ΘΕΤΟΥΛΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 182/2020, 18/7/2025
print
Τίτλος:
ΘΕΤΟΥΛΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 182/2020, 18/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 182/2020)

 

18 Ιουλίου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΘΕΤΟΥΛΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητων.

 

_________________

 

Δ. Παυλίδης, για Δημήτρης Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.10.20 να απορρίψει την Προσφυγή 1924/18 («η Προσφυγή»), με την οποία η Αιτήτρια/Εφεσείουσα επεδίωξε ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσίβλητων να απορρίψουν την αίτηση της για παροχή σύνταξης ανικανότητας διότι δεν είχε μονίμως απωλέσει τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος της.

Η Εφεσείουσα, εργάτρια σε αλλαντοποιείο - ηλικίας, τότε, 50 ετών - είχε υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας την 20.4.18, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση ημερομηνίας 2.4.18 τού θεράποντα ιατρού της (Ορθοπεδικού Χειρουργού), ως το Ερυθρό 4/Διοικητικός Φάκελος/Τεκμήριο 1η Ιατρική Έκθεση»).

Η Ιατρική Έκθεση περιελάβανε και τούτα (το απόσπασμα είναι αυτούσιο όπως και όσα έπονται):

«Για περίοδο ενός έτους [Σημείωση: Μετά που η Εφεσείουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής δεξιού ισχίου εξαιτίας σοβαρής οστεοαρθρίτιδας του ισχίου με έντονο άλγος και περιορισμό στην κίνηση του ισχίου] [1] δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στην εργασία της, η οποία είναι χειρωνακτική και απαιτεί συνεχή ορθοστασία. Με τη λήξη της αδείας της επέστρεψε στην εργασία της, στην οποία όμως φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί λόγω «... της πολύωρης ορθοστασίας και της ανύψωσης βαρέων αντικειμένων που απαιτείται ...». Ως γνωστό, ασθενείς μετά από Ολικές Αρθροπλαστικές δεν ενδείκνυται να υποβάλλονται σε σωματική καταπόνηση, όπως πιο πάνω, κάτι που προκαλεί αφενός άλγος και αφετέρου μείωση της διάρκειας ζωής της Αρθροπλαστικής και ανάγκη αντικατάστασης της. Σύμφωνα με τα ανωτέρω η ασθενής συνίσταται να διακόψει την εργασία της, αλλά και οποιαδήποτε άλλη εργασία που θα προκαλεί σωματική καταπόνηση [...]».

 

Λαμβανομένης υπόψη της Ιατρικής Έκθεσης - και έπειτα από σύσταση της ιατρικής συμβούλου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων - η Εφεσείουσα την 18.9.18 κλήθηκε για εξέταση από Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο («το Ιατρικό Συμβούλιο»).

Το Ιατρικό Συμβούλιο, έχοντας ενώπιον του τα ιατρικά πιστοποιητικά και ακτινογραφίες που είχε παρουσιάσει η Εφεσείουσα, γνωμάτευσε ότι τούτη ήταν ικανή για την εργασία της.  

Οι Εφεσίβλητοι (υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου), απέρριψαν την αίτηση της Εφεσείουσας, ενημερώνοντας την διά επιστολής ημερομηνίας 12.11.18, ως το Ερυθρό 27/Διοικητικός Φάκελος/Τεκμήριο 1η Επιστολή 12.11.18»).

Το Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας αντίστοιχες εισηγήσεις τής Εφεσείουσας, αποφάσισε ότι η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου υπήρξε επαρκώς αιτιολογημένη «... έτσι που και ο δικαστικός έλεγχος επ’ αυτής να καθίσταται εφικτός ...» και πως, τελικώς, όλα τα στοιχεία και δεδομένα συνεκτιμήθηκαν κατόπιν δέουσας εξέτασης.

Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν στη διατύπωση εσφαλμένων ευρημάτων ή στην παραγνώριση του συνόλου της μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 1 και 6), στην έλλειψη αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης (λόγος έφεσης 2), στα περί διενέργειας δέουσας έρευνας (λόγος έφεσης 3), στην ύπαρξη πλάνης και εσφαλμένης ενάσκησης δικαστικής διακριτικής ευχέρειας (λόγος έφεσης 4), και στα περί του ανέλεγκτου της απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου (λόγος έφεσης 5).

Διεξήλθαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας, στην πλήρη τους μορφή.

Ως εκ της φύσεως τους, θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σωρευτικώς.

Ως ορθώς το κατέταξε το Διοικητικό Δικαστήριο, βασικός άξονας της επιχειρηματολογίας εκ πλευράς Εφεσείουσας συγκροτούν τα περί απουσίας επαρκούς πρωτόδικης αιτιολογίας αναφορικώς προς την επάρκεια της έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου.

Σύμφωνα με το ισχύον (τότε) Άρθρο 40(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 59(Ι)/10:

«[...] 40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -

(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του∙

(β) σ’ αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία∙

(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών∙ και

(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις [...]».

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο παρέθεσε αυτολεξεί απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση (με σχετική την Επιστολή 12.11.18) ως εξής:

«[...] Στη δική σας περίπτωση το αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε στις 18/09/2018 γνωμάτευσε, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία και τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελό σας, ότι δεν έχετε μόνιμα απολέσει τη δυνατότητα προς άσκηση του επαγγέλματος σας σε βαθμό που να αιτιολογεί έγκριση της αίτησης σας.

 

Συγκεκριμένα το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε γνωμάτευσε ότι: «δεν παρατηρείται παθολογία σε βαθμό που σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας σας, να σας καθιστά ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματος σας».

 

Με βάση τα πιο πάνω, η αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί τυχόν έγκριση θα ήταν ενάντια στις ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας [...]».

 

          Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι επειδή στην έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου (Ερυθρό 22/Διοικητικός Φάκελος/Τεκμήριο 1) ήσαν συμπληρωμένα «... τα βασικά εδάφια αυτής ...» που αφορούσαν - ανάμεσα σε άλλα - στο «... ιατρικό ιστορικό της ... στις κύριες ενοχλήσεις και συμπτώματα ... στον τελευταίο θεράποντα ιατρό της [στο όνομα του δηλαδή]... στην παρούσα φαρμακευτική αγωγή ... στα κλινικά ευρήματα ... στη διάγνωση και στην αιτιολόγηση της απόφασης του Συμβουλίου ...», η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου ήταν εν τέλει δεόντως αιτιολογημένη και πως, παρ’ όλη τη συνοπτική της μορφή, μπορούσε να αποτελέσει - και έτσι έγινε - επαρκή βάση αιτιολόγησης κατά τη νομολογία (στην οποία και παρέπεμψε). [2]

Το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε επί του συζητούμενου, ως ακολούθως:

«[...] Θεωρώ ότι, από τη στιγμή που προφανώς η κατάληξη του εν λόγω Ιατρικού Συμβουλίου, ενόψει της δικής του καταγραφείσας διάγνωσης, ήταν διαφορετική από αυτήν του θεράποντος ιατρού, κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο (βλ. Κυριάκος Καραολή,[3] ανωτέρω, όπου κρίθηκε παρόμοιο ζήτημα). Δεν είχαν οι καθ' ων η αίτηση την υποχρέωση να αιτιολογήσουν ειδικώς την διαφωνία τους προς την αντίθετη γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού της αιτήτριας ως προς το ζήτημα της ικανότητας της τελευταίας για εργασία. Ούτε και ο Νόμος, εξάλλου, προβλέπει κάτι τέτοιο. Αυτό που είχαν καθήκον οι καθ' ων να πράξουν, στο πλαίσιο της διενέργειας δέουσας έρευνας, ήταν να λάβουν υπόψη τους τις εκθέσεις και/ή πιστοποιητικά των θεράποντων ιατρών της αιτήτριας, κάτι που, ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας, που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο δεν έχει ανατραπεί (βλ. Βασιώτης Κονστρ. Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1989) 3 Α.Α.Δ. 3193), δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι έπραξαν. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι, όπως προκύπτει από τον οικείο διοικητικό φάκελο, η έκθεση του θεράποντος ιατρού της αιτήτριας ήταν ενώπιον του Ιατρικού Συμβουλίου. Είναι δε ενδεικτική η επιστολή λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 4.9.2018, με την οποία αυτή καλούνταν για εξέταση από το ιατροσυμβούλιο, και στην οποία θα έπρεπε να προσκομίσει όλα τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, ακτινογραφίες και εκθέσεις εργαστηριακών εξετάσεων. Θα μπορούσε βεβαίως στο σχετικό έντυπο του ιατροσυμβουλίου να γίνεται ειδικότερη αναφορά στα ευρήματα της υπό της αιτήτριας προσκομισθείσας ιατρικής έκθεσης, ωστόσο η απουσία μιας τέτοιας αναφοράς δε συνιστά από μόνη της επαρκή λόγο στοιχειοθέτησης του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας από τους καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης [...]».

         

          Η κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου (ως άνω) - ότι δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει πως το Ιατρικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη την Ιατρική Έκθεση (του θεράποντα γιατρού της Εφεσείουσας) - δεν μας βρίσκει, με κάθε σεβασμό, συγκλίνοντες.

Με δεδομένο ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της γεγονότων, έτσι και εδώ, κρίνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να επισημάνει στην απόφαση του τη διαφορετική εκτίμηση του θεράποντα ιατρού της Εφεσείουσας από εκείνη του Ιατρικού Συμβουλίου για να κρίνει δικαστικώς - και χωρίς βεβαίως να ενεργεί ως πραγματογνώμονας επί τεχνικών θεμάτων και ειδικών γνώσεων - για το επαρκές της παρασχεθείσας αιτιολογίας και της όποιας διεξαχθείσας έρευνας, κατά τρόπο πειστικό και δέοντα.

Δεν επράχθη τούτο.

Ούτε και υπό τις συνθήκες, θα μπορούσε - η παραδεκτή από το Διοικητικό Δικαστήριο (στην απόφαση του) ένδεια ειδικότερης αναφοράς στα ευρήματα του Ιατρικού Συμβουλίου των όσων αναφέρονται στην Ιατρική Έκθεση - να συνθέτει «... από μόνη της επαρκή λόγο στοιχειοθέτησης του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας από τους καθ’ ων η αίτηση, αλλ’ ούτε περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης».

Δεν δόθηκε εξήγηση για όσα αποτέλεσαν τη δικαστική τούτη διαπίστωση.

Μήτε και διευκρινίστηκε πώς η αιτιολογία του Ιατρικού Συμβουλίου θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου/Τεκμήριο 1, από τη στιγμή κιόλας που το πρωτόδικο δικαστήριο τόνισε - και ορθώς κατ’ αρχήν, το απρόσφορο κατάληξης του επί τεχνικών θεμάτων ή ειδικών γνώσεων.

Εν προκειμένω, η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν θα μπορούσε ευλόγως να καταταχθεί ως ανέλεγκτη, δοσμένου πως δεν εξετάστηκαν πρεπόντως από το Διοικητικό Δικαστήριο (ή το Ιατρικό Συμβούλιο) - στο σωστό δικαιοδοτικό πλαίσιο εννοείται - τα όσα αντιθέτως είναι που απάρτιζαν την Ιατρική Έκθεση.

Τούτο, γιατί, στην αιτιολογία που κατέγραψε το Ιατρικό Συμβούλιο στο Ερυθρό 22/Διοικητικός Φάκελος/Τεκμήριο 1, διόλου δεν αναφέρθηκε σαφώς και καθαρώς στην ιατρική γνώμη του θεράποντα ιατρού της Εφεσείουσας στην Ιατρική Έκθεση, και δη, πως (φαινόταν) ότι αυτή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εργασίας εξαιτίας της πολύωρης ορθοστασίας και της ανύψωσης βαρειών αντικειμένων.

Η απόφαση Δημοκρατία ν. Ιωάννου (ανωτέρω), την οποία επικαλέστηκε το Διοικητικό Δικαστήριο επί της συζητούμενης θεματικής, διαφοροποιείται στα γεγονότα και στόχευση της από όσα εδώ ενδιαφέρουν, καθότι σε εκείνη την υπόθεση δεν υπήρχε - όπως εδώ - διαφωνία ως προς τη διάγνωση της ιατρικής κατάστασης του εφεσίβλητου και τα κλινικά ευρήματα.

Στην κείμενη περίπτωση, η αοριστία της αιτιολόγησης που δόθηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο δεν θα μπορούσε, λόγω και της εξειδικευμένης φύσεως των πραγμάτων, να θεραπεύσουν το αιτιολογικό κενό (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, 225).

Αποφαινόμαστε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει, με τους αντίστοιχους λόγους έφεσης 1-6 να γίνονται αποδεκτοί.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, μαζί με τη διαταγή για τα έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση των Εφεσίβλητων ακυρώνεται.

          Τα έξοδα, πλέον ο ΦΠΑ (αν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και κατά των Εφεσίβλητων, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/μκε

 

 

 



[1] Η προσθήκη μας, πηγάζει αυτούσια από το Ερυθρό 4 /Τεκμήριο 1.

[2] Δημοκρατία ν. Ιωάννου (2004) 3 Α.Α.Δ. 243.

[3] Υπόθ. Αρ. 1082/2012, ημ. 23.12.14.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο