
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 41/2021)
29 Μαΐου 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εφεσείουσα,
v.
ΑΝΑΣ ΤΟΥΜΠΑ
Εφεσίβλητης.
---------------------
Π. Βασιλείου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Θ. Κουσπή (κα), για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 5/3/2021, στην Προσφυγή Αρ. 757/2017. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την Προσφυγή της Εφεσίβλητης κρίνοντας ως αντισυνταγματική την πρόνοια του Άρθρου 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου (εφεξής «Ν. 97(Ι)/1997»), καθότι εισάγει αυθαίρετη διάκριση ομοιογενών καταστάσεων, πλήττοντας την αρχή της ισότητας.
Η Εφεσείουσα Δημοκρατία βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης με δύο Λόγους Έφεσης.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 προβάλλει ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε στη σελίδα 15 της Απόφασης του ότι:
«Από τα αναφερόμενα στην Καλακουτής αντιλαμβάνομαι ότι η Dias ερμηνεύεται και εφαρμόζεται όπου η υπό κρίση νομοθεσία σιωπά σε ένα συγκεκριμένο θέμα δηλαδή, δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως διάταξη. Η λογική, βέβαια, πίσω από την αρχή αυτή είναι ότι εφόσον το Δικαστήριο δεν νομοθετεί τυχόν κατάληξή του επί νομοθετήματος ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνει και πρόνοιες που δεν περιλαμβάνει, δεν δίδει κάποια θεραπεία στον αιτητή αφού δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη επί της οποίας να λάβει αποτελεσματική θεραπεία.».
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 17 της Απόφασής του ότι:
«Στην υπό κρίση περίπτωση, η πρόνοια του άρθρου 37(3) κατά την κρίση μου εισάγει αυθαίρετη διάκριση μεταξύ ομοιογενών καταστάσεων δηλαδή, μεταξύ της χήρας του συνταξιούχου των οποίων ο γάμος τελέστηκε ενόσω αυτός ήταν υπάλληλος και της χήρας του συνταξιούχου των οποίων ο γάμος τελέστηκε μετά που αφυπηρέτησε ο υπάλληλος. Εφόσον οι εισφορές για σκοπούς σύνταξης γίνονται από τον υπάλληλο ενόσω αυτός εργάζεται και αυτός λαμβάνει τη σύνταξή του κανονικά, το κατά πόσο παντρεύτηκε πριν την αφυπηρέτησή του ή μετά ή και τα δύο, δεν θα έπρεπε να ήταν λόγος διάκρισης.
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ότι η παράγραφος (3) του άρθρου 37 του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997, πλήττει την αρχή της ισότητας εφαρμόζοντας διαφορετικά κριτήρια από ότι η παράγραφος (1) του ιδίου άρθρου εισάγοντας κατά τον τρόπο αυτό διάκριση και αποκηρύσσεται ως αντισυνταγματικό.»
Επιχειρηματολογώντας υπέρ των θέσεών της, η Εφεσείουσα επικαλούμενη σχετική νομολογία με αφετηρία τη Dias United Public Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 προβάλλει ότι, στο έργο του Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα διάπλασης του δικαίου και δεν μπορεί ο διενεργούμενος από το Δικαστήριο έλεγχος να μετατρέπεται σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης ή διεύρυνσης του πεδίου της νομοθεσίας.
Εν προκειμένω, κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση, διευρύνοντας τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας και σε περιπτώσεις όπως της Εφεσίβλητης, η οποία ουδέποτε απέκτησε αποκρυσταλλωμένο ή κεκτημένο περιουσιακό δικαίωμα και δεν επρόκειτο για ομοιογενή κατάσταση με τις περιπτώσεις των χηρών που επωφελήθηκαν από τις διατάξεις του Νόμου, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνει η Εφεσείουσα ότι πρόκειται για ένα επαγγελματικό σχέδιο, το οποίο βασίζεται και λειτουργεί δυνάμει εισφορών του δημοσίου υπαλλήλου, οι οποίες εφόσον παύουν να καταβάλλονται με την αφυπηρέτησή του, εύλογα τίθενται ρυθμίσεις όπως η επίδικη.
Αντιτείνει η πλευρά της Εφεσίβλητης ότι, δεν υφίσταται δικαϊκή αρχή που να δημιουργεί εκ προοιμίου και χωρίς ειδικότερη αξιολόγηση του συνόλου των δεδομένων, κώλυμα στο Δικαστήριο να ασκήσει την αρμοδιότητα και εξουσία που το ίδιο το γράμμα του Συντάγματος του αποδίδει. Συναφώς, κατά την Εφεσίβλητη, στο νομολογιακό προηγούμενο της Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω), εμπίπτουν οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο προσφεύγων προσβάλλει τη νομιμότητα διοικητικής πράξης, η έκδοση της οποίας στηρίχθηκε σε μια ειδική και όχι γενική ευνοϊκή ρύθμιση, δηλαδή κατ’ εξαίρεση ρύθμιση που δημιουργεί προνόμιο υπέρ μιας ομάδας προσώπων, με συγκεκριμένα ειδικά χαρακτηριστικά. Εν προκειμένω, κατά την εισήγηση, υπάρχει γενική νομοθετική ρύθμιση στη βάση της οποίας χορηγείται σύνταξη χηρείας σε όλους τους συζύγους αποβιωσάντων δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατέβαλαν εισφορές στο σχετικό Ταμείο. Από τη γενική αυτή ρύθμιση εξαιρείται, κατά παράβαση της αρχής της ίσης και ομοιόμορφης μεταχείρισης η Eφεσίβλητη και όλα τα λοιπά πρόσωπα που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτήν, που απέκτησαν δηλαδή την ιδιότητα της συζύγου μετά την αφυπηρέτηση του υπαλλήλου. Η Εφεσίβλητη θα ενέπιπτε στη γενική κατηγορία των προσώπων που υπάγονται στη ρύθμιση του Ν.97(Ι)/1997 αν δεν υπήρχε η εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 3 του ίδιου Άρθρου.
Σημειώνει η Εφεσίβλητη επίσης ότι, με τον Τροποποιητικό Νόμο 16(Ι)/2020 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, η ρύθμιση του Άρθρου 12 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (εφεξής «Ν. 216(I)/2012»), που καθιστούσε πρόσωπα μη δικαιούχα σύνταξης με την αρχική ρύθμιση του Άρθρου 12, μεταβλήθηκε και πλέον προβλέπει δικαίωμα σύνταξης και για την κατηγορία των προσώπων στην οποία ανήκει η Εφεσίβλητη.
Λόγω της συνάφειάς τους οι δύο Λόγοι Έφεσης θα τύχουν ενιαίας εξέτασης.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο σύζυγος της Εφεσίβλητης αφυπηρέτησε την 1/2/1986 και στις 11/12/2000 τέλεσε πολιτικό γάμο με την Εφεσίβλητη. Στις 27/1/2016 ο σύζυγος της Εφεσίβλητης απεβίωσε και το αίτημα της Εφεσίβλητης για χορήγηση σύνταξης χηρείας που υπέβαλε στις 3/2/2016 απερρίφθη, επειδή σύμφωνα με το Άρθρο 37(3) του Ν.97(Ι)1997, για σκοπούς καταβολής σύνταξης χηρείας δεν λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε μετά που ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.
Ο Ν. 97(Ι)/1997, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«37.—(1) Σύνταξη χήρας καταβάλλεται στην επιζώσα σύζυγο από το θάνατο του σύζυγου της μέχρι το θάνατο της.
(2) Σύνταξη χήρας δε χορηγείται αν η χήρα ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της. Αν, μετά τη χορήγηση σύνταξης η χήρα ξαναπαντρευτεί, η σύνταξη τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου:
Νοείται ότι σε περίπτωση διάλυσης του νέου γάμου ή θανάτου του νέου συζύγου ο Υπουργός μπορεί, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις της περίπτωσης, να επιτρέψει την. καταβολή στη χήρα σύνταξης μέχρι του ύψους που θα ήταν αν δεν είχε διακοπεί.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, δε λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος:
Νοείται ότι, εάν ο θανών είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτησή του και ακολούθως αυτός νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος του θεωρείται ως χήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.»
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι με το Άρθρο 12 του Ν.216(Ι)/2012, η πιο πάνω επιφύλαξη του Άρθρου 37(3) του Ν.97(Ι)/1997 (η οποία δεν αφορά την Εφεσίβλητη) έπαυσε να εφαρμόζεται, έτσι ώστε να μην καθίστατο δικαιούχος σε σύνταξη χήρας ούτε η νέα πιο πάνω σύζυγος. Αναφέρεται στη σχετική διάταξη:
«12. Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε οικείου νόμου ή κανονισμών, σε περίπτωση συνταξιούχου, ο οποίος είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτησή του, και o οποίος ακολούθως νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος δεν καθίσταται δικαιούχος σε σύνταξη χήρας σε περίπτωση θανάτου του:
Νοείται ότι οποιαδήποτε αναφορά στις λέξεις «συνταξιούχος», «σύζυγος», «χήρα», ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει «γυναίκα συνταξιούχο», «άντρα συνταξιούχο», «το σύζυγο», «τη σύζυγο», «το χήρο»».
Ακολούθως επήλθε τροποποίηση στο Άρθρο 12 του Ν.216(Ι)/2012 με τον Τροποποιητικό Νόμο 16(Ι)/2020, έτσι ώστε «χήρα θεωρείται η τελευταία σύζυγος του θανόντα, ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης του γάμου», υπό προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ούτε και με το Άρθρο 22 του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1967 (Ν.9/1967), ο οποίος τροποποίησε τον βασικό περί Συντάξεων Νόμο (Κεφ.311), ελαμβάνετο υπόψη, για σκοπούς καταβολής σύνταξης χήρας, «γάμος του αποθανόντος τελεσθείς αφότου ούτος έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος».
Επομένως σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε τόσο στο παρελθόν όσο κατά τον ουσιώδη χρόνο, προϋπόθεση για την καταβολή σύνταξης χηρείας είναι ο γάμος του αποβιώσαντα κρατικού υπαλλήλου να είχε τελεσθεί όταν ο θανών ήταν υπάλληλος και όχι όταν αυτός έπαυσε να είναι, όπως ισχύει στην εξεταζόμενη περίπτωση.
Έχουμε μελετήσει τα όσα προβάλλονται από τις δύο πλευρές σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία για το ζήτημα της εμβέλειας των νομολογηθέντων στη Dias United Public Co Ltd και Καλακουτής ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 151/2013, ημερομηνίας 10.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:C520, κατέληξε ότι αυτή «ερμηνεύεται και εφαρμόζεται όπου η υπό κρίση νομοθεσία σιωπά σε ένα συγκεκριμένο θέμα δηλαδή, δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως διάταξη». Σημείωσε ότι, όταν περιλαμβάνεται διάταξη, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της μεταγενέστερης απόφασης στην Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7, «το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται να προχωρήσει σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας και δεν εκλαμβάνεται αυτό ως «περιορισμός» ή «ανάπλαση» της νομοθεσίας νοουμένου πάντοτε ότι αφορά άμεσα το επίδικο ζήτημα».
Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.
Στην υπόθεση Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω), η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει νομοθετική διάταξη, ούτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο νομοθέτημα. Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Βάσος Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, στην οποία αυτό που επιδιώκετο από τους εκεί αιτητές ήταν η διαγραφή επιφυλάξεων στον εκεί επίδικο Νόμο (περί Συντάξεων Νόμο όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.69(Ι)/2005), ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Κρίθηκε ότι, οι επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο, αποτελούσαν μέρος του ενιαίου συνόλου του και δεν μπορούσε ο Νόμος να διασπαστεί.
Κρίνεται αναγκαίο να μεταφερθούν αυτούσια τα όσα λέχθηκαν:
«Ο δικηγόρος των αιτητών για να υπερβεί προφανώς τη νομολογιακή αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, η οποία συζητήθηκε και εφαρμόστηκε πρόσφατα και στην υπόθεση Μαρία Βρούντου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 78, όπου μάλιστα το Δικαστήριο εξέτασε και άλλες πτυχές του ζητήματος, εισηγήθηκε πως διασπώνται οι πρόνοιες στις επιφυλάξεις του επίμαχου Νόμου από την κύρια και ουσιαστική του διάταξη, (Άρθρο 4Α) αυτή δηλαδή που καθιερώνει την επέκταση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης στο 63ο έτος, διάταξη που, καθώς υποστήριξε, πρέπει να εφαρμοστεί με ισοτιμία σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς
[…]
Ο δικηγόρος των αιτητών επιδιώκει ουσιαστικά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διαγράψει τις επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Μάλιστα δε τούτο να ισχύει για όλους από τη δημοσίευση του Νόμου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd που αναφέρεται πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Αρθρο 81 του Συντάγματος). Το ίδιο ζήτημα όπως υποδείξαμε, εξετάστηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Μαρία Βρούντου (δες ανωτέρω).
Οι επιφυλάξεις στο Νόμο, μολονότι αρχίζουν με τη συνήθη λέξη «νοείται», δεν αποτελούν, ούτως ειπείν, παρακλάδι του κεντρικού κορμού του ώστε η διάσπαση τους να αφήνει ακέραιο και ανεξάρτητο το υπόλοιπο μέρος του. Ο Νόμος εν προκειμένω δεν διασπάται, οι επιφυλάξεις αποτελούν μέρος του ενιαίου συνόλου του. Η κήρυξη, επομένως, του Νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα των αιτητών.»
Τα πιο πάνω νομολογηθέντα υιοθετήθηκαν και στις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Orses Tomris και Άλλος ν. Υπουργείου Οικονομικών (2010) 3 Α.Α.Δ. 567, στην οποία σύμφωνα με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο (Ν.77(Ι)1996), όπως τροποποιήθηκε, η ειδική χορηγία για φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παραχωρείται σε οικογένειες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο, στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία. Προεβλήθη από τους εκεί Εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν τη μόνιμη τους κατοικία στα κατεχόμενα, ότι η επίμαχη πρόνοια εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας κυπρίων πολιτών. Κρίθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν θα ήταν δυνατή η διαγραφή από το σχετικό άρθρο μόνο της πρόνοιας που εξαιρεί του βοηθήματος τους διαμένοντες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με επέμβαση του Δικαστηρίου ανεπίτρεπτη, που θα διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 «ο συνταγματικός έλεγχος των Νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της Νομοθεσίας».
Το υπό κρίση άρθρο είναι ενιαίο και εκφράζει την τελική πρόθεση του Νομοθέτη και θα ήταν ανεπίτρεπτο να ακυρωθεί μόνο η πρόνοια του τροποποιητικού νόμου, ώστε να αποκλεισθεί η εξαίρεση.»
Επίσης στη Ραφτόπουλος Μιχαλάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 Α.Α.Δ. 759, ο εκεί Εφεσείων προέβαλε ότι ο ισχυρισμός του περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 8(1)(α) του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)1997 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 69(Ι)/2005, δεν αφορούσε την επίμαχη πρόνοια στο σύνολό της αλλά τις εναρκτήριες φράσεις των τριών υποπαραγράφων, έτσι ώστε η κήρυξή τους ως αντισυνταγματικών δεν συνεπαγόταν προσθήκη λέξεων στον Νόμο, ο οποίος θα παρέμενε κατά τα λοιπά ανέπαφος. Κρίθηκε ότι αυτό θα οδηγούσε σε αναμόρφωση της νομοθεσίας και θα δημιουργούσε ανεπίτρεπτα ένα νέο νομοθέτημα. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 8(1), όπως τον είχε θέσει, δεν αφορά την επίμαχη πρόνοια στο σύνολό της, αλλά μόνο τις εναρκτήριες φράσεις των τριών υποπαραγράφων (α), (β) και (γ) με τις οποίες εισάγεται ως προϋπόθεση ενεργοποίησης του αντίστοιχου τρόπου υπολογισμού του καταβλητέου κατά περίπτωση, φιλοδωρήματος, η συμπλήρωση συγκεκριμένης ηλικίας η οποία αυξάνεται κλιμακωτά από το 61ο μέχρι το 63ο έτος. Υποστηρίζει συναφώς ότι η κήρυξη των συγκεκριμένων φράσεων ως αντισυνταγματικών δεν συνεπάγεται προσθήκη λέξεων στο Νόμο και εξάλλου, όπως το θέτει, το αίτημα του δεν ήταν η συμπερίληψη του στην κατηγορία υπαλλήλων που συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, αλλά η μη εφαρμογή στην περίπτωσή του των φράσεων που δημιουργούν σε βάρος του άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας. Με διαφορετικά λόγια, είναι θέση του ότι με την αποδοχή της αντισυνταγματικότητας του ηλικιακού στοιχείου, ο Νόμος θα παρέμενε κατά τα λοιπά ανέπαφος και ο εφεσείων θα τύγχανε της μεταχείρισης που προβλέφθηκε για τους υπαλλήλους που έχουν συμπληρωμένους 436 ή και περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας και συνεπώς η αξίωση του θα είχε ικανοποιηθεί.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες τις πτυχές.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων. Καταλήξαμε ότι η θέση του εφεσείοντα αποβλέπει ουσιαστικά σε διαγραφή μέρους των επίδικων νομοθετικών διατάξεων, γεγονός που ισοδυναμεί με τροποποίηση του Νόμου από το Δικαστήριο. Αυτό όμως θα οδηγούσε σε εφαρμογή του Νόμου με βάση αποκλειστικά και μόνο το συνολικό αριθμό μηνών συντάξιμης υπηρεσίας και χωρίς καμμιά αναφορά στην ηλικία του υπαλλήλου. Να υπενθυμίσουμε επ' αυτού ότι η νομολογία δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης συνταγματικότητας, να τροποποιεί μια νομοθετική διάταξη, διευρύνοντας ουσιαστικά τις πρόνοιες της ώστε να συμπεριλαμβάνει και άλλες κατηγορίες επηρεαζομένων, πέραν αυτών των οποίων αποσκοπούσε ο νομοθέτης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε εν τέλει σε ανεπίτρεπτη αναμόρφωση της νομοθεσίας και θα δημιουργούσε ένα νέο νομοθέτημα απαλλαγμένο από τα συνταγματικά ελλείματα, που το ίδιο το Δικαστήριο θα είχε εντοπίσει, υποκαθιστώντας τη νομοθετική εξουσία και παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που διέπει το νομικό μας σύστημα. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στο αδιάσπαστο των προνοιών ενός νομοθετήματος.»
Αναφορά γίνεται και στη Ζαβρός Σωκράτης ν. Υπουργείου Άμυνας και Άλλης (2009) 3 Α.Α.Δ. 380, στην οποία λέχθηκε ότι:
«Όταν το Δικαστήριο εξετάζει αν μια συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη είναι συνταγματική ή όχι, δεν μπορεί μέσω της αρχής της ισότητας να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος νόμου σε χώρους που δεν έχει προβλέψει η νομοθετική εξουσία.»
Επίσης και στην Idgir Fatma και Άλλη ν. Υπουργείου Οικονομικών (2011) 3Β Α.Α.Δ 866 στην οποία κρίθηκε ότι δικαστική απόφαση δεν νοείται να αφαιρεί μέρος νομοθετικής διάταξης για να ενταχθεί ο προσφεύγων στο πεδίο εφαρμογής του, καθιστάμενος έτσι δικαιούχος κρατικής χορηγίας.
Συνεπώς, εκ της ανωτέρω δεσμευτικής νομολογίας, καθίσταται σαφές ότι η εμβέλεια της Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω), δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως διάταξη και άρα ο συνταγματικός έλεγχος του νομοθετήματος από το Δικαστήριο θα μετατρέπετο σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας, ως η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επεκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου από τη γενική ρύθμιση ενός νομοθετήματος επιζητείται η διαγραφή είτε επιφυλάξεων είτε φράσεων, έτσι ώστε η κήρυξή τους ως αντισυνταγματική να αφήνει τη γενική ρύθμιση ανέπαφη.
Τα πιο πάνω απαντούν και στη θέση της Εφεσίβλητης, η οποία ουσιαστικά αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι αν δεν υπήρχε η εξαίρεση του Άρθρου 37(3) του Ν.97(Ι)/1997 θα ενέπιπτε στην ευνοϊκή γενική ρύθμιση του Άρθρου 37(1) του Ν.97(Ι)/1997, στη βάση της οποίας χορηγείται σύνταξη χηρείας σε όλους τους συζύγους αποβιωσάντων δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατέβαλαν εισφορές στο σχετικό Ταμείο.
Ούτε η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των νομολογηθέντων στη Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) διαφοροποιούν ή αντιμάχονται την πιο πάνω θέση της νομολογίας.
Επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία η εκεί Εφεσείουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα και έπαιρνε σύνταξη γήρατος για εννέα χρόνια πριν το θάνατο του συζύγου της «συμβάν που της παρείχε δικαίωμα σύνταξης» και το οποίο στη συνέχεια αποστερήθηκε ενόψει των προνοιών του Άρθρου 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν.41/1980), το οποίο απέκλειε την παροχή μαζί, σύνταξης γήρατος και χηρείας. Κρίθηκε ότι η «ομοιόμορφη μεταχείριση των χηρών για τους σκοπούς του Άρθρου 61(1) απολήγει σε εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή των χηρών, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους.»
Τα δεδομένα της υπό εξέταση περίπτωσης σαφώς διαφοροποιούνται, εφόσον η Εφεσίβλητη δεν ελάμβανε σύνταξη χηρείας, η οποία της αποστερήθηκε ενόψει της επίμαχης πρόνοιας του Άρθρου 37(3) του Ν.97(Ι)/1997.
Εν κατακλείδι, η Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω) καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του αναθεωρητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας ή τροποποιώντας νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να δημιουργείται ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή των νομοθετημάτων.
Κατά συνέπεια, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διεύρυνε το πεδίο ισχύος του επίδικου Νόμου σε ομάδα άσχετη με τη βούληση του νομοθέτη, η οποία ασκείται από τη νομοθετική εξουσία και δεν φαίνεται να σταθμίστηκαν οι ιδιαίτεροι παράγοντες και παράμετροι σε συνάρτηση με τη βούληση του νομοθέτη του επαγγελματικού σχεδίου συνταξιοδότησης των κρατικών υπαλλήλων όταν αυτό αποφασίστηκε. Κατά συνέπεια, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ομοιογενείς καταστάσεις τις περιπτώσεις στις οποίες η χήρα του συνταξιούχου τέλεσε γάμο ενόσω ο συνταξιούχος ήταν υπάλληλος και αυτών στις οποίες ο γάμος τελέστηκε μετά που αφυπηρέτησε ο υπάλληλος.
Υπό το φως των ανωτέρω η Έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση και τα επιδικασθέντα έξοδα παραμερίζονται.
Επιδικάζονται €2500 έξοδα κατ’ έφεση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο