ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 76/2021, 29/5/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 76/2021, 29/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 76/2021)

 

 29 Mαῒου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                                        ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

 

                                                                                                                Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

--------------------

Κ. Μάμαντος, για Μ. ΒΟΡΚΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Κ. Χριστοφή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: H Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «η ΕΔΥ») προκήρυξε τη μόνιμη θέση (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) Λειτουργού Πληροφορικής στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής (εφεξής «το ΤΥΠ»).

 

Καταρχάς, επιλήφθηκε της πλήρωσης η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή διά της διεξαγωγής (μέσω του Πανεπιστημίου Κύπρου) γραπτής εξέτασης πανεπιστημιακού επιπέδου σε εξειδικευμένα θέματα πληροφορικής, στην οποία ο μεν Εφεσείων εξασφάλισε βαθμολογία 75,50 και κατετάγη δέκατος, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Παπαναστασίου (εφεξής «το Ενδιαφερόμενο Μέρος») βαθμολογία 74,00 και κατετάγη δέκατος τρίτος.

 

Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, τα στοιχεία των υποβληθεισών αιτήσεων και τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε προκαταρκτικό κατάλογο υποψηφίων, κατατάσσοντας τον Εφεσείοντα στην έβδομη θέση ως σχεδόν εξαίρετο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος στη δέκατη θέση ως πάρα πολύ καλό.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε στην ΕΔΥ τους έξι πρώτους υποψηφίους προς επιλογή, μη περιλαμβάνοντας συνεπώς τον Εφεσείοντα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος λόγω της κατάταξής τους.  Παρά ταύτα, η ΕΔΥ προσκάλεσε αμφότερους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.

 

Η προφορική εξέταση διεξήχθηκε παρουσία του Διευθυντή του ΤΥΠ (εφεξής «ο Διευθυντής»), ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση του Εφεσείοντα ως εξαίρετη και του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως σχεδόν εξαίρετη, συστήνοντας για διορισμό τον πρώτο και όχι τον τελευταίο.

 

Αντιθέτως, η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως εξαίρετη και του Εφεσείοντα ως σχεδόν εξαίρετη.  Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, η ΕΔΥ επέλεξε για διορισμό το Ενδιαφερόμενο Μέρος έναντι του Εφεσείοντα.

 

Με την Προσφυγή Αρ. 5/2013, ο Εφεσείων προσέβαλε τον άνωθεν διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους και ενός άλλου επιτυχόντος υποψηφίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 31.10.2017, αποδέχθηκε την άνω Προσφυγή σε ότι αφορά τον διορισμό του  Ενδιαφερόμενου Μέρους δηλώνοντας τα εξής:

«Ορθή, όμως, κρίνεται η επισήμανση και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα του ΕΜ 1 δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί δύο φορές, δηλαδή και ως απαραίτητο προσόν και ως πρόσθετο     (Μιλτιάδου ν Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381, Παρέλλης ν Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, Πάντης ν Συμβουλίου        Αποχετεύσεων Λεμεσού – Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089).

 

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση της Συμβουλευτικής     Επιτροπής (σελ. 31 αυτής) το ΕΜ 1 είναι κάτοχος Bachelor of Science in Business (major Accounting) και Master of Science, κατόπιν δε προσκόμισης σχετικών στοιχείων που του είχαν ζητηθεί και σχετικής έρευνας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διαπιστώθηκε ότι η εγγραφή του στο ΕΤΕΚ έγινε με βάση τον μεταπτυχιακό τίτλο και ως εκ τούτου το ΕΜ 1 κρίθηκε ως προσοντούχος από τον Μεταπτυχιακού τίτλο ως πρώτο πτυχίο. 

 

Βάσει αυτού δικαίως παραπονείται ο αιτητής ότι είναι πεπλανημένη η αναφορά της καθ' ης η αίτηση, στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 06.07.2011, ότι σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων τόσο το ΕΜ 1, που επιλέγηκε, όσο και ο αιτητής, που δεν επιλέγηκε, διαθέτουν μεταπτυχιακά διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Η καθ' ης η αίτηση διαπίστωσε ότι τα εν λόγω μεταπτυχιακά δεν         αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, όμως, επεσήμανε ότι αυτά, αν και λήφθηκαν υπόψη, δεν προσδίδουν ουσιώδη υπεροχή στους κατόχους τους.

 

Το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, πράγματι, δεν προβλέπει ως προσόν ή πλεονέκτημα την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών πλην, όμως, η κατοχή του λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτό είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.ά ν Χατζηστεφάνου κ.ά (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ασκήσει πρωτογενή κρίση και να σταθμίσει κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις, η κατοχή από τον αιτητή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, τον οποίο εσφαλμένα, στην παρούσα διαδικασία, κρίθηκε ότι κατέχει και το ΕΜ 1, προσδίδει, αν όχι ουσιώδη, έστω κάποια              υπεροχή στον αιτητή, η οποία συνεκτιμώμενη με τα λοιπά στοιχεία κρίσης και συγκεκριμένα με την υπέρ του αιτητή σύσταση του         Διευθυντή, την οποία δεν είχε το ΕΜ 1, την (έστω οριακή) υπεροχή του αιτητή στις γραπτές εξετάσεις και την (έστω οριακή) υπεροχή του αιτητή στη βαθμολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, θα                   οδηγούσαν την καθ' ης η αίτηση στο ίδιο ή διαφορετικό αποτέλεσμα.

 

Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, το γεγονός ότι το ΕΜ 1 κατέχει το       πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας ενώ ο αιτητής όχι. Υπό τις           περιστάσεις, όμως, της παρούσας περίπτωσης, δεν μπορεί να               αποκλεισθεί με βεβαιότητα η πιθανότητα μεταβολής της γενικής       εικόνας εάν η σύγκριση του αιτητή και του ΕΜ 1 δεν είχε γίνει πάνω στην πεπλανημένη αντίληψη της κατοχής και από το ΕΜ 1                    επιπρόσθετου, σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντος.         Αποτελεί δε αρμοδιότητα της καθ' ης η αίτηση, όχι του Δικαστηρίου, να το κρίνει. 

 

Συνακόλουθα, σε σχέση με την επιλογή του ΕΜ 1 η προσβαλλόμενη απόφαση της καθ' ης η αίτηση καθίσταται τρωτή ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, η οποία δυνατόν να επηρέασε την απόφαση,    πλημμελούς έρευνας και εσφαλμένης αιτιολογίας.  Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχομένου πλάνης        στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας, η δε προσβαλλόμενη απόφαση           ακυρώνεται ώστε το θέμα να εξετασθεί από το αρμόδιο διοικητικό    όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (Ιορδάνου ν Ε.Δ.Υ(1997) 3 Α.Α.Δ. 250, Παναγιωτάκη ν Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C136,   Αναθεωρητική Έφεση αρ. 138/2011, ημερ. 12.04.2017).

 

[…]

 

Ενόψει της ανωτέρω διαπίστωσης, η οποία επιδρά και στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η εξέταση του ειδικότερου ισχυρισμού του αιτητή ότι η παραγνώριση της υπέρ αυτού σύστασης του Διευθυντή και η επιλογή του ΕΜ 1 είναι αναιτιολόγητη.».

 

 

 

Η ΕΔΥ φαίνεται να μην εφεσίβαλε την ως άνω δικαστική απόφαση, αντιθέτως, προχώρησε (ως δεικνύει το πρακτικό της ημερ. 12.3.2018) σε επανεξέταση στη βάση του δεδικασμένου που απορρέει από αυτήν, επιλέγοντας και πάλι το Ενδιαφερόμενο Μέρος και επαναδιορίζοντάς το αναδρομικά στην επίδικη θέση.

 

Στο σχετικό πρακτικό της διαδικασίας επανεξέτασης, η ΕΔΥ έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας με βάση το μεταπτυχιακό δίπλωμά του (Master of Science) αφού το πρώτο του πτυχίο (Bachelor on Business, Major Accounting) δεν ικανοποιούσε αυτές τις απαιτήσεις.  Εντούτοις, καίτοι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη ότι αυτό το πρώτο πτυχίο δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, παρατήρησε ότι τα 14 από τα 47 μαθήματά του (δηλαδή, περίπου 30%) σχετίζονται με την επιστήμη της Πληροφορικής.  Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 12.3.2018: «Προς τούτο η Επιτροπή αποφάσισε όπως το εν λόγω προσόν θεωρηθεί ως επιπρόσθετο προσόν που είναι σε ικανοποιητικό βαθμό συνυφασμένο με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.».

 

Περαιτέρω, η ΕΔΥ θεώρησε ότι από την αρχική διαδικασία διασώθηκαν (και, συνεπώς, λήφθηκαν υπόψη κατά τη διαδικασία επανεξέτασης) η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, τόσο από τον Διευθυντή όσο και από την ίδια, όπως και η σύσταση του Διευθυντή. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα εντός ουσιώδους χρόνου ενώπιόν της στοιχεία και το δεδικασμένο της Προσφυγής Αρ. 5/2013, η ΕΔΥ έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερέχει γενικά έναντι των άλλων υποψηφίων με το εξής σκεπτικό:

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, την απόδοση των υποψηφίων (που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας επανεξέτασης) κατά την προφορική εξέταση που έγινε ενώπιον της, καθώς και το δεδικασμένο, όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ.: 5/13, έκρινε ότι ο                       ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΧΧΧΧ υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για διορισμό στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής,          αναδρομικά, από 1.9.11.

 

Καταλήγοντας στην απόφασή της, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο     Παπαναστασίου ΧΧΧΧ έχει αξιολογηθεί ως «Εξαίρετος» από τη           Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική        εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε            ψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες ανθυποψήφιούς του [.]    όπου οι μη επιλεγέντες [.] και Χρυσάνθου ΧΧΧΧ αξιολογήθηκαν ως «Σχεδόν εξαίρετοι». Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη ότι ο                   Παπαναστασίου ΧΧΧΧ έχει αξιολογηθεί ως «Πάρα πολύ καλός» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική της αξιολόγηση,            συγκεντρώνοντας 74,00 μονάδες στη γραπτή εξέταση [...] και σε      χαμηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από τους μη επιλεγέντες [.] και Χρυσάνθου ΧΧΧΧ, που αξιολογήθηκαν ως «Σχεδόν εξαίρετοι» και     συγκέντρωσαν [.]  και 75,50 μονάδες στη γραπτή εξέταση,                   αντίστοιχα. Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Παπαναστασίου κατέχει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα [.]. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι και οι τρεις μη επιλεγέντες που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της       παρούσας επανεξέτασης, ήτοι [.] και Χρυσάνθου ΧΧΧΧ, διαθέτουν, πέραν των προσόντων βάσει των οποίων κρίθηκε ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, επιπρόσθετα ακαδημαϊκά          προσόντα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι [.] και ο        Χρυσάνθου ΧΧΧΧ διαθέτει Μεταπτυχιακό Τίτλο στις Προηγμένες     Τεχνολογίες Πληροφορικής, Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η Επιτροπή     παρατήρησε ότι, στο σύνολό τους, τα εν λόγω προσόντα, αν και δεν αποτελούν πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, εντούτοις, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε τη δέουσα      βαρύτητα. Σε σχέση με τον επιλεγέντα, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της συνεδρίας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το Πτυχίο του, ήτοι BSc in Business, Major - Accounting, Option - Accounting Information Systems, Virginia Polytechnic Institute and State University, είναι σε ικανοποιητικό βαθμό συνυφασμένο με τα          καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, το οποίο όμως δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί                   πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με αυτό, και, ως εκ        τούτου, του απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα.

 

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι ο μη επιλεγείς              υποψήφιος Χρυσάνθου ΧΧΧΧ διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, την οποία, ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει. Ειδικότερα, η Επιτροπή, όπως διαπιστώθηκε και από το Δικαστήριο στην απόφασή του στην Προσφ. αρ.: 5/13, έλαβε υπόψη ότι ο         Χρυσάνθου κατείχε επιπρόσθετο σχετικό μεταπτυχιακό τίτλο και        υπερείχε οριακά έναντι του επιλεγέντος τόσο στις γραπτές εξετάσεις όσο και στην τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.     Ωστόσο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Παπαναστασίου διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, ενώ ο         Χρυσάνθου όχι, καθώς και προσόν το οποίο είναι σε ικανοποιητικό βαθμό συνυφασμένο με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. [.]

 

Η Επιτροπή, συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι η επιμέρους οριακή υπεροχή του Χρυσάνθου ΧΧΧΧ στα                                    προαναφερθέντα στοιχεία δεν αποτελεί ειδική και πειστική αιτιολογία που να την καθιστά ικανή να υπερισχύσει έναντι της από μέρους του Παπαναστασίου κατοχής του πλεονεκτήματος.  Προς τούτο, η              Επιτροπή έκρινε ότι ο Παπαναστασίου ΧΧΧΧ, ο οποίος διαθέτει και το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, είναι        καταλληλότερος για διορισμό στη θέση Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής.».

O Eφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα του -κατόπιν επανεξέτασης- επαναδιορισμού του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην επίδικη θέση, διά της Προσφυγής Αρ. 519/2018 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφασή του ημερ. 24.5.2021.

 

Απορρίπτοντας τις ενώπιόν του θέσεις του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της Προσφυγής Αρ. 5/2013, διότι έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας με το μεταπτυχιακό δίπλωμά του και όχι με το πρώτο του πτυχίο, χωρίς να χαρακτηρίσει αυτή τη φορά το μεταπτυχιακό δίπλωμα και ως πρόσθετο προσόν.

 

Όσον αφορά το πρώτο πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Μέρους, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκ του Εφεσείοντα θέση πως η ΕΔΥ το εξέλαβε ως πρόσθετο προσόν σημειώνοντας τα εξής:

«Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του αιτητή πως το πρώτο πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους BSc in Business, του πιστώθηκε ως επιπρόσθετο προσόν, αφού η ίδια η ΕΔΥ θεώρησε πως αυτό, δεν συνιστά, ούτε πλεονέκτημα, ούτε πρόσθετο προσόν και θεωρώντας αυτό ως συνυφασμένο με τα καθήκοντα της θέσης, του απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα.».

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν νόμιμη η προσέγγιση της ΕΔΥ να αποκλίνει από την (υπέρ του Εφεσείοντα) σύσταση του Διευθυντή, λόγω της από πλευράς του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατοχής του προβλεπόμενου στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος, το οποίο συνιστούσε την (εκ της νομολογίας απαιτητέα) ειδική αιτιολογία που νομιμοποιεί αυτή την απόκλιση, δεδομένης της κατά τα άλλα σχεδόν ισοδυναμίας μεταξύ του (μη κατέχοντος το πλεονέκτημα) Εφεσείοντα και του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Με αυτό το σκεπτικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή ως βαρύνεται, ώστε να στοιχειοθετήσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ που θα δικαιολογούσε την ανατροπή της απόφασής της από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η εκ της ΕΔΥ επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους να διαπιστώνεται ως εύλογα επιτρεπτή και, συνεπώς, η Προσφυγή να καθίσταται απορριπτέα ως αβάσιμη.

 

 

 

Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης:

«Εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η αίτηση έδωσε ειδική και πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του Εφεσείοντα/Αιτητή κρίνοντας ότι η ΕΔΥ συνεκτίμησε και στάθμισε όλα τα ενώπιον της στοιχεία που διαμόρφωναν σχεδόν ισοδυναμία μεταξύ ενδιαφερομένου προσώπου και Εφεσείοντα/Αιτητή.  Είναι δε υπό πλάνη που κρίθηκε ότι ορθά η ΕΔΥ θεώρησε ότι έκλινε η πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου λόγω της κατοχής δήθεν εκ μέρους του, ενός «ανύπαρκτου» ή άνευ αξίας, δήθεν, πλεονεκτήματος.».

 

Και, κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης:

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο όσον αφορά τα προσόντα που ενδιαφερομένου προσώπου και κατ’ επέκταση ότι η ΕΔΥ τώρα δεν έκρινε το πρώτο πτυχίο του ενδιαφερομένου προσώπου BSc in Business ως επιπρόσθετο προσόν και ότι απλώς του απέδωσε μόνο δέουσα βαρύτητα ως συνυφασμένο με τα καθήκοντα της θέσης.».

 

Κατά τον δε τρίτο λόγο έφεσης:

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της ΕΔΥ για διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι δεν αποδείχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα/Αιτητή, έκδηλη υπεροχή.».

 

 

 

Λόγω της συνάφειάς τους, οι λόγοι έφεσης θα τύχουν ενιαίας εξέτασης. 

 

Καταρχάς, παρατηρούμε τα εξής σε σχέση με τις αιτιάσεις του Εφεσείοντα που αφορούν την εκ του Ενδιαφερόμενου Μέρους πίστωση με το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα:

 

Στην Προσφυγή Αρ. 5/2013 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:

«Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, το γεγονός ότι το ΕΜ1 [δηλαδή, το ενώπιον μας Ενδιαφερόμενο Μέρος] κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας ενώ ο αιτητής [δηλαδή, ο ενώπιόν μας Εφεσείων] όχι.».

 

Αυτή η κρίση δεν αμφισβητήθηκε από τον Εφεσείοντα (ως επιτυχόντα διάδικο) μέσω έφεσης κατά της δικαστικής απόφασης ημερ. 31.10.2017 επί της Προσφυγής Αρ. 5/2013, οπότε συνιστά δεδικασμένο μεταξύ Εφεσείοντα και Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο Εφεσείων κωλύεται εκ του δεδικασμένου να αμφισβητεί (ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ημών) τη νομιμότητα της εκ της ΕΔΥ πίστωσης του Ενδιαφερόμενου Μέρους με το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα.

 

Επίσης, από το δεδικασμένο της Προσφυγής Αρ. 5/2013 προκύπτει σαφώς -ως προαναφέρθηκε- ότι ο Εφεσείων δεν κατέχει αυτό το πλεονέκτημα, οπότε η ΕΔΥ δεν νομιμοποιείτο να πιστώσει τον Εφεσείοντα με αυτό το πλεονέκτημα κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ακόμα και αν ήθελε (συνεκδικαζόμενες Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 16/2021 και 19/2021 Αντωνίου κ.ά. ν. Χατζηχάννα κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2023).

 

Δεδομένου του αδιάσειστου της πίστωσης του Ενδιαφερόμενου Μέρους με αυτό το πλεονέκτημα και της μη πίστωσης του Εφεσείοντα με το ίδιο πλεονέκτημα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, πως η εκ της ΕΔΥ επίκληση του πλεονεκτήματος συνιστά επαρκή, πειστική και, τελικώς, νόμιμη αιτιολογία για την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους, προς απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Εφεσείοντα.

 

Καταρχάς, σε συμμόρφωση με τη νομολογία κατά την οποία η ειδική αιτιολογία προς απόκλιση από τη σύσταση πρέπει να παρατίθεται ρητά στα πρακτικά (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (2008) 3 Α.Α.Δ. 406· Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164), η ΕΔΥ ανέφερε ρητά (στα πρακτικά της που αφορούν τη διαδικασία επανεξέτασης) πως αδυνατεί να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή λόγω της εκ του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατοχής του πλεονεκτήματος (το οποίο ο Εφεσείων δεν κατείχε) και αυτό παρά την οριακή υπεροχή του Εφεσείοντα (έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους) στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της από πλευράς του κατοχής επιπρόσθετου σχετικού μεταπτυχιακού τίτλου.

 

Κατά τη νομολογία (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/2016 Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 6.6.2023), η οποία μάλιστα αφορά την πλήρωση της επίδικης θέσης σε άλλη διαδικασία, το πλεονέκτημα είναι ουσιώδους σημασίας σημαντικό στοιχείο, ο δε κάτοχός του αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν το κατέχει, εξ ου και απαιτείται ειδική και πειστική αιτιολογία για την επιλογή υποψηφίου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα έναντι υποψηφίου που το κατέχει.

 

Όσον αφορά την υπέρ του Εφεσείοντα σύσταση, αυτή μπορεί να τύχει απόκλισης έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους που κατέχει το πλεονέκτημα.  Συγκεκριμένα, στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, κρίθηκε ότι ήταν αναιτιολόγητη και, άρα, παράνομη η επιλογή εκεί ενδιαφερόμενου μέρους επειδή είχε την υπέρ του σύσταση του προϊσταμένου και καλύτερη απόδοση κατά την ενώπιόν της ΕΔΥ προφορική εξέταση, έναντι των προσφεύγοντων/αιτητών που κατείχαν το (εκ της συμβουλευτικής επιτροπής καθορισθέν) πλεονέκτημα της πείρας που εμπίπτει στον παράγοντα της αξίας και προσμετρά ως στοιχείο αξίας όταν είναι σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Αναφορικά με την καλύτερη αξιολόγηση του Εφεσείοντα (έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους) κατά μιάμιση μονάδα στις γραπτές εξετάσεις, τις οποίες διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, με δεδομένο ότι η διαφορά μιας μονάδας έχει χαρακτηριστεί ως εντελώς οριακή (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, ανωτέρω), κρίνουμε ότι η επίδικη καλύτερη αξιολόγηση του Εφεσείοντα κατά μιάμιση μονάδα είναι οριακή και επίσης δεν ανατρέπει το τεκμήριο της νομιμότητας της εκ της ΕΔΥ επιλογής του (κατέχοντος το πλεονέκτημα) Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του (μη κατέχοντος το πλεονέκτημα) Εφεσείοντα.  Οριακή εξάλλου κρίθηκε αυτή η διαφορά και από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Προσφυγή Αρ. 5/2013, όπερ σημαίνει ότι υφίσταται δεδικασμένο και ως προς τούτο.

Σε σχέση με την καλύτερη αξιολόγηση του Εφεσείοντα (ως σχεδόν εξαίρετου, έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους που αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλός) από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, υπομνύεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι αμιγώς συμβουλευτικό όργανο, σε αντίθεση με την ΕΔΥ που είναι το αποφασίζον (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 113/2023 Ελευθερίου ν. Εμμανουήλ, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 7.2.2020), με αποτέλεσμα η ΕΔΥ να μην υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις συστάσεις της ούτε να αιτιολογεί την απόκλισή της από τέτοιες συστάσεις (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουτσόφτα κ.ά. (2017) 3 Α.Α.Δ. 469).

 

Επιπροσθέτως, αυτή η καλύτερη βαθμολογία του Εφεσείοντα (έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους) από τη Συμβουλευτική Επιτροπή χαρακτηρίστηκε οριακή από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Προσφυγή Αρ. 5/2013, δημιουργώντας δεδικασμένο και ως προς τούτο.

 

Τέλος, όσον αφορά την εκ του Εφεσείοντα θέση πως υπερέχει του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε προσόντα, λόγω του ότι ο ίδιος κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα ενώ αυτό του Ενδιαφερόμενου Μέρους προσμετρήθηκε ως απαιτούμενο προσόν χωρίς το πρώτο του πτυχίο να μπορούσε νόμιμα να προσμετρηθεί ως επιπρόσθετο: 

 

Το εκ της Προσφυγής Αρ. 5/2013 απορρέον δεδικασμένο ήταν ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί δύο φορές, δηλαδή και ως απαραίτητο προσόν και ως πρόσθετο.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως, κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο χωρίς να επαναλάβει το ίδιο λάθος, αφού προσμέτρησε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως απαιτούμενο, χωρίς αυτή τη φορά να το προσμετρήσει και ως πρόσθετο.

 

Στην Προσφυγή Αρ. 5/2013, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεν ότι είναι με τον μεταπτυχιακό του τίτλο -και όχι με το πρώτο του πτυχίο-  που το Ενδιαφερόμενο Μέρος κρίθηκε ότι πληροί απαιτούμενο προσόν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπήρχε δεδικασμένο που να απαγορεύει στην ΕΔΥ να θεωρήσει αυτό το πρώτο πτυχίο ως σε ικανοποιητικό βαθμό συνυφασμένο με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης (μη αποτελόν εντούτοις πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας), ως εσφαλμένα διατείνεται ο Εφεσείων.

 

Ούτε και το γεγονός ότι αυτό το πρώτο πτυχίο δεν χαρακτηρίζεται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πρόσθετο ή πλεονέκτημα, εμποδίζει την ΕΔΥ να το λάβει υπόψη  και αξιολογήσει γενικότερα.

 

Και, τελικώς, καμία από τις πρωτόδικες ή κατ’ έφεσην θέσεις του Εφεσείοντα επιτυγχάνει να αποδείξει (ως βαρύνεται) πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης ως προς την σχετικότητα του πρώτου πτυχίου του Ενδιαφερόμενου Μέρους με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.  Το να χαρακτηρίζει ο Εφεσείων πεπλανημένη την προς τούτο προσέγγιση της ΕΔΥ, δεν αρκεί.

 

Μπορεί η ΕΔΥ, κατά την αρχική πλήρωση της επίδικης θέσης, να μην χαρακτήρισε το πρώτο πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως επιπρόσθετο (μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας) προσόν, αλλά είναι επιτρεπτή η (κατά την επανεξέταση, συνεπεία δικαστικής ακύρωσης της αρχικής διοικητικής απόφασης) νέα έρευνα όσον αφορά γεγονότα που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο (Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (2014) 3 Α.Α.Δ. 64), ως ήταν το πρώτο πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Μέρους, εξ ου και η δικαστική απόφαση ημερ. 31.10.2017 στην Προσφυγή Αρ. 5/2013 ρητά αναφέρεται σε αυτό.

 

Με δεδομένο ότι -κατά την επανεξέταση- η Διοίκηση οφείλει μεν να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης αλλά κατά τα άλλα διατηρεί ελεύθερη κρίση, η ΕΔΥ είχε την ευχέρεια να επαναξιολογήσει στοιχεία που είχαν μεν δηλωθεί εξαρχής (εν προκειμένω, το πρώτο πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Μέρους) αλλά τεκμηριώθηκαν σε χρόνο πριν την επανεξέταση, εφόσον καταγραφόταν αιτιολογία για τη διαφορετική της προσέγγιση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 7/2017 Νικολάου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 29.9.2023).

 

Ενόψει των ανωτέρω, παραμένει ακλόνητο το μαχητό τεκμήριο νομιμότητας το οποίο καλύπτει την κρίση της ΕΔΥ ως προς την ισοδυναμία Εφεσείοντα και Ενδιαφερόμενου Μέρους σε σχέση με τα επιπρόσθετα προσόντα (μη κατηγοριοποιούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ως πρόσθετα προσόντα ή πλεονέκτημα ώστε να αποδίδουν στον κάτοχο υπεροχή).

 

Δεδομένου τούτου, υπομνύεται ότι η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης δεν προκαθορίζεται, αλλά αξιολογείται το σύνολό τους, ώστε να αναδυθεί ο καταλληλότερος υποψήφιος. Ως υποδείχθηκε στην Παναγή ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (2011) 3 Α.Α.Δ. 639:

«Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι  ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.» (σχετική προς τούτο είναι και η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 90/2013 Θεοκλέους ν. ΕΔΥ κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 26.11.2019). 

 

Καταλήγουμε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει -ως βαρύνεται- το μαχητό τεκμήριο νομιμότητας το οποίο καλύπτει την εκ της ΕΔΥ επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του Εφεσείοντα, με το να αποδείξει την έκδηλη υπεροχή του έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/2019, Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση Εφετείου ημερ. 23.5.2024·Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43Α/2020 Χατζηκύρου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση  Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 23.1.2025).

 

Στην απουσία νομικού σφάλματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επέμβει υποκαθιστώντας την κρίση της ΕΔΥ με τη δική του, ακόμα και αν θεωρούσε τον Εφεσείοντα καταλληλότερο του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Λοῒζου (2017) 3 Α.Α.Δ. 883· Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2016 Κολέττας ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.6.2023).

 

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                           Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.     

 

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο