
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 15/20)
16 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑLI HAJALI,
Εφεσείοντας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση αφορά την απόρριψη από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής του αιτητή πολιτικού ασύλου, εφεσείοντα στην παρούσα διαδικασία, που είχε ως αντικείμενο την απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 20.12.2019, να εκδώσει διάταγμα κράτησης εναντίον του, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 Στ (2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (στο εξής «Ν.6(Ι)/2000»), για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους. Με το αιτητικό Α της προσφυγής, ζήτησε την άμεση απελευθέρωσή του ενώ με το αιτητικό Β ζήτησε, διαζευκτικά, την ακύρωση του προαναφερομένου διατάγματος.
Με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1, ο εφεσείοντας γεννήθηκε στη Συρία, στο χωριό Tel Mardikh της επαρχίας Idlib, τη 25.01.1997. Κατά τον επίδικο χρόνο ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, δύο ετών. Αφίχθηκε στην Κύπρο, μαζί με άλλους ομοεθνείς του, τη 20.12.2019, σε λιμάνι των κατεχομένων υπό των Τουρκικών στρατευμάτων περιοχών, μέσα σε εμπορικό πλοίο, κρυμμένος σε φορτηγό, προερχόμενο από τη Μερσίνα της Τουρκίας. Σχετική είναι η επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερομηνίας 20.12.2019. Το βράδυ της ίδιας μέρας εισήλθε πεζός, μαζί με άλλους ομοεθνείς του, στις ελεύθερες περιοχές, Ακακίου – Περιστερώνας.
Στη συνέχεια αυτός και οι ομοεθνείς του, μεταφέρθηκαν στο Κλιμάκιο ΥΑΜ Λευκωσίας, όπου ολοκληρώθηκε η διαδικασία υποβολής αιτήματος για διεθνή προστασία. Την ίδια ημέρα, μέλη του Γραφείου Επιχειρήσεων ΥΑΜ Αρχηγείου, διενήργησαν προσωπικές συνεντεύξεις με τους εν λόγω αλλοδαπούς και συμπληρώθηκαν τα πληροφοριακά έντυπα λαθρομετανάστευσης, σε συνεργασία με τα μέλη της Europol. Τα μέλη της Europol διενήργησαν δευτεροβάθμιους ελέγχους.
Κατά τη συνέντευξη του εφεσείοντα, ηγέρθηκαν υποψίες αναφορικά με τη δράση του στη Συρία, σε σχέση με θέματα τρομοκρατίας. Ενόψει τούτου ανακρίθηκε γραπτώς από μέλη του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ) Μόρφου.
O εφεσείοντας, στην κατάθεσή του, ανέφερε, μετά από σχετική ερώτηση, πως στην πατρίδα του δρούσαν τρομοκρατικές οργανώσεις μεταξύ αυτών και η Faylaq Αl Sham. Ο ίδιος υπήρξε μέλος της πιο πάνω οργάνωσης. Ανέφερε στη συνέχεια, χαρακτηριστικά, τα πιο κάτω:
«… Το 2014 πριν να οργανωθεί καλά η οργάνωση Faylaq Al Sham ήμουν μέλος με άλλα άτομα από το χωριό μου που αναλάβαμε να προστατεύουμε την περιοχή μας. Για τον σκοπό αυτό είχαμε όπλα. Η διάρκεια αυτής της συμμετοχής μου ήταν πιο λίγο από 6 μήνες και παρέδωσα και το όπλο μου. Μια άλλη υπό οργάνωση ήταν εκείνο το καιρό η Siham Al Hak. Όταν οργανώθηκε πλήρως η Faylaq Al Sham ο Sheikh Mouhamed έγινε αρχηγός. Από τον καιρό που έφυγα από μέλος, δεν γνωρίζω τίποτε άλλο.»
Στο τέλος της κατάθεσής του, ισχυρίστηκε πως δεν είχε πλέον σχέση με την τρομοκρατία και επανέλαβε πως ενεπλάκη με την ως άνω παράνομη οργάνωση, για λίγο χρονικό διάστημα, το 2014.
Την ίδια ημέρα, την 20.12.2019, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους, δυνάμει του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του Ν.6(Ι)/2000. Κρίθηκε, λόγω της επικινδυνότητάς του, ότι δεν ήταν εφικτή η επιβολή σε αυτόν, εναλλακτικών μέτρων. Τη 15.02.2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησής του και αποφασίστηκε η συνέχιση της.
Τη 4.03.2020, ο εφεσείοντας καταχώρισε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στο εξής «Δικαστήριο», με την οποία προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση. Η προσφυγή απορρίφθηκε.
Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι κατά την εξέταση της υπόθεσης, δεν θα έπρεπε να αρκεσθεί στον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά είχε τη δυνατότητα, στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας, να ελέγξει όλες τις πτυχές που προβλήθηκαν από τα δύο μέρη και σε περίπτωση που αποφάσιζε ότι η επίδικη απόφαση ήταν λανθασμένη νομιμοποιείτο να προβεί το ίδιο σε υποκατάσταση της δικής του εκτίμησης με αυτή του διοικητικού οργάνου. Στην απόφαση γίνεται μια ενδελεχής εξέταση και αξιολόγηση όλων των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, συμπεριλαμβανομένης της δράσης της οργάνωσης Faylaq Αl Sham και της εμπλοκής του εφεσείοντα σε αυτή.
Κατέληξε ότι η κράτηση του εφεσείοντα δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, εφόσον ήταν ορατή η πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Από το διοικητικό φάκελο, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, δεν προέκυψαν οποιαδήποτε στοιχεία για τα οποία το αρμόδιο όργανο θα μπορούσε να επιβάλει εναλλακτικά μέτρα.
Ο εφεσείοντας προσβάλλει την πιο πάνω κρίση με τρεις λόγους έφεσης, λόγοι έφεσης 3, 4 και 5. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αποσύρθηκαν κατά την ακρόαση. Ο λόγος έφεσης 3 αφορά τον κατ’ ισχυρισμό πλημμελή τρόπο ερμηνείας του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του πιο πάνω Νόμου, το Δικαστήριο ερμήνευσε το εν λόγω άρθρο με τρόπο «διευρυμένο αντί συσταλτικό», κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε πρωτογενή έλεγχο των γεγονότων, που αφορούσαν τη δράση του εφεσείοντα, τα οποία τον καθιστούσαν επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους και να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγοι έφεσης 4 και 5 αντίστοιχα.
Οι τρεις εναπομείναντες λόγοι έφεσης καλύπτουν ουσιαστικά τα ίδια θέματα και ως εκ τούτου θα εξετασθούν σωρευτικά.
Το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε, ως προαναφέραμε, από τον Αναπληρωτή Διευθυντή, για προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του Ν. 6(Ι)/2000. Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο αυτούσιο:
«(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».
Το πιο πάνω άρθρο αντιστοιχεί με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/33/ΕΕ.
Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι παρόμοια πρόνοια περιλαμβάνεται και στο άρθρο 72 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει πως τα κράτη έχουν την ευθύνη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής τους ασφάλειας.
Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για την κράτηση των αιτούντων ασύλου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και συγκεκριμένα η Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1.3, προβλέπει με ρητό και σαφή τρόπο ότι εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να καθορίσει πότε απειλείται η εθνική του ασφάλεια ή η δημόσια τάξη. Παραθέτουμε τη σχετική οδηγία αυτούσια:
«Τα κράτη μπορεί ενδεχομένως να χρειασθεί να κρατήσουν ένα άτομο που αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια. Μολονότι ο καθορισμός του τι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια είναι πρωτίστως θέμα του κράτους, τα μέτρα που λαμβάνονται (όπως π.χ. η κράτηση) θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τα πρότυπα αυτών των Κατευθυντήριων Οδηγιών, και ιδιαίτερα με την αρχή ότι η κράτηση θα πρέπει να είναι αναγκαία, ανάλογη προς την απειλή, να μην εισάγει διακριτική μεταχείριση και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.»
Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις της εθνικής ασφάλειας του κράτους τους, αυτές όμως πρέπει να ορίζονται έχοντας ως γνώμονα την ανάγκη διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτητών ασύλου (βλ. C-430/10, Gaydarov κατά Direktor na Glavna direktsia «Ohranitelna politsia» pri Ministerstvo na vatreshnita raboti, σκέψη 32, ημερομηνίας 17.11.11).
Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 4(2), καθορίζει πως η Ένωση, « .... Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».
Καθοδηγητική, σε σχέση με την ερμηνεία της έννοιας «δημόσια ασφάλεια» είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C – 601/15, JN κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, η οποία μνημονεύεται και στην πρωτόδικη απόφαση. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, σκέψεις 6 και 7:
«6. Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).
7. Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).»
Από τα πιο πάνω συνάγεται απερίφραστα, πως το κάθε κράτος μέλος έχει ευχέρεια να καθορίζει από μόνο του, το τι συνιστά απειλή για την εθνική του ασφάλεια, υπό τις προϋποθέσεις που ήδη παραθέσαμε. Η ευχέρεια αυτή βασίζεται στην υποχρέωση που έχουν τα κράτη μέλη, έναντι των πολιτών τους, για την τήρηση της εσωτερικής ασφάλειας.
Από το κείμενο της υπό κρίση απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους, εξέτασε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα στη βάση των στοιχείων και των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που ήταν διαβαθμισμένα ως απόρρητα και τη νομοθεσία που ρύθμιζε το θέμα, υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας κράτησης του εφεσείοντα. Έκανε εκτενή αναφορά στο χαρακτήρα και στη δράση της οργάνωσης Faylaq Al Sham, στις σχέσεις της πιο πάνω οργάνωσης με την Τουρκία, η οποία, προσθέτουμε, κατέχει παράνομα το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατέληξε ότι με βάση το ιστορικό της οργάνωσης, το οποίο παραθέτει, δεν επρόκειτο για μια:
« .... ήπια ισλαμική ομάδα της αντιπολίτευσης που επιθυμεί την αλλαγή του καθεστώτος όπως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αλλά αντιθέτως αποδεικνύει μια ομάδα με έντονες δραστηριότητες στη Συρία, κατευθυνόμενη από την Τουρκία, η οποία φαίνεται να διατηρεί σχέσεις με την HTS αλλά και στο παρελθόν διατηρούσε σχέσεις με την Al Nusra, οργανώσεις που χαρακτηρίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τρομοκρατικές.»
Μετά την καταγραφή των ευρημάτων του, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο χαρακτήρας της εν λόγω οργάνωσης δεν ήταν από μόνος του αρκετός για να θεωρηθεί η κράτηση του εφεσείοντα νόμιμη και προχώρησε και εξέτασε την εμπλοκή του τελευταίου σε αυτήν και κατά πόσο η συμπεριφορά του τον καθιστούσε, ‘ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή’, για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείοντας, με βάση δική του δήλωση, συμμετείχε στην εν λόγω οργάνωση και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο οπλοφορούσε. Το γεγονός ότι οπλοφορούσε υποστηρίζεται και από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο του, στις οποίες απεικονίζεται με στρατιωτική στολή να κρατάει όπλο τύπου ΑΚ47. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας, «… συγκέντρωσε στο πρόσωπο του χαρακτηριστικά που τον καθιστούν επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους».
Παραθέτουμε αυτούσια την κατάληξη του Δικαστηρίου:
«… Όλα τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με την πορεία του, ως ο ίδιος την περιγράφει στην προσφυγή του και στην Γραπτή του Αγόρευση, τα έγγραφα από την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία που αφορούν προσωπικά τον αιτητή, ο δευτεροβάθμιος έλεγχος που προέβη η Εθνική ομάδα Europol τα απόρρητα έγγραφα που ετοιμάστηκαν και αποστάλθηκαν από τους Guest Officers της Europol προς το Επιχειρησιακό Κέντρο της Europol Κύπρου σχετικά με τον αιτητή όπου στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται στοιχεία που τον αφορούν προσωπικά, ο χαρακτήρας της οργάνωσης αυτής, οι φωτογραφίες του αιτητή που τον απεικονίζουν με στρατιωτική στολή και με όπλο AK 47, η κατάθεση του αιτητή η οποία επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του δευτεροβάθμιου ελέγχου ως αυτά είναι καταγεγραμμένα από την Εθνική Αστυνομική Υπηρεσία τα οποία είναι απόρρητα και τα οποία βρίσκονται ενώπιόν μου, σκιαγραφούν πρόσωπο που είναι επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους.»
Κρίνουμε, έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μας, ότι οι θέσεις που προβάλλονται στους λόγους έφεσης 3 και 4 περί πλημμελούς ερμηνείας της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας και παράλειψης διενέργειας πρωτογενούς ελέγχου, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Αντικείμενο του τελευταίου λόγου έφεσης είναι το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο εφεσείοντας προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη συμβατότητα της κράτησης του, υπό το φως του πιο πάνω άρθρου. Πέραν των όσων καταγράφουμε ανωτέρω, προσθέτουμε τα ακόλουθα:
Το άρθρο 5.1 της Σύμβασης, διαφυλάττει ένα από τα πλέον ουσιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ήτοι τη διασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη από αυθαίρετες παρεμβάσεις του κράτους. Οι υποπαραγράφοι (α) μέχρι (στ), (στο αγγλικό κείμενο είναι (α) μέχρι (f)), περιέχουν τις περιπτώσεις, κάτω από τις οποίες είναι επιτρεπτή η αποστέρηση της ελευθερίας του ατόμου. Μια από τις εξαιρέσεις, συγκεκριμένα η υποπαράγραφος (στ) αφορά τη μετανάστευση, που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης.
Παραθέτουμε το Άρθρο 5 της Σύμβασης, παράγραφο (στ), ((f) στο αγγλικό κείμενο), αυτούσιο:
«1. Everyone has the right to liberty and security of person. No one shall be deprived of his liberty save in the following cases and in accordance with a procedure prescribed by law:
[…]
(f) the lawful arrest or detention of a person to prevent his effecting an unauthorized entry into the country or of a person against whom action is being taken with a view to deportation or extradition.»
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε, μέσα από τη νομολογία του, ότι το άρθρο 5.1 (στ) της Σύμβασης, επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν την ελευθερία των αλλοδαπών στο πλαίσιο της μετανάστευσης, νοουμένου ότι η κράτηση δεν είναι αυθαίρετη και εδράζεται σε νόμο. Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση του, Khlaifia and Others v. Italy, No.16483/12, 15.12.2016. Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα:
«(a) Principles established in the Court’s case-law
88. The Court reiterates that Article 5 enshrines a fundamental human right, namely the protection of the individual against arbitrary interference by the State with his or her right to liberty. Sub-paragraphs (a) to (f) of Article 5 § 1 contain an exhaustive list of permissible grounds on which persons may be deprived of their liberty and no deprivation of liberty will be lawful unless it falls within one of those grounds. Moreover, only a narrow interpretation of those exceptions is consistent with the aim of that provision, namely to ensure that no one is arbitrarily deprived of his or her liberty (see, among many other authorities, Giulia Manzoni v. Italy, 1 July 1997, § 25, Reports 1997-IV; Labita v. Italy [GC], no. 26772/95, § 170, 38 KHLAIFIA AND OTHERS v. ITALY JUDGMENT ECHR 2000-IV; Velinov v. the former Yugoslav Republic of Macedonia, no. 16880/08, § 49, 19 September 2013; and Blokhin, cited above, § 166).
89. One of the exceptions, contained in sub-paragraph (f) of Article 5 § 1, permits the State to control the liberty of aliens in an immigration context (see Saadi v. the United Kingdom [GC], no. 13229/03, § 43, ECHR 2008; A. and Others v. the United Kingdom [GC], no. 3455/05, §§ 162-163, ECHR 2009; and Abdolkhani and Karimnia, cited above, § 128). 90. Article 5 § 1 (f) does not require the detention to be reasonably considered necessary, for example to prevent the individual from committing an offence or fleeing. However, any deprivation of liberty under the second limb of Article 5 § 1 (f) will be justified only as long as deportation or extradition proceedings are in progress. If such proceedings are not prosecuted with “due diligence”, the detention will cease to be permissible under Article 5 § 1 (f) (see A. and Others v. the United Kingdom, cited above, § 164). 91. The deprivation of liberty must also be “lawful”. Where the “lawfulness” of detention is in issue, including the question whether “a procedure prescribed by law” has been followed, the Convention refers essentially to national law and lays down the obligation to conform to the substantive and procedural rules of that law, but it requires in addition that any deprivation of liberty should be in keeping with the purpose of Article 5, namely to protect the individual from arbitrariness (see Herczegfalvy v. Austria, 24 September 1992, § 63, Series A no. 244; Stanev, cited above, § 143; Del Río Prada v. Spain [GC], no. 42750/09, § 125, ECHR 2013; and L.M. v. Slovenia, no. 32863/05, § 121, 12 June 2014). In laying down that any deprivation of liberty must be effected “in accordance with a procedure prescribed by law”, Article 5 § 1 primarily requires any arrest or detention to have a legal basis in domestic law. However, these words do not merely refer back to domestic law. They also relate to the quality of the law, requiring it to be compatible with the rule of law, a concept inherent in all Articles of the Convention (see Amuur, cited above, § 50, and Abdolkhani and Karimnia, cited above, § 130). 92. On this last point, the Court stresses that where deprivation of liberty is concerned it is particularly important that the general principle of legal certainty be satisfied. It is therefore essential that the conditions for deprivation of liberty under domestic law be clearly defined and that the law itself be foreseeable in its application, so that it meets the standard of “lawfulness” set by the Convention, a standard which requires that all law be sufficiently precise to allow the person – if need be, with appropriate advice – to foresee, to a degree that is reasonable in the circumstances, the consequences which a given action may entail (see Baranowski v. Poland, no. 28358/95, §§ 50-52, ECHR 2000-III; Steel and Others v. the United Kingdom, 23 September 1998, § 54, Reports 1998-VII; Ječius v. Lithuania, KHLAIFIA AND OTHERS v. ITALY JUDGMENT 39 no. 34578/97, § 56, ECHR 2000-IX; Paladi v. Moldova [GC], no. 39806/05, § 74, 10 March 2009; and Mooren v. Germany [GC], no. 11364/03, § 76 ...»
Ο εφεσείοντας, στην υπό κρίση υπόθεση, παραπονείται ότι το Δικαστήριο εξέτασε, «... μόνο το θέμα της συμβατότητας του άρθρου 8(3) της Οδηγίας 2023/33/ΕΕ με το άρθρο της ΕΣΔΑ και όχι το λόγο ακύρωσης που αφορά την παραβίαση του ιδίου του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ».
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί εκ μέρους του και επανέλαβε τις αρχές που αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις οποίες παραθέτουμε ανωτέρω, ήτοι ότι η κράτηση δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και πρέπει να εδράζεται σε νόμο. Αποφάσισε, μεταξύ άλλων, υιοθετώντας τις αρχές που αποφασίστηκαν στην υπόθεση C-601/15 (ανωτέρω) ότι το άρθρο 8(3) της Οδηγίας δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5.1 (στ) της Σύμβασης.
Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:
«77. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, δεν παραβίασε το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ.»
Στην ίδια απόφαση, ήτοι τη C-601/15 (ανωτέρω), σκέψη 79, διευκρινίστηκε, σε σχέση με την πρόνοια του εν λόγω άρθρου που αφορά την απέλαση, ότι, « ... η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας ασύλου δεν συνεπάγεται αυτή καθ’ εαυτήν ότι η κράτηση δεν γίνεται «ενόψει απελάσεως», δεδομένου ότι η ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως ασύλου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση των μέτρων απομακρύνσεως που έχουν ήδη ληφθεί (ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, § 38)». Υπενθυμίζουμε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εκκρεμούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, διαδικασία ασύλου.
Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση Saadi v. The United Kingdom [GC], no.13229/03, ECHR 2008. Καταγράφουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά, σκέψη 65:
«65. On this point, the Grand Chamber agrees with the Court of Appeal, the House of Lords and the Chamber that, until a State has “authorised” entry to the country, any entry is “unauthorised” and the detention of a person who wishes to effect entry and who needs but does not yet have authorisation to do so can be, without any distortion of language, to “prevent his effecting an unauthorised entry”. It does not accept that as soon as an asylum-seeker has surrendered himself to the immigration authorities, he is seeking to effect an “authorised” entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5 § 1 (f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who is shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control referred to above. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees’ Programme, the UNHCR’s Guidelines and the Committee of Ministers’ Recommendation (see paragraphs 34-35 and 37 above), all of which envisage the detention of asylum-seekers in certain circumstances, for example while identity checks are taking place or when elements on which the asylum claim is based have to be determined.»
Στην σκέψη 66, της ίδιας απόφασης, την οποία καταγράφουμε αμέσως μετά, τονίζεται αυτό που προαναφέραμε, ήτοι ότι η κράτηση δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη:
«66. While holding, however, that the first limb of Article 5 § 1 (f) permits the detention of an asylum-seeker or other immigrant prior to the State’s grant of authorisation to enter, the Court emphasises that such detention must be compatible with the overall purpose of Article 5, which is to safeguard the right to liberty and ensure that no one should be dispossessed of his or her liberty in an arbitrary fashion.»
Στη Suso Musa v. Malta, no. 42337/12, §§ 97-99, 23.07.2013 το ΕΔΑΑ πρόσθεσε, επί του συγκεκριμένου θέματος, ότι η πιο πάνω αρχή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος επιτρέπει στον αιτητή πολιτικού ασύλου να εισέλθει και να παραμείνει στη χώρα, κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης του, όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση.
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση Β.Α. v. Cyprus, no. 24607/2020, 2.10.2024, σκέψεις 55 και 56, τις παραθέτουμε αυτούσιες:
«55. In interpreting the meaning of the first limb of Article 5 § 1 (f) for the first time in the case of Saadi (cited above, § 65) the Court considered that until a State had “authorised” entry into the country, any entry was “unauthorised” and the detention of a person who wished to effect entry and who needed but did not yet have authorisation to do so, could be ordered, without any distortion of language, to “prevent his effecting an unauthorised entry”. The Court has never accepted that as soon as an asylum-seeker surrenders himself or herself to the immigration authorities, he or she is seeking to effect an “authorised” entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5 § 1 (f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who has been shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control of entry into and residence in the country. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees’ (UNCHR) Programme, the UNHCR’s Guidelines and Recommendation Rec (2003)5 of 16 April 2003 of the Committee of Ministers of the Council of Europe on measures of detention of asylum-seekers (ibid., §§ 34-35, 37 and 65). In Saadi, national law provided that a person be granted temporary admission pending a decision to give or refuse that person leave to enter; a person granted such temporary admission was excluded from the rights available to those granted leave to enter, in particular the right to seek an extension of leave to remain, but was nonetheless “lawfully present” in the United Kingdom for the purposes of social security entitlement (ibid., § 21). Such temporary admission was not regarded by the Court as precluding the prospect of an “unauthorised entry to the country” within the meaning of Article 5 § 1 (f).
56. In Suso Musa v. Malta (no. 42337/12, §§ 97-99, 23 July 2013) the Court reiterated the principles set out in Saadi and noted, in addition, that where a State had gone beyond its obligations and enacted legislation explicitly authorizing the entry or stay of asylum-seekers, any ensuing detention for the purpose of preventing an unauthorized entry might raise an issue under Article 5 § 1 (f). Emphasizing that it was not for the Court to interpret the intention of the legislature one way or another, it considered that a legal provision that allowed asylum-seekers to enter or remain in Malta pending a final decision on their application did not necessarily require that an individual be granted formal authorization to stay or to enter the territory, as it might well be that the provision in question was simply intended to reflect international standards to the effect that an asylum-seeker could not be expelled pending the assessment of an asylum claim. The Court held that the question as to when the first limb of Article 5 § 1 (f) ceased to apply, because the individual had been granted formal authorization to enter or stay, was largely dependent on national law (ibid., § 97 in fine). Despite being faced with some conflicting interpretations in that particular case, the Court was ready to accept that the applicant’s detention had had a sufficiently clear legal basis and fell under the first limb of Article 5 § 1 (f).»
Εκ μέρους του εφεσείοντα προβλήθηκε η θέση ότι το ΕΔΑΔ, στην πιο πάνω υπόθεση, ήτοι στη Β.Α. ν. Cyprus, αποφάνθηκε ότι η κράτηση αιτητή πολιτικού ασύλου, ενώ εκκρεμεί η αξιολόγηση της αίτησης του, « ... δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε από τους λόγους με βάση τους οποίους επιτρέπεται η κράτηση υπό το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, που είναι οι εξαντλητικά καθορισμένοι λόγοι στο εδάφιο 1, του Άρθρου 5». Η πιο πάνω θέση δεν αντικατοπτρίζει το ratio decidendi της εν λόγω απόφασης, καταρρίπτεται δε από τα όσα καταγράφονται στις σκέψεις 55 και 56, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο κείμενο της απόφασης. Το ΕΔΑΔ στην απόφασή του επανέλαβε, ότι η κράτηση ενός ατόμου δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και παρατήρησε, μετά από εξέταση των στοιχείων που τέθηκαν, ότι στην ενώπιον του περίπτωση, δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι η κράτηση του αιτητή συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με το αποτέλεσμα της αίτησης του για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σκέψεις 63 και 64:
«63. … Therefore, even though there was a legal basis in domestic law for the applicant’s detention, namely section 9ΣΤ(2)(ε) of the Refugee Law, his detention was based solely on national security grounds. It was not argued that these grounds involved the assessment of the applicant’s background, which might well have been necessary to determine his asylum claim and his potential exclusion from international protection. Rather, those grounds appear to have been cited and applied more generally, as a general preventive or protective mechanism. In their observations, the Government submitted that the purpose pursued by the authorities had been specifically to protect national security and that the applicant had been placed in detention precisely because he had been regarded as dangerous for the security of the Republic of Cyprus (see paragraph 52 above). The decisions resulting from the internal reviews of the applicant’s detention merely cited the existence of a risk and threat to national security as a reason for his continued detention (see paragraphs 25 and 34 above). The Supreme Court reviewing the lawfulness of the applicant’s detention on appeal clarified that the lawfulness of the applicant’s detention as an asylum-seeker had to be examined with due regard to the protection of national security, which had been the reason adduced for his detention (see paragraph 18 above). The threat to national security was therefore repeatedly cited as a stand-alone ground for the applicant’s detention. The Court does not discern from the documents available to it, or from the Government’s observations, that the applicant’s detention on national security grounds was necessarily linked to the outcome of the asylum application or to the examination of his right to stay in the country. Accordingly, the applicant’s detention on the sole basis of the need to protect national security cannot be considered to have been closely connected with the aim of preventing unauthorised entry.
64. In view of the above considerations, the Court finds that in the particular circumstances of the present case there was not a sufficiently close connection between the ground relied on to justify detention and the prevention of unauthorised entry.»
(Η υπογράμμιση του κειμένου είναι δική μας )
Καταλήγουμε ότι η εισήγηση που προβάλλεται με το λόγο έφεσης 5, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/ΓΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο