
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.
(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2025)
14 Μαΐου, 2025.
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΛΛΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΕΠΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΓΙΑ 1) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΙΤΣΕΡΟΥ, 2) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΡΟΚΗΠΙΑΣ, 3) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, 4) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΩ ΜΟΝΗΣ, 5) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΕΔΙΟΥ, 6) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΕΝΟΙΚΟΥ, 7) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΑΛΟΥΝΤΑΣ, 8) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΡΟΥΝΤΑΣ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝΤΑ ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 27/2023 ΚΑΙ 29/2023, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2025.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
____________________
Ν. Ιακώβου (κα) και Μ. Τσαγγαρίδου (κα) για Λέλλος Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα, για το Ε/Μ στην ΄Εφεση Αρ. 27/23.
Μ. Κλεάνθους (κα), για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για το Ε/Μ στην ΄Εφεση Αρ. 29/23.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λιάτσος, Π., με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Οικονόμου, Ψαρά-Μιλτιάδου, Σωκράτους, Καρακάννα και Γεωργίου. Διϊστάμενη απόφαση θα δώσει η Δικαστής Χατζηγιάννη και με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Σάντης.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Στις 24.3.2022 η Πολεοδομική Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της δεδομένα, ειδικά τη θετική Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής, προχώρησε με τη χορήγηση Πολεοδομικής ΄Αδειας, σε σχέση με κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ασφαλτικού σκυροδέματος.
Οι Αιτητές καταχώρησαν προσφυγή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης προς έγκριση της αίτησης για πολεοδομική άδεια. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού έκρινε ότι οι Αιτητές, ως ενδιαφερόμενες τοπικές αρχές, είχαν έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης πράξης, προχώρησε στην εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορούσε στην παραβίαση του ΄Αρθρου 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής για την ΄Υπαιθρο, το οποίο προνοεί όπως η Πολεοδομική Αρχή συμβουλεύεται, μεταξύ άλλων, «… και την οικεία Τοπική Αρχή, καθώς και οποιαδήποτε όμορη Τοπική Αρχή, σε περίπτωση που η ανάπτυξη προτείνεται σε απόσταση μικρότερη της τάξης των δύο (2) χιλιομέτρων από τα αντίστοιχα διοικητικά της όρια.».
΄Εκρινε, καταληκτικά, ότι οι ως άνω πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής παραβιάστηκαν και, δεδομένου ότι ο υπό αναφορά λόγος ακύρωσης ανέτρεχε στη ρίζα της διαδικασίας, δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Το επιτυχές αποτέλεσμα της προσφυγής προσβλήθηκε με μια σειρά από λόγους έφεσης ενώπιον του Αναθεωρητικού Τμήματος του Εφετείου. Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6 έβαλλαν κατά του ευρήματος επί της ουσίας, της παραβίασης δηλαδή των προαναφερθέντων προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής.
Το Εφετείο, εντόπισε ότι σημείο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων αποτελούσε, «… κατά πόσο τέτοια απόφαση χωροθέτησης, στην παρούσα περίπτωση, λήφθηκε, ως (εμμέσως πλην σαφώς) η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πριν ακουστούν οι προσφεύγοντες (ήτοι από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως ο ισχυρισμός των Εφεσίβλητων, βλ. και γεγονότα στην πρωτόδικη απόφαση) ή αφού ακούστηκαν οι Εφεσίβλητοι, με το επιχείρημα προς υποστήριξη της τελευταίας θέσης από την πλευρά της Εφεσείουσας να έχει ότι, η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν «πολιτικής» φύσεως και η υποχρέωση ακρόασης πριν τη λήψη της διοικητικής απόφασης περί της χωροθέτησης, η οποία λαμβάνεται από την Πολεοδομική Αρχή (βλ. ανωτέρω), δημιουργείται με την καταχώρηση της σχετικής πολεοδομικής αιτήσεως και όχι προηγουμένως.».
Αποφάσισε ότι «Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, δεν απαιτείται να εξεταστεί και κριθεί. Αυτό διότι, ακόμη και αν, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί, ήτοι ότι οι Εφεσίβλητοι (λανθασμένα, ως έκρινε) έχουν ακουστεί μετά την λήψη τέτοιας απόφασης, τέτοια τυχόν παράβαση της παραγράφου 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής δεν προβλήθηκε, βρίσκουμε, λυσιτελώς πρωτόδικα και έπρεπε να μην τύχει εξέτασης ή, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο γι' αυτόν τον λόγο. Αυτό, συγκεκριμένα, διότι, ως προκύπτει από τον ίδιο τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης όλοι οι Εφεσίβλητοι (πλην του Κοινοτικού Συμβουλίου Μαλούντας) εν πάση περιπτώσει ακούσθηκαν (βλ. υποβολή απόψεων δια επιστολής ημερομηνίας 24.3.2021 προς την Πολεοδομική Αρχή). Συνεπώς, ακύρωση της επίδικης απόφασης γι' αυτό τον λόγο δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε, αφού αναγκαστικά τέτοια πλημμέλεια, αν υπήρξε, δεν μπορεί παρά να τύγχανε επανόρθωσης-θεραπείας σε ενεστώτα χρόνο και, ως έχουμε προαναφέρει, τελικώς οι (επτά εκ των οκτώ) Εφεσίβλητοι (ήδη) ακούσθηκαν, ενώ, ταυτόχρονα, δεν έχουν στοιχειοθετήσει, τι άλλο θεωρούν ότι στερήθηκαν να εκθέσουν που δεν έθεσαν, έστω μεταγενέστερα, αν τέτοια θέση γινόταν αποδεκτή, ενώπιον της διοίκησης.».
Στη βάση των πιο πάνω, το Εφετείο κατέληξε όπως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί παράβασης της διάταξης 9.9.2.3 και η συνακόλουθη, λόγω αυτού του ευρήματος, ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, παραμεριστούν «… αφού τέτοιος λόγος ακύρωσης προβλήθηκε και προωθήθηκε, κρίνουμε, αλυσιτελώς.». Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στο Διοικητικό Δικαστήριο προς εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.
Η ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, υπό κρίση, Αίτηση, καταχωρήθηκε κατ΄ επίκληση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64 (ο Νόμος) ως τροποποιήθηκε. Αφορά σε αναζήτηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης. Εδράζεται στη θέση ότι από την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου προκύπτουν νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας δευτερογενούς νομοθετικής διατάξεως, καθώς και με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας.
Υποστηρίζεται από την ενώπιόν μας εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Αιτητών, ότι η κατάληξη του Εφετείου δεν σχετίζεται με λόγο έφεσης και/ή με λόγο ένστασης που προωθήθηκε πρωτόδικα, ούτε και συνιστούσε λόγο δημόσιας τάξης, προκειμένου να εξεταζόταν αυτεπάγγελτα. Τίθεται επίσης πως η κατάληξη του Εφετείου πάσχει, δεδομένου ότι αποφάσισε επί θέματος το οποίο καθόρισε το αποτέλεσμα της έφεσης, ήτοι ύπαρξης αλυσιτέλειας, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους Αιτητές να ακουστούν, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και τον πυρήνα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης.
Κρίνουμε επιβεβλημένο να επαναλάβουμε ότι οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως το ΄Αρθρο 9(2)(γ) καθορίζει και η νομολογία μας έχει επεξηγήσει, είναι αυστηρές. Οριοθετούνται και αντικρίζονται υπό το πρίσμα της συνταγματικής αποστολής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σκοπός δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου, αλλά η παρέμβαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, εφόσον και στην περίπτωση και μόνο που συντρέχουν οι εκ του Νόμου προϋποθέσεις. Λέχθηκε, σχετικά, στην Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για χορήγηση άδειας, Αίτηση Αρ. 2/2023, ημερομηνίας 31.1.2024:
«Στην πρόσφατη απόφασή μας Σωτηρούλα Ροτσίδου, Αίτηση για χορήγηση άδειας Αρ. 3/2023, ημερομηνίας 20.11.2023, εξετάζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου. Τούτο, σε συνάρτηση με την ανάγκη εξειδίκευσης των ζητημάτων που τίθενται για εξέταση και τονίζεται η επιτακτική ανάγκη επακριβούς καθορισμού των νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, οι πλήρεις λόγοι και τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας, προκειμένου να τεκμηριώνεται το αίτημα και να ενεργοποιείται η εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει στην ακρόαση επί της ουσίας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το ΄Αρθρο 9(2)(γ) είναι ιδιαίτερου χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τα αμέσως προηγούμενα εδάφια του Νόμου - τις περιπτώσεις δηλαδή παραπομπής ζητήματος αντισυνταγματικότητας (΄Αρθρο 9(2)(α)) και έφεσης παραπεμφθείσας υπό του Εφετείου (΄Αρθρο 9(2)(β)) – αφορά στην εκδίκαση σε τρίτο και τελευταίο βαθμό επί νομικών θεμάτων που προκύπτουν από απόφαση πλέον του Εφετείου, κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως. Ως εκ τούτου, το γεγονός της εκδίκασης ήδη σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, προϋποθέτει την ανάγκη εξασφάλισης άδειας από το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, προκειμένου να επιληφθεί σε τρίτο βαθμό της υπόθεσης, νοουμένου πάντα ότι βρίσκεται ενώπιον νομικών θεμάτων τα οποία, επιπρόσθετα, καλύπτουν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση ΄Αρθρου 9(2)(γ).
Για τους λόγους αυτούς, η δικαιοδοσία που παρέχεται από το πιο πάνω ΄Αρθρο θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και το πεδίο εφαρμογής του θα πρέπει να αντικρίζεται υπό το πρίσμα της εγγενούς ιδιότητας και της συνταγματικής αποστολής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. ΄Εργο του οποίου, εξ ορισμού, είναι ο καθορισμός και η διαμόρφωση αρχών δικαίου. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε διολίσθηση, προσδίδοντάς του δικαιοδοσία τριτοβάθμιου δικαστηρίου προς έλεγχο των αποφάσεων Εφετείου, καλούμενο να κρίνει επί όλου του φάσματος τη δευτεροβάθμια απόφαση.
Η παροχή άδειας στη βάση του προαναφερθέντος ΄Αρθρου 9(2)(γ) δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκδοθείσας απόφασης. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του επίμαχου ΄Αρθρου, αντικριζόμενου, ως ήδη λέχθηκε, υπό το πρίσμα της συνταγματικής υπόστασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»
Συνεπώς, σε αιτήσεις αυτής της μορφής, το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου. Ως εκ τούτου, τυχόν υπόδειξη σφάλματος στην εφετειακή απόφαση, εκτός των παραμέτρων του υπό αναφορά ΄Αρθρου, δεν επιτρέπει ενεργοποίηση της υπό συζήτηση δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω, πέραν της αμφισβήτησης που παρατηρείται ως προς το πλαίσιο των γεγονότων που κάλυπταν τα επίμαχα ζητήματα, αυτό το οποίο κατ΄ ουσίαν επιζητείται μέσω της παρούσας Αίτησης είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της ενώπιον του Εφετείου διαδικασίας.
Κατά πόσον το Εφετείο ορθά έπραξε ή εάν όφειλε και θα έπρεπε, κατά δικονομική, ως τίθεται, ευθυγράμμιση, να κινηθεί εντός των ορίων των λόγων έφεσης που καταχωρήθηκαν και να ακούσει προηγουμένως τους συνηγόρους εν σχέσει με το ζήτημα της αλυσιτέλειας, επηρεάζει, ενδεχομένως, αναλόγως της κατάληξης, τα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά δεν συνιστά νομικό θέμα, εν τη εννοία του ΄Αρθρου 9(2)(γ), προς απάντηση. Αλυσιτέλειας, προσθέτουμε, όχι υπό την έννοια του παραδεκτού της προσφυγής, η ακρόαση επί της οποίας εκκρεμεί, αλλά, όπως το Δικαστήριο καθόρισε. Στη βάση δηλαδή του γεγονότος ότι, εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές, σε κάποιο στάδιο, είχαν ακουστεί ως προς το ζήτημα της χωροθέτησης.
Ως αποτέλεσμα, είναι η κατάληξή μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας, προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατ΄ ακολουθία του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος των Αιτητών όπως αυτά θα υπολογισθούν.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.
(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/25)
14 Μαΐου, 2025
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΛΛΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΕΠΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΓΙΑ 1) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΙΤΣΕΡΟΥ, 2) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΡΟΚΗΠΙΑΣ, 3) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, 4) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΩ ΜΟΝΗΣ, 5) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΕΔΙΟΥ, 6) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΕΝΟΙΚΟΥ, 7) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΑΛΟΥΝΤΑΣ, 8) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΡΟΥΝΤΑΣ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝΤΑ ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 27/2023 ΚΑΙ 29/2023 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/1/25
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
____________________
Ν. Ιακώβου (κα) και Μ. Τσαγγαρίδου (κα), για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην ΕΔΔ 27/23.
Μ. Κλεάνθους (κα), για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος στην ΕΔΔ 29/23.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Το ιστορικό που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση και το οποίο οδήγησε στην έκδοση της απόφασης του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην ΕΔΔ 27/2023 (στο εξής ΕΜ1) ημερ. 24.3.2022, να χορηγήσει την πολεοδομική άδεια με αρ. ΛΕΥ/00 108/2021 στο Ενδιαφερόμενο Μέρος στην ΕΔΔ 29/2023 (στο εξής ΕΜ2), για την ανέγερση εργοστασίου παραγωγής ασφάλτου, εντός κρατικού τεμαχίου, εντός της γεωργικής ζώνης στην κοινότητα Μιτσερού, έχει ως ακολούθως:
Στα πλαίσια δέσμευσης της Κυβέρνησης για την επίλυση προβλημάτων όχλησης από τη λειτουργία των Μονάδων παραγωγής ασφάλτου κοντά σε κατοικημένες περιοχές, μεταξύ των οποίων και του εργοστασίου του ΕΜ2 που λειτουργούσε στα διοικητικά όρια του Δήμου Τσερίου, το Υπουργικό Συμβούλιο όρισε αρμόδια Υπουργική Επιτροπή για εξεύρεση βέλτιστων δυνατών λύσεων για μετεγκατάσταση των μονάδων που λειτουργούσαν κοντά σε οικιστικές περιοχές, σε κρατικά και/ή τουρκοκυπριακά τεμάχια, υπό την αίρεση ότι αυτά θα κρίνονταν από περιβαλλοντικής άποψης κατάλληλα, στο πλαίσιο εκπόνησης σχετικών περιβαλλοντικών μελετών.
Ειδικότερα, για την μια από τις δύο μονάδες του ΕΜ2 επιλέγηκαν τρεις υποψήφιες θέσεις εντός κρατικού τεμαχίου όπου δραστηριοποιείτο λατομικά το ΕΜ2, στην κοινότητα Μιτσερού, οι δύο εντός και η μία πλησίον της λατομικής ζώνης.
Από τις εν λόγω τρεις προταθείσες θέσεις, θεωρήθηκε ως καταλληλότερη η περιοχή εντός της γεωργικής ζώνης. Έτσι, το ΕΜ2 στις 18.1.2021, αφού εκμίσθωσε την συγκεκριμένη έκταση του κρατικού τεμαχίου, υπέβαλε στην Πολεοδομική Αρχή την αίτηση με αρ. ΛΕΥ/108/2021, για την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση εργοστασίου παραγωγής ασφάλτου, η οποία συνοδεύετο από μελέτη εκτίμησης επιπτώσεων στο περιβάλλον, δυνάμει των απαιτήσεων του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2018 (Ν.127(1)/2018). Η ανάπτυξη προτείνετο σε τμήμα του συγκεκριμένου κρατικού τεμαχίου, εντός των διοικητικών ορίων της κοινότητας Μιτσερού, που ενέπιπτε σε γεωργική ζώνη Γ3.
Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, αποστάληκαν διαβουλεύσεις προς όλα τα καθ’ ύλην αρμόδια κυβερνητικά τμήματα και τον Έπαρχο Λευκωσίας, από τα οποία εξασφαλίστηκαν θετικές απόψεις.
Περαιτέρω, η Πολεοδομική Αρχή ζήτησε τις απόψεις της οικείας τοπικής αρχής, όπως και των τεσσάρων όμορων τοπικών αρχών, δηλαδή των Κοινοτικών Συμβουλίων Μιτσερού, Μενοίκου, Κάτω Μονής, Αγίου Ιωάννη και Αγροκηπιάς, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διοικητικά όρια των εν λόγω Κοινοτήτων εμπίπτουν σε απόσταση μικρότερη των 2 χιλιομέτρων από την ανάπτυξη.
Επιπρόσθετα, το Τμήμα Περιβάλλοντος υπέγραψε στις 23.11.2020 σύμβαση με Ομάδα Ακαδημαϊκών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ώστε να ενισχυθεί το έργο της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών μελετών. Στις 3.2.2021 ζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία από τα αρμόδια τμήματα και την ομάδα Ακαδημαϊκών του Πανεπιστημίου Κύπρου, τα οποία υποβλήθηκαν στις 17.2.2021 και στις 21.4.2021. Περαιτέρω, το Τμήμα Περιβάλλοντος ετοίμασε σύμβαση υπηρεσιών με απευθείας ανάθεση στην εταιρεία Altantis Consulting, για την ετοιμασία της μελέτης οσμών, η οποία υπέβαλε την μελέτη της στις 12.10.2021.
Η Περιβαλλοντική Αρχή, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα πιο πάνω, ετοίμασε γνωμοδότηση στις 25.10.2021, αξιολογώντας όλες τις περιβαλλοντικές πτυχές του έργου. Στις 24.3.2022 η Πολεοδομική Αρχή, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιον της δεδομένα και ειδικά την θετική γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής, χορήγησε στο ΕΜ2 την επίδικη πολεοδομική άδεια, την νομιμότητα της οποίας οι Αιτητές προσέβαλλαν με την Προσφυγή αρ. 809/2022.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε και απέρριψε την εγερθείσα από το ΕΜ1 προδικαστική ένσταση περί έλλειψης έννομου συμφέροντος των Αιτητών, κατέληξε, στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ακύρωσης, πως το ΕΜ1 παραβίασε τις ρητές διατάξεις των παραγράφων 9.9.2.2 και 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής για την Ύπαιθρο. Τούτο γιατί, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, η χωροθέτηση στο Μιτσερό της μονάδας παραγωγής ασφαλτικού σκυροδέματος εκτός της Ζώνης Βιομηχανίας Κατηγορίας Α, έγινε με την επιλογή από το ΕΜ1 της καταλληλότερης από τις τρεις θέσεις, χωρίς καμιά διαβούλευση ή συμβουλή από την Κοινότητα του Μιτσερού ή των όμορων με αυτήν Κοινοτήτων και οι οποίες θα έπρεπε να είχαν αναζητηθεί πριν την κατ’ εξαίρεση χωροθέτηση σε γεωργική ζώνη. Ως αποτέλεσμα της κατάληξης του αυτής, η Προσφυγή πέτυχε και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώθηκε.
Κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκε η Έφεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Μιτσερού κ.ά., ΕΔΔ 27/2023 και η Έφεση Prometheas Asphalt Ltd v. Κοινοτικού Συμβουλίου Μιτσερού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 29/2023. Στις 23.1.2025, το Εφετείο, ασκώντας αναθεωρητική δικαιοδοσία, κατέληξε πως οι Αιτητές είχαν επαρκώς πιθανολογήσει, για σκοπούς παραδεκτού της Προσφυγής τους, το έννομο συμφέρον τους και συνακόλουθα οι σχετικοί 1ος, 2ος και 3ος λόγοι Έφεσης απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Στην συνέχεια, το Εφετείο ασχολήθηκε με τους υπόλοιπους 4ο, 5ο και 6ο λόγους Έφεσης, οι οποίοι, όπως σημείωσε, προσβάλλουν επί της ουσίας το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι απόψεις των Κοινοτήτων και/ή οι συμβουλές αυτών όφειλαν να είχαν αναζητηθεί πριν την κατ’ εξαίρεση χωροθέτηση σε γεωργική ζώνη και συνεπώς, δεν υπήρχε διακριτική ευχέρεια να αγνοηθεί η επιτακτική διάταξη 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής.
Αφού επεσήμανε τη διαφωνία των διαδίκων ως προς το κατά πόσο τέτοια απόφαση χωροθέτησης λήφθηκε πριν ακουστούν οι Αιτητές ή αφού αυτοί ακούστηκαν, κατέληξε πως το ζήτημα αυτό δεν απαιτείτο να εξετασθεί και κριθεί. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου είναι σχετικό:
«Αποτελεί σημείο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων, κατά πόσο τέτοια απόφαση χωροθέτησης, στην παρούσα περίπτωση, λήφθηκε, ως (εμμέσως πλην σαφώς) η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πριν ακουστούν οι προσφεύγοντες (ήτοι από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως ο ισχυρισμός των Εφεσίβλητων, βλ. και γεγονότα στην πρωτόδικη απόφαση) ή αφού ακούστηκαν οι Εφεσίβλητοι, με το επιχείρημα προς υποστήριξη της τελευταίας θέσης από την πλευρά της Εφεσείουσας να έχει ότι, η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν «πολιτικής» φύσεως και η υποχρέωση ακρόασης πριν τη λήψη της διοικητικής απόφασης περί της χωροθέτησης, η οποία λαμβάνεται από την Πολεοδομική Αρχή (βλ. ανωτέρω), δημιουργείται με την καταχώρηση της σχετικής πολεοδομικής αιτήσεως και όχι προηγουμένως. Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, δεν απαιτείται να εξεταστεί και κριθεί. Αυτό διότι, ακόμη και αν, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί, ήτοι ότι οι Εφεσίβλητοι (λανθασμένα, ως έκρινε) έχουν ακουστεί μετά την λήψη τέτοιας απόφασης, τέτοια τυχόν παράβαση της παραγράφου 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής δεν προβλήθηκε, βρίσκουμε, λυσιτελώς πρωτόδικα και έπρεπε να μην τύχει εξέτασης ή, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο γι' αυτόν τον λόγο. Αυτό, συγκεκριμένα, διότι, ως προκύπτει από τον ίδιο τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης όλοι οι Εφεσίβλητοι (πλην του Κοινοτικού Συμβουλίου Μαλούντας) εν πάση περιπτώσει ακούσθηκαν (βλ. υποβολή απόψεων δια επιστολής ημερομηνίας 24.3.2021 προς την Πολεοδομική Αρχή). Συνεπώς, ακύρωση της επίδικης απόφασης γι' αυτό τον λόγο δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε, αφού αναγκαστικά τέτοια πλημμέλεια, αν υπήρξε, δεν μπορεί παρά να τύγχανε επανόρθωσης-θεραπείας σε ενεστώτα χρόνο και, ως έχουμε προαναφέρει, τελικώς οι (επτά εκ των οκτώ) Εφεσίβλητοι (ήδη) ακούσθηκαν, ενώ, ταυτόχρονα, δεν έχουν στοιχειοθετήσει, τι άλλο θεωρούν ότι στερήθηκαν να εκθέσουν που δεν έθεσαν, έστω μεταγενέστερα, αν τέτοια θέση γινόταν αποδεκτή, ενώπιον της διοίκησης».
Με αυτό το σκεπτικό, κατέληξε πως «το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί παράβασης της διάταξης 9.9.2.3 της οικείας Δήλωσης Πολιτικής και την συνακόλουθη, λόγω αυτού του ευρήματος, ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, παραμερίζεται, αφού τέτοιος λόγος ακύρωσης προβλήθηκε και προωθήθηκε, κρίνουμε, αλυσιτελώς».
Ως αποτέλεσμα, οι Εφέσεις πέτυχαν, η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση παραμερίσθηκε και η Προσφυγή επιστράφηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, προς εξέταση των απομεινάντων ζητημάτων.
Με την κρινόμενη Αίτηση αξιώνεται χρήγηση άδειας, δυνάμει του Άρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/1964, όπως τροποποιήθηκε.
Ειδικότερα, με την Αίτηση προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα νομικά θέματα, για τα οποία αιτείται η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου:
1) Η ως άνω κατάληξη του Εφετείου, στη βάση της οποίας παραμερίστηκε το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, δεν σχετίζεται με λόγο Έφεσης του ΕΜ1. Συνεπώς, το Εφετείο κινήθηκε εκτός του πλαισίου δικαιοδοσίας του, κατά παράβαση πάγιας νομολογίας.
2) Η πιο πάνω κατάληξη του Εφετείου στηρίχθηκε σε λόγο επί του οποίου κανένας διάδικος δεν ερωτήθηκε και/ή ακούσθηκε και/ή τοποθετήθηκε στο στάδιο της ακρόασης της Έφεσης. Συνεπώς η κατάληξη του Εφετείου πάσχει λόγω παράβασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ως και των Άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΣΔΑ. Ζήτημα που αγγίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης και είναι μείζονος σημασίας και δημοσίου συμφέροντος.
3) Η πιο πάνω κατάληξη του Εφετείου, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της φύσης της Διάταξης 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής για την Ύπαιθρο, ως και σε εσφαλμένη ανάλυση και εφαρμογή της νομολογίας που αφορά το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης κατά παρέκκλιση πάγιας νομολογίας.
Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, αποτέλεσε κοινό έδαφος και από τις δύο πλευρές, ότι το ζήτημα της αλυσιτέλειας, δεν εγέρθηκε ούτε πρωτόδικα, ούτε κατ’ ΄Εφεση και το Εφετείο προχώρησε στην εξέταση του πέραν και εκτός των προβληθέντων 4ου, 5ου και 6ου λόγων Έφεσης, που αφορούσαν την ουσία της ακυρωτικής πρωτόδικης απόφασης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών ανέπτυξε τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης όσο και προφορικά ενώπιον μας, τα πιο πάνω νομικά σημεία.
Αντίθετη είναι η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των ΕΜ1 και 2, οι οποίες εισηγήθηκαν ότι δεν θεμελιώνεται λόγος για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας παρόντος Δικαστηρίου.
Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα όσα προωθήσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτες συνήγοροι όλων των διαδίκων. Έχουμε ικανοποιηθεί πως από την απόφαση του Εφετείου προκύπτουν τα ακόλουθα νομικά θέματα, τα οποία συναρτώνται με διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ως και με μείζον ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης του Εφετείου, ό,τι απασχόλησε το Εφετείο, σε πρώτο στάδιο, ήταν η εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει και αποφασίσει για τυχόν παράβαση της Δήλωσης Πολιτικής, χωρίς ωστόσο, να είχε εγερθεί ενώπιον του ζήτημα αλυσιτέλειας σε σχέση με τέτοιο ισχυρισμό. Το Εφετείο, αποφάσισε πως δεν απαιτείτο να εξετασθεί από το ίδιο τυχόν παραβίαση της Δήλωσης Πολιτικής, στα πλαίσια των 4ου, 5ου και 6ου λόγων Έφεσης που σχετίζοντο με την ουσία τέτοιου ισχυρισμού, όμως προχώρησε σε εύρημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε πως μόνο στα πλαίσια συγκεκριμένου λόγου Έφεσης που θα αφορούσε, όχι την ουσία του ισχυρισμού περί παραβίασης της Δήλωσης Πολιτικής, (ως οι 4ος, 5ος και 6ος λόγοι Έφεσης), αλλά την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τέτοιο ισχυρισμό - στην απουσία μάλιστα ενώπιον του εισήγησης περί αλυσιτέλειας - θα μπορούσε το Εφετείο να καταλήξει σε εύρημα ως ανωτέρω. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατή η διεύρυνση θεμάτων που δεν εγείρονται σαφώς στο περιεχόμενο των λόγων Έφεσης, οι οποίοι λόγοι οφείλουν να προσδιορίσουν ειδικά το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στα πλαίσια δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, στη βάση των μεταβατικών διατάξεων, με αρ. 7/2017, ημερ. 29.9.2023, Ν. Νικολάου ν. Δημοκρατίας.
«Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, δεν είναι δυνατή η διεύρυνση θεμάτων, που δεν εγείρονται σαφώς στο περιεχόμενο των λόγων έφεσης, οι οποίοι λόγοι οφείλουν να προσδιορίσουν ειδικά το λάθος του Δικαστηρίου. (Βλ. Omex Enterprises Ltd κ.ά. v. Elia, πολ.εφ.469/12, 20.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A384, και Ταμείο Προνοίας Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. 1. Suphire Ηoldings Public Ltd κ.ά. από τις οποίες διαφαίνεται, πως είναι ο λόγος έφεσης που καθορίζει τον προσδιορισμό του λάθους και δεν είναι δυνατόν δια της αιτιολογίας να δημιουργείται νέος λόγος έφεσης)».
Στην προκειμένη περίπτωση, σε κανένα από τους 4ο, 5ο και 6ο λόγους Έφεσης δεν γίνεται μνεία περί αλυσιτελώς προβληθέντος ισχυρισμού ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ούτε καν εγείρεται τέτοιο ζήτημα στην αιτιολογία τους. Συνεπώς, η ενασχόληση του Εφετείου, περί εσφαλμένης εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αλυσιτελώς προβληθέντος ισχυρισμού, χωρίς αυτό να αποτελεί αντικείμενο συγκεκριμένου λόγου Έφεσης, συνιστά νομικό θέμα που συναρτάται με διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας (ανωτέρω).
Περαιτέρω, το Εφετείο, παρά την πιο πάνω κατάληξη του, εν πάση περιπτώσει, εξέτασε αυτεπάγγελτα το ζήτημα της αλυσιτέλειας, χωρίς ωστόσο, να παράσχει το δικαίωμα στους διάδικους να ακουσθούν και τοποθετηθούν επί αυτού, και μάλιστα, επί αμφισβητουμένων γεγονότων εφόσον, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, υπήρχε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, ως προς το χρόνο που ακούστηκαν οι Αιτητές σε σχέση με τη λήψη της απόφασης χωροθέτησης.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπάγγελτα ζητήματα που δεν εγείρονται στο δικόγραφο, αν κρίνει ότι αυτά είναι δημόσιας τάξης. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει ένα θέμα αυτεπαγγέλτως, προϋποθέτει πάντοτε ότι όλα τα σχετικά και αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να αναζητηθούν (βλ. Δημοκρατία ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (2011) 3 ΑΑΔ 583, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314 και Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134). Σε αυτεπάγγελτο έλεγχο προβαίνει το Δικαστήριο με την προϋπόθεση ότι ο λόγος που προβάλλεται είναι εκκαθαρισμένος κατά την πραγματική του βάση (βλ. ΣτΕ 3424/1976).
Συνακόλουθα, κρίνουμε πως η αυτεπάγγελτη εξέταση ζητήματος αλυσιτέλειας από το Εφετείο, χωρίς να ακουσθούν οι διάδικοι και με δεδομένη τη διαφωνία τους ως προς το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο, συνιστά νομικό θέμα που συναρτάται με διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας (ανωτέρω). Ταυτόχρονα, συναρτάται και με μείζον ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, εφόσον σχετίζεται άμεσα με το δικαίωμα δίκαιας δίκης και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9(2)(γ) του Ν.33/1964 και κατ’ ακολουθία τούτου, θα παραχωρούσαμε την ζητηθείσα άδεια.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο