
ANΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 179/20)
18 Ιουλίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΊΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ Ν.Α.Π.Ρ. «ΥΠΑΡΧΩ» ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
---------------
Δ. Εργατούδη (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Θ. Χατζηλούκα και Π. Βασιλείου, δικηγόρους της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες.
Κ. Καμένος με Κωνσταντίνο Καμένο, για την εφεσίβλητη.
----------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ., συμφωνούντος του Ν. Γ. Σάντη, Δ. Η Μ. Καλλιγέρου, Δ. θα δώσει διιστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη χρόνο Έφορος Φορολογίας ήταν ο κ. Γ. Τσαγκάρης, ο οποίος είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως τότε προέβλεπε το Άρθρο 4 του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμο, Ν. 70(Ι)/2014 (ο Νόμος).
Αργότερα ο διορισμός του ακυρώθηκε, εφόσον αρμόδιο όργανο για τέτοιο διορισμό είναι, κατά το Σύνταγμα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Άρθρα 122 – 125 του Συντάγματος, Δημοκρατία ν. Ποταμίτου, Συνεκδ. ΕΔΔ Αρ. 59/2020 και 144/2020, ημερ. 7.6.2021). Εξ ου και σχετική, προς τούτο, επακολουθείσασα τροποποίηση του Άρθρου 4 δια του τροποποιητικού Νόμου 25(Ι)/2022.[1]
Ενόσω όμως κατείχε τη θέση, κρίνοντας ότι οι υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις της εφεσίβλητης ήταν αναληθείς, προχώρησε σε βεβαίωση φορολογίας σύμφωνα με τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000. Παράλληλα απαίτησε παροχή εγγύησης ως όρο για παράδοση αγαθών ή/και παροχή υπηρεσιών με φορολογητέα συναλλαγή. Η εφεσίβλητη υπέβαλε ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών σχετικά με την τελευταία αυτή απαίτηση του Εφόρου Φορολογίας η οποία απερρίφθη τελικά, χωρίς να χρειάζεται για τους σκοπούς της παρούσας να υπεισέλθουμε περαιτέρω στο ιστορικό, στις 21.11.2017. Η εφεσίβλητη προσέβαλε την απόρριψη της ένστασης αυτής με προσφυγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Έφορος Φορολογίας δεν είχε νόμιμη υπόσταση ως διοικητικό όργανο εφόσον, ως άνω, δεν είχε διοριστεί από την ΕΔΥ. Επειδή δε τούτο έγινε κατά παράβαση του Συντάγματος, έκρινε περαιτέρω ότι δεν εύρισκε εφαρμογή το δόγμα του de facto διοικητικού οργάνου, το οποίο θεώρησε ότι «δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οργάνων που έχουν διοριστεί εκτός του πλαισίου του Συντάγματος και/ή των συνταγματικών θεσμών». Δεδομένου δε του γεγονότος ότι η απόφαση του Εφόρου Φορολογίας για παροχή εγγύησης εκ μέρους της εταιρείας ως προσώπου υποκειμένου στο φόρο ελήφθη από αναρμόδιο όργανο, κατέληξε ότι συμπαρασύρεται σε ακύρωση και η τελικώς εκδοθείσα απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 21.11.2017, «αφού στη σύνθετη διοικητική ενέργεια, προσβληθείσας της τελικής αποφάσεως, παραδεκτώς συμπροσβάλλεται και συνελέγχεται η νομιμότητα των προπαρασκευαστικών αυτής πράξεων.»
Εξ ου και η παρούσα έφεση. Με τους τρεις πρώτους λόγους εγείρεται το ζήτημα του de facto διοικητικού οργάνου.
Είχαμε την ευκαιρία νωρίτερα σήμερα να δώσουμε απόφαση για το ίδιο ακριβώς ζήτημα στην ΕΔΔ Αρ. 192/2020, στην οποία αφού ακολουθήσαμε το δεσμευτικό προηγούμενο της Ευρυδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ Αρ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024, καταλήξαμε ως εξής:
«Εν προκειμένω, όπως και στην περίπτωση της υπόθεσης Λάμπρου, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν «υφάρπαξε την αρμοδιότητα της ΕΔΥ». Η αρμοδιότητα διορισμού του Εφόρου ανατέθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο από το Νόμο. Ο Νόμος ήταν θωρακισμένος με μαχητό τεκμήριο συνταγματικότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο συμμορφώθηκε στο Νόμο διορίζοντας Έφορο με ειδική πράξη, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Δεν επρόκειτο για ανυπόστατη πράξη.
Κατά ανάλογο τρόπο, οι εκδιδόμενες από το διορισθέν, δυνάμει του Νόμου αυτού, πρόσωπο διοικητικές πράξεις ήταν θωρακισμένες με μαχητό τεκμήριο νομιμότητας. Δεν εκδόθηκαν κατά «νόσφιση εξουσίας» ή «σφετερισμό εξουσίας» ή «αντιποίηση αρχής».
Με δεδομένη την παράνομη, όπως κρίθηκε μεταγενέστερα, αλλά όχι ανυπόστατη, πράξη διορισμού του Εφόρου, απαραίτητος όρος ώστε να θεωρηθεί de facto διοικητικό όργανο, ήταν η δημιουργία αντικειμενικής επίφασης νομιμότητας. Βρισκόμαστε σε πλήρη συμφωνία με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Λάμπρου, ότι υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Έφορος άσκησε τα καθήκοντα του μετά το διορισμό του, βάσει ρητής νομοθετικής διάταξης, ο οποίος, περιπλέον, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εύλογα μπορούσε να δημιουργηθεί στον καλόπιστο και σώφρονα διοικούμενο η πεποίθηση ότι αυτός νόμιμα είχε την ιδιότητα του Εφόρου και νόμιμα ασκούσε τα καθήκοντα του. Αδιαμφισβήτητα υπήρχε αντικειμενική επίφαση νομιμότητας. Ήταν ένα de facto διοικητικό όργανο, μέχρις ότου η ισχύς του διορισμού του να ακυρωθεί, χωρίς να επηρεάζεται το κύρος των διοικητικών πράξεων που είχε στο μεταξύ εκδώσει.»
Για τους ίδιους λόγους παραμερίζουμε και εν προκειμένω την πρωτόδικη απόφαση. Παρέλκει η εξέταση ενός τέταρτου λόγου έφεσης.
Υπάρχει αντέφεση επί τω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε θέματα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του με αίτημα όπως τούτα εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο. Το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί στην Νίκος Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΑΕ Aρ.95/2012, ημερ. 6.7.2018, εκ της οποίας προκύπτει ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ασκώντας δευτεροβάθμια αναθεωρητική δικαιοδοσία, στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει τους λόγους αντέφεσης που προβάλλει η εφεσίβλητη. Αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προσφυγής, κέκτηται το Διοικητικό Δικαστήριο. Εν όψει της επιτυχίας της έφεσης οι λόγοι ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν θα πρέπει να παραπεμφθούν προς εξέταση στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €3.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.
Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η υπόθεση να επιστραφεί στο Διοικητικό Δικαστήριο το οποίο καλείται, υπό την ίδια σύνθεση, το συντομότερο δυνατόν, να εξετάσει τα άλλα ζητήματα που είχαν εγερθεί με την προσφυγή, χωρίς να εξεταστούν λόγω της απόφασης του επί του ζητήματος αναφορικά με το ανυπόστατο της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν.Γ. Σάντης, Δ.
/φκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 179/20)
18 Ιουλίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ Ν.Α.Π.Ρ. «ΥΠΑΡΧΩ» ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
______________________
Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Χατζηλούκα και Π. Βασιλείου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Δ. Καμένος με Κ. Κ. Καμένο, για την Εφεσίβλητη.
______________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία είχε καταχωρίσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της νομιμότητας της απόφασης των εφεσειόντων ημερομηνίας 21/11/2017, με την οποία απέρριψαν την ένσταση τους κατά της απαίτησης του Εφόρου Φορολογίας για παροχή χρηματικής εγγύησης ως όρου για παράδοση αγαθών ή/και παροχή υπηρεσιών με φορολογητέα συναλλαγή. Η απόφαση λήφθηκε μετά από ανάκληση παλαιότερης ταυτόσημης απαίτησης του Εφόρου Φορολογίας, η οποία είχε ληφθεί τρία χρόνια προηγουμένως και η οποία είχε επίσης προσβληθεί τότε με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της διοίκησης, έχοντας υπόψιν άλλη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, την οποία επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι, με την οποία είχε κριθεί πως ο διορισμός του Εφόρου Φορολογίας έγινε δυνάμει διατάξεων Νόμου που ήταν αντισυνταγματικές, ως παραβιάζουσες το Σύνταγμα και τα άρθρα 122-125 αυτού, που εναποθέτουν στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την εξουσία διορισμού δημοσίων υπαλλήλων και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο λόγος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταγράφεται στο απόσπασμα από την απόφαση κατωτέρω και αφορά στην μη δυνατότητα εφαρμογής της θεωρίας του de facto οργάνου σε περιπτώσεις παράβασης του Συντάγματος, καθ’ ότι κάτι τέτοιο εκφεύγει των ρητών και επιτακτικών προνοιών του άρθρου 179.2 του Συντάγματος:
«Κατά τη δική μου θεώρηση, η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται. Η θεωρία του de facto διοικητικού οργάνου, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οργάνων που έχουν διοριστεί εκτός του πλαισίου του Συντάγματος και/ή των συνταγματικών θεσμών, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση του διορισμού του Εφόρου Φορολογίας.
Ως ορίζεται στις διατάξεις του Άρθρου 179.2 του Συντάγματος, ουδείς νόμος ή πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα, δύναται να είναι καθ' οιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Συντάγματος.
Συνεπώς, εκ των προνοιών του Συντάγματος, αποκλείεται οποιαδήποτε λειτουργία εκτός των πλαισίων που το ίδιο το Σύνταγμα οριοθετεί.
Καταλήγω λοιπόν, ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής το δόγμα του de facto διοικητικού οργάνου. Και εφόσον ο Έφορος Φορολογίας Γ. Τσαγκάρης, διορίστηκε δυνάμει αντισυνταγματικού, ως διακηρύχθηκε, νόμου, κάθε πράξη ή/και απόφαση που λαμβάνεται έξω από το συνταγματικό πλαίσιο (και η νομιμότητα της οποίας προσεβλήθη εμπροθέσμως με αίτηση ακυρώσεως), στερείται επίσης δικαιϊκού ερείσματος.
Για τους λόγους που έχω αναλύσει πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Η διαπίστωση του εν λόγω λόγου ακύρωσης, αρκεί, έτσι ώστε να παρέλκει η εξέταση των λοιπών.»
H εφεσίβλητη με τέσσερις λόγους έφεσης βάλλει κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, για τη μη υιοθέτηση από το Δικαστήριο της θεωρίας του de facto διοικητικού οργάνου. Προέχει όμως η εξέταση της αλυσιτέλειας της έφεσης. Όπως παρατηρώ σε κανένα από τους λόγους έφεσης δεν προσβάλλεται ο λόγος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το μη επιτρεπτό της εφαρμογής της θεωρίας του de facto οργάνου δυνάμει των επιτακτικών διατάξεων του άρθρου 179.2 του Συντάγματος.
Έχω ήδη τοποθετηθεί ως προς τις απόψεις μου στην απόφασή μου στην Ε.Δ.Δ. 192/20, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Εφόρου Φορολογίας ν. JH VIEWS LTD, σημερινής ημερομηνίας, την οποία υιοθετώ, καθότι διαπιστώνεται και εδώ η ίδια παράλειψη από τους εφεσείοντες και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα κατωτέρω:
«Η παράλειψη προσβολής του λόγου της εκκαλούμενης απόφασης σε σχέση με την επιτακτική διάταξη του άρθρου 179.2 του Συντάγματος, η οποία δεν επιτρέπει την υιοθέτηση της θεωρίας του de facto οργάνου σε περιπτώσεις όπου το όργανο διορίστηκε βάσει διάταξης Νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματική, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση της έφεσης, καθ’ ότι η επιτυχία της σε σχέση με το μέρος αυτό του λόγου της απόφασης δεν εφεσιβλήθηκε.
Όπως αποφασίστηκε από τον Δικαστή (τότε) Πική στην Τάκης Νικολάου και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 1684 (με τις υπογραμμίσεις να έχουν προστεθεί):
«Στην Ρ.Ι.Κ. (ανωτέρω) αποφασίστηκε (απόφαση πλειοψηφίας) ότι ο Περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος του 1988 (Ν. 149/88) είναι αντισυνταγματικός στον βαθμό και έκταση που προβλέπει τη συμμετοχή των κοινοβουλευτικών κομμάτων στον διορισμό των μελών οργανισμών δημοσίου δικαίου (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου) και την παρουσία παρατηρητών τους κατά τις συνεδρίες των συμβουλίων.
[…]
Ο μόνος ουσιαστικός λόγος για τον οποίο οι καθ' ων η αίτηση έχουν καλέσει το Δικαστήριο να αποκλίνει από τον λόγο (ratio) των αποφάσεων του εφετείου στις υποθέσεις Ρ.Ι.Κ. (ανωτέρω) και Παναγιώτου (ανωτέρω) έγκειται στην αρχή της διάσωσης νομιμοφανών αποφάσεων de facto οργάνων πριν την διαπίστωση της απουσίας νομικού ερείσματος στον φορέα που άσκησε την εξουσία, Την ίδια θέση υιοθέτησε και ο Γενικός Εισαγγελέας και υποστήριξε με αναφορά σε ελληνικά και αγγλικά συγγράμματα καθώς και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λιασή και Άλλοι ν. Γενικοί) Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου.
[…]
Μετά από προσεκτική μελέτη του θέματος καταλήγω ότι το Κυπριακό Σύνταγμα δεν παρέχει πεδίο για την επίκληση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες της αρχής της νομιμότητας αποφάσεων de facto οργάνων. To άρθρο 179.1 του Συντάγματος καθιστά το Σύνταγμα του υπέρτατο νόμο της Κυπριακής Πολιτείας. Το άρθρο 179.2 αποκλείει κάθε λειτουργία έξω από τα πλαίσια που οριοθετεί το Σύνταγμα. Προβλέπει ρητά ότι κανένας νόμος ή πράξη ή απόφαση οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα μπορεί να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Συντάγματος. Συνεπώς όχι μόνο ο αντισυνταγματικός νόμος καταρρίπτεται με τη διακήρυξη της αντισυνταγματικότητας του από το νομικό στερέωμα αλλά και κάθε πράξη ή απόφαση που λαμβάνεται έξω από το συνταγματικό πλαίσιο στερείται αφ' εαυτής δικαιϊκού ερείσματος. Η συγκρότηση του Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών κατ' αντίθεση προς το Σύνταγμα έθεσε, για όσο χρόνο λειτουργούσε με αντισυνταγματικό τρόπο, τις αποφάσεις του έξω από τα συνταγματικά πλαίσια και κατ' επέκταση, όπως διακηρύξαμε στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ., τις αποστέρησε κάθε δικαιϊκού ερείσματος. Δυνατότητα για απομάκρυνση από τις συνταγματικές διατάξεις παρέχεται μόνο βάσει του δικαίου της ανάγκης εφόσον διαπιστώνεται ότι η λειτουργία ενός ή περισσότερων τομέων της πολιτείας βάσει του Συντάγματος κατέστη αδύνατη. (Βλέπε μεταξύ άλλων Attorney – General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55 Αλλά και στην περίπτωση εκείνη που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης η προσφυγή σ' αυτό αποβλέπει στην υποστύλωση των συνταγματικών θεσμών και διατάξεων των οποίων η λειτουργία κατέστη αδύνατη και όχι στην παράκαμψή τους ή παρέκκλιση από αυτούς, όπως και πρόσφατα διακηρύξαμε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.»
Όπως προαναφέρθηκε, κατά της ακυρωτικής απόφασης οφείλεται να προσβάλλονται με λόγους εφέσεως όλοι οι λόγοι που οδήγησαν βάσει του λόγου (ratio) της ακυρωτικής απόφασης στην ακύρωση της πράξης. Αν αυτό παραληφθεί η ενασχόληση του Δικαστηρίου μόνο με τους λόγους έφεσης που προβάλλονται θα ήταν μόνο ακαδημαϊκή άσκηση (βλ. CH. P. KARAKANNAS ELECTRICAL LTD v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 456). Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δυνάμει του άρθρου 179.2 του Συντάγματος δεν ήταν δυνατόν να ισχύσει η θεωρία του de facto οργάνου δεν εφεσιβλήθηκε και η παράλειψη αυτή των εφεσειόντων όπως προαναφέρθηκε καθιστά την έφεση αλυσιτελή (βλ. Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ανδρούλλας Θεοφάνους, Ε.Δ.Δ. 28/2017, ημερομηνίας 5/10/2023 και εκεί αναφερόμενες Omex Enterprises Ltd κ.ά. ν. Elia, Πολ. Έφεση 469/12, ημερομηνίας 20/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A384 κ.ά.).»
Σημειώνεται πως η αντίκριση του ζητήματος από τους εφεσείοντες μόνον σε σχέση με το αν η πράξη ήταν ή όχι ανυπόστατη, και θα συμπλήρωνα αν εξεδόθη ή όχι με κατά κλάδο αναρμοδιότητα του οργάνου, περιπτώσεις που αποτελούν την εξαίρεση στην εφαρμογή της θεωρίας του de facto οργάνου, δεν μπορεί θα θεωρηθεί ότι προσβάλλει την ορθότητα του καθοριστικού για την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ζήτημα της απαγόρευσης εφαρμογής της θεωρίας του de facto οργάνου δυνάμει των ρητών απαγορευτικών προνοιών του άρθρου 179.2 του Συντάγματος, έχοντας κατά νου και τις συνταγματικές αρχές της ιεραρχίας των πηγών του δικαίου.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, θα κατέληγα στην απόρριψη της έφεσης, ως αλυσιτελούς.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/ΓΓ
[1] Νέο Άρθρο 4(3): «Ο Έφορος Φορολογίας διορίζεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, βάσει σχεδίου υπηρεσίας που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού: …»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο