ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 5/16 & 104/19, 12/5/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 5/16 & 104/19, 12/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i)  και Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 5/16 & 104/19 )

 

12 Μαΐου, 2025

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσίβλητων.

_________________

 

Δ. Παπαδοπούλου (κα), για την Εφεσείουσα.

Δ. Μ. Εργατούδη (κα), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με

Β. Χαλκίδη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.

Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Καλλιγέρου, Δ.

και με αυτή συμφωνεί ο Σάντης, Δ.

Διιστάμενη απόφαση θα δώσει ο Οικονόμου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Πρωτοδίκως για πολλά χρόνια εκδικαζόταν η προσφυγή της εφεσείουσας κατά του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ιδιοκτησίας της. Στο ακίνητο ιδιοκτησίας της εφεσείουσας είχε ανεγερθεί και λειτουργήσει προ πολλών ετών ο Κινηματογράφος REGAL. Σε αυτό βρίσκονταν και εφαπτόμενες διατηρητέες οικοδομές.

 

Το ακίνητο βρισκόταν σε κάποια απόσταση από τα ακίνητα που παραχωρήθηκαν από το κράτος για χρησιμοποίησή τους για τις ανάγκες του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου και θεωρήθηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί ως Πολιτιστικό κέντρο για εκδηλώσεις του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου. Η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης εκδόθηκε την 22/5/2009, ενώ το επίδικο στην προσφυγή Διάταγμα Απαλλοτρίωσης εκδόθηκε την 11/12/2009. Η προσφυγή καταχωρήθηκε την 23/7/2010 και ορίστηκε για Διευκρινίσεις την 22/12/2016. Στην τελευταία αυτή δικάσιμο ανακοινώθηκε από τους εκπροσώπους των καθ’ ων η αίτηση, πως το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης ανακλήθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου (Ν.15/62) και η ανάκληση είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της 1/7/2016. Το Δικαστήριο επομένως ως ήταν αναμενόμενο, άκουσε κατά τις ορισθείσες τελικές Διευκρινήσεις στις 14/1/2019 τους διαδίκους  σε σχέση με το αναφυόμενο ζήτημα κατά πόσο υπήρχε κατάλοιπο ζημίας, το οποίο θα επέβαλλε την συνέχιση της δίκης ή κατά πόσο η δίκη είχε καταργηθεί.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί πως προηγουμένως, στα αρχικά στάδια της δίκης, καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα αίτηση για την προσαγωγή μαρτυρίας με ένορκη δήλωση, δια της οποίας η εφεσείουσα επιδίωκε να αποδείξει την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων πριν την έκδοση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και την πλάνη τους περί τα πράγματα σε σχέση με την αντίληψή τους ότι το ακίνητο ήταν εγκαταλελειμμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του και κατά της ορθότητας αυτής καταχωρήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας η έφεση αρ. 5/2016, η οποία, ως προκύπτει και από τον τίτλο, συνεκδικάζεται με την έφεση κατά της τελικής απόφασης.

 

Η εφεσείουσα υποστήριξε μέσω των δικηγόρων που την εκπροσωπούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο των Διευκρινίσεων, σε σχέση με το ζήτημα της κατάργησης ή όχι της δίκης λόγω της ανάκλησης του Διατάγματος απαλλοτρίωσης, πως διατηρούσε ειδικό έννομο συμφέρον καθ’ ότι για όλα τα χρόνια που ίσχυσε το Διάταγμα περιορίστηκε η χρήση του ακινήτου λόγω της απαλλοτρίωσής του και ως εκ τούτου για 7 χρόνια βάσει της επίδικης διοικητικής πράξης το δικαίωμα της απόλαυσης της περιουσίας  της περιορίστηκε. Υποστήριξε δε πως ούτως ή άλλως για τον περιορισμό θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος αναγνωρίζεται κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαίωμα αποζημιώσεως per se. Για τα ζητήματα αυτά, όπως και για την αναγνώριση από τη νομολογία του βάρους επί της απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας για όσο διάστημα ισχύει το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης,  ακόμα και αν δεν ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση με την μεταβίβαση του ακινήτου στο κράτος, λόγω της μεσολαβήσασας ανάκλησης του σχετικού Διατάγματος, παρέπεμψε στη νομοθεσία (Ν.15/62) καθώς και σε αποφάσεις τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις οποίες γίνεται αναφορά κατωτέρω.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε πως η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, ως όφειλε, ποιό κατάλοιπο ζημίας επικαλείτο ώστε να συνεχιζόνταν η δίκη μετά την ανάκληση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και απέρριψε την προσφυγή, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, λόγω κατάργησης της δίκης. Κατά της τελικής αυτής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η δεύτερη έφεση, υπ’ αρ.104/2019, της οποίας η εκδίκαση θα προηγηθεί.

 

Προέχει η καταγραφή των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου.

 

Στο Σύνταγμα της Κύπρου, άρθρο 146(6) προβλέπεται δικαίωμα εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης, μετά από ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, ως ακολούθως:

 

«6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη».

 

Περαιτέρω στο Σύνταγμα της Κύπρου, άρθρο 30(1), προβλέπεται το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη:

 

«1. […] Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος.[…]».

 

Περαιτέρω στο Σύνταγμα, άρθρο 23, προβλέπεται το δικαίωμα σε απόλαυση της ιδιοκτησίας χωρίς δεσμεύσεις ή περιορισμούς:

« 23 […]

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.

 

Τέτοιες δεσμεύσεις ή περιορισμοί προβλέπονται ως επιτρεπόμενες στο Σύνταγμα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.»

 

Συνάγεται πως περιορισμοί στην απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας δυνατόν να προβλέπονται σε νόμο, υπό τις σχετικές προϋποθέσεις.

 

Τέτοιοι περιορισμοί προβλέπονται και στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο (Ν.15/62). Σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Νόμου, μετά την έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης περιορίζεται στην απόλαυση και/ή εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας του ελευθέρας βαρών δυνάμει απαγορεύσεων αλλά και ρυθμίσεων που αφορούν τυχόν «εκούσια απαλλοτρίωση», «μίσθωση» ή «εμπράγματο βάρος».

 

Παρατίθεται το άρθρο 19 του Ν.15/62, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η καταστροφή ή επαγωγή ζημίας στην απαλλοτριωθείσα περιουσία. Όπως προαναφέρθηκε στο απαλλοτριωθέν υπήρχαν κτίρια τα οποία δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με κατεδάφισή τους προς ανέγερση άλλων:

 

«Διατήρησις της ιδιoκτησίας. Αδικήματα. Κυρώσεις

 

19.-(1) Απαγoρεύεται η καθ' oιovδήπoτε χρόvov μεταξύ της δημoσιεύσεως της γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως και της περατώσεως ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, της εγκαταλείψεως της απαλλoτριώσεως εις ηv αφoρά η τoιαύτη γvωστoπoίησις, καταστρoφή ή επαγωγή ζημίας ή εις τηv περίπτωσιv κιvήτης ιδιoκτησίας, καταvάλωσις ή εξαγωγή εκ της Δημoκρατίας της εv τη γvωστoπoιήσει απαλλoτριώσεως αvαφερoμέvης ιδιoκτησίας.

 

(2) Πας όστις παραβαίvει, ή επιτρέπει εις έτερov vα παραβή τας διατάξεις τoυ εδαφίoυ (1), είvαι έvoχoς αδικήματoς δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ και εv περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις φυλάκισιv διά διάστημα μη υπερβαίvov τoυς τρεις μήvας ή εις χρηματικήv πoιvήv μη υπερβαίvoυσαv τας ,150 ή εις αμφoτέρας τας πoιvάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τoιαύτης.» 

 

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 22 του ιδίου Νόμου, (Ν.15/62), οποιαδήποτε, εκμετάλλευση ή πώληση του απαλλοτριωθέντος δεν εμποδίζει με την καταβολή της αποζημίωσης και περάτωσης της απαλλοτρίωσης την Απαλλοτριούσα Αρχή από την απόκτηση του ακινήτου (ελεύθερου εννοείται κάθε εμπράγματου ή άλλου βάρους, δυνάμει του άρθρου 13 του ιδίου Νόμου[1]) ως ακολούθως:

 

«Η εκoυσία απαλλoτρίωσις κ.λ.π δεv επάγεται ακύρωσιv της όλης διαδικασίας

 

22. Εάv καθ' oιovδήπoτε χρόvov μετά τηv δημoσίευσιv γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως η ιδιoκτησία εις ηv η τoιαύτη γvωστoπoίησις αφoρά απαλλoτριωθή εκoυσίως, μισθωθή, ή υπαχθή εις τι εμπράγματov βάρov διασφαλίζov τηv πληρωμήv χρηματικoύ τιvoς πoσoύ, η ως είρηται εκoυσία απαλλoτρίωσις, μίσθωσις, ή εμπράγματov βάρoς δεv επάγεται παράτασιv oιασδήπoτε πρoθεσμίας πρoβλεπoμέvης υπό τoυ παρόvτoς Νόμoυ ή ειδικώς καθoριζoμέvης εv oιαδήπoτε γvωστoπoιήσει δυvάμει αυτoύ γεvoμέvη, oυδέ ακύρωσιv ή αvαβoλήv της διαδικασίας της oικείας αvαγκαστικής απαλλoτριώσεως ή oιασδήπoτε δικαστικής διαδικασίας γεvoμέvης δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ.»

 

Συνάγεται, λόγω της ρύθμισης αυτής, πως οποιαδήποτε εκμετάλλευση του ακινήτου μετά την απαλλοτρίωση που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας του ακινήτου δεν θα μπορέσει να αποτελέσει αιτία για την διεκδίκηση πρόσθετων αποζημιώσεων και δεν θα αποτρέψει την εγγραφή του απαλλοτριωθέντος στην Απαλλοτριούσα Αρχή «ελευθέρου παντός εμπράγματου βάρους».

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Dr. Glafcos Michaelides and Another v. The Attorney-General of the Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1956, αποφασίστηκε πως το διάταγμα απαλλοτρίωσης δημιουργεί βάρος στις απαλλοτριωθείσες περιουσίες, υπό την έννοια ότι μετά την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης δεν επιτρέπεται και/ή απαγορεύεται στους ιδιοκτήτες να αποξενώσουν ή να χρεώσουν ή να εκτελέσουν εργασίες στο ακίνητο. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα (με τον τονισμό να έχει προστεθεί, όπως γίνεται και στα επόμενα αποσπάσματα νομολογίας):

 

«In dealing with the remaining grounds, counsel contended that the finding of the trial Judge that the acquisition order has not deprived the owner of his possession and that no question of reinstalling him to the possession of his property arises was wrong, as though the right of possession and ownership was technically vested in the owners, as a result of the acquisition order such a right of possession or ownership was but of no value, since by the acquisition order any right of disposition of the property or freely utilizing it, had been impeded. But assuming that the right still existed, this does not mean that there has not been abuse of administrative process in the present case.

[…]

We shall deal briefly with the first ground of appeal which is directed against the finding of the learned trial Judge that the acquisition order has not deprived the owners of their possession and, therefore, there is no question of reinstalling them to the possession of their properties.

 

We agree with the learned trial Judge that the question of reinstalling appellants to the possession of their properties does not arise in the present case, as the appellants have never been deprived of the possession of their properties the ownership and possession of which remained vested in them under section 13 of the Compulsory Acquisition of Property Law, 1962 (15/62) and no requisition order has been made in this case depriving them of their possession till the determination of the compensation payable and the vesting of the property to the Acquiring Authority, notwithstanding the fact that the publication of an acquisition order creates a burden on the properties acquisitioned restricting the owners from alienating or charging them or carrying out any works on same. Therefore, ground 1 fails.»

 

Στην ίδια απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ανωτέρω) περιλαμβάνεται απόσπασμα από το Σύγγραμμα του καθηγητή Ηλία Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», 4η έκδοση, Τόμος Γ, σελ. 386-388. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την σελίδα 386 σε σχέση με το δικαίωμα για αποζημιώσεις, με παραπομπή στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, 523/1934 και 868/1935:

 

«10- Τήν περί απαλλοτριώσεως πράξιν δύναται ν’ ανακακλέση η διοίκησις; Εκ του λόγου, ότι διά της εκδόσεως της πράξεως ταύτης ο καθ’ ου η απαλλοτρίωσις αποκτά αξίωσιν προς καταβολήν της αποζημιώσεως, εκρίθη παλαιότερον, ότι η διοίκησις δεν δύναται ν’ ανακαλέση, άνευ συγκαταθέσεως του κυρίου, την πράξιν ταύτην. Αλλ’ η γνώμη αυτή εγκατελείφθη ενωρίς και εγένετο δεκτόν, ότι η διοίκησις δύναται ν’ ανακαλέση την πράξιν, διότι, εφ’ όσον δεν κατεβλήθη η αποζημίωσις, ουδέν δικαίωμα παράγεται υπέρ του ιδιοκτήτου. Η άποψις αυτή αποτελεί νυν ισχύον δίκαιον, του νόμου επιτρέποντος την εντός ωρισμένου χρόνου από της δημοσιεύσεως της πράξεως ανάκλησιν αυτής, εφ’ όσον δεν κατεβλήθη εν όλω ή εν μέρει η οφειλόμενη αποζημίωσις. Αλλ’ ο καθ’ ου η απαλλοτρίωσις δύναται να αξιώση την καταβολήν αποζημιώσεως λόγω της μεσολαβησάσης δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας του.

119. Άρθ. 3, α.ν. 1731/1939. – Βλ. και Σ.Ε. 523/1934, 868/1935.»

 

 

Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας Αρ. 523/1934 (υποσημείωση αρ. 119 στο ανωτέρω απόσπασμα), αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Επειδή επιτρεπομένων ώς συνάγεται έκ των συνδυαζομένων άρθρων 3 και 70 του Ν.Δ. τής 17 Ιουλίου 1923 εκάστοτε τροποποιήσεων των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, έπεται ότι νομίμως διατάσσεται και η άρσις κηρυχθείσης απαλλοτριώσεως, εφ’ οσον δέν συνεπληρώθη η όλη απαλλοτριωτική διαδικασία, του καθ’ ου η απαλλοτρίωσις δυναμένου μό­νον ν’ αξιώση αποζημίωσιν λόγω της μεσολαβησάσης δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας του, διά της αρμοδίας δικαστικής οδού.»

 

Στην απόφαση επίσης του Συμβουλίου της Επικράτειας αρ. 868/1935 (υποσημείωση αρ. 119 στο ανωτέρω απόσπασμα), αναφέρονται αντίστοιχα τα ακόλουθα:

 

«…εκ των στοιχείων του φακέλλου, ιδία δε της από 24 Ιανουαρίου 1935 εισηγητικής προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας εκθέσεως του Υπουργού της Παιδείας και της από 20 Δεκεμβρίου 1934 του επιτοπίως μεταβάντος Διευθυντού της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως παρά τω Υπουργείω Παιδείας, ανενδοιάστως προκύπτει, το μέν, ότι αι δι’ ας ενηργήθη η περί ης πρόκειται απαλλοτρίωσις νόμιμοι προϋποθέσεις, συνιστάμεναι εις την θεραπείαν των τοπικών εκπαιδευτικών αναγκών, εξέλιπον ήδη, το δέ, ότι η ανάκλησις της εν προκειμένω απαλλοτριώσεως, εξυπηρετούσα το Δημόσιον συμφέρον, δεν έλαβεν αντίθετον συμφέρον του αιτούντος, εφ’ όσον εκτός της επί μακρόν άλλως χρονικόν διάστημα μεσολαβησάσης δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας αυτού δι’ ην δύναται μόνον να αιτήσηται αποζημίωσιν δια της αρμοδίας δικαστικής οδού, δεν προκύπτουσιν αποδεδειγμένως εκ των στοιχείων του φακέλλου ειδικαί επιζήμιαι δια τον αιτούνται συνέπειαι ως μειώσις της αξίας του ακινήτου ή ματαιώσις επωφελεστέρας τα τον διαδραμόντα χρόνον εκμεταλλεύσεως και διαθέσεως αυτού.

Επειδή κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω δεν προκύπτει εν τη δια τού προσβαλλομένου διατάγματος ανάκλησει της περί ης πρόκειται απαλλοτριώσεως υπέρβασις των ορίων της διακριτικής εξουσίας της αρμόδιας Αρχής.»

 

 

Στο σύγγραμμα του καθηγητή Σπ. Β. Βλαχόπουλου: «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», 4ην έκδοση, σελίδα 436 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Από την κατά το άρθρο 17 παρ. 4 εδ. δ Συντ. αυτοδίκαιη άρση της ανα­γκαστικής απαλλοτρίωσης διακρίνεται η ανάκλησή της με διοικητική πράξη, η οποία οφείλει να εκδοθεί για το σκοπό αυτό. Έγινε ήδη λόγος για την υπο­χρέωση ανάκλησης προπαρασκευαστικών της κήρυξης αναγκαστικής απαλ­λοτρίωσης πράξεων, εάν παρέλθει ο εύλογος για την προώθηση της διαδικα­σίας απαλλοτρίωσης χρόνος (βλ. παραπάνω § 25, Α). Αντίστοιχη υποχρέωση ανάκλησης υφίσταται και όταν μετά την καταρχήν νόμιμη κήρυξη της απαλ­λοτρίωσης παρέλθει εύλογος χρόνος για την προώθηση της συντέλεσής της και ειδικότερα, σε πρώτη φάση, για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης. Η στέρηση του δικαιώματος ελεύθερης χρήσης και διάθεσης του απαλλοτριουμένου κατά την πραγματική αξία και την ελεύθερη οικονομική εκμε­τάλλευσή του αποτελεί, όπως δέχεται ορθά η νομολογία, οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας αντίθετο προς τη συνταγματική της προστασία, πέρα από τον εύλογο αυτό χρόνο.

 

Σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικράτειας δέχεται ότι χρόνος οκτώ ετών, εννιά ετών ή περισσότερο από την κήρυξη της απαλλοτρί­ωσης χωρίς συντέλεσή της υπερβαίνει τα εύλογα όρια.»

 

Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μιχάλης Θεοδοσίου Λτδ κατά Κύπρου, Αρ. Αίτησης 31811/04, ημερομηνίας 15/1/2009, αναφέρθηκε πως κατά την διάρκεια από την Γνωστοποίηση της Απαλλοτρίωσης μέχρι και την καταβολή της αποζημίωσης και την περάτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σημειώθηκε περιορισμός στην χρήση του απαλλοτριωθέντος επίδικου ακινήτου, ως το σχετικό απόσπασμα κατωτέρω:

 

«I). Περιεχόμενο της παρέμβασης

 

79.      Το Δικαστήριο σημειώνει ότι αναμφισβήτητα η αιτήτρια εταιρεία εξακολουθούσε να είναι ιδιοκτήτρια της οικείας περιουσίας έως το 1995 όταν μεταβιβάστηκε στην απαλλοτριούσα αρχή, δηλ. στο Δήμο Λεμεσού, βάσει του διατάγματος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και υπό το φως των σχετικών διατάξεων του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου (βλ. παρ. 26 κε.). Η παρέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας της αιτήτριας εταιρείας άρχισε με τη δημοσίευση γνωστοποίησης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης το 1972 και το ακόλουθο διάταγμα απαλλοτρίωσης που εκδόθηκε το 1973 και συνέχισε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου που έληξε με την τελική μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας στο Δήμο. Εκείνη την περίοδο, το δικαίωμα χρήσης της ιδιοκτησίας από την αιτήτρια εταιρεία περιορίστηκε σημαντικά έως την πραγματοποίηση της τελικής απαλλοτρίωσης. Στο πλαίσιο της εσωτερικής νομοθεσίας η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί μόνιμο μέτρο της στέρησης της ιδιοκτησίας (βλ. Κολώνα εναντίον Κύπρου, αριθ. 28025/03, § 73, 27 Σεπτεμβρίου 2007). Οι νομικές διατάξεις που οδήγησαν στην απώλεια της ιδιοκτησίας είχαν ως στόχο τη μόνιμη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας στο Κράτος προς το δημόσιο όφελος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κατόπιν εκτενούς περιόδου ελέγχου της χρήσης της περιουσίας της αιτήτρια εταιρείας, σημειώθηκε στέρηση της ιδιοκτησίας κατά την έννοια της δεύτερης πρότασης του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθ. 1 της Σύμβασης.»

 

Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης το 2016 έγινε πολλά χρόνια μετά την έκδοση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης (του έτους 2009) και του μεταγενέστερου Διατάγματος Απαλλοτρίωσης το ίδιο έτος, με τον παράλληλο περιορισμό δυνάμει αυτών της απόλαυσης και εκμετάλλευσης του ακινήτου κατά την πραγματική του αξία. Όπως αποφασίστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ANDREAS MINA CHRISTOPHIES v. The Republic of Cyprus (1984) 1 C.L.R. 796, ο τόκος επί της αποζημίωσης δίδεται για σκοπούς αποκατάστασης της απώλειας που υφίστατο ο ιδιοκτήτης λόγω της στέρησης των δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, όπως το δικαίωμα να πωλήσει το ακίνητο σε οποιοδήποτε χρόνο ήθελε αποφασίσει ή και της ευκαιρίας να το αναπτύξει, ως το απόσπασμα κατωτέρω:

 

«In our view, interest is awarded to a claimant in order to compensate him for the loss that he has suffered as a result of being deprived of rights he has over his property, for instance, the right to sell at such time as he chooses to do so, or the chance to improve his property. Compensation is paid in order to make sure that the person whose property is expropriated receives no less than what he would be entitled to receive at the time the acquisition was published and that by receiving interest he is considered as having been paid at the time of the acquisition.»

 

Προκύπτει επομένως ζήτημα σε σχέση με το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη προς αποκατάσταση των περιορισμών στην απρόσκοπτη απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας λόγω παράνομης διοικητικής πράξης.

 

Θα πρέπει εδώ να τονιστεί η διαφορά του δικαϊκού συστήματος στην Ελλάδα σε σχέση με την διεκδίκηση αποζημιώσεων από παράνομη πράξη της διοίκησης. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, φέρουν το τεκμήριο νομιμότητας, δυνάμει του οποίου κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη τεκμαίρεται νόμιμη μέχρι και εάν ακυρωθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Στην Ελλάδα ο διοικούμενος δύναται να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα διοικητικά ακυρωτικά δικαστήρια για να ακυρώσει διοικητική πράξη. Στην περίπτωση που έχει ζημιωθεί από τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις με πρόκληση ζημίας, αποτίμησης σε χρήμα, έχει την επιλογή να προσφύγει με αγωγή για διεκδίκηση αποζημιώσεων στα διοικητικά δικαστήρια, υποστηρίζοντας το παράνομο της διοικητικής απόφασης, ασχέτως αν έχασε την προθεσμία για καταχώριση αίτησης ακυρώσεως. Στην Κύπρο αντίθετα δεν μπορεί ο διοικούμενος να διεκδικήσει αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν σε αυτόν από την έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης, αν δεν καταφέρει πρώτα καταχωρώντας αίτηση ακυρώσεως να πετύχει την ακύρωση της πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο, (τώρα το Διοικητικό Δικαστήριο). Σχετικό είναι το άρθρο 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο ζημιωθείς από πράξη ή παράλειψη της διοίκησης που ακυρώθηκε ως παράνομη από το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει από την διοίκηση δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Αν το σχετικό αίτημα του επιτυχόντος διαδίκου δεν ικανοποιηθεί από την διοίκηση, δυνατόν να διεκδικηθεί αποζημίωση με την καταχώριση σχετικής αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου όταν η επίδικη στην αίτηση ακυρώσεως πράξη της διοίκησης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ανακληθεί, η δίκη καταργείται, εκτός αν ο αιτών εκεί μπορεί να επικαλεστεί ειδικό έννομο συμφέρον συνέχισης της δίκης λόγω κατάλοιπου διοικητικής φύσεως συνεπειών. Τούτο δε καθ’ ότι αν υπάρχει κατάλοιπο συνεπειών οικονομικής φύσεως ο διοικούμενος έχει την ευκαιρία να προσφύγει με άλλο ένδικο μέσο. Δύναται να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια με αγωγή για διεκδίκηση αποζημιώσεων, όπου και εκεί θα υποστηρίξει το παράνομο της διοικητικής απόφασης. Δεν στερείται δηλαδή του δικαιώματός του για προσφυγή στη δικαιοσύνη αν η δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρηθεί καταργημένη λόγω ανάκλησης της επίδικης απόφασης, (βλ. Π.Δ. Δαγτότλου «ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» 7η Έκδοση, σελ. 835-838), με ιστορικές αναφορές στην αρχική υπαγωγή στα πολιτικά δικαστήρια και μετά την ίδρυσή τους το 1977 στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ουσίας).

 

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 275«Οσάκις εξέλιπε το αντικείμενον καθ' ου βάλλει η αίτησις ακυρώσεως, η δε συνέχισις της δίκης ουδένα πλέον πληροί σκοπόν, η δίκη κηρύσσεται καταργημένη: 1978(53), 1538 (55). Συνήθεις περιπτώσεις καταργήσεως της δίκης είναι επί ανακλήσεως της προσβαλλομένης πράξεως εφ' όσον με αυτή δεν κατέλειπε διοικητικής φύσεως συνεπείας: 1265 (56).»

 

Παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1538/1955 που αφορούσε λήξη της ισχύος της πράξης, στην οποία γίνεται παραπομπή στο ανωτέρω απόσπασμα από τα «Πορίσματα Νομολογίας», σχετικά με τον σκοπό που θα μπορούσε να εξυπηρετεί η συνέχιση της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, που δεν μπορεί να είναι η αποκατάσταση οικονομικής ζημίας, η οποία μπορεί να αναζητηθεί με άλλο ένδικο μέσο, χωρίς να χρειάζεται, (σε αντίθεση με ότι ισχύει στην Κύπρο βάσει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος), να έχει προηγηθεί ακύρωση της πράξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας:

 

«Επειδή, μετά την άσκησιν της υπό κρίσιν αιτήσεως, η Α΄ Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Γιαννιτσών, επιληφθείσα της εκδικάσεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως, εξέδοτο την ύπ' άριθμ. 23 τής 17 Μαρτίου 1955 απόφασίν της, δι'  ής οριστικώς ερυθμίσθησαν τα θέμα­τα του προηγηθέντος προχείρου διαχωρισμού των υποκειμένων από των εξαιρουμένων της απαλλοτριώσεως εκτάσεων. Κατόπιν τούτου, ο διά των προσβαλλομένων πράξεων προσωρινός διαχωρισμός των αλλοτριωθέντων κτημάτων, ως και η εξ' αυτών διοικητική αποβολή του αιτούντος απέβαλον πάσαν ισχύν και ουδέν εξ' αυτών έννομον αποτέλεσμα διοικητικής φύσεως κατελείφθη, η δε αποκατάστασις της περιουσια­κής ζημίας, ην τυχόν υπέστη ο αιτών εκ της εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, κατά το διάστημα της ισχύος των, δύναται να επιδιωχθή δι' αγωγής ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, άτινα θα εξετάσωσι παρεμπιπτόντως και την νομιμότητα των προσβαλλομένων πρά­ξεων. Επομένως μη υπάρχοντος ήδη αντικειμένου, η δίκη είναι, τούτω τω λόγω, καταργητέα.».

 

 

Σχετικό είναι για το ίδιο θέμα και το απόσπασμα από το σύγγραμμα του Δημήτριου Θ. Πυργάκη, «Το Έννομο Συμφέρον στην Δίκη Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 366:

 

«11.12. Η περιουσιακή ζημία δεν στοιχειοθετεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον

 

Ιδιαίτερο υπό την εκτεθείσα έννοια, έννομο συμφέρον δεν στοιχειοθετείται με την επίκληση περιουσιακής ή υλικής ζημίας [ΣτΕ 3716/2006, ή άλλως χρηματικής ζημίας ΣτΕ 790/1991, 3667/2009], προσκληθείσης στον αιτούντα από την προσβληθείσα με αίτηση ακυρώσεως πράξη ή παράλειψη, δεδομένου ότι η ανόρθωση της ζημίας αυτής μπορεί να επιδιωχθεί δια της ασκήσεως των καταλλήλων ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα κρίνουν παρεμπιπτόντως και περί της νομιμότητος της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως [ΣτΕ 75, 4200/2015, 7μ. 3818/2014, 4376/2013, 2650/2010, 1982, 2882/2009, 4049/2008, 3295/2007, 395/2005, 410/2004, 597/2003, 1977/2001, 3470/1999, 1829/1999, 4746/1996, 2517/1993, 790/1991, 524-525/1987, 39, 44, 180, 1983, 1999, 3537/1981, 4249/1976, 3618/1975, 3453/1973 κ.ά.].»

 

 

Στο σύγγραμμα της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου «Η κατάργηση της διοικητικής δίκης», στο συμπέρασμα του κεφαλαίου που φέρει τον τίτλο «Η κατάργηση της δίκης ελλείψει αντικειμένου», σελ. 324, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η δεύτερη περίπτωση αφορά τη λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία επήλθε μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Η λήξη αυτή μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι η πράξη ήταν εκ του αντικειμένου της προορισμένη να έχει περιορισμένη χρονι­κή ισχύ, είτε στο ότι, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, καταργήθηκε, αντικαταστάθηκε ή τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη πράξη της Διοίκησης ή με νομοθετική παρέμβαση. Δεδομένου όμως ότι η πράξη εφαρμόσθηκε μέχρι την παύση της ισχύος της, η δίκη μπορεί να συνεχισθεί εάν ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι έχει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχισή της, το οποίο θεμελιώνεται στις βλαπτικές γι' αυτόν έννομες συνέπειες που κατέλιπε η πράξη και οι οποίες μπορούν να αρθούν μόνο με αίτηση ακύρωσης.

 

 

Μετά την διευκρίνιση των ανωτέρω, προχωρούμε στην εξέταση του επίδικου ζητήματος.

 

Συμφωνούμε με τη νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι για το διάστημα από την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και για εκείνο που βρισκόταν σε ισχύ το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και πριν την ανάκλησή του (πολλά χρόνια μετά η απαλλοτρίωση) περιορίστηκε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, τόσο η απόλαυση του απαλλοτριωθέντος όσο και η ελεύθερη χρήση και εκμετάλευσή του, και τούτο συνιστούσε νόμιμο (προβλεπόμενο με νόμο και συναρτόμενο με νόμιμο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης) περιορισμό του δικαιώματος ο οποίος δεν εξαφανίζεται με την ανάκληση της απαλλοτρίωσης δυνάμει του άρθρου 7 του Ν.15/62, αλλά αποτελεί την πιθανολόγηση της ζημιάς της οποίας δύναται να ζητήσει την αποκατάσταση από την διοίκηση (άρθρο 146.6 του Συντάγματος) μόνο με την συνέχιση της δίκης και την τυχόν ακύρωση του Διατάγματος. Το ειδικό αυτό έννομο συμφέρον επικαλέστηκε η εφεσείουσα κατά την προφορική αγόρευσή της ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά τις Διευκρινίσεις της υπόθεσης, σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Μετά από τυχόν ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης από το Δικαστήριο θα μπορούσε να αναζητηθεί από την εφεσείουσα για   αποκατάσταση της ζημιάς της, βάσει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Επαναλαμβάνεται πως ο περιορισμός προήλθε βάσει εφαρμογής διατάξεως Νόμου, που τον επιτρέπει στην ελεύθερη απόλαυση της ιδιοκτησίας. Η νομιμότητα του περιορισμού  προϋποθέτει όμως την έκδοση νόμιμου Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Η παρανομία του Διατάγματος μόνο με την συνέχιση της δίκης δύναται να κριθεί, χωρίς την ύπαρξη άλλου ενδίκου βοηθήματος στην διάθεση της εφεσείουσας για κρίση του ζητήματος αυτού. Το ακριβές ποσό το οποίο θα μπορούσε να αναζητηθεί από την Διοίκηση ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση δεν απαιτείται να προσδιορίζεται σε αυτό το στάδιο της δίκης, αφού κατά πάγια νομολογία απαιτείται η απόδειξη πιθανολόγησης ζημίας. (Βλ. Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3Β Α.Α.Δ. 974, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 170, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643Payiatas vRepublic (1984) 3 CLR 1239, Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (1995) 1 Α.Α.Δ. 612). Ούτως ή άλλως πρώτα το αίτημα για αποκατάσταση της ζημιάς θα πρέπει να απευθύνεται συγκεκριμένα στην Διοίκηση μετά την τυχόν ακύρωση της πράξης.

 

Το ειδικό έννομο συμφέρον για συνέχιση της δίκης εννοείται πως δεν είναι το ίδιο με το αρχικό έννομο συμφέρον προς ακύρωση του Διατάγματος που επέφερε στέρηση του ακινήτου. Το ειδικό έννομο συμφέρον συνίσταται στην εξασφάλιση ένδικης προστασίας κατά περιορισμών στην απόλαυση και εκμετάλλευση των ακινήτων (κινηματογράφος και άλλα κτίρια), που δεν άρθηκαν με την επιγενόμενη της προσφυγής (πολλά έτη αργότερα) ανάκληση της απαλλοτρίωσης.

 

Όπως αποφασίστηκε στην απόφαση του ΕΔΑΔ, Waite and Kennedy v. Germany, Αίτηση αρ. 26083/94, ημερομηνίας 18/2/1999, στη σκέψη 68, για να θεωρηθεί νόμιμος ο αποκλεισμός διαδίκου δυνάμει δικονομικής διάταξης, το Δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων, ως ακολούθως:

 

«68. For the Court, a material factor in determining whether granting ESA immunity from German jurisdiction is permissible under the Convention is whether the applicants had available to them reasonable alternative means to protect effectively their rights under the Convention.»

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, το δικονομικό μέτρο τυγχάνει εφαρμογής όταν ελέγχεται περαιτέρω η αναλογικότητα του αποτελέσματος με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απαιτείται μια δίκαιη ισορροπία των δύο. Υπερβολικοί φορμαλισμοί που αποστερούν από τον διάδικο το δικαίωμα σε δικαστική προστασία δεν γίνονται επιτρεπτοί ως παραβιάζοντες το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ (βλ. Harris, O’ Boyle and Warbrick «Law of the European Convention on Human Rights, 5th Edition, p. 405-412 «Restrictions upon the right of access»).

 

Πέραν αυτού βέβαια και κατά δεύτερο λόγο επιβάλλεται η συνέχιση της δίκης. Στην εφεσείουσα δεν προσφέρθηκε από την Δημοκρατία αποζημίωση για τα δικαστικά της έξοδα (έξοδα προσφυγής) ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτόδικα και ούτε και το Δικαστήριο τα επιδίκασε υπέρ της, ως το οικονομικό και αποσαφηνησθέν κατά το χρόνο εκείνο κατάλοιπο ζημίας, προς αποκατάστασή της. Αντίθετα επιδικάστηκαν έξοδα εναντίον της εφεσείουσας μετά την κρίση του Δικαστηρίου περί της κατάργησης της δίκης λόγω ανάκλησης του Διατάγματος.  

 

Στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, «Η κατάργηση της διοικητικής δίκης», στη σελίδα 287, στο κεφάλαιο με τίτλο «Η λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης», αναφέρονται τα ακόλουθα, σε σχέση με την επιστροφή των δικαστικών εξόδων:

 

«Ακόμη και αν το πλέον εύπλαστο αυτό κριτήριο θα μπορούσε ενδεχομένως να διευρύνει την πρακτική της κατάργησης της δίκης, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για την έννομη προστασία του αιτούντος εφόσον, αφενός μεν, η κα­τάργηση της ακυρωτικής δίκης δεν εμποδίζει την επιστροφή των δικαστικών εξόδων του, αφετέρου δε, αυτός έχει τη δικονομική δυνατότητα, εφόσον α­ποδείξει ότι η επίδικη πράξη του προκάλεσε ζημία, να ζητήσει την επιδίκαση αποζημίωσης. Το μειονέκτημα βεβαίως της κατάργησης της ακυρωτικής δί­κης έγκειται στο ότι η δικαστική απόφαση περί κατάργησης δεν διαφωτίζει τον αιτούντα ως προς την ύπαρξη παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης και, κατά συνέπεια, ως προς τις προοπτικές ευδοκίμησης ενδεχόμενης αγωγής απο­ζημίωσης.»

 

 

Εν προκειμένω, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η βιβλιογραφία ότι διασφαλίζονται (επιστροφή δικαστικών εξόδων και δικονομική δυνατότητα να ζητήσει επιδίκαση αποζημίωσης), δεν διασφαλίζεται ούτε το ένα ούτε το άλλο με την πρωτόδικη απορριπτική απόφαση.

 

Υπάρχει και η τρίτη διάσταση του ζητήματος που επίσης συζητήθηκε κατά την ακρόαση για το κατάλοιπο ζημίας πρωτοδίκως. Για όλο το διάστημα μέχρι την ανάκληση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης υπήρξαν περιορισμοί του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιοκτησία προβλεπόμενοι σε νόμο και σχετιζόμενοι με κατά τεκμήριο νόμιμο (μέχρι την τυχόν ακύρωσή του) διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η δίκη δεν δύναται να θεωρείται καταργημένη λόγω της ανάκλησης, αφού η εφεσείουσα επικαλέστηκε το δικαίωμα της να προωθήσει την προσφυγή της. Όπως αποφασίστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ολομέλεια), STOYNOV v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 147/2012, ημερομηνίας 2/7/2018:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση, η θεώρηση ότι νομίμως κρίθηκε ο εφεσείων ως απαγορευμένος μετανάστης, δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την κράτηση και απέλασή του. Απαιτείται η έκδοση νόμιμου διατάγματος κράτησης και απέλασης. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων κρατήθηκε, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, κατά παράβαση του δικαιώματος του για ελευθερία, θεωρούμε ότι διατηρεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής του παρά την ανάκληση των εν λόγω διαταγμάτων. Μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο θα μπορέσει να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.»

 

Εναπόκειται στο πολιτικό Δικαστήριο να κρίνει τα ζητήματα των απαιτήσεων για αποζημιώσεις ή με άλλο τρόπο αποκατάσταση της κατ’ ισχυρισμό ζημιάς, εάν και εφόσον βεβαίως η δίκη οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης και ο επιτυχών διάδικος όντως προχωρεί να απευθυνθεί με τα διαθέσιμα ένδικα μέσα σε αυτό το διάβημα, της καταχώρισης αγωγής και σε αυτή τη βάση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου περί κατάργησης της δίκης  επιτυγχάνει και η πρωτόδικη τελική απόφαση παραμερίζεται, με €3000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η δίκη διατάζεται όπως συνεχιστεί στο Διοικητικό Δικαστήριο, ως μη καταργηθείσα, με άλλη σύνθεση.

 

Παραμένει προς εκδίκαση η έφεση κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την καταλληλότητα του ακινήτου για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας υποστηρίζουν πως το Δικαστήριο έσφαλε στην απόρριψη της αίτησης, επειδή κατά την κρίση του αυτό που επιδιώχθηκε ήταν η αλλοίωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, που είναι η μόνη πηγή κρίσης της νομιμότητας της επίδικης στην προσφυγή απόφασης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας, αν αυτή είναι σχετική με τα επίδικα θέματα.  Αυτό μάλιστα μπορεί να επιτραπεί σε όλα τα στάδια της δίκης, τόσο κατά την πρωτοβάθμια, όσο κατά την δευτεροβάθμια δικαιοδοσία (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 145, 162).  Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα, τους λόγους ακυρώσεως που υποστηρίχθηκαν καθώς και τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή, κρίνει κατά πόσο η επιδιωκόμενη να προσαχθεί η μαρτυρία είναι σχετική (Petrolina Ltd κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπ. αρ. 223/2000 κ.ά., ημερ. 4/4/2002).

 

Σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να προσκομιστεί μαρτυρία που αλλοιώνει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προς ενίσχυση του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης  (Α.Ε. 125/14 Κ.Δ. μέσω Υπ. Συγκοινωνιών & Έργων ν.  D. J.  Karapatakis Sons Ltd Consortium, ημερ. 13/7/2015).

 

Η κρίση του Δικαστηρίου πρωτοδίκως σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η προσκόμιση μαρτυρίας που να ανατρέπει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι στους καθ’ ων η αίτηση που δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση μαρτυρίας προς συμπλήρωση των ελλείψεων του διοικητικού φακέλου ή και προς αντίκρουση των όσων προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Πράγματι το Δικαστήριο κρίνει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Αν όμως οι αιτητές σε προσφυγή επιδιώκουν να αποδείξουν λόγους ακυρώσεως περί πλάνης της Διοίκησης περί τα πράγματα ή και έλλειψης δέουσας έρευνας, μπορούν να προσκομίσουν σχετική μαρτυρία προς υποστήριξη των λόγω ακυρώσεως.

 

Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη του Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης, χωρίς εκτίμησή του σε σχέση με την σχετικότητα της επιδιωκόμενης να προσκομιστεί μαρτυρίας με τους λόγους ακυρώσεως, καθώς και των γεγονότων, όπως αυτά ήταν αντιληπτά από τους καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση κατά της ενδιάμεσης απόφασης επίσης γίνεται δεκτή, με €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η αίτηση για μαρτυρία (στο μέτρο που δεν ήθελε βεβαίως αποσυρθεί στη συνέχεια ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου) θα πρέπει να εκδικαστεί εκ νέου.

 

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΓΓ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(ί) και Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού  Δικαστηρίου Αρ. 5/16 & 104/19)

12 Μαΐου, 2025

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσίβλητων.

----------------

 

Δ. Παπαδοπούλου (κα), για την εφεσείουσα.

Δ. Εργατούδη (κα), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Β. Χαλκίδη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: 

Εισαγωγή

Ένα ακίνητο της εφεσείουσας στην ενορία Αγίας Νάπας στη Λεμεσό απαλλοτριώθηκε δυνάμει Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ημερ. 7.12.2009, αρ. 1041, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 11.12.2009, για τις ανάγκες στέγασης και λειτουργίας του ΤΕΠΑΚ.  Στο διάταγμα περιγράφεται ως «θέατρο Regal», από τη δικογραφία όμως προκύπτει ότι στο τεμάχιο υπήρχαν και καταστήματα.

 

Η εφεσείουσα προσέβαλε ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, τόσο τη σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που προηγήθηκε (ΕΕ 4298, ημερ. 22.5.2009), όσο και το εν λόγω διάταγμα απαλλοτρίωσης.

 

          Η απαλλοτρίωση δεν ολοκληρώθηκε, δεν καταβλήθηκε η προνοούμενη αποζημίωση ώστε η ιδιοκτησία να περιέλθει στους εφεσίβλητους ως Απαλλοτριούσα Αρχή (Άρθρο 13 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν. 15/1962), ούτε οι τελευταίοι ανέλαβαν ποτέ κατοχή ή απέκτησαν τη νομή της ιδιοκτησίας, μέχρι την 21.6.2016.  Την ημερομηνία εκείνη, εκκρεμούσης της υπό έφεση προσφυγής (Υποθ. Αρ. 1008/2010) οι εφεσίβλητοι ανακάλεσαν το διάταγμα απαλλοτρίωσης με απόφαση τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 1.7.2016. 

 

          Νομοθετικό έρεισμα για ανάκληση απαλλοτρίωσης δίδει το Άρθρο 7(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:

 

«7.-(1) Καθ' oιovδήπoτε χρόvov μετά τηv δημoσίευσιv γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως και πρo της πληρωμής ή καταθέσεως της απαζημιώσεως ως πρoβλέπεται εv τω παρόvτι Νόμω, η απαλλoτριoύσα αρχή δύvαται διά διατάγματoς δημoσιευoμέvoυ εv τη επισήμω εφημερίδι της Δημoκρατίας, v' αvακαλέση τηv τoιαύτηv γvωστoπoίησιv και παv δημoσιευθέv σχετικόv διάταγμα, είτε γεvικώς είτε ειδικώς˙ αvαφoρικώς πρoς τηv εv τoύτω αvαφερoμέvηv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας˙ επί τoύτω η επoμέvη της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως ή διατάγματoς απαλλoτριώσεως διαδικασία ατovεί, και η απαλλoτρίωσις λoγίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γεvικώς είτε αvαλόγως της περιπτώσεως, αvαφoρικώς πρoς τηv τoιαύτηv ειδικήv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας

          Συνεπώς το Άρθρο 7 επιτρέπει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης.  Η ευχέρεια της διοίκησης όμως δεν είναι απόλυτη αλλά «πρέπει να ασκείται με βάση τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν το σύνολο των λειτουργιών της διοίκησης για κάθε διοικητική πράξη ξεχωριστά, ήτοι τις αρχές της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης.  Πρόκειται για τις γενικές αρχές καθολικής ισχύος που έχουν μάλιστα κωδικοποιηθεί στα Άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.»  (Κυριακίδη ν. Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 238/2012, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:C464).

 

          Εν προκειμένω το διάταγμα ανάκλησης δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.  Δεν τέθηκε ζήτημα παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  Είναι δεδομένο πως η ανάκληση έγινε νόμιμα.

 

 

 

Το ερώτημα κατά πόσο εξέλιπε το αντικείμενο της προσφυγής και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου 

Ενόψει της ανάκλησης, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ζήτημα κατά πόσο εξέλιπε το αντικείμενο της προσφυγής, ή κατά πόσο είχε παραμείνει κατάλοιπο ζημίας ώστε να δικαιολογείται η συνέχισή της.  Το κρίσιμο χρονικό διάστημα είναι η περίοδος από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης (11.12.2009) μέχρι την ανάκληση της γνωστοποίησης και του διατάγματος (21.6.2016), οπότε και η απαλλοτρίωση λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα (Άρθρο 7(1) του Νόμου).

 

Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στην σχετική νομολογία την οποία και κατωτέρω συνοψίζω: 

 

Κατά κανόνα, η ανάκληση της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, εκκρεμούσης της δίκης, οδηγεί σε κατάργηση της δίκης, εφόσον εξαφανίζεται το αντικείμενο της.  Παραδεκτή είναι η συνέχιση της δίκης, εάν κατά την περίοδο πριν από την ανάκληση της πράξης, ο αιτητής είχε υποστεί ζημία η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση.  Εναπόκειται στον αιτητή να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, ότι παραμένει τέτοια ζημία.  Το μέτρο στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως, δεν σημαίνει πως είναι αρκετό για τον αιτητή απλώς να καταδείξει, δυνητικά ή θεωρητικά, ότι θα μπορούσε να υποστεί ζημία από την ανακληθείσα απόφαση.  «Εκ πρώτης όψεως» σημαίνει ότι θα πρέπει να πιθανολογήσει, με κατάλληλη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία από το πραγματικό μέρος του φακέλου της υπόθεσης, ότι παρέμειναν ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες είχαν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την προσβληθείσα απόφαση.  Με άλλα λόγια η διαπίστωση περί της ύπαρξης καταλοίπου ζημίας, δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά θα πρέπει να είναι πραγματική, να βρίσκει δηλαδή έρεισμα στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης.

 

Εάν τούτο στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως, τότε υπάρχει αντικείμενο ώστε να πρέπει να συνεχιστεί η προσφυγή οπότε, εάν και εφόσον η ανακληθείσα πράξη κηρυχθεί άκυρη από το Διοικητικό Δικαστήριο, τότε ο προσδιορισμός της ζημιάς αποτελεί έργο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στα πλαίσια της πολιτικής του δικαιοδοσίας, το οποίο είναι αρμόδιο να επιδικάσει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος (Christodoulides v. The Republic (1978) 3 CLR 189, Agrotis v. Republic (1983) 3  CLR 1397, Strakka Ltd v. The Republic of Cyprus and Another (1988) 3 CLR 760, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973, Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 73, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ 435, Stoyanov v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 147/2012, ημερ. 2.7.2018, Οικονόμου ν. Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ΑΕ Αρ. 57/2013, ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:C208, Κυριακή Κώστα Λακκοτρύπη ν. 1. Κοινοτικό Συμβούλιο Πελενδρίου κ.α., ΕΔΔ Αρ. 104/2017, ημερ. 12.12.2023).  Σημειώνω, τέλος, ότι γίνεται λόγος για ζημία η οποία πρέπει να εμπίπτει στη σφαίρα των αναγνωρισμένων από το δίκαιο τομέων αποζημίωσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 586 και Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 537 ). 

 

Παραθέτοντας την παραπάνω σαφή και πάγια νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας ότι η νομολογία αυτή, σε συνδυασμό με τις υποθέσεις Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1836 και Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 ΑΑΔ  558, έχει την έννοια ότι προκύπτει αφ’  εαυτού (per se) ζημιογόνο αποτέλεσμα, χωρίς την ανάγκη να «αποδειχθεί» ζημία, εφόσον πρόκειται για περιορισμό ανθρωπίνου δικαιώματος, ήτοι του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφοροποίησε την παρούσα περίπτωση από τις εν λόγω δύο αποφάσεις, υποδεικνύοντας ότι εν προκειμένω δεν επρόκειτο για το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ιδιοκτησία (trespass) (Andrian Holdings Ltd), ούτε για παραβίαση ανθρωπίνου δικαιώματος υπό την έννοια της Γιάλλουρος.  Εν προκειμένω, υπέδειξε, το ζητούμενο είναι το κατά πόσον μετά την ανάκληση διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, κατάλοιπο ζημίας, ώστε να παραμείνει η προσφυγή, ως έχουσα αντικείμενο, προς εκδίκαση.  Η προσέγγιση αυτή του πρωτοδίκου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην μετέπειτα εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Μεταβατική Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία) στην υπόθεση Κυριακή Κώστα Λακκοτρύπη (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκε ότι η αρχή που θεμελιώνεται στη Γιάλλουρος «δεν μπορεί να ενταχθεί στα αυστηρά πλαίσια της ακυρωτικής δίκης, της οποίας ακριβώς το αντικείμενο εκλείπει, εκτός αν καταδειχθεί κατάλοιπο ζημιάς …».

 

Ως προς το ζητούμενο αυτό, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί, στο βαθμό που απαιτεί η νομολογία, την ύπαρξη ζημιογόνου καταλοίπου.  Θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από πλευράς της εφεσείουσας περί αβεβαιότητας ως προς την τύχη της ιδιοκτησίας και περιορισμού ως προς την χρήση της λόγω του επιδίκου διατάγματος, δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν επαρκώς και ή στον απαιτούμενο βαθμό την ύπαρξη καταλοίπου ζημιάς.  Ειδικότερα δεν έχει καταδειχθεί ποιες είναι οι ζημιογόνες συνέπειες που έχουν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την προσβληθείσα απόφαση απαλλοτρίωσης.  Προβλήθηκαν μόνο γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί.  Κατόπιν τέτοιας διαπίστωσης το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, εξ ου και η έφεση υπ΄ αρ. 104/19.

 

Η έφεση υπ’  αρ. 104/19

Με την έφεση  υπ’ αρ. 104/19 εγείρονται 12 λόγοι έφεσης, εν πολλοίς αλληλοσυναρτώμενοι. Συνοψίζω την ουσία. 

 

Κατ’  ουσίαν το παράπονο της εφεσείουσας έχει δύο σκέλη. 

Πρώτο, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η εφεσείουσα δεν είχε καταδείξει εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη ζημίας ενώ στην πραγματικότητα πιθανολόγησε τέτοια ζημία η οποία συνίστατο στην απώλεια ενοικίων με την αιφνίδια αποχώρηση των ενοικιαστών από τα υποστατικά της.

 

Δεύτερο, άνευ βλάβης των παραπάνω, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι διατηρούσε έννομο συμφέρον για συνέχιση της προσφυγής, έστω χωρίς την ανάγκη απόδειξης ζημίας, καθότι υπήρχε ζημιογόνο αποτέλεσμα per se, ήτοι λόγω του περιορισμού και μόνο του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας κατά το διάστημα που βρισκόταν σε ισχύ το διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Επρόκειτο για περίπτωση παραβίασης θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος για την οποία καταβάλλεται αποζημίωση «ηθικής ζημίας» ή «ηθικής βλάβης» που περιλαμβάνεται στην έννοια του εννόμου συμφέροντος και είναι εν προκειμένω αυταπόδεικτη.

 

Επιπρόσθετα, με τον δέκατο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε στοιχεία τα οποία κατεδείκνυαν εκ πρώτης όψεως ζημία

 

Κατά πρώτον, θα εξετάσω το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε στοιχεία τα οποία κατεδείκνυαν εκ πρώτης όψεως ζημία της εφεσείουσας και ειδικότερα, όπως η ίδια ρητά την εξειδίκευσε στην αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, συνίστατο σε απώλεια ενοικιαστών.  

 

Εστίασε, έτσι, στην «απώλεια ενοικίων με την αιφνίδια αποχώρηση των ενοικιαστών από τα υποστατικά της» ως προκαλούσα το κατάλοιπο ζημίας το οποίο επικαλείται. Ισχυρίζεται ότι με τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε, κατέδειξε ότι οι καθ’ ων η αίτηση μεταστέγαζαν ενοικιαστές των κτιρίων της σε υποστατικά που ήταν υπό τον έλεγχο του κράτους, χωρίς ενοίκιο, με δωρεάν διαμονή για 10 έτη, γεγονός το οποίο προκάλεσε ζημιά στην εφεσείουσα η οποία παρέμεινε παρά την ανάκληση της πράξης. Αναφέρεται σε «μεταστέγαση» ενοικιαστών της από τη Διοίκηση, παραπέμποντας σε μεταξύ τους συμβάσεις ενοικίασης, καθώς και σε βεβαίωση του ελεγκτή της ότι οι συμβάσεις αυτές διακόπηκαν αίφνης το  2007, όπως και σε βεβαιώσεις της ΑΗΚ για κατανάλωση ρεύματος για την ίδια πιο πάνω περίοδο. Κατ’ ισχυρισμό, κατέβαλλε φόρους στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς και τέλη άμυνας για τα ενοίκια που λάμβανε από τα εν λόγω ενοικιαζόμενα κτίρια. Καθώς καταγράφει στο ιδιαίτερα εκτενές περίγραμμα αγόρευσής της (471 σελίδες), οι ενοικιαστές της την ειδοποίησαν τηλεφωνικώς ότι θα εγκατέλειπαν το ακίνητο.

 

Όπως παρατηρώ, όμως, δεν υποδείχθηκε οτιδήποτε στους διοικητικούς φακέλους που να αφορά μετακίνηση των ενοικιαστών της εφεσείουσας (βλ. ερ. 89Β στο φάκελο Τεκμήριο 2). Οι ενοικιαστές στους οποίους αναφέρεται δεν περιλαμβάνονται στην Κατάσταση Επηρεαζόμενων Ενοικιαστών για τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. Δ.Π. 387 που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ της Δημοκρατίας με αρ. 4298, ημερ. 22.5.2009 (βλ. φάκελο - Τεκμήριο 5). 

 

Βάσιμη προκύπτει η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από πλευράς εφεσείουσας περί της ύπαρξης ζημιογόνου καταλοίπου αφορούσαν, ως άνω, την αβεβαιότητα ως προς την τύχη της ιδιοκτησίας και τον περιορισμό ως προς την χρήση της.  Πέραν τούτου, σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υποδείχθηκαν οποιεσδήποτε ενέργειες όπως λ.χ. προσπάθειες αξιοποίησης της ιδιοκτησίας πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση που δεν υλοποιήθηκαν εξαιτίας του επιδίκου διατάγματος, ή εν πάση περιπτώσει τέτοιες ενέργειες που να καταδεικνύουν ότι πράγματι υπήρξε στέρηση ή ανεπίτρεπτος περιορισμός.  Ό,τι προβλήθηκε ήταν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί περί αβεβαιότητας ως προς την τύχη του ακινήτου και για περιορισμούς των δικαιωμάτων της εφεσείουσας επί αυτού. 

 

Πριν από την έναρξη της ακρόασης της έφεσης και ενόσω καταγράφονταν οι εμφανίσεις των δικηγόρων, προς υποστήριξη προδήλως του ισχυρισμού ότι υπήρχαν ενοικιαστές οι οποίοι μετακινήθηκαν,  η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας δήλωσε ότι παρών ήταν ο κ. Σπήλιος Αβρααμόπουλος.  Συνέχισε δε λέγοντας τα ακόλουθα:  «ο από το 2005 ενοικιαστής του ακινήτου των Εφεσειόντων, σε ξεχασμένο μέρος του ακινήτου και ξεχασμένος ενοικιαστής, ο οποίος μεταφέρθηκε μετά από την ενδιάμεση απόφαση 10/5/07, μετέφεραν τους ενοικιαστές του ακινήτου εν αγνοία ιδιοκτήτη σε προσφερθέν Τουρκοκυπριακό ακίνητο υπό τον έλεγχο του κράτους για 10 χρόνια χωρίς ενοίκιο, με δωρεάν διαμονή, σύμφωνα και με το σχέδιο και βεβαιώσεις, σύμφωνα με μαρτυρία στις Γ/Α και συμβάσεις και άλλα έγγραφα για ενοικιαζόμενα κτίρια και όχι εγκαταλειμμένα και όχι εντός του Πρωτοκόλλου Ανάπτυξης του ΤΕΠΑΚ, τους μετέφεραν μετά την ενδιάμεση απόφαση βάσει βεβαίωσης της διοίκησης στα έγγραφα της 15/3/2008  διόρθωσε αυτό στο μεταγενέστερο έγγραφο ότι είναι από πριν που το κάνουμε αυτό από 22/5/07 και το έγγραφο 27/5/07, ότι με αυτόν τον τρόπο αποζημιώνουμε τους ενοικιαστές προς απαλλοτρίωση ακινήτου για να μην κάνουν οι ιδιοκτήτες προσφυγή

 

Είναι πάγια η αρχή ότι τα γεγονότα δεν μπορούν να τεθούν με τις αγορεύσεις ή δηλώσεις του δικηγόρου (Νεοκλέους ν. Αλλαγιώτη κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 561, Orgoro v. Δημοκρατίας κ.α. (2012) 3 ΑΑΔ 70).

 

  Με βάση τα όσα έχω αναφέρει, δεν βρίσκω λόγο για να ανατρέψω τα σχετικά ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. 

         

Αλλά ακόμα και αν δεχθώ ότι υπήρχαν ενοικιαστές, αποτελεί πάγια νομολογία ότι «η δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν διαταράσσει αφ΄εαυτής το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Το τεμάχιο εξακολουθεί να ανήκει κατά κυριότητα στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του ως τη τελείωση της απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (βλ. Γεωργίου Αλίκη ν. Δήμου Λάρνακος (1998) 3 ΑΑΔ 821 και την αναφερόμενη εκεί νομολογία: Εvridiki Aspri v. Republic 4 RSCC 57, Michael Theodossiou Co Ltd v. The Municipality of Limassol (1975) 3 CLR 195, Γεωργία Ιωάννου Γεωργίου ν. Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (1997) 4 ΑΑΔ 841).  Στην τελευταία αυτή απόφαση ο Κωνσταντινίδης, Δ., παρέπεμψε σχετικά και στα συγγράμματα Π.Γ. Δαγτόγλου -Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ 710, Β. Σκουρή και Α.Ι. Τάχου, Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο, Τεύχος 4, Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 148 κ. επ.).

 

Στο σύγγραμμα Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Νικόλαου Ν. Σαριπόλου, 4η εκδ., Τόμος Γ΄, σελ. 215, συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω ότι άνευ του προσδιορισμού και της καταβολής της οφειλόμενης αποζημιώσεως ο ιδιοκτήτης δεν παύει να είναι ιδιοκτήτης της περιουσίας, διατηρώντας ακέραιες τις προσήκουσες στον κύριο κατά νόμο εξουσίες νομής, διαθέσεως και απολαύσεως κάθε είδους ωφελείας την οποία είναι δυνατόν η ιδιοκτησία να παραγάγει. 

 

Κατ’  εφαρμογήν της αρχής αυτής στην Michael Theodossiou Co Ltd (1975) (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι η άρνηση του Δήμου Λεμεσού να εκδώσει άδεια οικοδομής λόγω του γεγονότος ότι υπήρχε διάταγμα απαλλοτρίωσης επί της επίδικης περιουσίας ήταν αντίθετη στο Νόμο.  Ο Α. Λοϊζου, Δ. (όπως ήταν τότε) αναφέρθηκε στα ερείσματα ή τις εκδηλώσεις της αρχής αυτής όπως εντοπίζονται στις πρόνοιες του Νόμου 15/1962.  Στο Άρθρο 13 ορίζεται ότι η ιδιοκτησία περιέρχεται στην Απαλλοτριούσα Αρχή ελευθέρα παντός εμπραγμάτου βάρους άμα τη καταβολή ή τη καταθέσει παρά τω Γενικώ Λογιστή του συμφωνηθέντος ή καταβληθέντος ως καταβλητέα αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ποσού.  Μέχρι τότε η μόνη εξουσία εισόδου που ο Νόμος αναγνωρίζει στην Απαλλοτριούσα Αρχή, μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, είναι το δικαίωμα εισόδου λειτουργού της Αρχής ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν προσώπου με σκοπό να επισκοπήσει και να χωρομετρήσει την ιδιοκτησία και να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ήθελε κρίνει αναγκαία «διά vα εξακριβωθή εάv αύτη είvαι κατάλληλoς διά τov σκoπόv δι' ov πρoώρισται διά vα  εκτιμηθή η αξία αυτής.» (Άρθρο 5(1) του Νόμου 15/1962).  Η εξουσία εισόδου για τέτοια προκαταρκτική έρευνα υπόκειται σε περαιτέρω περιορισμούς που τίθενται δια της επιφυλάξεως (proviso) του εδαφίου (1).  Σύμφωνα δε με το εδάφιο (2) του Άρθρου 5, η Αποζημιούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση «διά πάσαv επεvεχθείσαv ζημίαv».  Καθίσταται έτσι σαφές, εξηγεί ο Δικαστής Λοϊζου, ότι ούτε η κυριότητα, μήτε η κατοχή, μεταβιβάζεται στην Απαλλοτριούσα Αρχή, ανεξάρτητα από το εάν έχει δημοσιευθεί γνωστοποίηση ή διάταγμα απαλλοτρίωσης και σε καμιά περίπτωση, πριν από την καταβολή της αποζημίωσης, η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν μπορεί να αναλάβει την ιδιοκτησία ή να παρέμβει στην απόλαυση της, εκτός στην έκταση που επιτρέπει το Άρθρο 5 του Νόμου.  Πέραν τούτου, συνεχίζει, το γεγονός ότι η περιουσία δεν επηρεάζεται από την απαλλοτρίωση επιβεβαιώνεται από το Άρθρο 22 του Νόμου το οποίο προβλέπει ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης δεν ακυρώνεται λόγω εκποίησης, μίσθωσης κλπ. του ακινήτου.  Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον ιδιοκτήτη είναι ότι απαγορεύεται καθ’  οιονδήποτε χρόνο μεταξύ της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και της περατώσεως της ή, αναλόγως της περιπτώσεως, της εγκαταλείψεως της απαλλοτρίωσης, η καταστροφή ή επαγωγή ζημίας στην ιδιοκτησία (Άρθρο 19(1) του Νόμου).  Για την εξέλιξη της δικαστικής διαμάχης στην υπόθεση Τheodossiou μέχρι και το ΕΔΑΔ θα αναφερθούμε κατωτέρω.  Τώρα απλώς σημειώνω ότι η υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ αφορούσε άλλο ζήτημα και όχι τα αποφασισθέντα από τον Α. Λοίζου, Δ. το 1975.

 

 Συνεπώς:-

(α)     το δικαίωμα της εφεσείουσας για εκμίσθωση της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας δεν επηρεάστηκε, ως ζήτημα νομικού αποτελέσματος, από την δημοσίευση της γνωστοποίησης ή του διατάγματος απαλλοτρίωσης.

 

(β) Ως προς τους ισχυρισμούς για de facto μετακίνηση ενοικιαστών, έχουμε ήδη αποφανθεί επικυρώνοντας τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

 

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν στοιχειοθετούνταν εκ πρώτης όψεως τέτοιοι ισχυρισμοί, υπό την έννοια μιας de facto ζημιογόνας κατάστασης, δεν θα αποτελούσαν ζημία που προκλήθηκε «ευθέως και αποκλειστικά», όπως η νομολογία απαιτεί, από το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Το νομικό γεγονός της απαλλοτρίωσης από μόνο του, όπως έχουμε εξηγήσει, δεν επηρεάζει τη μίσθωση της υπό απαλλοτρίωση περιουσίας μέχρι την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης, εκτός εάν αυτή συνοδεύεται από επίταξη.  Συνεπώς, έστω και εάν υπήρχαν ενοικιαστές, έστω και εάν αυτοί μετακινήθηκαν από τους εφεσίβλητους χωρίς τη θέληση της εφεσείουσας, αυτό δεν θα ήταν ένα αποτέλεσμα που προκλήθηκε ευθέως και αποκλειστικά από το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αλλά θα ήταν το αποτέλεσμα μιας περαιτέρω, καταχρηστικής και χωρίς έρεισμα στο νόμο, συμπεριφοράς της Απαλλοτριούσας Αρχής.  Τέτοια συμπεριφορά ενδεχομένως να συνιστούσε παράνομη πρόκληση άλλου προσώπου σε παράβαση σύμβασης που αποτελεί αγώγιμο αστικό αδίκημα (Άρθρο 34(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 143).  Είναι, συνεπώς, στα πλαίσια μάλλον της αστικής δικαιοδοσίας που θα μπορούσε, υπό τις επικαλούμενες περιστάσεις, ο ιδιοκτήτης να αναζητήσει αποζημιώσεις ευθέως, χωρίς την ανάγκη να συνεχίζει για να επιτύχει την προσφυγή, ώστε διαμέσου αυτής να καταλήξει διαθλαστικά, μετά από περαιτέρω δικαστικό αγώνα, στη θεραπεία του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

 

Το δεύτερο παράπονο της εφεσείουσας: Προκύπτουν αποζημιώσεις per se;

Ως προς το δεύτερο παράπονο της εφεσείουσας: Θα μπορούσε να συνεχίσει η προσφυγή χωρίς στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως ζημίας επειδή προκύπτουν αποζημιώσεις per se;  Όπως αναφέρω το πρωτόδικο δικαστήριο διαφοροποίησε την παρούσα από τις υποθέσεις Γιάλλουρος και Andrian Holdings, με επιγενόμενο έρεισμα την υπόθεση Λακκοτρύπη

 

Στην υπόθεση Γιάλλουρος, ο εφεσείων, διευθυντής του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, καθόλη τη διάρκεια ενός έτους παρακολουθούσε και μαγνητοφωνούσε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του εφεσίβλητου, μηχανικού του ιδίου Συμβουλίου.  Η αποκάλυψη των συνδιαλέξεων του εφεσίβλητου είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί ο τελευταίος σε διαθεσιμότητα και να τεθεί μακριά από την εργασία του για περίοδο ενός έτους.  Είναι υπ’ αυτές τις περιστάσεις που επιδικάστηκε άνευ ετέρου δίκαιη αποζημίωση (equitable compensation) στον εφεσίβλητο για την ηθική βλάβη που υπέστη, ως μέσο αποκατάστασης του σε όποιο βαθμό τούτο είναι ανθρωπίνως δυνατό στην πρότερη κατάσταση του, για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται αντίστοιχα στα Άρθρα 15.1 και 17 του Συντάγματος.

 

Η υπό εξέταση υπόθεση αφορά σε μια πράξη της διοίκησης η οποία έλαβε χώρα με έρεισμα στο Νόμο, κατ’  επίκληση δημόσιας ωφέλειας, η οποία, με έρεισμα και πάλι στο Νόμο, ανακλήθηκε, χωρίς η ανάκληση της να αμφισβητηθεί.  Οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες της υπόθεσης Γιάλλουρος, που συνιστούσαν μια κατάφορη και ποινικά κολάσιμη παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Η Αndrian Holdings αφορούσε σε παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί  προβλεπόμενο αστικό αδίκημα από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, Άρθρο 43(1).  Στην εν λόγω απόφαση επαναλήφθηκε ο κανόνας ότι το αστικό αυτό αδίκημα είναι αγώγιμο per se και συνεπώς  δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ζημία.  Αν όμως δεν αποδειχθεί ζημία μπορεί να επιδικαστούν ονομαστικές αποζημιώσεις και να μην δοθούν έξοδα, ή ακόμα και να διαταχθεί ο ενάγων να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο.  Αυτά με παραπομπή στις ακόλουθες υποθέσεις: Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379Kakoullou and Another v. Kakoulli (1985) 1 C.L.R. 355Ttantis v. Hadjimichael and Another (1982) 1 C.L.R. 301 και Ευθυβούλου κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κισσόνεργας κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1059).

 

Εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αστικό αδίκημα, μια εξ ορισμού άδικη πράξη, αλλά επαναλαμβάνω το πλαίσιο: Έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης από την αρμόδια Αρχή και ανάκληση του σε μεταγενέστερο χρόνο.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαφοροποίησε και την υπόθεση Andrian Holdings

Οι αποζημιώσεις δεν προκύπτουν per se.  Σαφής, αποκρυσταλλωμένη και, βεβαίως, δεσμευτική είναι η περί του αντιθέτου νομολογία την οποία έχουμε παραθέσει, όπως παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Λακκοτρύπη. Είναι η στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως κατάλοιπου ζημίας η οποία θα διατηρούσε το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας για συνέχιση της προσφυγής. 

 

Άλλωστε, ως μια επιπρόσθετη απλώς παρατήρηση σημειώνω ότι ακόμα και στην περίπτωση πολεοδομικής απόφασης που επηρεάζει ακίνητη ιδιοκτησία αποζημίωση καταβάλλεται μόνο όταν αποδειχθεί υπό του αιτούντος ότι επήλθε ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας αυτής (Άρθρο 68(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν. 90/1972, και  1. G. G. PLATHKIA APPARTMENTS LTD κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 357/2016, ημερ. 16.4.2025).

 

Εν όψει της εκτεταμένης μου αναφοράς στη Michael Theodossiou (1975) για τους σκοπούς διευκρίνισης θεωρώ σκόπιμο να διαφοροποιήσω την περίπτωση της υπόθεσης εκείνης από την Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (2004) 1 ΑΑΔ 687, η οποία αφορούσε στην εξέλιξη της ίδιας περίπτωσης και στο τελικό ερώτημα αναφορικά με τον χρόνο που θα έπρεπε να καθοριστεί η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’  εφαρμογήν του Άρθρου 10(α) του Νόμου, επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ότι ο χρόνος για καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος ήταν ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης την 1.2.1972 και όχι το 1994 όταν για πρώτη και μόνη φορά έγινε προσφορά από το Δήμο.  Η διαφορά στα ποσά ήταν χαώδης.  £103.056 αφενός και £2.150.000 αφετέρου. Η εφεσείουσα προσέφυγε στο ΕΔΑΔ όπου αποφασίστηκε ότι «the absolute nature of the relevant domestic rule concerning determination of compensation, which did not allow for the eventuality of excessive delay between the notification of the acquisition and the actual payment of compensation, imposed a disproportionate burden on the applicant company.» (Case of Michael Theodossiou Ltd v. Cyprus, Appl. No. 31811/04, 15 January 2009, Final 15.4.2009). Τούτου δοθέντος διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης.  Η αποζημίωση θα έπρεπε να είχε καθοριστεί, λαμβανομένης υπόψη της υπερβολικής καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με ορόσημο το 1994.  Τελικά επιδικάστηκε το ποσό των €8.750.000, λαμβανομένων υπόψη του πληθωρισμού, του νόμιμου τόκου και άλλων παραμέτρων (Judgment (Just Satisfaction), 14.4.2015, Final 14.7.2015).

Συνεπώς, η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ αφορούσε μεν την ίδια περίπτωση, δεν ήταν όμως σχετική με το επίδικο τώρα θέμα. 

 

Περαιτέρω, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω τα εξής σε σχέση με τα λεχθέντα στην παράγρ. 79 της απόφασης του ΕΔΑΔ:

 

«79. … The interference with the applicant company’s property rights commenced with the publication of the notice of compulsory acquisition in 1972 and subsequent acquisition order issued in 1973 and continued throughout the period terminating with the final transfer of ownership to the municipality. During that period the applicant company’s use of its property was significantly reduced until the final acquisition took place. In domestic law compulsory acquisition is a permanent measure of deprivation of property (see Kolona v. Cyprus, no. 28025/03, § 73, 27 September 2007). The statutory provisions which resulted in the applicant company’s loss of ownership were thus intended to permanently transfer ownership to the State for the public benefit. The Court finds, therefore, that following an extensive period of control of the use of the applicant company’s possessions, there was a deprivation of property within the meaning of the second sentence of Article 1 of Protocol No. 1 to the Convention.»

 

Στις παραγρ. 79-80 εξηγείται η φύση της επέμβασης, με δεδομένο πάντα ότι ο ιδιοκτήτης απώλεσε τελικά την ιδιοκτησία του μετά από μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το επίδικο ερώτημα αφορούσε, δεδομένης τέτοιας καθυστέρησης, στον χρόνο καθορισμού της αποζημίωσης ώστε αυτή να είναι ανάλογη και δίκαιη.  Είναι υπ’  αυτή την έννοια που αναφέρεται η φύση της επέμβασης κατά τρόπο ενιαίο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την οριστική μεταβίβαση της ιδιοκτησίας στο κράτος για σκοπούς δημοσίας ωφέλειας.  Στην αναφερόμενη υπόθεση Kolona, δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας στις 25.7.1997.  Την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε και διάταγμα επίταξης το οποίο ανανεωνόταν διαδοχικά.  Ο εφεσείων είχε καταχωρίσει προσφυγή αναφορικά με το διάταγμα απαλλοτρίωσης η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχώρισε έφεση η οποία απερρίφθη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί εξέλιπε το αντικείμενο της, αφού στο μεταξύ, στις 20.8.1999, δημοσιεύθηκε διάταγμα ανάκλησης τόσο της γνωστοποίησης, όσο και του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Ο εφεσείων δεν προσέβαλε δικαστικά το διάταγμα επίταξης, ούτε και τις διαδοχικές ανανεώσεις του. 

 

Στις 19.7.2000, τρεις ημέρες πριν τη λήξη του τελευταίου διατάγματος επίταξης, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε κατεδάφιση της επιταχθείσας οικίας.  Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή εναντίον της κατεδάφισης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η κατεδάφιση δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πραγμάτωσης του σκοπού της διοικητικής απόφασης με την οποία η οικία επιτάχθηκε.  Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ο εφεσείων ακολούθως προσέφυγε στο ΕΔΑΔ το οποίο κάτω από αυτές τις περιστάσεις, της συνύπαρξης δηλαδή διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος επίταξης, αλλά τελικά και της κατεδάφισης της οικίας, ανέφερε τα ακόλουθα στην παράγρ. 73:

«73.  The Court notes that although the compulsory acquisition and restitution orders constituted independent administrative acts, in the Court's opinion, in the present case, they were clearly and inseparably linked to each other. Both the requisition order and the notice of compulsory acquisition were issued on the same day for the same public benefit purpose (see paragraph 8 above). It is also clear that, in domestic law, compulsory acquisition is a permanent measure of deprivation of property in contrast to requisition which is a temporary deprivation of possession, use and enjoyment of property with a maximum time span of three years. However, the authorities proceeded to demolish the applicant's house, not only within the period in which the applicant still had the right to appeal against the first instance judgment on the compulsory acquisition order, but also after that order had been revoked. In this connection, the Court notes that the revocation order clearly stated that the property was not required anymore for the public benefit purpose for which the acquisition notice and order had been issued (see paragraph 17 above). The Court is not convinced therefore by the Government's arguments that the demolition of the applicant's house could have taken place on the basis of the temporary requisition order, particularly in the light of the revocation of the compulsory acquisition order and, bearing in mind, the permanent nature of the effects of such a measure and its economic impact. …»

 

Εν προκειμένω, η ιδιοκτησία αφενός δεν υπέστη οποιαδήποτε επέμβαση εκκρεμούντος του διατάγματος απαλλοτρίωσης, δεν επιβαρύνθηκε με διάταγμα επίταξης, συνεπώς διαφοροποιείται από την υπόθεση Κolona, παρέμεινε δε από την αρχή μέχρι τέλους στην κυριότητα, την κατοχή και υπό τη νομή της εφεσείουσας, χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση, ώστε στο τέλος να τεθεί ζήτημα του χρόνου καθορισμού της αποζημίωσης, όπως ήταν το επίδικο θέμα στην υπόθεση Τheodossiou

 

Η διαφοροποίηση από τις υποθέσεις Theodossiou v. Cyprus και Κolona v. Cyprus είναι σαφής.  Εν προκειμένω, το τεμάχιο παρέμεινε εξ αρχής μέχρι τέλους στην ιδιοκτησία, την κατοχή και υπό τη νομή της εφεσείουσας, με την αξία του να διαμορφώνεται, εφόσον δεν έχει καταδειχθεί κάτι διαφορετικό, στην συνήθη πορεία της ελεύθερης αγοράς.  Μπορώ δε, να λάβω δικαστική γνώση για την αύξηση της αξίας της γης στην πόλη της Λεμεσού.  Η περίπτωση της υπόθεσης Theodossiou είναι, ως προς τούτο, ενδεικτική.  Όπως δεν καταδείχθηκε ότι τα επίμαχα διατάγματα ανέτρεψαν οποιοδήποτε σχεδιασμό προς αξιοποίηση του τεμαχίου.  Η εικόνα που προκύπτει, από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης χωρίς να έχει ανατραπεί από την εφεσείουσα, είναι ότι επρόκειτο για ένα τεμάχιο ευρισκόμενο, ανεξάρτητα από τα διατάγματα, σε αδράνεια.  Αλλά ακόμα και αν γινόταν δεκτή η εκδοχή της για μετακίνηση των ενοικιαστών, ούτε αυτό θα δικαιολογούσε τη συνέχιση της προσφυγής, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω.

 

Συνεπώς, έχοντας υπόψη στο σύνολο τους τις υποθέσεις Theodossiou v. Cyprus και Κolona v. Cyprus δεν θεωρώ ότι οι αναφορές στις παραγρ. 79 και 73 αντίστοιχα, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την ανατροπή της πάγιας νομολογίας μας για την ανάγκη στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως ζημίας.  Αφορούσαν σε άλλα νομικά ζητήματα και σε ακραίες καταστάσεις.

 

Έχω επίσης υπόψη και μια αναφορά του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Dr Glafcos Michaelides and Another v. The Attorney-General of the Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1596, ότι «…the publication of an acquisition order creates a burden on the properties acquisitioned restricting the owners from alienating or charging them or carrying out any works on same.»  Ούτε αυτή η αναφορά θα πρέπει να ιδωθεί απομονωμένη από το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται.  Σημειώνω ότι τέθηκε επιπρόσθετα, μετά τη διατύπωση της πάγιας αρχής ότι οι ιδιοκτήτες δεν στερούνται της ιδιοκτησίας και κατοχής, εκτός εάν εκδοθεί διάταγμα επίταξης, οι οποίες παραμένουν σε αυτούς σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Νόμου.  Παραθέτω τις σχετικές παραγράφους στο σύνολο τους ώστε να δοθεί το συνολικό πλαίσιο:

 

«We shall deal briefly with the first ground of appeal which is directed against the finding of the learned trial Judge that the acquisition order has not deprived the owners of their possession and, therefore, there is no question of reinstalling them to the possession of their properties.

 

We agree with the learned trial Judge that the question of reinstalling appellants to the possession of their properties does not arise in the present case, as the appellants have never been deprived of the possession of their properties the ownership and possession of which remained vested in them under section 13 of the Compulsory Acquisition of Property Law, 1962 (15/62) and no requisition order has been made in this case depriving them of their possession till the determination of the compensation payable and the vesting of the property to the Acquiring Authority, notwithstanding the fact that the publication of an acquisition order creates a burden on the properties acquisitioned restricting the owners from alienating or charging them or carrying out any works on same. Therefore, ground 1 fails.»

 

 

          Διαπιστώνω συνεπώς ότι η διατύπωση της αρχής παραμένει πάγια.  Η επιπρόσθετη αναφορά δεν παραπέμπει σε νομοθετική πρόνοια.  Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον ιδιοκτήτη είναι η απαγόρευση να καταστρέψει ή να προκαλέσει ζημία στο ακίνητο (Άρθρο 19(1) του Νόμου).  Αντίθετα, όπως προκύπτει από το Άρθρο 22, η πώληση ή η μίσθωση ή η επιβάρυνση της περιουσίας ή η υπαγωγή της περιουσίας σε εμπράγματο βάρος δεν αποκλείεται ως εκ της δημοσίευσης γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. 

 

          Πέραν όμως των νομικών διατάξεων υπάρχει και η πραγματικότητα, στην οποία φαίνεται να αναφέρεται η παραπάνω επιπρόσθετη αναφορά.  Ο ιδιοκτήτης μιας υπό απαλλοτρίωση περιουσίας δεν αναμένεται να έχει πρόθεση και μάλιστα να προγραμματίζει την ανάπτυξη της, δοθέντος μάλιστα ότι και από νομικής πλευράς όχι μόνο δεν έχει το δικαίωμα να κατεδαφίσει υφιστάμενη οικοδομή, αλλά τούτο θα τον καθιστούσε ποινικά υπόλογο (Άρθρο 19(2) του Νόμου).  Υπ’ αυτή την έννοια, έστω και αν παραμένει ο ιδιοκτήτης και ο κάτοχος της υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας κατά νόμο, είναι δυνατόν, ανάλογα με τα συγκεκριμένα γεγονότα της περίπτωσης, στην πράξη να υποστεί απώλεια και ζημία από τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. 

 

          Η πραγματικότητα συνεπώς δεν παραγνωρίζεται από τη νομολογία μας, η οποία όμως, έχει θέσει μια και μόνο προϋπόθεση, ακριβώς για να παραμένουν τα πράγματα εντός της πραγματικότητας, ήτοι να κρίνονται στη βάση των πραγματικών γεγονότων της κάθε περίπτωσης και όχι θεωρητικά και αφηρημένα.  Η προϋπόθεση αυτή για στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως ζημίας αποσκοπεί στη δίκαιη και λελογισμένη εξισορρόπηση δύο σημαντικών παραγόντων:

 

(α) Αφενός, να μην συνεχίζονται δίκες που δεν έχουν αντικείμενο, προς βλάβη του δημοσίου συμφέροντος και της απονομής της δικαιοσύνης.  Η ανατροπή της νομολογίας με αναγνώριση αποζημίωσης per se, θα είχε ως αποτέλεσμα τη συνέχιση δικαστικών αγώνων που θα απέληγαν στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων, ενδεχομένως χωρίς διαταγή για έξοδα, ή ακόμα και σε καταδίκη στα έξοδα του ενάγοντα, ο οποίος πέτυχε να συνεχίσει την προσφυγή του και να συνεχίσει με αγωγή.  Είναι αυτό που αντιλαμβάνομαι ως βλάβη του δημοσίου συμφέροντος: Την πρόκληση καθυστέρησης για όλους τους άλλους διάδικους που έχουν πραγματικές απαιτήσεις και την περαιτέρω υπερφόρτωση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης με πεισματικές, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, αντιδικίες.

 

(β) Αφετέρου, ώστε, κατ’  εξαίρεση, να παραμένει στις κατάλληλες περιπτώσεις, ανοικτός ο δρόμος ο οποίος δύναται να οδηγήσει σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση με διατήρηση της προσφυγής και ακύρωση της διοικητικής πράξης, έστω και αν η τελευταία εξαφανίστηκε από το στερέωμα του δικαίου.  Προς τούτο απαιτείται παραπομπή σε πραγματικά δεδομένα.  Θεωρίες και πιθανολογήσεις δεν αρκούν. Ένας αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται αφ’  εαυτής την πρόνοια του Άρθρου 19(1), ούτε να επικαλείται δυνητικούς/πιθανούς εν τοις πράγμασι περιορισμούς λόγω της δημοσίευσης της απαλλοτρίωσης. 

 

Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται μέσα από μια δίκαιη και εύλογη εξισορρόπηση, τόσο η δικαστική διαδικασία από καταχρηστικές και πεισματικές συμπεριφορές, όσο και τα δικαιώματα των πολιτών εκεί όπου διαπιστώνεται πραγματική ανάγκη παροχής δικαστικής θεραπείας. 

 

Τέλος, εάν αναγνωριστεί ότι δεν απαιτείται στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως ζημίας, αλλά ότι η ζημία προκύπτει αφ’  εαυτής, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα ο κύριος μιας ακίνητης ιδιοκτησίας ο οποίος ουδέποτε την αξιοποίησε ή την χρησιμοποίησε, ούτε και είχε ποτέ προγραμματίσει κάτι τέτοιο, αλλά ήταν απλώς εγγεγραμμένη στο όνομα του τελούσα σε πλήρη αδράνεια, σε περίπτωση ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης, να δικαιούται χωρίς άλλο να συνεχίσει την προσφυγή του επικαλούμενος απλώς το δικαίωμα του σε ονομαστικές αποζημιώσεις προκύπτουσες per se από την απαλλοτρίωση που ανακλήθηκε.  

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η διαπίστωση μου αυτή καλύπτει την ουσία του πράγματος γύρω από την οποία περιστρέφονται οι λόγοι έφεσης 1 – 9. 

 

Αναφορικά με τον δέκατο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της ευρείας εν προκειμένω διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, εκτός εάν διαπιστώνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα (Βλ., μεταξύ άλλων, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23).

 

Υπάρχει και 11ος λόγος έφεσης, που αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας.  Ειδικότερα, η εφεσείουσα, μετά τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων, είχε καταχωρίσει αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι η επίδικη πράξη ήταν προϊόν πλάνης ή/και σφαλμάτων των εφεσιβλήτων. Το ζήτημα αυτό αποτελεί το αντικείμενο ξεχωριστής έφεσης, της υπ΄ αρ. 5/2016.  Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό που είχε επιχειρηθεί προσαγωγή μαρτυρίας και δεδομένης της κατάληξης ως προς την ουσία της υπόθεσης, ότι δηλαδή η δίκη έχασε το αντικείμενο της η έφεση που αφορούσε σε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της δίκης αυτής κατά λογική και νομική αναγκαιότητα απορρίπτεται. 

 

Οι λόγοι 1 έως 11 απορρίπτονται όπως επίσης και ο 12ος λόγος έφεσης, περί της μη εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των λόγων που επικαλέσθηκε πρωτόδικα η εφεσείουσα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε πλήρως το προκριματικό επίδικο θέμα που είχε να επιλύσει.

 

Ως εκ τούτου θα απέρριπτα τις εφέσεις με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.                

/φκ



[1]13. Άμα τη καταβoλή ή τη καταθέσει παρά τω Γεvικώ Λoγιστή τoυ συμφωvηθέvτoς ή επιδικασθέvτoς, ως καταβλητέα απoζημίωσις δι' αvαγκαστικήv απαλλoτρίωσιv, πoσoύ, η τoιαύτη ιδιoκτησία περιέρχεται εις τηv απαλλoτριoύσαv αρχήv ελευθέρα παvτός εμπραγμάτoυ βάρoυς, και εις τηv περίπτωσιv ακιvήτoυ ιδιoκτησίας η πρoσαγωγή επαρκoύς απoδείξεως περί τηv τoιαύτηv πληρωμήv ή κατάθεσιv παρέχει επαρκή επί τoύτω εξoυσίαv εις τov Πρώτov Λειτoυργόv Κτηματoλoγικoύ και Χωρoμετρικoύ Τμήματoς της Δημoκρατίας ίvα πρoβή εις τηv εγγραφήv της τoιαύτης ιδιoκτησίας επ' ovόματι της απαλλoτριoύσης αρχής, τη καταβoλή τωv τελώv άτιvα δυvάμει τωv διατάξεωv oιoυδήπoτε εv ισχύϊ vόμoυ επιβάλλovται επί της τoιαύτης εγγραφής.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο