
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 95/2020)
12 Μαΐου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. MENAKA MADHUMATHI SENADHIPATHI S. MUDIYANSELAGE
2. ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητων.
____________________
Ε. Ερωτοκρίτου (κα), για Κ.Π. Ερωτοκρίτου & Σία, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.5.20, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή τους στην υπόθεση 587/17 («η Προσφυγή»), καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 14.2.17 («η προσβαλλόμενη απόφαση»), ήταν βεβαιωτική πράξη η οποία δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή.
Η Εφεσείουσα 1 («η Εφεσείουσα») κατάγεται από την Σρι Λάνκα. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο την 3.4.04 για να εργαστεί νομίμως ως οικιακή βοηθός με εργοδότη τον Εφεσείοντα 2 («ο Εφεσείων»). Η άδεια παραμονής και εργασίας της ανανεωνόταν διαδοχικά. Το 2010 απέκτησε παιδί με ομοεθνή της. Παραχωρήθηκε και στους τρείς άδεια παραμονής μέχρι την 30.4.12. Την 18.4.12 η Εφεσείουσα (και η οικογένεια της) ζήτησε ανανέωση της άδειας παραμονής τους η οποία εγκρίθηκε για την ίδια και το παιδί της με ισχύ μέχρι την 30.4.13, αλλά απορρίφθηκε σε σχέση προς τον σύζυγο της.
Την 11.4.13 η Εφεσείουσα και το παιδί της ζήτησαν ξανά ανανέωση, αλλά η αίτηση απορρίφθηκε. Ασκήθηκαν σειρά προσφυγών οι οποίες και αυτές απορρίφθηκαν. Την 6.3.14 ο Εφεσείων ζήτησε έγκριση εργοδότησης της Εφεσείουσας. Το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό από τους Εφεσίβλητους με επιστολές ημερομηνίας 2.5.14 και 2.7.14. Ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή, η οποία και απορρίφθηκε. Κατά τις ημερομηνίες 14.5.15, 21.3.16 και 16.6.16, ο Εφεσείων υπέβαλε και πάλι το ίδιο αίτημα, με όμοια ωστόσο κατάληξη και με τις σχετικές απορρίψεις να εμπεριέχονται σε επιστολές των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 27.7.15, 13.7.16 και 14.2.17.
Οι Εφεσίβλητοι υπέβαλαν πρωτοδίκως προδικαστικές ενστάσεις για το ότι με την Προσφυγή δεν είχε προσβληθεί εκτελεστή διοικητική πράξη και πως ο Εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον.
Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε την πρώτη εκ των δύο προδικαστικών ενστάσεων και την αποδέχτηκε, τονίζοντας και τα κατωτέρω (η περικοπή είναι αυτούσια, ως και όσες ακολουθούν):
«[...] Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 14.2.2017 έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας, ημερομηνίας 16/06/2016, με την οποία ζητάτε όπως παραχωρηθεί παράταση στην άδεια παραμονής και εργασίας της πιο πάνω αλλοδαπής για να συνεχίσει την εργασίας της μαζί με τον κ. ΧΧΧ Μαυρουδή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας απορρίπτεται ως η επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 02/05/2014 προς τον κ. Μαυρουδή και ως η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/10/2016 στην προσφυγή με αρ. 1190/2014.»
Η προηγούμενη επιστολή του καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 2.5.2014 στην οποία γίνεται αναφορά έχει το εξής περιεχόμενο:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας, ημερομηνίας 06.03.2014, με την οποία αιτείστε όπως παραχωρηθεί παράταση της άδειας παραμονής και απασχόλησης της πιο πάνω αλλοδαπής για να συνεχίσει να εργάζεται κοντά σας ως οικιακή εργαζόμενη και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας εξετάστηκε προσεκτικά από τον Υπουργό Εσωτερικών, ωστόσο απορρίφθηκε.»
Η ως άνω επιστολή αντικαταστάθηκε από την επιστολή ημερομηνίας 2.7.2014 λόγω αναφοράς στην αρχική επιστολή στο όνομα του παιδιού της αιτήτριας 1 αντί της ίδιας. Το περιεχόμενο, όμως, παραμένει το ίδιο [...]».
Παρεμβάλλουμε - με τη σημασία του πράγματος να έχει τη δική του σημασία ως θα διαφανεί κατωτέρω - πως στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 14.2.17 (Παράρτημα 11) περιλαμβάνονταν και τα κάτωθι, αμέσως μετά από το απόσπασμα που παρέθεσε το Διοικητικό Δικαστήριο ανωτέρω:
«[…] Ενόψει των πιο πάνω παρακαλείστε όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή όπως αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο, διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της.
Περαιτέρω σας πληροφορώ ότι έχετε το δικαίωμα υποβολής προσφυγής κατά της απόφασης αυτής στο Διοικητικό Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός 75 ημερών από τη γνωστοποίηση της παρούσας επιστολής […]».
Οι Εφεσείοντες εναντιώνονται στην πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης, ισχυριζόμενοι πως η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να αποδεχθεί την προδικαστική ένσταση και να θεωρήσει ότι ο Εφεσείων στερείτο προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος ήταν λανθασμένο (λόγος έφεσης 1), όπως εσφαλμένο ήταν και το εύρημα πως η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε βεβαιωτική πράξη της προγενέστερης απόφασης ημερομηνίας 2.5.14 (λόγος έφεσης 2), αλλά και το ότι κακώς το Διοικητικό Δικαστήριο «... δεν εξέτασε την προσβαλλόμενη απόφαση 14.2.17 αυτούσια ως διοικητική πράξη, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένο εύρημα ενσωμάτωσης σε αυτήν της προηγούμενης πράξης 2.5.14» (λόγος έφεσης 3).
Διεξήλθαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας, στην πλήρη τους μορφή.
Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σωρευτικώς, ως εκ της φύσης τους.
Όπως εξάγεται από το περιεχόμενο της δικογραφίας και των διοικητικών φακέλων/Τεκμήρια 1-4, οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει την Προσφυγή 433/14 εναντίον των Εφεσίβλητων να απορρίψουν την 28.1.14 την αίτηση τους για έκδοση άδειας παραμονής. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο την 12.8.16 (Παράρτημα 7/Ένσταση).
Την 12.9.14 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν την Προσφυγή 1190/14 κατά της απόφασης των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 2.7.14 να απορρίψουν το αίτημα τους για άδεια παραμονής της Εφεσείουσας. Η Προσφυγή απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο την 31.10.16 (Παράρτημα 9/Ένσταση).
Στο πλαίσιο αυτό και με υπόψιν το σύνολο των αφορώντων γεγονότων, διαπιστώνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση όντως επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την προηγούμενη απόφαση των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 2.5.14. Η τελευταία επαναλήφθηκε διορθωμένη στις 2.7.14 και δεν συνιστά πράξη εκτελεστού χαρακτήρα, περιέχουσα έννομες συνέπειες. Περιορίζεται, τουναντίον, σε επανάληψη και σχετική πληροφόρηση των Εφεσειόντων περί της ουσίας τής αρχικής απόφασης των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 2.5.14, και της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.10.16 στην Προσφυγή 1190/14 (βλ. κατ’ αναλογίαν, Kojuharova ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 72/16 κ.α., ημ. 26.7.23, Rawuttar ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 508, 512-513, Ananda Marga Limited ν. The Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2586-2587).
Στην Κατσαρή και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 94/20, ημ. 5.3.25, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπό τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του, υπενθύμισε και τα αυτά επί του θέματος που τώρα απασχολεί:
«[...] Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης και τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής, σε αντιδιαστολή προς εκείνα της εκτελεστής διοικητικής απόφασης, καθοδηγητική είναι η απόφαση Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054. Όπως εξηγείται στην Pieris, βεβαιωτική είναι απόφαση με όμοιο περιεχόμενο και νομικό αποτέλεσμα με προηγούμενη απόφαση της ίδιας αρχής ή οργάνου απευθυνόμενης στο ίδιο άτομο. Απόφαση ταυτόσημη με προηγούμενη απόφαση διοικητικής αρχής ή οργάνου μπορεί να προσλάβει εκτελεστό χαρακτήρα μόνο σε περίπτωση που αυτή είναι το απαύγασμα νέας έρευνας. Νέα έρευνα επιβάλλεται όταν προσκομίζονται νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία.
Στην απόφαση Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, λέχθηκαν σχετικά τα πιο κάτω, τα οποία υιοθετούμε πλήρως:
«Εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. (Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι με τη δήλωση βουλήσεως που περιέχει, καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη), είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη). (βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).
Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 240, οι βεβαιωτικές πράξεις, δηλαδή οι πράξεις που έχουν το αυτό περιεχόμενο "προς προεκδοθείσαν εκτελεστήν, επιβεβαιούσαι ταύτην", ανεξαρτήτως του αν εκδίδονται αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου "απαραδέκτως προσβάλλονται" με αίτηση ακυρώσεως επειδή στερούνται εκτελεστού χαρακτήρος. Έτσι είναι βεβαιωτική η πράξη η οποία συνιστά απλή επανάληψη προγενέστερης ή στηρίζεται πάνω στην ίδια πραγματική και νομική βάση. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοικήσεως εις προηγούμενη πράξη "έστω και μη επαναλαμβάνουσα το περιεχόμενο ταύτης", αποτελεί επίσης βεβαιωτική πράξη, "ως λ.χ. η εμμονή εις προγενεστέραν άρνησιν".»
Νέα έρευνα θεωρείται, ως προαναφέραμε, η λήψη υπ' όψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Τα πιο πάνω στοιχεία κρίνονται αυστηρώς γιατί δεν πρέπει αυτός που έχει απωλέσει την προθεσμία δια την προσβολή μιας εκτελεστής πράξεως, « ... να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμία ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων». (Βλέπετε Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, 4η έκδοση (1964), σελίδα 176 και απόφαση Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου, ανωτέρω).
Νέα έρευνα υπάρχει εάν πριν την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, λαμβάνει χώραν εξέταση στοιχείων κρίσεως, «νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται διά πρώτην φοράν προσθέτως υπόψιν». (Βλ. Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170 και Union Generale Armenienne de Bienfaisance of Lausanne και Υπουργείου Οικονομικών, Τμήμα Εσωτερικών Ε.Δ.Δ. 62/2018, ημερομηνίας 20.06.2024).
Στην προκειμένη περίπτωση κανένα στοιχείο, νομικό ή πραγματικό, δεν υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες το οποίο θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Ούτε η απόφαση που προσβλήθηκε, ήτοι η επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας 9.01.2017, υπήρξε το προϊόν νέας έρευνας. Η απόφαση αντανακλούσε την εμμονή της Διοίκησης στην προηγούμενη θέση της, ότι οι εφεσείοντες, λόγω της εργασίας που εκτελούσαν, δεν πληρούσαν τα κριτήρια που έθετε η συμφωνία, ημερομηνίας 23.12.2013, για να συγκαταλεγούν στους καταλόγους των ωρομίσθιων που ελάμβαναν μειωμένο επίδομα [...]».
Στην Παρμάτζιας ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 131/19, ημ. 19.9.24, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, και πάλι υπό τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του, είπε και τα εξής:
«[...] Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την έννοια της βεβαιωτικής πράξης με αναφορά στη νομολογία και τα γεγονότα της υπόθεσης, καθότι αμφισβητείται η αιτιολογία και η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι διά της επιστολής των Εφεσιβλήτων προκύπτει ότι δεν πρόκειται για βεβαιωτική πράξη «διότι υφίσταται διαφοροποίηση στο διατακτικό των δύο αποφάσεων» και/ή «διότι η αιτιολογία παραπέμπει σε νέα έρευνα», θέση που απορρίπτει η πλευρά των Εφεσιβλήτων.
Οφείλουμε να θυμίσουμε την έννοια της βεβαιωτικής πράξης σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Καλακουτή ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 65/13, 2.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C274, ECLI:CY:AD:2019:C274, από την οποία παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Η βεβαιωτική πράξη, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται. (Βλ. Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851. Στην τελευταία υπόθεση γίνεται ανασκόπηση των εννοιών της εκτελεστής πράξης και της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα). Κατά τον κλασσικό ορισμό του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, (14η έκδοση) σελ.121, βεβαιωτικές πράξεις «δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας, και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.».
Πράξη ή απόφαση της διοίκησης που εμμένει σε προηγούμενη θέση της αποτελεί βεβαιωτική πράξη, (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507). Για να μη χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική η δεύτερη και με όμοιο περιεχόμενο απόφαση, πρέπει να έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα κατά την οποία να εξετάστηκαν τα νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία. Το τι αποτελεί νέα έρευνα που να καθιστά τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, η οποία έχει ακολουθήσει τα βήματα της Ελληνικής σχετικά με το υπό συζήτηση ζήτημα, νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Το χρησιμοποιηθέν, όμως, νέο υλικό κρίνεται αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ΄ επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ΄ ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση από τον διοικούμενο στοιχείων τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος».
(Βλ. επίσης Φάνος ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 12/15, 8.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:C121, ECLI:CY:AD:2020:C121.
Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε στην απόφαση 21.6.2016 κοινοποιηθείσα στις 27.7.2016 με το οποίο να διαφοροποιούνται τα πράγματα ώστε να κριθεί λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πρόκειται για βεβαιωτική πράξη, αφού ειδικά δεν έγινε καμία επανεξέταση ή νέα έρευνα. Οι Εφεσίβλητοι επιβεβαίωσαν απλά προηγούμενη απόφαση τους, με το ίδιο έρεισμα, και δη με το Ν.192(Ι)/2011.
Εξάλλου, δεν δόθηκαν από τον Εφεσείοντα νέα στοιχεία. Αναμφισβήτητα δε προκύπτει ότι η αναφορά στην απόφαση ημερ. 21.6.2016 στην πρόταση «έχουν αλλάξει ουσιωδώς τα δεδομένα και έχουν ανατραπεί οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν . (στην παραχώρηση) .» δεν αφορά την πρώτη άρνηση της παραχώρησης τέσσερα χρόνια πριν, η οποία σαφώς επιβεβαιούται με την ίδια αιτιολογία, ήτοι την ισχύ του πιο πάνω Νόμου. Η «αλλαγή των δεδομένων» προφανώς αναφερόταν στο διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική απόφαση το έτος 2010 για την παραχώρηση προσαυξήσεων μέχρι την απόφαση για τη μη παραχώρηση στις 22.2.2012, όπως καταγράφεται πιο πάνω [...]».
Δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο, πέραν από το να υιοθετήσουμε τις ως άνω εμπεδωμένες αρχές και απλώς να καταγράψουμε πως τίποτα από όσα ακούσαμε δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει αντικειμενικώς και λελογισμένως την παρέμβαση μας σε όσα ευσυνόπτως έκρινε το Διοικητικό Δικαστήριο.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων, δεδομένου τού γεγονότος ότι, τούτοι στην προσβαλλόμενη απόφαση (Παράρτημα 11/Ένσταση), ενώ ρητώς επιβεβαίωναν προηγούμενη απόφαση τους, ενημέρωναν παραλλήλως τους Εφεσείοντες πως θα μπορούσαν, αν επιθυμούσαν, να καταχωρίσουν προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Τούτο, αφού, η Διοίκηση δεν μπορεί, βάσει της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στη δράση της, να επωφελείται από δικές της λανθασμένες πράξεις ή παραλείψεις.
Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/μκε
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο