
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 144 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αίτηση για Παραπομπή Αρ. 1/2025
12 Σεπτεμβρίου, 2025
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(2)(α) ΚΑΙ (α)(i) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΗΜΕΡ. 26 ΜΑΙΟΥ, 2025, ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 44/25 (I-JUSTICE) ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.
_ _ _ _ _ _ _
Α. Χρίστου με Ν. Ζένιο, Μ. Καζάκο και Α. Ανδρέου, για τον Αιτητή στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 44/25.
Π. Ευθυβούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Χρ. Κυθραιώτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Β. Μπίσσα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Ηρ. Ζησίμου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Ν. Ζησίμου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
_ _ _ _ _ _
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Ενώπιον Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τέθηκε αίτημα προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, προς τον σκοπό ακύρωσης διατάγματος λήψης παρειακών επιχρισμάτων, το οποίο εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ο Αιτητής είχε συλληφθεί ως ύποπτος σε σχέση με κατοχή 15 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης και είχε αρνηθεί να συναινέσει στη λήψη δείγματος γενετικού υλικού, με αποτέλεσμα η Αστυνομία να αποταθεί σε Δικαστήριο προς εξασφάλιση διατάγματος συμμόρφωσής του, στη βάση του ΄Αρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, ως τροποποιήθηκε, Ν. 73(Ι)/2004 (ο Νόμος).
Υπό τις συνθήκες αυτές, λήφθηκε σάλιο από τον Αιτητή, για σκοπούς, όπως καθοριζόταν στο διάταγμα του Δικαστηρίου «… σύγκρισης, αναγνώρισης και διερεύνησης των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση», ήτοι των αδικημάτων που η Αστυνομία διερευνούσε εναντίον του Αιτητή και για τα οποία αυτός τελούσε υπό κράτηση.
Στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης για προνομιακό ένταλμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του ΄Αρθρου 25 «… δεν είναι συμβατές με την Οδηγία 2016/680, αφού στη βάση τους παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος με το οποίο παραβιάζονται οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτήν.». Τόνισε, παρά ταύτα, ότι η μη συμβατότητα «… δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε εύρημα ότι κάθε διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 25, όπως το εναντίον του Αιτητή, παραβιάζει την Οδηγία 2016/680.». Τούτο διότι:
«Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 25 των Νόμων, οφείλει να εξετάσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις που τίθενται με την Οδηγία 2016/680 πληρούνται. Εφόσον πληρούνται, το διάταγμα που θα εκδώσει, δεν παραβιάζει ούτε την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, ούτε τα δικαιώματα του υποκείμενου των δεδομένων, που αυτή κατοχυρώνει.».
Διαπιστώνοντας στην συνέχεια το Δικαστήριο ότι η άδεια που δόθηκε δεν κάλυπτε παράβαση της υπό αναφορά Οδηγίας και εξέταση τέτοιου ζητήματος, ούτε και είχε αυτό ζητηθεί, κατέληξε ότι ως μόνο ζήτημα που παρέμενε για εξέταση και για το οποίο παραχωρήθηκε άδεια, ήταν η αντισυνταγματικότητα του ΄Αρθρου 25 του Νόμου, ζήτημα ουσιώδες για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιόν του υπόθεσης.
Υπό το φως των πιο πάνω και κατ΄ ακολουθίαν του ΄Αρθρου 144.1(4) του Συντάγματος παρέπεμψε το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήτοι:
«Κατά πόσον το άρθρο 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, παραβιάζει το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος και είναι ως αποτέλεσμα αντισυνταγματικό.»
΄Οπως προνοεί το ΄Αρθρο 9(2)(α) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, Ν. 33/1964, ως τροποποιήθηκε, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει την υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βάσει του Συντάγματος ασκουμένη δικαιοδοσία και εξουσία. Σε περίπτωση που προκύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, ως διαλαμβάνει το ΄Αρθρο 144.1(4) του Συντάγματος, να παραπέμψει το ερώτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο υποχρεούται να το εκδικάσει και να αποφανθεί περί της συνταγματικότητας του σχετικού νόμου. Είναι η μόνη περίπτωση όπου ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι συγκεντρωτικός, απόρροια της υποχρέωσης παραπομπής σε σχέση μόνο για το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε αντίθεση με το διάχυτο έλεγχο που αφορά τα υπόλοιπα δικαστήρια ενώπιον των οποίων εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας και τα οποία δεν υποχρεούνται σε παραπομπή. Διαφοροποίηση που στοχεύει βεβαίως στην αποφυγή αντιφατικών σχετικών αποφάσεων σε ανώτατο επίπεδο.
Παραθέτουμε το ΄Αρθρο 25 του Νόμου:
«25.- (1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:
(α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.
(β) με τη βοήθεια ιατρικού λειτουργού δείγματα αίματος και ούρων οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.
(2) Εάν το πρόσωπο στο οποίο αφορούν τα στοιχεία που λήφθηκαν με βάση το εδάφιο (1) δεν κατηγορηθεί στο δικαστήριο για αδίκημα ή εάν απολυθεί χωρίς να διατυπωθούν εναντίον του κατηγορίες ή αθωωθεί από το Δικαστήριο και δε βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα, τότε όλες οι καταχωρίσεις των μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων και αποτυπωμάτων παλάμης και πέλματος και οποιαδήποτε αρνητικά αντίγραφα των φωτογραφιών αυτών ή των φωτογραφιών των δακτυλικών αυτών αποτυπωμάτων καταστρέφονται αμέσως ή παραδίδονται στο πρόσωπο στο οποίο αφορούν.
(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές.»
Το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος, καλύπτει το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. ΄Εχει ως ακολούθως:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.
2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.»
Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα, με μεθοδολογία ελέγχου την αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του Νόμου με τις αντίστοιχες συνταγματικές πρόνοιες. Στην υπόθεση Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640, τέθηκαν οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Καθορίστηκε, ως απόρροια του τεκμηρίου της συνταγματικότητας, ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποφασισθεί το αντίθετο. Καμία νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν κριθεί αντισυνταγματική πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Επιπρόσθετα, αν τούτο είναι δυνατό, τα Δικαστήρια ερμηνεύουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
Όπως είχε την ευκαιρία η Πλήρης Ολομέλεια του Δικαστηρίου να επαναλάβει στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 6/2024, ημερ. 11.4.2025, τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο, και μόνο, που επιτρέπει και για τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει. «Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει.».
Με καθοδήγηση τις πιο πάνω αρχές επανερχόμαστε στο ενώπιόν μας παραπεμφθέν ζήτημα.
Εν προκειμένω, το Σύνταγμα, ΄Αρθρο 15.2, προβλέπει ως προς τον διά νόμου περιορισμό του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Υπό το πρίσμα αυτό, θεσπίσθηκε το ΄Αρθρο 25 του Νόμου, το οποίο, υπηρετώντας νόμιμο σκοπό, εντός των πλαισίων της παραγράφου 2 του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος, στοχεύει στην προστασία «… της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως», ήτοι της πρόληψης και διαλεύκανσης εγκλημάτων και, συνακόλουθα της προάσπισης των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, θυμάτων εγκληματικών πράξεων.
Η επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, απόρροια της λήψης από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση των δειγμάτων, μετρήσεων και λοιπών στοιχείων που παρατίθενται στο ΄Αρθρο 25(1)(α)(β) του Νόμου, δεν είναι ούτε γενικευμένη ούτε και αυθαίρετη. Συναρτάται, είτε με συγκατάθεση του υπό αναφορά προσώπου είτε, σε περίπτωση που αυτό δεν συναινεί, με παροχή σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, η έκδοση του οποίου δεν είναι εκ του νόμου υποχρεωτική αλλά αποτέλεσμα δικανικής κρίσης. Εδραζόμενης σε σειρά παραγόντων, με υπόβαθρο τα δεδομένα της κάθε ξεχωριστής υπόθεσης, μεταξύ άλλων τη φύση και σοβαρότητα της επικαλούμενης παράβασης, την συνδρομή εύλογης υπόνοιας εμπλοκής του προσώπου και, σε κάθε περίπτωση, προς εξέταση και κατ΄ εφαρμογή, των βασικών αρχών της αναλογικότητας και αναγκαιότητας προς έκδοση διατάγματος. Με βασικό ζητούμενο την εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής και αφετέρου της ανάγκης προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας τάξης και δικαιωμάτων των πολιτών.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι το ΄Αρθρο 25 του Νόμου δεν παραβιάζει, ούτε και αντίκειται προς το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος.
Η απόφαση να διαβιβασθεί προς το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει παραπέμψει το ζήτημα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο