ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 62/2020, 20/5/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 62/2020, 20/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 62/2020)

 

 

20 Μαϊου, 2025

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

 

 

ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ

Εφεσείοντας

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσιβλήτων

 

………………………

 

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα),  για Α. Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

 

Λ. Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Eφεσίβλητους

 

 


 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου («το Δικαστήριο»), με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή που καταχώρησε ο Εφεσείων, με σκοπό την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ»), για την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών («Ε.Μ.») στη θέση Επάρχου, από 15.3.2017, αντί εκείνου.

 

Ως λόγοι, οι οποίοι συνηγορούσαν υπέρ της ακύρωσης της επίδικης απόφασης διορισμού των Ε.Μ, προβάλλονταν, μεταξύ άλλων, πλάνη περί τα πράγματα συνισταμένη στην παραγνώριση των ακαδημαϊκών προσόντων και της πείρας του Εφεσείοντα, καθώς και των πρόσθετων προσόντων, συναφών με τα καθήκοντα της θέσης. 

 

Επίσης, έλλειψη δέουσας έρευνας και παραγνώριση του γεγονότος ότι ο Εφεσείων υπερτερούσε έναντι των ανθυποψηφίων του (ΕΜ) σε προσόντα, πείρα και αρχαιότητα, ενώ, υπό πλάνη, πιστώθηκε στα Ε.Μ. η κατοχή πλεονεκτήματος.

 

Προβαλλόταν, περαιτέρω, ότι εσφαλμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν σύστησε τον Εφεσείοντα για επιλογή, με αποτέλεσμα να μην συμπεριληφθεί στον σχετικό κατάλογο των υποψηφίων.

 

Με την ένσταση τους, οι Εφεσίβλητοι, προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη επίδικη πράξη ενείχε όλα τα στοιχεία της νομιμότητας, ληφθείσα μετά από δέουσα έρευνα, αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων και γεγονότων και ήταν εύλογα επιτρεπτή εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή επισημαίνοντας ότι η διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, ούτε και υποκαθιστά, με δική του κρίση, την κρίση του αρμοδίου οργάνου.  Ότι, επίσης, η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανήκει στην αρμοδιότητα του αρμοδίου οργάνου, το οποίο, στην επίδικη περίπτωση, ορθά έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Δεδομένης της κατάληξης του αυτής, έκρινε, με αναφορά σε νομολογία (Ευφροσύνη Ιταλού v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1027), πως δεν μπορούσαν να εξεταστούν λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ, ήτοι πέραν από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά μόνο οι λόγοι αποκλεισμού του ιδίου και η κρίση του ως μη προσοντούχου.

 

Με πέντε λόγους έφεσης πλήττεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.

 

Με τον πρώτο λόγο, προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η απόφαση του να απορρίψει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία δεν του πίστωσε το, προβλεπόμενο από την Παρ. (5) του Σχεδίου Υπηρεσίας, πλεονέκτημα, αποφασίζοντας ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό στην αξιολόγηση στην οποία προέβη.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως, εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εξέτασε τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, θεωρώντας ότι δεν αφορούν τον αποκλεισμό του.  Ήτοι, δεν εξέτασε τη θέση του ότι κακώς πιστώθηκε στο Ε.Μ. 1 το πλεονέκτημα της πείρας και στο Ε.Μ. 2 και τα δύο διαζευκτικά πλεονεκτήματα (τρίτος λόγος).  Με τον τέταρτο λόγο, ότι, εσφαλμένα, η Συμβουλευτική Επιτροπή, έκρινε ότι το Ε.Μ. 1 κατέχει το απαιτούμενο προσόν της «δεκαετούς τουλάχιστον ευδόκιμης διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία και πως, τέλος, με τον πέμπτο λόγο, κατ’ εσφαλμένη, επίσης, κρίση, δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι παραγνωρίστηκαν τα πρόσθετα προσόντα του.  

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης δεν προσβάλλεται κρίση του Δικαστηρίου, αλλά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, ουσιαστικά, επιδιώκεται απόφαση πρωτογενής, του παρόντος Δικαστηρίου, πράγμα ανεπίτρεπτο.  Για τούτο ο σχετικός λόγος κρίνεται απορριπτέος και απορρίπτεται.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, μια συνοπτική παράθεση των γεγονότων, όπως αυτά αναντίλεκτα προκύπτουν από την απόφαση του Δικαστηρίου και τον διοικητικό φάκελο, θα βοηθήσει στην κατανόηση του εύρους των λόγων έφεσης.

 

Στις 31.3.2017 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η απόφαση των Εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία προήχθησαν στη μόνιμη θέση Επάρχου, Υπουργείο Εσωτερικών («η επίδικη θέση»), τα Ε.Μ. 1 και 2..

 

Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων ξεκίνησε μετά από αίτημα, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 21.10.2015, προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ, η οποία, αφού αποφάσισε την πλήρωση τους, προέβη σε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Οι επίδικες θέσεις ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής  και για πλήρωσή τους υποβλήθηκαν τριάντα οκτώ (38) αιτήσεις, μεταξύ αυτών, του Εφεσείοντα και των Ε.Μ.  

 

Ακολούθησε η σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 21.10.2016, προς την ΕΔΥ, η οποία και την εξέτασε σε σχετική συνεδρία της, ημερ. 7.11.2016.  Κατ’ εκείνη τη συνεδρία, η ΕΔΥ αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους οκτώ υποψηφίους που είχαν συσταθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα δύο Ε.Μ., όχι όμως ο Εφεσείων.  Ο τελευταίος, με επιστολή του προς την ΕΔΥ, υπέβαλε αίτημα ώστε να κληθεί σε προφορική συνέντευξη, θεωρώντας ότι δεν υστερούσε έναντι των συστηθέντων.  Αίτημα, το οποίο, η ΕΔΥ, εξέτασε και απέρριψε.

 

Μετά τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον της ΕΔΥ, ελήφθη η επίδικη απόφαση.

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προέβλεπε, αναφορικά με τα Απαιτούμενα Προσόντα:

 

«1.    Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών και δεκαετής τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.

 

2.       Καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών.

 

3.       Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα, υπομονητικότητα και ευθυκρισία.

 

4.       Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας και ικανότητα σύνταξης στις γλώσσες αυτές με σαφήνεια και ταχύτητα.

 

5.       Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε θέματα Δημόσιας Διοίκησης ή Αναπτυξιακής Διοίκησης ή Τοπικής Διοίκησης ή σε άλλο θέμα σχετιζόμενο με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελούν πλεονέκτημα.»

 

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε, με τους λόγους έφεσης, στην κατοχή του απαιτούμενου πλεονεκτήματος από τον Εφεσείοντα.

 

Τέθηκε ενώπιόν μας η εισήγηση για σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κατ’ ισχυρισμό δεν ασχολήθηκε και δεν εξέτασε εάν ορθά, η Συμβουλευτική Επιτροπή, έκρινε ότι τα Ε.Μ. ήταν κάτοχοι του πλεονεκτήματος και ότι αυτό πρέπει να μας απασχολήσει αφού, όπως το έθεσε η κυρία Ευγενίου:

 

«Εάν όμως εσφαλμένα κρίθηκαν ότι κατέχουν το πλεονέκτημα, που το αμφισβητεί ο Εφεσείων, εάν κριθεί ότι εσφαλμένα τους πιστώθηκε το πλεονέκτημα, επηρεάζεται ο αιτητής γιατί υπερείχε σε επιπρόσθετα προσόντα, υπερείχε σε πείρα.»

 

Ωστόσο, τούτο δεν είναι επιτρεπτό να εξεταστεί στο στάδιο της ενώπιόν μας διαδικασίας, αφού διαφορετική ήταν η εισήγηση πρωτοδίκως.  Δηλαδή, εκείνο που πρωτόδικα προωθήθηκε, από τον τότε συνήγορο του Εφεσείοντα, ήταν πως η αναφορά στα αποδεχθέντα, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, πλεονεκτήματα των Ε.Μ., έγινε, μόνο, για να τονιστούν ως στοιχεία που καταδείκνυαν την έλλειψη δέουσας έρευνας, ως προς την εκτίμηση του πλεονεκτήματος του Εφεσείοντα.

 

Προχωρούμε, συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω, να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο, καθοριστικό για την τύχη της έφεσης.

 

Δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο μέρος ότι ο Εφεσείων ήταν καθόλα προσοντούχος.  Αντιθέτως, μπορεί να λεχθεί ότι κατείχε ικανοποιητικά προσόντα, αφού, εκτός του διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο που κατείχε, διέθετε και Διδακτορικό («PhD Civil Engineering, Carleton University, Ottawa Canada»), καθώς επίσης και μεταπτυχιακό τίτλο «Environmental Engineering MSc, Rudgers University Nd, USA».

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, σε σχετική συνεδρία της, όπως προκύπτει από το πρακτικό του φακέλου, καθόρισε και εξειδίκευσε το από την Παρ. 5 του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενο πλεονέκτημα.  Αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας σε καθήκοντα σχετικά με αυτά της επίδικης θέσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε ότι το κατείχαν υποψήφιοι που είχαν εργαστεί σε Επαρχιακή Διοίκηση ή στο Υπουργείο Εσωτερικών ως Διοικητικοί Λειτουργοί σε καθήκοντα σχετικά με αυτά της επίδικης θέσης ή/και Πρώτοι Διοικητικοί Λειτουργοί στη Δημόσια Υπηρεσία για περίοδο τουλάχιστον τριών (3) ετών.

 

Όπως εξηγείται στο σχετικό πρακτικό, η περίοδος αυτή κρίθηκε ικανοποιητική, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου φάσματος των θεμάτων που χειρίζονται οι διοικητικοί λειτουργοί που τοποθετούνται στις Επαρχιακές Διοικήσεις, και στο Υπουργείο Εσωτερικών.

 

Παράλληλα, δε, λόγω του ότι η θέση Επάρχου θεωρείται διευθυντική θέση, οι Πρώτοι Διοικητικοί Λειτουργοί, ανεξαρτήτως του Υπουργείου που υπηρέτησαν, θεωρούνται ότι κατέχουν το πλεονέκτημα, εφόσον υπηρέτησαν στην εν λόγω θέση, για διάστημα πέραν των τριών ετών.

 

Αποφάσισε, περαιτέρω, η Επιτροπή, όπως το εν λόγω πλεονέκτημα αποδοθεί στους υποψήφιους, με βάση τα ανωτέρω, αφού ληφθεί υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Αναφορικά με το πλεονέκτημα της μετεκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα Δημόσιας Διοίκησης ή Αναπτυξιακής Διοίκησης ή Τοπικής Διοίκησης ή σε άλλο θέμα σχετιζόμενο με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, «η Επιτροπή αποφάσισε όπως αυτό αποδοθεί στους υποψήφιους, κατόπιν διερεύνησης των μεταπτυχιακών τίτλων και των αναλυτικών καταστάσεων των μαθημάτων των εν λόγω τίτλων που κατείχαν.»

 

Σύμφωνα με τα πρακτικά, όπως αυτά εντοπίζονται στον φάκελο και εξειδικεύονται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Εφεσείων αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Πολύ καλός», για την απόδοση του στην προφορική εξέταση και αφού συνυπολόγισε τα προσόντα του και την αρχαιότητά του.

 

Τα προσόντα του, όμως, όπως αυτά ανωτέρω καταγράφονται, τα οποία τέθηκαν και αξιολογήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κρίθηκαν ως μη σχετικά με θέματα Δημόσιας Διοίκησης ή Αναπτυξιακής Διοίκησης, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στο απαιτούμενο πλεονέκτημα της Παρ. (5) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αξιολογήσει τις εν λόγω εκθέσεις και πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφαρμόζοντας ορθά την πάγια καθιερωμένη αρχή, ότι η διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός αν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Δημοκρατία v. Γερμανού κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93), επικύρωσε την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Έχοντας κατά νου τις ανωτέρω αρχές και ότι η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανήκει στο διορίζον όργανο, κρίνουμε πως δεν υφίσταται πεδίο παρέμβασης μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η δοθείσα, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ερμηνεία ήταν σύννομη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.

 

Συνεπώς, η απουσία του απαιτούμενου πλεονεκτήματος στερούσε από τον Εφεσείοντα την πιθανότητα παραπομπής στην ΕΔΥ και ορθά αποκλείστηκε από το στάδιο εκείνο.

 

Με δεδομένη την κρίση αυτή, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.   Επιδικάζονται έξοδα €3.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

 

                                                               

Α. Ρ. Λιάτσος, Π.

                                                              

 

Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

Τ. Καρακάννα, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/μσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο