
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 120/20)
15 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΣ Π. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΥΛΟΥ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
______________________
Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Πλατής, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητους.
______________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από την Καλλιγέρου, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, εφεσείων στην παρούσα, είναι αδερφός αγνοουμένου της τουρκικής εισβολής του 1974, τα οστά του οποίου βρέθηκαν και έγινε η σχετική ταυτοποίηση στις 5/11/2014. Δυνάμει δικαστικού διατάγματος, ο εφεσείων διορίστηκε ως ο διαχειριστής της περιουσίας του αποθανόντος.
Στις 10/2/2015, ο εφεσείων απέστειλε επιστολή προς τον Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ζητώντας όπως ο αδερφός του συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μονιμοποιηθέντων δημοσίων υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εκτάκτων Δημοσίων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμου του 1985 (Ν. 160/85), που αφορούσαν στο σύνολο των τότε εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος από την ημέρα ισχύος του προαναφερθέντος Νόμου, αναφέροντας ο ίδιος στην σχετική επιστολή του ότι προφανώς εκ παραδρομής δεν είχε μονιμοποιηθεί.
Τούτο επειδή, κατά τον εφεσείοντα, ο αποθανών είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος την 1/7/1974 στη θέση του Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας 3ης τάξης. Κανένας όμως αγνοούμενος δεν είχε περιληφθεί στους μονιμοποιηθέντες εκτάκτους υπαλλήλους κατ’ εφαρμογή του Νόμου 160/85. Αντίθετα έτυχαν διαφορετικού χειρισμού ενόψει των ειδικών περιστάσεων. Τουτέστιν με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου που ανανεώνονταν συνέχισε να καταβάλλεται ο μισθός των αγνοουμένων δημοσίων υπαλλήλων και με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 43.004, αποφασίστηκε να καταβάλλεται μισθός είτε σε έκτακτο δημόσιο υπάλληλο είτε σε μόνιμο που ήταν αγνοούμενος στην τελευταία κλίμακα της ανώτερης θέσης από αυτήν που κατείχε κατά τον χρόνο που κατέστη αγνοούμενος. Όπως και έγινε. Οι μισθοί αυτοί καταβάλλονταν στους οικείους του αγνοoύμενου δημοσίου υπαλλήλου.
Περαιτέρω από το έτος 1998 με τον περί Ρυθμίσεως των Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Αγνοουμένων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου Νόμο του 1998, Ν. 24(1)1998, ρυθμίστηκε το ζήτημα της καταβολής σύνταξης και εφάπαξ ποσού στους αγνοούμενους δημοσίους υπαλλήλους. Σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους, σε αυτούς περιλαμβανόταν και ο αγνοούμενος αδερφός του εφεσείοντος στην οποίο καταβλήθηκε σύνταξη καθώς και εφάπαξ ποσό €84.532,33 ως δικαιούχου διαχειριστή.
Πρωτόδικα οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν προδικαστικές ενστάσεις ως προς το ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να προωθηθεί καθ’ ότι δεν προσέβαλλε εκτελεστή διοικητική παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ότι ο εφεσείων δεν προσδιόρισε την ζημιά που είχε υποστεί ο αδερφός του και κατά συνέπεια και ο ίδιος ως διαχειριστής, με δεδομένες τις παροχές που είχαν γίνει δυνάμει των ανωτέρω αποφάσεων και Νόμου.
Το Δικαστήριο στη βάση του συνόλου των ενώπιόν του στοιχείων και υπό το φως νομολογιακών κατευθυντηρίων, έκρινε ότι δεν έχει πιθανολογηθεί και/ή στοιχειοθετηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι θίγονται τα συμφέροντά του από την κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη των εφεσιβλήτων. Έκρινε περαιτέρω ότι δεν έχει καταδειχθεί και/ή στοιχειοθετηθεί επαρκώς ποια είναι εκείνα τα «αναδρομικά οικονομικά ωφελήματα» που θα προσδώσει «στον αποβιώσαντα και κατ’ επέκταση στην κληρονομιαία περιουσία και στους κληρονόμους του» η εφαρμογή του Ν.160/85.
Εξετάζοντας το ζήτημα του έννομου συμφέροντος, έκρινε πως ο εφεσείων δεν είχε στοιχειοθετήσει στον απαιτούμενο βαθμό έννομο συμφέρον προς έγερση και συνέχιση της παρούσας προσφυγής, την οποία και απέρριψε, χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση άλλων ζητημάτων που είχαν εγερθεί.
Ακολούθησε η καταχώριση της ενώπιον μας έφεσης. Ο εφεσείων προσβάλλει με δύο λόγους έφεσης την εκκαλούμενη απόφαση. Με τον πρώτο, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς νόμιμη και δέουσα αιτιολογία, αντιφατικά και υπό πλάνη, έκανε δεκτή τη σχετική προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων με τη κρίση ότι ο εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος στην προσφυγή και/ή ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί και/ή πιθανολογηθεί στον απαιτούμενο βαθμό η ύπαρξη του έννομου συμφέροντός του και κατ’ επέκταση εσφαλμένα απέρριψε εξ’ αυτού του λόγου την προσφυγή χωρίς να την εξετάσει στην ουσία της.
Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη των εφεσιβλήτων θα πρέπει να ακυρωθεί για τους λόγους που επικαλέσθηκε ο ίδιος πρωτόδικα, αλλά δεν εξετάσθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε την ευκαιρία να απαντήσει σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σε σχέση με το παραδεκτό της προσφυγής, ειδικότερα σε σχέση με την βλάβη που έχει υποστεί και αν αυτή είχε υπολογιστεί ή στοιχειοθετηθεί αλλά όχι μόνο. Υποβλήθηκε επίσης η ερώτηση που αφορά στην αιτούμενη θεραπεία σε σχέση με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας να μονιμοποιηθεί ο αδερφός του εφεσείοντος. Πως δηλαδή προέκυπτε η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Τα ζητήματα αυτά απαντήθηκαν από τον συνήγορο του εφεσείοντος και πρωτόδικα στην Απαντητική Γραπτή Αγόρευση για τον αιτητή. Η θέση του εφεσείοντος είναι πως επειδή ο Νόμος αρ. 160/85 προέβλεπε την μονιμοποίηση των εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων που βρίσκονταν στην υπηρεσία το 1984 χωρίς εξαίρεση, όπως υποστηρίζει, κανενός από αυτούς αν δηλαδή ήταν αγνοούμενοι ή όχι, τότε θα πρέπει να οφειλόταν σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας η μη μονιμοποίηση των αγνοουμένων δημοσίων υπαλλήλων.
Η θέση του εφεσείοντος βασίζεται σε πλάνη περί τις πρόνοιες του Νόμου, αλλά και των αρχών ιεράρχησης των κανόνων δικαίου. Ο Νόμος εν πρώτοις θέτει ως προϋπόθεση για την μονιμοποίηση των εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων τα ακόλουθα (με τον τονισμό να έχει προστεθεί):
«3.-(1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις τωv περί Δημoσίας Υπηρεσίας Νόμωv τoυ 1967 μέχρι 1983 ή oπoιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ πoυ αφoρά στη δημόσια υπηρεσία τις σχετικές με τις μεθόδoυς και διαδικασίες πλήρωσης δημόσιωv θέσεωv, κάθε έκτακτoς υπάλληλoς o oπoίoς-
(α) βρισκόταv στηv υπηρεσία τηv 31η Δεκεμβρίoυ 1984, ή βρισκόταv στηv υπηρεσία της Αρχής Εvoπoιήσεως και Αvαδιαvoμής Αγρoτικώv Κτημάτωv κατά τηv εv λόγω ημερoμηvία και υπήχθη στηv δημόσια υπηρεσία πάvω σε έκτακτη βάση, και
(β) εξακoλoυθεί, με ή χωρίς διακoπή, vα βρίσκεται στηv υπηρεσία αυτή τηv ημερoμηvία θέσπισης τoυ παρόvτoς Νόμoυ,
τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ 2, διoρίζεται από τηv Επιτρoπή Δημόσιας Υπηρεσίας αvαδρoμικά από τηv ημερoμηvία δημoσίευσης τoυ παρόvτoς Νόμoυ σε κατάλληλη δημόσια θέση σύμφωvα με τις διατάξεις τωv περί Δημoσίας Υπηρεσίας Νόμωv τoυ 1967 μέχρι 1983 και με βάση τoυς πίvακες διoριστέωv πoυ θα ετoιμαστoύv από τo Διευθυvτή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διoίκησης και Πρoσωπικoύ και θα διαβιβαστoύv στηv Επιτρoπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
(2) Ο πρoβλεπόμεvoς στo εδάφιo (1) διoρισμός γίvεται vooυμέvoυ ότι o έκτακτoς υπάλληλoς κατά τo χρόvo τoυ διoρισμoύ τoυ-
(α) υπηρετεί πάvω σε πλήρη βάση για τηv κάλυψη μόvιμωv αvαγκώv της δημόσιας υπηρεσίας, και
(β) κατέχει τα πρoσόvτα πoυ πρovooύvται από τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης πoυ απovέμεται σ' αυτόv, καθώς και τα άλλα πρoσόvτα πoυ απαιτoύvται από τoυς περί Δημoσίας Υπηρεσίας Νόμoυς τoυ 1967 μέχρι 1983 για διoρισμό στη δημόσια υπηρεσία.»
Είναι βέβαιο ότι ο αδερφός του εφεσείοντος δεν πληρούσε κατά το έτος 1984 τις προϋποθέσεις αυτές. Η θέση του εφεσείοντος ότι τις πληρούσε κατά τεκμήριο, επειδή βάσει της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου του καταβαλλόταν ο μισθός του επειδή ήταν δημόσιος υπάλληλος σε πραγματική υπηρεσία, παραβλέπει πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν αποσκοπούσε ούτε θα μπορούσε να προβεί σε ρύθμιση ερμηνεύοντας μελλοντικούς νόμους. Αυτό στο οποίο αποσκοπούσε η απόφαση και/ή οι επαναλαμβανόμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ήταν να συνεχίσει η καταβολή των μισθών των αγνοουμένων, ως ελάχιστη προσφορά προς τις οικογένειές τους για το γεγονός ότι αγνοούνταν ως αποτέλεσμα της Τουρκικής Εισβολής. Άλλωστε ο Νόμος του 1985 ως πηγή δικαίου βρίσκεται σε ανώτερη θέση ιεραρχικά από τις πολιτικές αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας (Υπουργικού Συμβουλίου), οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν άλλη εμβέλεια πέραν της απόδοσης του μισθού. Όπως δε αναφέρθηκε πρωτόδικα, αλλά και ως απάντηση στο αίτημα του εφεσείοντος από την διοίκηση, ο νόμος δεν αφορούσε κανένα αγνοούμενο δημόσιο υπάλληλο. Αργότερα έγιναν νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν τους αγνοούμενους δημοσίους υπαλλήλους και την απόδοση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποδόθηκαν και για τον αδερφό του εφεσείοντος στον ίδιο, ως διαχειριστή του (ο περί Ρυθμίσεως των Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Αγνοουμένων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου Νόμο του 1998, Ν. 24(1)1998).
Αποφασίζουμε πως η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή, καθ’ ότι προσβάλλει κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της διοίκησης, η οποία όμως δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Βάσει της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προσφυγή κατά παράλειψης ενέργειας της διοίκησης είναι παραδεκτή μόνο αν προσβάλλει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας προβλεπόμενης σε νόμο. Εδώ καμία νομοθετική διάταξη δεν επέβαλλε την μονιμοποίηση του αδερφού του αιτητή, ο οποίος δεν βρισκόταν στην υπηρεσία και ούτε ασκούσε καθήκοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο που προσδιοριζόταν στον σχετικό νόμο, ώστε να θεωρηθεί ότι οφειλόταν εκ μέρους της διοίκησης η περίληψή του στους εκτάκτους υπαλλήλους που θα μπορούσαν να μονιμοποιηθούν.
Χωρίς να προχωρούμε και σε εξέταση του λόγου έφεσης, που αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου για μη προσδιορισμό της βλάβης και/ή οικονομικής ζημίας, κρίνουμε πως το ζήτημα της δικογράφησης ή προσδιορισμού της οικονομικής ζημίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αποτελούσε ζήτημα ειδικότερο και επόμενο του παραδεκτού της προσφυγής, λόγω του αντικειμένου της, ότι δηλαδή με την προσφυγή προσβαλλόταν ως παράνομη η παράλειψη της διοίκησης, που επιβαλλόταν να ήταν παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ως αντικειμενική προϋπόθεση παραδεκτού.
Η προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη, ως ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και σε δεύτερο βαθμό, ως εμπίπτον στα ζητήματα δημοσίας τάξης.
Η έφεση υπό τις περιστάσεις απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/ΓΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο