συνιστούσε άδεια και όχι εκμίσθωση. Σημειώνουμε παρενθετικά ότι εκμίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας της Αρχής επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και εφόσον πρώτα διαπιστωθεί ότι η περιουσία δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς της Αρχής. Είναι αμφίβολο αν συμφωνία η οποία καταρτίζεται κατά παράβαση του άρθρου 10(2)(η) του Ν 38/73, συνιστά νόμιμη σύμβαση ενόψει των διατάξεων του άρθρου 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149. Δε θα επεκταθούμε σε εξέταση του θέματος αυτού εφόσο δεν εγείρεται στην έφεση.
Καταλήγουμε ότι η πράξη παραχώρησης της αποθήκης συνιστούσε πράξη εξουσίας αναγόμενη στο πεδίο του δημόσιου δικαίου.
[…]
Έπεται ότι η εγκυρότητα του τερματισμού της άδειας χρήσης των υποστατικών, μπορούσε να αναθεωρηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 146. Ο τερματισμός οριοθέτησε τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και τεκμηρίωσε την εκπνοή της άδειας για τη χρήση της τελωνειακής αποθήκης [Αγρόκτημα ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 225]. Μετά τη λήξη της άδειας στις 31/12/87, οι εφεσείοντες απώλεσαν κάθε δικαίωμα χρήσης των υποστατικών.»
Προκύπτει επομένως εδώ το ερώτημα κατά πόσον ο σκοπός της επίδικης πράξης, της στέγασης δηλαδή των Υπηρεσιών του Κράτους ειδικότερα της στέγασης μίας υπηρεσίας για 160 υπαλλήλους και έκτασης 4.000 τ.μ. προς κάλυψη των αναγκών όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και του κοινού, τους διοικούμενους που εξυπηρετούνται καθημερινά από το Τμήμα Εφόρου Φορολογίας, ανήκει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου.
Για την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα ακόλουθα. Βάσει των γενικών αρχών της νομιμότητας, η δράση της διοίκησης οφείλει να βρίσκεται σε σύμπνοια με την αρχή της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας, της ισότητας έναντι όλων, της αντικειμενικότητας και της έλλειψης μεροληψίας και να επιδιώκεται προς επίτευξη σκοπών του δημοσίου το καλύτερο μέσο για την διασφάλιση των συμφερόντων του κράτους. Με την προκήρυξη διαγωνισμού δημιουργείται θεμιτός ανταγωνισμός που εξασφαλίζει περισσότερες επιλογές στην καλύτερη δυνατή τιμή για τα κρατικά συμφέροντα.
Από τα γεγονότα συνάγεται πως το διοικητικό όργανο προκήρυξε δημόσιο διαγωνισμό για την αγορά ή ενοικίαση κτιρίου για την κάλυψη δημόσιων αναγκών. Υπήρξαν συγκεκριμένοι όροι στον διαγωνισμό οι οποίοι σύμφωνα με την νομολογία αποτελούν το Κανονιστικό πλαίσιο σε μία τέτοια προκήρυξη. Οι προδιαγραφές αυτές (συνολικό εμβαδόν ωφέλιμου χώρου, εμβαδόν χώρων στάθμευσης, ετοιμοπαράδοτο σε καθορισμένο χρόνο και απαίτηση για το έτος ανεγέρσεως οικοδομής, η αδειοδότηση για γραφειακή χρήση, οι δυνατότητες διακίνησης ΑΜΕΑ, ο κλιματισμός, η δομημένη καλωδίωση, το σύστημα πυρανίχνευσης και οι εργασίες εσωτερικής διαρρύθμισης) προβλέπονταν αναλυτικά στην προκήρυξη του διαγωνισμού.
Δεν έχουμε ενώπιόν μας περίπτωση διαχείρισης κρατικής περιουσίας, που συνήθως (και όχι πάντοτε ως αποκαλύπτουν οι ανωτέρω αναφερθείσες εξαιρέσεις από τη νομολογία) εμπίπτει στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Στην παρούσα υπόθεση το κράτος, ελλείψει κατάλληλων ακινήτων που να του ανήκουν, δημοσίευσε εντός συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου την προκήρυξη διαγωνισμού, υποβλήθηκαν προσφορές και πριν αρχίσει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης με τους επιλεγέντες προσφοροδότες, κρίθηκε - μονομερώς βεβαίως και κυριαρχικά εκ μέρους της διοίκησης - ότι οι προσφορές βρίσκονταν εκτός του κανονιστικού πλαισίου, δηλαδή των όρων του διαγωνισμού και ακυρώθηκε ο διαγωνισμός. Τόσο η προκήρυξή του Διαγωνισμού, όσο και οι αποφάσεις που αφορούσαν τις προσφορές των προσφοροδοτών ως εκτός προδιαγραφών, αλλά και η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού εμπίπτουν στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Σε αντίθεση με ό,τι αναγνωρίζεται ως πράξη διαχείρισης, στην παρούσα περίπτωση οι περιστάσεις είναι παντελώς διαφορετικές. Η υπό κρίση συμπεριφορά των εφεσίβλητων δεν συνιστά πράξη διαχείρισης της περιουσίας τους, αλλά ικανοποίηση της ανάγκης στέγασης των υπηρεσιών τους. Ένας τέτοιος σκοπός αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος εντάσσει την προσβαλλόμενη πράξη στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Στην υπό κρίση υπόθεση οι εφεσίβλητοι δεν λειτούργησαν ως συναλλακτική Διοίκηση («fiscus»), αλλά ως εξουσιαστική Διοίκηση («imperium»), με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Δεν πρόκειται για διαχείριση κρατικής περιουσίας, ούτε για διαχείριση κρατικού ταμείου, αλλά για δημόσιο έργο ή υπηρεσία προϋπολογισθείσα στα δημόσια έξοδα.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί, ως υπόμνηση και μόνον, (αφού κανένας από τους διαδίκους δεν διαφωνεί ως προς αυτό), πως το γεγονός ότι η ενοικίαση κτιρίων περιλαμβάνεται στο πεδίο εξαίρεσης από την Οδηγία 2014/24/ΕΕ, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο των συμβάσεων (ο περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμος (Ν.73(Ι)/2016), ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν επιδρά και ούτε προσδιορίζει και την δικαιοδοσία ή όχι του Διοικητικού Δικαστηρίου να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Αυτό που καθορίζει το ζητούμενο, κατά την πάγια νομολογία, είναι αν η πράξη εντάσσεται στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου ή όχι.
Επί του ιδίου θέματος, της προκήρυξης προσφοράς για στέγαση υπηρεσιών, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Angelos Nikolaides Holdings Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κ.ά., προσφυγή αρ. 293/2007, ημερομηνίας 27/1/2009, το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιόν του σε εκείνη την υπόθεση αντίστοιχη προδικαστική ένσταση από τους καθ’ ων η αίτηση, αντιμετώπισε την απόφαση της διοίκησης για τον διαγωνισμό για εκδήλωση ενδιαφέροντος για στέγαση του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως πράξη εμπίπτουσα στο δημόσιο δίκαιο και εξέτασε τη νομιμότητά της, ως ακολούθως:
«Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών, δημοσίευσε στις 16.12.2005, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Πρόσκληση για την υποβολή Δήλωσης Ενδιαφέροντος για την προσφορά γραφείων και των συναφών ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, για ενοικίαση, για τη στέγαση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας.
Υποβλήθηκαν τελικά, Δηλώσεις Ενδιαφέροντος, περιλαμβανομένων των Δηλώσεων των Αιτητών και της εταιρείας Ίριδα Κτηματική Λτδ., Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ).
Ορίστηκε Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία συνήλθε σε τέσσερις συνεδρίες στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος (στις 15.2.2006, 27.2.2006, 8.3.2006 και 16.3.2006).
[…]
Επίσης, η Επιτροπή Αξιολόγησης, αποφάσισε ότι θα αξιολογήσει, μόνο εκείνες τις προσφορές που θα πληρούσαν και τους τέσσερις όρους της πρόσκλησης για δήλωση ενδιαφέροντος, δηλαδή τα προτεινόμενα κτίρια/τεμάχια:-
(α) να προσφέρουν το απαιτούμενο δομήσιμο εμβαδό (4100 τ.μ. περίπου, συμπεριλαμβανομένων των κοινόχρηστων χώρων),
(β) να έχουν, τουλάχιστον, εκατόν (100) χώρους στάθμευσης,
(γ) να βρίσκονται στους καθορισμένους άξονες ή πολύ πλησίον αυτών, και
(δ) στην περίπτωση κατά την οποία βρίσκονται σε περιοχές που δεν επιτρέπεται η ανέγερση γραφείων, να έχουν σε ισχύ πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής, για ανέγερση γραφείων.
Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι η Δήλωση Ενδιαφέροντος του ΕΜ και αυτή των Αιτητών, πληρούσαν και τους τέσσερις όρους της πρόσκλησης, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Δηλώσεις Ενδιαφέροντος οι οποίες αποκλείσθηκαν γι' αυτόν τον λόγο.
[…]
Το Τμήμα, με επιστολή του ημερ. 29.6.2006, προς την Επαρχιακή Επιτροπή Καθορισμού Ενοικίων Λάρνακας, την κάλεσε να καθορίσει το ενοίκιο, τόσο για το κτίριο που θα ανέγειρε το ΕΜ, όσο και για το υπό ανέγερση κτίριο των Αιτητών, λαμβάνοντας υπόψη: (α) το ποσοστό βαθμολογίας που εξασφάλισε η κάθε προσφορά/πρόταση στο κάθε κριτήριο ξεχωριστά, (β) τη συνολική βαθμολογία που εξασφάλισε η κάθε προσφορά/πρόταση και (γ) την επιθυμία του Τμήματος όπως, το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, στεγαστεί σε ανεξάρτητο και αυτοτελές κτίριο στο οποίο να μη στεγάζονται άλλες υπηρεσίες, έτσι ώστε να παρέχεται πλήρης ασφάλεια στο κτίριο και κατ' επέκταση στα κτηματολογικά βιβλία και στον εξοπλισμό του Γραφείου. Επίσης, αναφερόταν ότι το υπό ενοικίαση κτίριο, θα έπρεπε να παρέχει εύκολη προσπέλαση από όλα τα μέρη/σημεία της πόλης και επαρχίας Λάρνακας, δεδομένου ότι καθημερινά θα προσέρχονται στο κτίριο αυτό για εξυπηρέτηση, εκατοντάδες πολίτες.
[…]
Ο Υπουργός Εσωτερικών, με πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το κάλεσε όπως εγκρίνει την Πρόταση του ΕΜ, δηλαδή την ενοικίαση του κτιρίου για χρονική περίοδο όχι μικρότερη των έξι χρόνων, όπως αναφέρεται και στην πρόσκληση για δήλωση ενδιαφέροντος, με ενοίκιο £6.65 ανά τ.μ. μηνιαίως, με τον όρο, όπως, στην περίπτωση κατά την οποία αποφασιστεί και συμφωνηθεί, μεταγενέστερα, η ενοικιαγορά του κτιρίου, το ποσό του ενοικίου που θα καταβαλλόταν από την ημερομηνία της συμφωνίας ενοικιαγοράς να συνυπολογίζεται στο ποσό της ενοικιαγοράς.
Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 29.11.2006 αποφάσισε να εγκρίνει την πρόταση του ΕΜ, με αποτέλεσμα να υπογράψει σχετική συμφωνία ενοικίασης του κτιρίου.
[…]
Οι Αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ως παράνομη και ζητούν την ακύρωση της.
[…]
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, αφού δεν επιλέγηκε η δική τους προσφορά που ήταν και η πιο χαμηλή, δεν ευσταθεί, αφού με βάση τους όρους της προσφοράς, οι οποίοι αποτελούν περιεχόμενο των εγγράφων του επίδικου διαγωνισμού και συγκεκριμένα του όρου 1.6 των εγγράφων, καθορίζεται ότι θα προτιμηθεί η «πιο συμφέρουσα προσφορά». Με τον όρο «πιο συμφέρουσα», βάσει του άρθρου 59 του Νόμου περί Δημόσιων Συμβάσεων Ν. 12(Ι)/2006, δεν εννοείται ότι θα προτιμηθεί η πιο χαμηλή προσφορά, αλλά αυτή που εκτός από την τιμή θα καλύπτει το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης και συγκεκριμένα την ποιότητα, την τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, την αποδοτικότητα, την εξυπηρέτηση μετά την πώληση, την τεχνική συνδρομή, την ημερομηνία παράδοσης και την προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης.
[…]
Τέλος, οι Αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα σ' αυτούς για προηγούμενη ακρόαση. Ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης, κατά την άποψή μου, ευσταθεί. Η διοίκηση μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην δεσμεύεται από τις πρόνοιες του Νόμου 12(Ι)/2006, επειδή πρόκειται για δημόσια σύμβαση που έχει ως αντικείμενο τη μίσθωση ακινήτου (άρθρο 15), αλλά αναμφίβολα δεσμεύεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο Νόμο 158(Ι)/99. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές με τη διαπραγμάτευση που ξεκίνησαν, είχαν την ευκαιρία και πράγματι διατύπωσαν την τελική τους εισήγηση αναφορικά με το ενοίκιο. Το ότι η διοίκηση έχοντας υπόψη πέραν του ενοικίου και τα υπόλοιπα κριτήρια για τον προσδιορισμό της πιο συμφέρουσας τιμής, συμφώνησε με το ΕΜ μια συγκεκριμένη τιμή, δεν σημαίνει ότι οι Αιτητές στερήθηκαν του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Απεναντίας, τους δόθηκε το δικαίωμα το οποίο και άσκησαν.»
Συνοψίζοντας, συμφωνώ με την θέση των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι λειτούργησαν υπό την ιδιότητα οργάνου που ασκεί διοικητική εκτελεστή λειτουργία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η απόφασή τους να απορρίψουν τις προσφορές και να ακυρώσουν τον διαγωνισμό αποτελεί κυριαρχική μονομερή πράξη της Διοικήσεως ανήκουσα στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου και αποτελούσα εκδήλωση δημόσιας εξουσίας.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, θα έκανα δεκτή την έφεση και θα παρέπεμπα την υπόθεση για εκδίκαση των λόγων ακυρώσεως στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/ΓΓ
[1] «29. (1) Ο Γενικός Λογιστής οφείλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να παρακολουθεί και να επιβλέπει ότι η διαδικασία ανάθεσης για την αγορά προμηθειών, την παροχή υπηρεσιών και την εκτέλεση έργων διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου, του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου, του περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου, του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Ορισμένων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Παροχής Υπηρεσιών που Συνάπτονται από Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας και για Συναφή Θέματα Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδομένων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και συνάδουν με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της ίσης μεταχείρισης, της αποφυγής διακρίσεων και με το κοινοτικό κεκτημένο.
(2) Ο Γενικός Λογιστής οφείλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να ρυθμίζει με Κανονισμούς, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τον τρόπο και τη διαδικασία εκτέλεσης των συμβάσεων, τη διάθεση και χρήση των αγαθών, έργων και υπηρεσιών και την πώληση ή εκμίσθωση αγαθών».
[2]Δέστε, ανάμεσα σε άλλες: Louis Tourist Agency Ltd και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 568, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. C.N.C.P. Boat and Car Park Ltd και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 193, Σέργη ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1757, Κυθραιώτης & Συνεργάτες και Άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 118.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο