ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΤΖΑΠΑΣΙΗ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/20 & 111/20, 10/7/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΤΖΑΠΑΣΙΗ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/20 & 111/20, 10/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/20 & 111/20)

 

10 Ιουλίου, 2025

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/20

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΤΖΑΠΑΣΙΗ,

Εφεσείοντας,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσιβλήτων.

_________________

 

Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 111/20

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

 ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                             Εφεσιβλήτων.

_________________

 

 

Ε.Δ.Δ. Αρ. 98/20

Α. Καραβέλλα (κα), για Πεκρή, για τον Εφεσείοντα.

E. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Ξ. Ευγενίου (κα), για  Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Ε.Δ.Δ. Αρ. 111/20

Κ. Παναγιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

E. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Ξ. Ευγενίου (κα), για  Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει τις προσφυγές του Κωνσταντίνου Κοτζάπασιη (υπ. αρ. 1216/2017) και του Κυριάκου Κυριακίδη (υπ. αρ. 1345/2017). Οι ως άνω αιτητές,  εφεσείοντες στην παρούσα διαδικασία, αξίωναν με τις προσφυγές τους την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, εφεσιβλήτων στην παρούσα διαδικασία, να προαγάγει τον Κ. Κούρο, στο εξής «ενδιαφερόμενο μέρος», στη μόνιμη θέση προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, από τη 15.07.201

 

    Η θέση προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τη 23.09.2016.  Στο σχέδιο υπηρεσίας της εν λόγω θέσης, καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα καθήκοντα και οι ευθύνες ως επίσης και τα απαιτούμενα προσόντα που θα έπρεπε να κατέχουν οι υποψήφιοι. Τα παραθέτουμε αυτούσια, στο βαθμό που αυτά είναι αναγκαία, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας:

 

«2. Καθήκοντα και ευθύνες:

 

(1) Προΐσταται των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών και είναι υπεύθυνος για –

 

(α) Την οργάνωση, διοίκηση και εύρυθμη λειτουργία των Τεχνικών Υπηρεσιών .

 

(β) τον προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και εποπτεία των εργασιών των Τεχνικών Υπηρεσιών .

 

(γ) την εφαρμογή των σχετικών με τις αρμοδιότητες των Τεχνικών Υπηρεσιών νομοθεσιών, κανονισμών και διαταγμάτων.

 

(2) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.

 

3.  Απαιτούμενα προσόντα:                 

 

(1)  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Πολιτική Μηχανική.

 

(Ση.: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

 

(2)  Εγγραφή ως μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.

 

(3)  Δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση στον τομέα της πολιτικής μηχανικής, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

 

(4)  ……………………………………………………………………….

 

(5)  Ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

 

(6)  Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, στην Πολιτική Μηχανική ή σε κλάδο της ή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή στη Δημόσια Διοίκηση, αποτελεί πλεονέκτημα.»       

 

 

Υποψήφιοι για την εν λόγω θέση ήταν 29 πρόσωπα συμπεριλαμβανομένων των εφεσειόντων και του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και οι δύο εφεσείοντες κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για την επίδικη θέση ήτοι, πανεπιστημιακό δίπλωμα στην πολιτική μηχανική και την απαιτούμενη πείρα στο τομέα της πολιτικής μηχανικής. Πέραν τούτου κατείχαν μεταπτυχιακούς τίτλους και ή διπλώματα, που αναγνωρίστηκαν από το διοικητικό όργανο ότι αποτελούσαν, πλεονέκτημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.  

 

Ο εφεσείοντας, Κ. Κοτζάπασιης, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για τρία περίπου έτη και στη συνέχεια στο δημόσιο τομέα, στο Υπουργείο Μεταφορών, ως έκτακτος λειτουργός ελέγχου (1994 – 1996), ως λειτουργός ελέγχου (1997 – 2005) και ανώτερος λειτουργός ελέγχου από το 2005 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του. Από το Μάρτιο του 2008 και εντεύθεν, βρισκόταν σε απόσπαση στο Υπουργείο Εσωτερικών, προϊστάμενος στο Τομέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων. Ο τίτλος σπουδών που του απονεμήθηκε από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο αναγνωρίστηκε ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς το πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στο κλάδο πολιτικής μηχανικής και παράλληλα ως τίτλος ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα, επιπέδου Master. Κατείχε επίσης   μεταπτυχιακό τίτλο Magister, Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

Ο εφεσείοντας, Κ. Κυριακίδης, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για έξι περίπου έτη και στη συνέχεια στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου, από το 1996 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του. Τα πρώτα τέσσερα έτη, μέχρι το 2010, εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός 1ης τάξης και στη συνέχεια ως ανώτερος πολιτικός μηχανικός. Είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος πολιτικού μηχανικού, από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Master of Science Environmental Engineering, από το Rutgers University USA και Doctor of Philosophy Civil Engineering, από το Carleton University Canada.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος, εργάστηκε για τέσσερα περίπου έτη, στον ιδιωτικό τομέα, για πέντε περίπου έτη στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού  και  στη συνέχεια στο Υπουργείο Εσωτερικών, ως πολιτικός μηχανικός 2ης τάξης (2001- 2006), πολιτικός μηχανικός 1ης τάξης (2006 – 2010) και ανώτερος πολιτικός μηχανικός, από το 2010 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του. Είναι κάτοχος Διπλώματος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το οποίο, σύμφωνα με το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι τίτλος ισότιμος και με μεταπτυχιακό δίπλωμα, επιπέδου Master. Κατείχε επίσης  Master of Science in Concrete Structures, από το Imperial College UK και  Master in Public Sector Management, από το Cyprus International Institute of Management.

 

Για σκοπούς πλήρωσης της θέσης, συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία εξέτασε τις υποβληθείσες αιτήσεις και έκρινε ότι αριθμός υποψηφίων δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Κάλεσε τους υπολοίπους  σε προφορική συνέντευξη και αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, συμπεριλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών τίτλων που αποτελούσαν πλεονέκτημα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, προέβη σε τελική αξιολόγηση.

 

Σύστησε, ως καταλληλότερους για προαγωγή στην εν λόγω θέση, τους εφεσείοντες, το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα τέταρτο υποψήφιο. Στα πρακτικά της συνεδρίας επισυνάπτεται παράρτημα στο οποίο καταγράφεται με λεπτομέρεια η αξιολόγηση που έτυχε ο κάθε υποψήφιος ξεχωριστά. Παραθέτουμε την αξιολόγηση που έλαβαν τα τρία εμπλεκόμενα μέρη:

 

«5. ΚΟΤZΙΑΠΑΣΙΗΣ Κωνσταντίνος: ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ

 

        Στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις του με έμφαση τα τελευταία χρόνια (2011 – 2015) είναι καθόλα εξαίρετος. Αξιολογήθηκε ως «Πολύ Καλός» για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση. Είναι κάτοχος πτυχίου Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, καθώς και άλλων προσόντων που αναφέρονται στην αίτησή του. Κατέχει, επίσης, Μεταπτυχιακό Τίτλο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, για το οποίο του αποδίδεται το πλεονέκτημα, που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Επιπρόσθετα, κατέχει πιστοποιητικό, το οποίο προσμετράται, του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ότι ο τίτλος που απέκτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι ισότιμος προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master. Από τον Οκτώβριο του 2005 κατέχει τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου (κλ. Α13(ii)).

 

        Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, το πλεονέκτημα, τα προσόντα του υποψηφίου σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησής του, προέβη σε γενική αξιολόγησή του και τον χαρακτήρισε ως ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ.  

 

 

6.    ΚΟΥΡΟΣ Κυριάκος: ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ

 

        Στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις του με έμφαση τα τελευταία χρόνια (2011 – 2015) είναι καθόλα εξαίρετος. Αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος» για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση. Είναι κάτοχος Πτυχίου Πολιτικού Μηχανικού του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλων προσόντων που αναφέρονται στην αίτησή του ή περιλαμβάνονται στον Προσωπικό του Φάκελο. Κατέχει, επίσης, Master in Public Sector Management, για το οποίο του αποδίδεται το πλεονέκτημα, που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Επιπρόσθετα, κατέχει Master of Science in Concrete Structures, το οποίο προσμετράται, και πιστοποιητικό του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ότι ο τίτλος που κατέχει από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι ισότιμος προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master. Από τον Αύγουστο του 2010 κατέχει τη θέση του Ανώτερου Πολιτικού Μηχανικού (κλ. Α13(ii)).

 

       

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, το πλεονέκτημα, τα προσόντα του υποψηφίου σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησής του, προέβη σε γενική αξιολόγησή του και τον χαρακτήρισε ως ΕΞΑΙΡΕΤΟ.  

         

 

7.    ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Κυριάκος: ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ

 

        Στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις του με έμφαση τα τελευταία χρόνια (2011 – 2015) είναι καθόλα εξαίρετος. Αξιολογήθηκε ως «Πολύ Καλός» για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση. Είναι κάτοχος Πτυχίου Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιο Πολυτεχνείου, καθώς και άλλων προσόντων που αναφέρονται στην αίτησή του ή περιλαμβάνονται στον Προσωπικό του Φάκελο. Κατέχει, επίσης, Διδακτορικό Δίπλωμα στην Πολιτική Μηχανική, για το οποίο του αποδίδεται το πλεονέκτημα, που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Επιπρόσθετα, κατέχει Master of Science in Environmental Engineering, το οποίο προσμετράται. Από τον Αύγουστο του 2010 κατέχει τη θέση του Ανώτερου Πολιτικού Μηχανικού (κλ. Α13(ii)).

 

       

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, το πλεονέκτημα, τα προσόντα του υποψηφίου σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησής του, προέβη σε γενική αξιολόγησή του και τον χαρακτήρισε ως ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ.»

 

 

Οι πιο πάνω υποψήφιοι κλήθηκαν στη συνέχεια και συγκεκριμένα τη 28.06.2017, σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, στο εξής «Επιτροπή». Στη συνεδρία παρευρίσκετο και ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, στο εξής «Διευθυντής».

 

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε τους υποψηφίους, για υποβοήθηση της ΕΔΥ και μόνο. Αξιολόγησε την απόδοση του τέταρτου υποψηφίου ως «καλή», του εφεσείοντα Κ. Κοτζάπασιη ως «πολύ καλή», του εφεσείοντα Κ. Κυριακίδη ως «πάρα πολύ καλή» και του ενδιαφερομένου μέρους ως «εξαίρετη».

 

Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη του, « ... τα στοιχεία από τις αιτήσεις των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής», σύστησε ως τον καταλληλότερο για προαγωγή, το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, η Επιτροπή προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και κατέληξε στα ίδια τελικά συμπεράσματα ως και ο Διευθυντής, ως προς την απόδοση εκάστου εξ αυτών. Παραθέτουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά, στην έκταση που αφορά τους εφεσείοντες και το ενδιαφερόμενο μέρος:

 

«2.  ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗΣ Κωνσταντίνος: Πολύ καλός. Έδωσε ορθές απαντήσεις σε αρκετές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, πείθοντας για το πολύ καλό επίπεδό του όσον αφορά το γνωστικό αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Ήταν, όμως, και αρκετές οι περιπτώσεις όπου επέδειξε αδυναμία να δώσει σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις, παρά το ότι του υποβλήθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις, καθώς και περιπτώσεις όπου οι τοποθετήσεις του δεν επικεντρώθηκαν επί της ουσίας των υπό συζήτηση θεμάτων. Πολύ ικανοποιητικό επίπεδο σκέψης και κριτικής ικανότητας καθώς και ικανοποιητικό επίπεδο οργανωτικών και διοικητικών ικανοτήτων. Συμπαθής και σοβαρή προσωπικότητα.

 

3.        ΚΟΥΡΟΣ Κυριάκος: Εξαίρετος. Με απόλυτη άνεση στη χρήση του λόγου και αυτοπεποίθηση απάντησε ορθά σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδό του όσον αφορά το γνωστικό αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Έδωσε πλήρεις και απόλυτα τεκμηριωμένες απαντήσεις, επιστρατεύοντας τα κατάλληλα πάντοτε επιχειρήματα. Μέσα από την προφορική εξέταση διεφάνη ότι είναι άριστος γνώστης των θεμάτων που άπτονται των καθηκόντων και ευθυνών που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, οι δε εισηγήσεις του για λύση υπαρχόντων και υποτιθέμενων προβλημάτων ήταν εξαιρετικά αξιόλογες. Διεφάνη, επίσης, ότι διαθέτει διοικητικές, διευθυντικές και οργανωτικές ικανότητες σε υψηλό επίπεδο. Είναι άτομο με ευστροφία πνεύματος και κριτική ικανότητα, Καθ' όλα ώριμη και δυναμική προσωπικότητα.

 

4.        ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Κυριάκος: Πάρα πολύ καλός. Πάρα πολύκαλή η παρουσία του ενώπιον της Επιτροπής. Με σχετική γλωσσική ευχέρεια έδωσε ορθές απαντήσεις σε αρκετές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, παρόλο που έδειξε ότι προσπαθούσε να παρουσιαστεί ψύχραιμος και να εντυπωσιάσει με την προβολή του εαυτού του και των ικανοτήτων του. Οι απαντήσεις του ως προς το γνωστικό αντικείμενο ήταν μακροσκελείς αλλά όχι πλήρεις σε όλες τις περιπτώσεις. Μέσα από την προφορική εξέταση, διεφάνη ότι διαθέτει αρκετές εμπειρίες σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων και ευθυνών της υπό πλήρωση θέσης. Αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο οργανωτικών και διοικητικών ικανοτήτων. Σοβαρή προσωπικότητα.»

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των ανθυποψηφίων του και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για τη θέση.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πιο πάνω κρίση, καταχωρώντας τις προσφυγές 1216/2017 και 1345/2017. Το παράπονο αμφοτέρων εστιάζετο στη κατ’ ισχυρισμό παράλειψη, τόσο του Διευθυντή όσο και της Επιτροπής να αξιολογήσουν ορθά τα προσόντα, την πείρα και την αρχαιότητα τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις που προβλήθηκαν και επικύρωσε την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, εφεσιβλήτων στην παρούσα διαδικασία.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πιο πάνω κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης, έκαστος. Όλοι οι λόγοι εστιάζονται στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της αξιολόγησης που αυτοί έτυχαν, από το Διευθυντή και την Επιτροπή. Επαναφέρουν στην ουσία τους ίδιους ισχυρισμούς που είχαν επικαλεσθεί και πρωτοδίκως. Κάποια θέματα που εγείρονται στις δύο εφέσεις είναι κοινά.

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να τονίσουμε, εξ’ αρχής, την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν δύναται να υποκαταστήσει την κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός εάν αυτή εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Το διοικητικό όργανο θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα πιο πάνω όρια, όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι  ο προσφεύγων υπερείχε έκδηλα του επιτυχόντα υποψηφίου (βλ. Παπά ν. Φραντζής ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 91/14, ημερομηνίας 25.02.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62).

 

Έφεση 98/20

 

Ο εφεσείοντας, Κ. Κοτζάπασιης, στο εξής «εφεσείοντας» προβάλλει ως πρώτο λόγο έφεσης την καταφανή πείρα του, η οποία κατ’ ισχυρισμό, «παρασιωπήθηκε» από την Επιτροπή και δεν καταγράφηκε στα πρακτικά της συνεδρίας. Εισηγείται ότι λόγω της αρχαιότητας του, «τεκμαίρεται ότι υπερέχει και σε αντίστοιχη πείρα, που αυξάνει την αξία του».

 

Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το γεγονός ότι ο εφεσείοντας εργάσθηκε περισσότερα χρόνια στη δημόσια υπηρεσία, συγκρινόμενος με τον επιτυχόντα υποψήφιο, δεν αποδεικνύει από μόνο την υπεροχή του ως προς την αξία. Η πείρα είναι αποφασιστικής σημασίας μόνο σε περίπτωση που αυτή αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση καθηκόντων, σε θέση που προηγείται αμέσως της επίδικης θέσης. Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μιχαηλίδου και Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Θεωρούμε ότι η πείρα, ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα.  Ούτε είναι δυνατό να συναρτάται η απόκτηση πείρας με μοναδικό κριτήριο το χρόνο, όπως στην παρούσα έφεση. Η πείρα δεν εξαρτάται μόνο από τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και από την αξία του καθενός.»

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η υπηρεσία του εφεσείοντα στη δημόσια υπηρεσία, την οποία επικαλείται ως στοιχείο υπεροχής, δεν ήταν σε θέση που προηγείτο της επίδικης, ούτε καν στο ίδιο υπουργείο. Υπενθυμίζουμε ότι ο  εφεσείοντας,  κατά τον ουσιώδη χρόνο,  κατείχε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου, στο Υπουργείο Μεταφορών. Στο Υπουργείο Εσωτερικών βρισκόταν με απόσπαση, για την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. Εκείνος που υπηρετούσε στο Υπουργείο Εσωτερικών ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος από το 2015 και εντεύθεν εκτελούσε χρέη Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών.

 

Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πείρα που επικαλέστηκε ο εφεσείοντας είναι, «… απόρροια της υπεροχής του σε αρχαιότητα και επομένως εντάσσεται και αυτή στην ίδια αντιμετώπιση με την αρχαιότητα».

 

Παρενθετικά αναφέρουμε ότι η Επιτροπή, στην απόφαση της, έκανε ειδική αναφορά στην αρχαιότητα του εφεσείοντα.

 

Ο λόγος έφεσης 2 αφορά τη σύσταση του Διευθυντή. Προβάλλεται η θέση ότι η σύσταση του είναι άκυρη καθότι δεν έλαβε υπόψη την υπεροχή του εφεσείοντα, ως προς την πείρα και την αρχαιότητα ενώ παρανόμως έλαβε υπόψη την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους, ως προς την απόδοση του στις συνεντεύξεις και τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της Επιτροπής, ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν άκυρη και δεν συγκρούετο με τα στοιχεία των φακέλων είναι, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση του εφεσείοντα,  πεπλανημένη.

 

Ο λόγος έφεσης 2 συνδέεται με το λόγο έφεσης 4. Ο τελευταίος  αφορά την εισήγηση του εφεσείοντα ότι υπήρξε πλάνη της Επιτροπής και του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση. Συγκεκριμένα, ότι δόθηκε σε αυτή υπέρμετρη βαρύτητα, αντί να δοθεί βαρύτητα στην  αρχαιότητα του εφεσείοντα. Ενόψει της συνάφειας τους, οι λόγοι έφεσης 2 και 4 θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα ότι υπερείχε σε πείρα, απόρροια της αρχαιότητας του, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, δεν μας βρίσκει σύμφωνους για τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω.  

 

Σε σχέση δε με την αρχαιότητα υπενθυμίζουμε ότι η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη, όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων, είναι όμως περιορισμένης σημασίας. Σχετική επί τούτου είναι η απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία και Αντωνίου (Αρ.2) (2002) 3 Α.Α.Δ. 740, η οποία μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Το εδάφιο 9 του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) έχει ως ακολούθως:-

 

«34.-(9)  Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:»

 

Από την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου προκύπτει, κατ'  αρχήν, ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης. Η νομολογία, όμως, καθιέρωσε την αρχή ότι αυτή λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία. (Βλέπε: Πανταζής ν. ΕΔΥ (1991) 3 Α.Α.Δ. 47). Ωστόσο, όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων η αρχαιότητα, η οποία αποτελεί μέρος των στοιχείων των αντίστοιχων προσωπικών φακέλων, λαμβάνεται υπόψη κι' αυτό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με το κατά πόσο η θέση διεκδικείται ως προαγωγή από την αμέσως κατώτερη θέση ή όχι και ανάλογα με ό,τι γενικότερα δικαιολογείται, από άποψη βαρύτητας, βάσει της νομολογίας με αναφορά στα άλλα στοιχεία.»

 

Πέραν τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει ότι όταν η πράξη αφορά πλήρωση διευθυντικής θέσης, όπου η διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα και η προσωπικότητα του υποψηφίου, υπευθυνότητα και πρωτοβουλία, θεωρούνται σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως είναι η υπό κρίση θέση, δεν είναι άτοπο να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. (Βλέπετε Αριστοτέλους και Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 και Χ" Χάννας και Δημοκρατία (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).

 

Η υπό κρίση θέση, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας που παραθέσαμε ανωτέρω, απαιτούσε για την πλήρωσή της, άτομο με διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα καθότι όλα τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης αφορούσαν την οργάνωση, διοίκηση και εύρυθμη λειτουργία των Τεχνικών Υπηρεσιών.

 

Δεύτερον, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη, στη σύσταση του, την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Στα πρακτικά της συνεδρίας, ημερομηνίας 28.06.2017, καταγράφονται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Διευθυντή και σε αυτά δεν περιλαμβάνεται η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

 

Ο Διευθυντής, με βάση τα πρακτικά της συνεδρίας, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση για σκοπούς υποβοήθησης της Επιτροπής, προσφέροντας τις ειδικές του γνώσεις, ενέργεια που αναγνωρίζεται από τη νομολογία αλλά και τη νομοθεσία, περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, ως έχει τροποποιηθεί, άρθρο 34Α(7), ως  θεμιτή. Η παρουσία του Διευθυντή είχε ως σκοπό να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής, η Επιτροπή, ως διορίζον όργανο, ελάμβανε καθοδήγηση από κάποιο που ήταν σε θέση, λόγω ειδικών γνώσεων για τη φύση της θέσης, να περιγράψει τα προτερήματα που χρειάζονταν για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονταν στο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. Ιωάννου και Α.Η.Κ. (1988) 3 Α.Α.Δ. 624, Δημοκρατία και Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395 και Παπά και Φραντζή και Δημοκρατία (ανωτέρω)).

 

Ο εφεσείοντας εισηγείται επίσης ότι ο Διευθυντής παρανόμως έλαβε υπόψη τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε με ποιο τρόπο οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Διευθυντή,  κατέστησαν τη σύσταση του τελευταίου, άκυρη, έχοντας υπόψη ότι το όνομα του εφεσείοντα συμπεριλαμβανόταν στα ονόματα των τεσσάρων υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε επιλέξει. Οι συστάσεις της εν λόγω Επιτροπής περιορίσθηκαν στην επιλογή των τεσσάρων υποψηφίων και στην αναφορά ότι αυτοί υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη, ως η συγκεκριμένη εισήγηση του εφεσείοντα, είτε στην κρίση του Διευθυντή  είτε στην κρίση της Επιτροπής.

 

Ο λόγος έφεσης 3 αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της απόδοσης των δύο υποψηφίων,  κατά την προφορική εξέταση.  Προβάλλεται η θέση ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής, σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, «συγκρούεται» με το περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων σε σχέση με το θέμα, «…των γνώσεων και της  Διευθυντικής/Διοικητικής  ικανότητας». Ενώ στις ετήσιες εκθέσεις τους οι δύο υποψήφιοι βαθμολογούνται ακριβώς το ίδιο, ως  «εξαίρετοι», σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα, η Επιτροπή βαθμολόγησε την απόδοση  του ενδιαφερομένου μέρους, επί των ιδίων θεμάτων ως, «εξαίρετη», ενώ του εφεσείοντα ως, «πολύ καλή».

 

Καμιά βαρύτητα μπορεί να δοθεί στην εν λόγω θέση. Το γεγονός ότι η αξιολόγηση της ΕΔΥ δεν ταυτίζεται με τις εμπιστευτικές εκθέσεις των δύο υποψηφίων, δεν καθιστά την εν λόγω αξιολόγηση, άνευ άλλου λόγου, άκυρη. Στις πιο πάνω εκθέσεις, ως ορθά επισήμαναν οι εφεσίβλητοι στην αγόρευση τους, καταγράφεται η αξιολόγηση των υποψηφίων αναφορικά με τις ικανότητες τους στα πιο πάνω θέματα, στη θέση που κατείχαν το δεδομένο χρόνο, ενώ εκείνο που αξιολογήθηκε από την ΕΔΥ, κατά την προφορική εξέταση, αφορούσε τις γνώσεις τους και την επάρκεια τους για τη συγκεκριμένη θέση, η οποία ήταν ιεραρχικά ψηλότερη από τη θέση που κατείχαν. Η Επιτροπή αξιολόγησε την απόδοση όλων των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων και των δύο εφεσειόντων και έκρινε ότι η γενική εικόνα του εφεσείοντα Κ. Κοτζάπασιη, ήταν «πολύ καλή», σε κάποιες περιπτώσεις όμως, «… επέδειξε αδυναμία να δώσει σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις», ενώ σε άλλες «…οι απαντήσεις του δεν επικεντρώθηκαν επί της ουσίας των υπό συζήτηση θεμάτων». Αδυναμία παρουσίαζαν και κάποιες από τις απαντήσεις που έδωσε και ο εφεσείοντας Κ. Κυριακίδης, η γενική εικόνα του οποίου αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλή». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «… Οι απαντήσεις του ως προς το γνωστικό αντικείμενο ήταν μακροσκελείς αλλά όχι πλήρεις σε όλες τις περιπτώσεις». (Οι πλήρεις αναφορές που αφορούν την αξιολόγηση των τριών υποψηφίων, έχουν εκτεθεί ανωτέρω).

 

Η αξιολόγηση των υποψηφίων από την Επιτροπή και η αιτιολογημένη απόδοση συγκεκριμένης βαθμολογίας σε κάθε υποψήφιο δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η απόφαση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο λόγος αυτός προφανώς δεν ευσταθεί. Τόσο η Σ.Ε. όσο και κύρια η ΕΔΥ παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε για να σχηματίσει την κρίση για την απόδοση κάθε υποψηφίου. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, των στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κρίση. Η νοητική λειτουργία των μελών του συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία προκύπτει από την καταγραφή, τόσο από την Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, των αρνητικών δεδομένων και παρατηρήσεων για τον εφεσείοντα. Έχει νομολογηθεί ότι η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων κατά τη συνέντευξη παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90. (Βλέπε: Ευρυβιάδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 375/2002, ημερ. 1.3.2004 και Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374)».

 

Κρίνουμε ότι δεν αναμενόταν η κρίση της ΕΔΥ να αναπαρήγαγε τα στοιχεία των εμπιστευτικών εκθέσεων, προσθέτοντας ότι η Επιτροπή παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε για να σχηματίσει την κρίση της για την απόδοση κάθε υποψηφίου.

 

Η απόφαση, Δημοκρατία και Νεοπτολέμου (2008) 3 Α.Α.Δ. 73, επί της οποίας εδράζεται η εισήγηση του εφεσείοντα, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση. Η Νεοπτολέμου αφορούσε την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία επεκτάθηκε σε θέματα εκτός των αρμοδιοτήτων της.

 

Ο λόγος έφεσης 3 δεν γίνεται δεκτός και απορρίπτεται.

 

Έφεση 111/20

 

Ο εφεσείοντας Κ. Κυριακίδης, στο εξής «εφεσείοντας», προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία θεώρησε την απόφαση της Επιτροπής να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, εύλογη, παραγνωρίζοντας  ότι ο εφεσείοντας υπερείχε του ενδιαφερομένου μέρους σε επιπρόσθετα προσόντα, αρχαιότητα και πείρα, ενώ με το λόγο έφεσης 2, επαναλαμβάνει την υπεροχή του εφεσείοντα, ως προς το επιπρόσθετο προσόν που προνοείτο από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Με το λόγο έφεσης 4, εισηγείται ότι «… εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως νόμιμη τη σύσταση του Αναπληρωτού Γενικού επειδή ήταν ίσοι σε αξία οι υποψήφιοι» καθότι αυτός υπερείχε του ενδιαφερομένου μέρους στα υπόλοιπα κριτήρια.

 

Οι τρεις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και ως εκ τούτου θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

Αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι οι δύο υποψήφιοι, εφεσείοντας και ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν ίσοι σε αρχαιότητα, στη θέση του Ανώτερου Πολιτικού Μηχανικού, θέση που προηγείτο της επίδικης. Υπηρέτησαν στην πιο πάνω θέση, για την ίδια χρονική περίοδο. Ο εφεσείοντας όμως προηγείτο του ενδιαφερομένου μέρους στην αμέσως προηγούμενη θέση, του Πολιτικού Μηχανικού 1ης τάξης, κατά τέσσερα έτη και επτά μήνες.

 

Εξετάσαμε ήδη το θέμα αυτό, κατά πόσο η αρχαιότητα συνιστά πείρα και τη βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στο συγκεκριμένο κριτήριο, στην περίπτωση που η πλήρωση αφορά διευθυντική θέση και είναι ταυτόχρονα θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής,  στα πλαίσια εξέτασης των λόγω έφεσης 2 και 4, της έφεσης 98/20. Υιοθετούμε τα ως αναφέραμε ανωτέρω και προσθέτουμε ότι δεν τίθετο θέμα υπεροχής του εφεσείοντα σε πείρα καθότι, ως αναφέρουμε αμέσως πιο πάνω, οι δύο υποψήφιοι ήταν ίσοι σε αρχαιότητα στη θέση που προηγείτο της επίδικης.

 

Σε σχέση με το πλεονέκτημα του επιπρόσθετου προσόντος που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας, διαπιστώνουμε ότι αμφότεροι οι υποψήφιοι το κατείχαν. Ο εφεσείοντας ήταν κάτοχος, Master of Science Environmental Engineering, από το Rutgers University USA και Doctor of Philosophy Civil Engineering, από το Carleton University Canada, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν κάτοχος τίτλου στην Πολιτική Μηχανική ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, Master of Science in Concrete Structures, Imperial College UK και Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management.

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του διδακτορικού του εφεσείοντα, ήταν ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Επιτροπής. Γίνεται ρητή αναφορά στο διδακτορικό τίτλο, στις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής που παραθέσαμε ανωτέρω και στα πρακτικά της συνεδρίας της,  ημερομηνίας 11.05.2017. Επαφίετο στην Επιτροπή να σταθμίσει τη σημασία του συγκεκριμένου τίτλου και να τον αξιολογήσει. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η απόφαση Παναγή και Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639, στην οποία αναλύονται οι αρχές που διέπουν το θέμα. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Όσον αφορά την κατοχή του MBA, ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι ο τρόπος αξιολόγησης αυτού εναπόκειται στην αρμοδία αρχή, δηλαδή, στο διοικητικό όργανο, να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία του, αποφεύγοντας δύο άκρα: Να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. – ανωτέρω – και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).»

   

Ο εφεσείοντας, στην αγόρευσή του επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης του, την απόφαση στην υπόθεση Παπασάββα και Κούλουμου (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, στην οποία αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η προσέγγιση της ΕΔΥ ότι, η κατοχή διδακτορικού τίτλου έθετε την εφεσείουσα σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο λόγος  της απόφασης δεν είναι αυτό που άφησε ο εφεσείοντας να εννοηθεί, ήτοι ότι όταν ο υποψήφιος κατέχει ανώτερο ακαδημαϊκό τίτλο, αυτό του δίδει άμεσο προβάδισμα έναντι των ανθυποψηφίων του. Εκείνο που αποφασίστηκε, με αναφορά στη Κουκουνίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 510, ήταν ότι ο ανώτερος ακαδημαϊκός τίτλος δεν πρέπει να αγνοείται, αλλά να συνυπολογίζεται με τα υπόλοιπα στοιχεία.

 

Η Επιτροπή, στην υπό κρίση υπόθεση εξέτασε τους ακαδημαϊκούς τίτλους των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου του διδακτορικού τίτλου του εφεσείοντα, τους  στάθμισε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής και στη συνέχεια έλαβε την επίδικη απόφαση. Ουδέν μεμπτό εντοπίζουμε στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.  

 

Ο λόγος έφεσης 3 είναι ταυτόσημος με το λόγο έφεσης 3, στην έφεση 98/20. Υιοθετούμε τα όσα αναφέραμε ανωτέρω.

 

Το στοιχείο που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ήταν η σύσταση του Διευθυντή, η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η απόδοση του τελευταίου στην προφορική εξέταση. Η Επιτροπή, με βάση τα πρακτικά της συνεδρίας της, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω και ότι η θέση ήταν, «… ψηλά στην ιεραρχία του Υπουργείου Εσωτερικών και ότι σε θέσεις όπως αυτή, η προσωπικότητα καθώς και οι διευθυντικές και οι διοικητικές ικανότητες έχουν σημαντική σημασία για την επιτέλεση των καθηκόντων της θέσης», έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος. Ως επισημάναμε και ανωτέρω, σε τέτοιες περιπτώσεις η νομολογία αναγνωρίζει ότι δεν είναι άτοπο να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

 

Τονίζουμε καταληκτικά, ότι η στάθμιση των διαφόρων στοιχείων δεν γίνεται με αριθμητική εξίσωση, τα δεδομένα δεν εξετάζονται μεμονωμένα, ως άφησαν αμφότεροι οι εφεσείοντες να εννοηθεί, αλλά υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, με καθολική κρίση και έχοντας πρωτίστως κατά νου τις ανάγκες της υπηρεσίας. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση Παναγή και Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους δεν έχει εκφύγει, κατά την κρίση μας, των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου.

 

Καταλήγουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης μας με την πρωτόδικη απόφαση. Οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα, εναντίον εκάστου εφεσείοντα και  υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΓΓ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο