
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10(7) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ Ν. 33/1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2025, Ν. 141(Ι)/2025.
(Ένσταση Αρ. 1/2025)
2 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΜΕΛΗ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10(7) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ Ν. 33/1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2025, Ν. 141(Ι)/2025.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΗΜΕΡ. 19.6.2025 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΦΩΦΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10(5)(ζ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64, ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΦΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
-------------------
Αχ. Κ. Αιμιλιανίδης με Σ. Παφίτη, για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την ενιστάμενη.
Καμιά εμφάνιση για το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Γ. Ζ. Γεωργίου με Μ. Βασιλείου (κα) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, και Μ. Αντωνίου (κα), Ξ. Κόκκινου (κα) και Ερ. Νικολάου για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η απόφασή μας είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από το Μέλος του Συμβουλίου Τ.Θ. Οικονόμου.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Μ.:
Τα γεγονότα
Η ενιστάμενη διορίστηκε δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου την 1.10.2008 και τοποθετήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ασκώντας καθήκοντα, για περιορισμένο χρόνο και στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου κατά την περίοδο άδειας της δικαστού που ήταν τοποθετημένη σε αυτό.
Ήταν όρος του διορισμού της, τον οποίο ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε, ότι τοποθετείται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού «υποκείμενη σε μετάθεση σε άλλη πόλη ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας».[1]
Στις 10.9.2011 μετατέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώ μεταξύ 2013 – 2016 ασκούσε καθήκοντα και στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου. Στις 16.12.2024 διορίστηκε Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου. Από πλευράς τοποθέτησης, βρίσκεται τοποθετημένη στη Λευκωσία από το 2011 μέχρι σήμερα.
Στις 19.6.2025 η Αρχιπρωτοκολλητής Γραμματέας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κοινοποίησε στην ενιστάμενη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου όπως μετατεθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου από την 10η Σεπτεμβρίου 2025 «προς εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας» (τεκμήριο Α στην Ένσταση).
Η ενιστάμενη καταχώρισε την υπό κρίση Ένσταση και ζήτησε το σχετικό πρακτικό, πιστό αντίγραφο του οποίου της κοινοποιήθηκε. Τούτο έχει ως ακολούθως:
«[…]
Κρίθηκε σκόπιμο όπως η κα Φ. Κωνσταντίνου μετατεθεί εκτός Λευκωσίας. Είναι τοποθετημένη στη Λευκωσία από το 2011. Εξυπηρετούνται οι σκοποί της δικαιοσύνης να μην παραμένει ένας δικαστής στην ίδια επαρχία για πάρα πολλά χρόνια. Στη Λευκωσία τοποθετείται η κα Κάιζερ για να καλύψει τη θέση της.
[…]» (τεκμήριο Β στην Ένσταση)
Η Ένσταση επιδόθηκε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (εν τοις εφεξής το «Συμβούλιο») και στην κα Κάιζερ ως «ενδιαφερόμενο μέρος». Το Συμβούλιο δεν εκπροσωπήθηκε. Η κα Κάιζερ εκπροσωπήθηκε δια δικηγόρων.
Η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΣΔΣ)
Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι οιονεί δικαστικής φύσεως, άρρηκτα συνυφασμένες με τα δικαστικά θέσμια και με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και ως τέτοιες υπόκεινται πλέον, σε ακυρωτικό έλεγχο από το ΑΣΔΣ, το οποίο ενεργεί ως Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, ήτοι σε έλεγχο της νομιμότητας χωρίς αυτός να επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του αποφασίσαντος οργάνου (΄Αρθρο 10(7) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, Ν. 33/1964 όπως τροποποιήθηκε διά του Τροποποιητικού Νόμου του 2025, Ν.141(Ι)/2025, Ενστάσεις Αρ. 3/24 και 4/24, Θεοχαρίδου Καλυψώ και Δημήτρης Λοχίας, αποφάσεις ημερ. 4.9.2024).
To Ευρωπαϊκό πλαίσιο
Αν και δεν έχουμε παραπεμφθεί από τα μέρη, θεωρούμε αυτονόητη υποχρέωση μας ότι η εξέταση της υπόθεσης θα πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής νομολογίας και των σχετικών κατευθυντήριων αρχών που δίδονται στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Προς τούτο λαμβάνουμε υπόψη ότι σε διάφορα κείμενα που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την δικαστική ανεξαρτησία στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης αναγνωρίζεται το «αμετακίνητο» (irremovability) του δικαστή ως απόρροια της δικαστικής του ανεξαρτησίας και ότι η μετάθεση του σε άλλη θέση ή σε άλλο τόπο χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του δεν είναι, καταρχήν, τηρουμένων εξαιρέσεων, επιτρεπτή (Άρθρο 3.4, European Charter on the statute for judges, Council of Europe DAJ/DOC (98)23, Άρθρο 52, Council of Europe, Recommendation on Judicial Independence, CM/Rec (2010)12). Στο Rule of Law Checklist (2016) που υιοθετήθηκε από το Venice Commission το Μάρτιο 2016 και υιοθετήθηκε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης τον Οκτώβριο 2017, αναγνωρίζεται ότι μια μετάθεση μπορεί, παρά ταύτα, να δικαιολογείται, καταρχήν, σε περιπτώσεις νόμιμης θεσμικής αναδιοργάνωσης. Υποδεικνύεται παράλληλα ο κίνδυνος η μετάθεση χωρίς τη συναίνεση του δικαστή να αποτελεί στην πραγματικότητα κύρωση και να χρησιμοποιείται ως ένα είδος εργαλείου με πολιτικά κίνητρα (Άρθρο 80). Τέτοιες ήταν οι πάρα κάτω περιπτώσεις που απασχόλησαν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Στην υπόθεση C-487/2019, ημερ. 6.10.2021, παράγρ. 114 – 118, το ΔΕΕ, αφού αναγνώρισε ότι η μετάθεση δικαστή χωρίς την συγκατάθεση του είναι ικανή να θίξει τις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, παράλληλα υπέδειξε ότι τέτοιες μεταθέσεις μπορούν να ληφθούν μόνο για θεμιτούς λόγους που ανάγονται ιδίως στην κατανομή των διαθέσιμων πόρων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και οι αποφάσεις αυτές να μπορούν να προσβληθούν δικαστικώς σύμφωνα με διαδικασία που διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 47 (Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου) και 48 (Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης) του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ιδίως δε τα δικαιώματα άμυνας.
Στην υπόθεση Bilgen v. Turkey (Appl. No. 1571/07, 9.6.2021 Final), το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εφόσον δεν προβλεπόταν διαδικασία αναθεώρησης από δικαστικό όργανο της απόφασης για μετάθεση του παραπονούμενου δικαστή. Ένας από τους παράγοντες που έλαβε υπόψη το ΕΔΔΑ ήταν οι ποικίλες διεθνείς εκθέσεις που εξέφραζαν ανησυχία για την ανάρμοστη χρήση του μηχανισμού των μεταθέσεων στην Τουρκία εναντίον δικαστών που επιδεινώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι δεν υφίσταται δικαστική θεραπεία έναντι τέτοιων μέτρων.
Στην υπόθεση εκείνη, ανάμεσα στο σχετικό υλικό από πλευράς Συμβουλίου της Ευρώπης, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη (παράγρ. 36) τη ρεαλιστικά εξισορροπημένη θέση του European Commission for the Efficiency of Justice (CEPEJ)[2] ότι:
«…However, in certain circumstances and provided certain legal guarantees are in place, this principle must be reconciled with the need for an effective and efficient system of justice and with modern management practices designed to meet this need …»
Στην ίδια έκθεση γίνεται αναφορά σε αριθμό χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου οι μεταθέσεις είναι θεμιτές νοουμένου ότι υπάρχουν ως διασφαλίσεις η εμπλοκή δικαστικού συμβουλίου ή η δυνατότητα προσφυγής σε αρμόδιο δικαστήριο.
Η περίπτωση της Κύπρου
Αυτή είναι η περίπτωση της Κύπρου, όπως ακριβώς περιγράφεται ανωτέρω.
Οι μεταθέσεις διενεργούνται από αμιγώς δικαστικό, ανεξάρτητο σώμα στην πιο ψηλή βαθμίδα και επιπρόσθετα παρέχεται πλέον το δικαίωμα προσβολής ενώπιον του ΑΣΔΣ σε εξίσου ψηλή βαθμίδα της δικαιοσύνης. Το ισχυρό πλέγμα διασφαλίσεων συμπληρώνεται τοιουτοτρόπως με τη δυνατότητα ακυρωτικού ελέγχου ο οποίος επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, περιλαμβανομένης, κατά πρώτο λόγο, μιας ενδεχόμενης προσβολής της θεσμικής υπόστασης του δικαστή, αλλά και ζητημάτων που αφορούν στην προσωπική του κατάσταση.
Πέραν τούτου, χωρίς να είναι ανάγκη να επεκταθούμε παραθέτοντας εξηγήσεις, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε, κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι ανάγκες της δικαιοσύνης στην Κύπρο καθιστούν ένα σύστημα μεταθέσεων απαραίτητο. Γι’ αυτό όταν προσφέρεται διορισμός σε θέση δικαστή, ρητώς περιλαμβάνεται ο όρος ότι το πρόσωπο που αποδέχεται διορισμό υπόκειται «σε μετάθεση σε άλλη πόλη ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας». Αυτό έγινε, ως άνω, και στην περίπτωση της κας Κωνσταντίνου.
Τούτο βεβαίως δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση τήρησης των αναγκαίων διασφαλίσεων, τόσο για προστασία της θεσμικής υπόστασης του δικαστή, όσο και για προστασία των δικαιωμάτων του ως άτομο.
Οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης και οι θέσεις των μερών
Ορθά και δίκαια συνεπώς δεν αμφισβητήθηκε από τον κ. Αιμιλιανίδη η αναφορά του κ. Γεωργίου, κάτι για το οποίο άλλωστε έχουμε δικαστική γνώση, ότι οι μεταθέσεις δικαστών γίνονται βάσει μακροχρόνιας πάγιας τακτικής, ούτε και τέθηκε ζήτημα ότι το χαρακτηριστικό αυτό του δικού μας δικαστικού συστήματος παραβιάζει, ως τέτοιο, το «αμετακίνητο» (irremovability) του δικαστή ως απόρροια της δικαστικής του ανεξαρτησίας. Μήτε προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός στην Ένσταση ότι η συγκεκριμένη μετάθεση έγινε υπό την έννοια της δυσμενούς μετάθεσης, ή είχε αλλότριο σκοπό. Ρητή προς τούτο ήταν η δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου της ενισταμένης στο στάδιο των αγορεύσεων, διευκρινίζοντας με αυτό τον τρόπο με απόλυτη σαφήνεια τα παράπονα της.
Οι διαπιστώσεις αυτές θέτουν την παρούσα σε εντελώς άλλο πλαίσιο από τις προαναφερθείσες υποθέσεις.
Ό,τι τέθηκε με την Ένσταση είναι πως η απόφαση του Συμβουλίου είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός από πλευράς ενισταμένης ότι η αιτιολογία της απόφασης από πλευράς της Αρχιπρωτοκολλητού (τεκμήριο Α), διαφέρει από τη συλλογιστική της απόφασης στα πρακτικά (τεκμήριο Β). Συνεπώς, η αιτιολογία που φαίνεται στο φάκελο της υπόθεσης, στο πρακτικό, δεν μπορεί να συμπληρώσει την αιτιολογία που κοινοποιήθηκε στην ενιστάμενη με την επιστολή (τεκμήριο Α). Αλλ’ εν πάση περιπτώσει η αιτιολογία στο πρακτικό πάσχει, διότι οι επικληθέντες «σκοποί της δικαιοσύνης να μην παραμένει ένας δικαστής στην ίδια επαρχία για πάρα πολλά χρόνια» ισχύει και για το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο, ως δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου είχε υπηρετήσει στη Λάρνακα για την περίοδο από Μάιο 2016 μέχρι Νοέμβριο 2017 και έκτοτε υπηρετούσε στο Οικογενειακό Δικαστήριο της Λευκωσίας μέχρι το διορισμό της σε Πρόεδρο στις 26.3.2025, που τοποθετήθηκε στη Λάρνακα, για να επιστρέψει, με την επίδικη απόφαση, από 10.9.2025 και πάλι στη Λευκωσία. Η συγκριτική αυτή διεργασία δεν έγινε και τούτο αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ενισταμένης, παραπέμποντας σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία (μονομελείς συνθέσεις), τονίζοντας τα λεχθέντα υπό Χατζηχαμπή, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Χριστόδουλος Μούσκου ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Υποθ. 698/97, ημερ. 5.5.1999, όπου η γενική αναφορά στις ανάγκες της υπηρεσίας δεν κρίθηκε ως επαρκής αιτιολογία, ούτε στοιχειοθετούσε δέουσα έρευνα. Ο μόνος λόγος που προέκυπτε για μετάθεση του αιτητή ήταν η μακρόχρονη υπηρεσία του στο γραφείο της Λευκωσίας. Τα ίδια ισχύουν, κατ΄ ισχυρισμό και εν προκειμένω. Στο πρακτικό του Συμβουλίου γίνεται αναφορά στην ενισταμένη αλλά όχι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ουδόλως εξηγείται γιατί το υπηρεσιακό συμφέρον εξυπηρετείται με το να μετατεθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας η νεότερη δικαστής και Πρόεδρος και να μετατεθεί στη Λάρνακα η αρχαιότερη. Δεν λήφθηκε υπόψη ότι ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος είχε παραμείνει εκτός Λευκωσίας για σημαντικό διάστημα ώστε να δικαιολογείται το κριτήριο να μην παραμένει δικαστής στην ίδια επαρχία για πολλά χρόνια. Παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Σωτήρης Γιωργαλλής ν. ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 548 (απόφαση Ολομέλειας), στην οποία αποφασίστηκε ότι η απλή αναφορά της ΕΔΥ ότι η μετάθεση του εφεσείοντα ενδείκνυται προς το συμφέρον της υπηρεσίας είναι τόσο γενική και αόριστη ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος με αποτέλεσμα η απόφαση για τη μετάθεση του να είναι ακυρωτέα λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.
Άλλη πτυχή της Ένστασης αφορά τις οικογενειακές περιστάσεις της ενισταμένης και ειδικότερα σε σοβαρό πρόβλημα υγείας του συζύγου της το οποίο το Συμβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη, εφόσον το Μάρτιο του 2025 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εγκρίνει άδεια της ενισταμένης ώστε να τον συνοδεύσει για χειρουργική επέμβαση στο εξωτερικό. Υπό τις περιστάσεις αυτές η μετάθεση της, της προξενεί οικογενειακό πρόβλημα ως προς την απαραίτητη στήριξη που προσφέρει στο σύζυγο της.
Κατέληξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ενισταμένης ότι δεν θα ήταν επιτρεπτό να θέσουμε τον πήχη προστασίας των δικαιωμάτων των δικαστών πιο χαμηλά σε σχέση με τα ισχύοντα για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγήθηκε ότι με την Ένσταση δεν επιζητείται ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης, όπως είναι η αρμοδιότητα του ΑΣΔΣ, ως δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου, αλλ’ επιδιώκεται ουσιαστική αναθεώρηση της. Το Συμβούλιο είχε αποκλειστική διακριτική ευχέρεια, στο πλαίσιο των θεσμικών του αρμοδιοτήτων, με γνώμονα τις συνολικές ανάγκες της δικαστικής υπηρεσίας, να αποφασίσει την επίδικη μετάθεση. Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι αυτή ασκήθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό, αυθαίρετο ή καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσει η αρχή της νομιμότητας. Η αρχαιότητα κάποιου δικαστή δεν είναι λόγος ώστε να αποκλείει τη μετάθεση του, ιδιαίτερα όταν οι ανάγκες της δικαστικής υπηρεσίας επιβάλλουν την ανακατανομή προσωπικού. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο θα προσέβαλλε την αρχή της ισότητας και θα εμπόδιζε την ευελιξία που απαιτείται για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εάν γινόταν αποδεκτή η θέση της ενισταμένης ότι ως αρχαιότερη θα έπρεπε να παραμείνει ως Πρόεδρος στη Λευκωσία θα προέκυπτε το άτοπο και καταχρηστικό αποτέλεσμα να παραμείνει αμετακίνητη στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπου υπηρετεί ήδη για 14 χρόνια, μέχρι την αφυπηρέτηση της απλώς και μόνο λόγω της αρχαιότητας της έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ή άλλων συναδέλφων της. Η επίκληση της αρχαιότητας με σκοπό τη διατήρηση αμετακίνητης τοποθέτησης ερήμην των λοιπών υπηρεσιακών και λειτουργικών αναγκών δύναται να καταλήξει σε προνομιακή μεταχείριση και κατ’ επέκταση σε κατάσταση καταχρηστικής ωφέλειας.
Κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους, η αιτιολογία συνδέεται άμεσα με τη μακρά διάρκεια της τοποθέτησης της στο ίδιο Δικαστήριο για τόσα πολλά χρόνια. Το τεκμήριο Β δεν βρίσκεται σε αντίφαση με το τεκμήριο Α. Απλώς στο τελευταίο είχε δοθεί από τη Γραμματέα του Συμβουλίου μια συνοπτική διατύπωση της ίδιας αιτιολογίας που ευθυγραμμίζεται πλήρως με το σκεπτικό που καταγράφεται στα πρακτικά.
Σε ότι αφορά τις προσωπικές περιστάσεις και ειδικά σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του συζύγου της υπέδειξε ότι η ενισταμένη, ενώ είναι γενικά γνωστό ότι κατά τις περιόδους λήξης του δικαστικού έτους διενεργούνται μεταθέσεις, δεν αποτάθηκε στο Συμβούλιο με αίτημα παραμονής της για προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους.
Οι εκτιμήσεις του παρόντος Συμβουλίου
Στο ερώτημα κατά πόσον η απόφαση είναι αιτιολογημένη, το οποίο κατ’ ουσίαν είναι συνυφασμένο με το ζήτημα της δέουσας ή μη έρευνας, η απάντηση μας είναι καταφατική. Η πληροφόρηση της Γραμματέως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προς την ενιστάμενη συμπληρώθηκε από το πρακτικό. Το πρακτικό αποκαλύπτει τους λόγους της κρίσης του Συμβουλίου, ήτοι το ανεπιθύμητο της παραμονής ενός δικαστή για πολλά χρόνια στο ίδιο Δικαστήριο για αυτονόητους λόγους, συναρτημένους με την ανάγκη για διαφύλαξη της αντικειμενικής αμεροληψίας στην μικρή κοινωνία της Κύπρου. Το ζήτημα συναρτάται κατά τρόπο αυτονόητο επίσης με την ανάγκη για ίση μεταχείριση των δικαστών και την εύρυθμη λειτουργία των Δικαστηρίων με δεδομένο τον μικρό αριθμό των δικαστών που υπηρετούν στην χώρα μας (βλ. Nicholas v. Cyprus, υπόθεση αρ. 63246/2010, τελική απόφαση ημερ. 9/04/2018).
Εκείνο που έχει τώρα καθοριστική σημασία είναι πως δόθηκε αιτιολογία η οποία είναι επαρκής. Πέραν τούτου, βάσιμη είναι η θέση της άλλης πλευράς ότι εάν γινόταν δεκτό πως η αρχαιότητα προσδίδει κάποιο είδος προστασίας έναντι μετακίνησης, θα οδηγούμαστε σε παγίωση τοποθέτησης των αρχαιότερων δικαστών σε δικαστήρια της προτίμησης τους, σε βάρος των αναγκών της υπηρεσίας, αλλά και των συναδέλφων τους. Σε ότι αφορά τη μετάθεση του ενδιαφερόμενου μέρους στη Λευκωσία, αυτή δεν ήταν παρά το επακόλουθο της μετάθεσης της ενισταμένης ώστε να καλυφθεί η θέση που κενώθηκε.
Ως προς το ζήτημα των οικογενειακών περιστάσεων, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ενισταμένης αγορεύοντας το έθεσε σε δεύτερη μοίρα, πράττοντας ορθά, εφόσον το Συμβούλιο κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης δεν είχε οποιοδήποτε αίτημα ή πληροφόρηση από την ενισταμένη παρά το ενδεχόμενο μετακίνησης της, ευλόγως, εφόσον βρισκόταν τοποθετημένη στη Λευκωσία ήδη για 14 χρόνια. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο Συμβούλιο ότι παρέλειψε, υπό αυτές τις περιστάσεις, να προβεί σε δέουσα έρευνα.
Κατάληξη
Η Ένσταση απορρίπτεται χωρίς έξοδα εφόσον η κα Κάιζερ, με βάση τα όσα δήλωσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της, ενεργώντας συναδελφικά δεν ζήτησε έξοδα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
H. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Βλ. επιστολή της Αρχιπρωτοκολλητού Γραμματέως του Συμβουλίου ημερ. 22.9.2008 προς την ενισταμένη, δια της οποίας της προσφέρθηκε διορισμός και απάντηση της ενισταμένης ημερ. 23.9.2008.
[2] Report on “European judicial systems – Edition 2014 (2012 data): efficiency and quality of justice”, published on 9 October 2014.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο