
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 10(7) ΚΑΙ 16(4), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.
12 Σεπτεμβρίου, 2025
(Ένσταση Αρ. 2/2025)
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΜΕΛΗ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 10(7) ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ 2025 ΚΑΙ 16(4) ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ, Ν. 141(Ι)/2025.
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΗΜΕΡ. 27.6.2025 (Η ΟΠΟΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΙΣΤΑΜΕΝΗ ΣΤΙΣ 30.6.25).
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ EΝΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10(5)(ζ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΑΠΟ ΤΗ ΝΤΟΡΙΑ ΒΑΡΩΣΙΩΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Α. Δημητριάδης, Ν. Ιακώβου (κα), Μ. Ξιαρή, Π. Ευαγόρου (κα), για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για Ενιστάμενη.
Π. Πολυβίου μαζί με Μ. Αντωνίου (κα) και Ν. Καλλένου, για το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Η Απόφαση του Συμβουλίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Το υπό κρίση αίτημα εξαίρεσης, εξετάσθηκε από το σύνολο των Μελών της σύνθεσης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΣΔΣ). Τούτο, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι το ενώπιόν μας αίτημα άπτεται ζητήματος αντικειμενικής αμεροληψίας, που συναρτάται με διαχρονική πρακτική. Πρακτική που ακολούθησαν, υπό τη θεσμική τους ιδιότητα, όχι μόνο όλα τα Μέλη του μεταβατικού Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (μεταβατικό Συμβούλιο), αλλά και όλα, σε βάθος δεκαετιών, τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στη συνέχεια της απόφασής μας θα διαφανεί το σχετικό, πλήρες φάσμα, των δεδομένων.
Το μεταβατικό Συμβούλιο – το οποίο λειτουργούσε στη βάση της μεταβατικής διάταξης 23(6)(α) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022, ως τροποποιήθηκαν από τον Ν.145(Ι)/2022 - αποφάσισε, στις 16 Ιουνίου 2023, να προσφέρει «… διορισμό, με δοκιμασία διάρκειας δύο ετών, στη μόνιμη θέση Επαρχιακού Δικαστή στη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας», από την 1 Ιουλίου 2023, στην κυρία Ντόρια Βαρωσιώτου.
Στις 27 Ιουνίου 2025, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο – το οποίο συγκροτείται από την Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο και τους λοιπούς Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως μέλη αυτού - αποφάσισε, για σειρά από λόγους, που δεν αφορούν το υπό κρίση αίτημα, ότι «…. η κα Βαρωσιώτου δεν είναι κατάλληλη ώστε να επικυρωθεί ο διορισμός της στη μόνιμη θέση του Επαρχιακού Δικαστή. Συνεπώς, η υπηρεσία της τερματίζεται με τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου.».
Αντιδρώντας, η κα Βαρωσιώτου, καταχώρισε Ένσταση, στις 8.7.2025, αξιώνοντας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του ως δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, στη βάση του Άρθρου 9(2)(δ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64, ως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος), την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ημερομηνίας 27.6.2025. Παρεμβάλλουμε ότι μετά την καταχώριση της υπό αναφορά Ένστασης μεσολάβησε η δημοσίευση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025, Ν.141(Ι)/2025, δυνάμει του οποίου λειτουργεί πλέον, από τις 25.7.2025, ΑΣΔΣ - το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο και τους λοιπούς Δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως μέλη αυτού. Το ΑΣΔΣ, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 10(7) του Νόμου, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα, ενεργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, του ελέγχου των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Με αυτά ως δεδομένα και κατά ακολουθία της μεταβατικής διάταξης 16(4) του τροποποιητικού Νόμου 141(Ι)/2025, η υπό συζήτηση εκκρεμούσα Ένσταση παραπέμφθηκε ως είχε και εκδικάζεται ενώπιον του ΑΣΔΣ.
Ως ήδη λέχθηκε, η Ένσταση της κας Βαρωσιώτου (Ενιστάμενης), καταχωρήθηκε στις 8.7.2025 και ακολούθησε ο ορισμός της, για πρώτη εμφάνιση και παροχή οδηγιών, στις 16.7.2025. Στις 9.7.2025, η πλευρά της Ενιστάμενης καταχώρησε μονομερή αίτηση, αξιώνοντας την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 27.6.2025. Η εν λόγω αίτηση ορίστηκε για επίδοση στις 16.7.2025, ημερομηνία κατά την οποία είχε οριστεί και η κυρίως υπόθεση, η Ένσταση, για οδηγίες. Κατά την εν λόγω δικάσιμο, η ενδιάμεση αίτηση για αναστολή ορίστηκε για ακρόαση στις 23.7.2025 και δόθηκαν οδηγίες προς καταχώριση σχετικής ένστασης. Η κυρίως υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25.8.2025, με οδηγίες προς καταχώριση γραπτών αγορεύσεων από τις δύο πλευρές. Στις 23.7.2025 έλαβε χώρα ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης και αυθημερόν εκδόθηκε απόφαση απόρριψης του σχετικού αιτήματος.
Παρατέθηκε η μέχρι σήμερα πορεία της υπόθεσης, προκειμένου να σημειωθεί ότι μέχρι και τις 25.8.2025 και παρά το γεγονός ότι έλαβαν χώρα οι προαναφερθείσες διαδικασίες, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα εξαίρεσης του Προέδρου ή μελών του ΑΣΔΣ. Τούτο παρά το γεγονός ότι τα κρίσιμα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται το υπό εξέταση αίτημα εξαίρεσης ήταν, κατά πάντα χρόνο, πλήρως γνωστά στην Ενιστάμενη, για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια.
Ενώ λοιπόν το ΑΣΔΣ, ανταποκρινόμενο, ως εκ της φύσης της υπόθεσης, για σύντομη κατά το δυνατό εκδίκαση, ήταν έτοιμο να προχωρήσει στις 25.8.2025 στο χειρισμό όχι μόνο της Ένστασης αλλά και ακόμη μιας αίτησης - που καταχωρήθηκε στις 21.8.2025, με αίτημα παραπομπής ερωτήματος στο ΔΕΕ - ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενιστάμενης ζήτησε για πρώτη φορά την εξαίρεση από τη σύνθεση του ΑΣΔΣ του Προέδρου του και δύο μελών, θέτοντας ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας τους.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν το υπό συζήτηση αίτημα, σημειώνουμε ότι δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Ανάγονται στο χρόνο διορισμού της Ενιστάμενης στη θέση Επαρχιακού Δικαστή και συναρτώνται με τη μεταρρύθμιση στο χώρο της Δικαιοσύνης που έλαβε χώρα το έτος 2023 και τους σχετικούς Νόμους που ψηφίστηκαν προς υλοποίησή της. Πιο συγκεκριμένα:
Με τον τροποποιητικό Νόμο 145(Ι)/2022, προβλέφθηκε όπως το μέχρι τότε ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο, λειτουργεί, από 1.7.2023, ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ως Ανώτατο Δικαστήριο, ως δύο δηλαδή ξεχωριστά θεσμικά όργανα. Θεσπίστηκαν επίσης μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες κάλυπταν το χρονικό διάστημα της δημοσίευσης του Νόμου μέχρι και της λειτουργίας των δύο ξεχωριστών θεσμικών οργάνων, ήτοι από 5.8.2022 μέχρι 1.7.2023. Καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, μεταβατική διάταξη 23(6)(α), η λειτουργία του μεταβατικού Συμβουλίου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου υπαγόταν και ο διορισμός δικαστικών λειτουργών. Συγκροτείτο από τον τότε Πρόεδρο του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Πρόεδρό του και τους λοιπούς Δικαστές του εν λόγω Δικαστηρίου ως μέλη. Τότε Πρόεδρος του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ο Πρόεδρος σήμερα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και Πρόεδρος του εκδικάζοντος την Ένσταση ΑΣΔΣ. Μεταξύ δε των μελών του προαναφερθέντος μεταβατικού Συμβουλίου ήταν και τέσσερα από τα μέλη του ΑΣΔΣ, συμπεριλαμβανομένων των δύο των οποίων την εξαίρεση ζήτησε ο κ. Δημητριάδης.
Είναι το μεταβατικό αυτό Συμβούλιο που πρόσφερε, στις 16.6.2023, «…διορισμό, με δοκιμασία διάρκειας δύο ετών, στη μόνιμη θέση Επαρχιακού Δικαστή στη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας…» στην Ενιστάμενη, όπως εντοπίζεται στη σχετική επιστολή της Αρχιπρωτοκολλητού, Γραμματέα του μεταβατικού Συμβουλίου, ιδίας ημερομηνίας.
Το ουσιαστικό επιχείρημα του κ. Δημητριάδη, επί του οποίου εδράζεται το αίτημα για εξαίρεση, συνίσταται στο ότι το ζήτημα της δοκιμαστικής περιόδου είναι ένα από τα κύρια θέματα ουσίας της Ένστασης, δεδομένης της διαφορετικής προσέγγισης των δύο μερών. Αναδύεται ως βασική του θέση ότι η προσβολή του τερματισμού των υπηρεσιών της Ενιστάμενης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της νομιμότητας της δοκιμαστικής περιόδου.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, εισηγείται ότι για τον Πρόεδρο και τα μέλη των οποίων ζητείται η εξαίρεση τίθεται ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας, αφού οι ίδιοι πήραν θέση ως προς την υπηρεσία της Ενιστάμενης με δοκιμαστική περίοδο, δεδομένης της συμμετοχής τους στις συνεντεύξεις και στο τότε μεταβατικό Συμβούλιο που πρόσφερε διορισμό επί δοκιμασία.
Έχει σημασία να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση του αιτήματος, ο ευπαίδευτος συνήγορος περιορίστηκε να ζητήσει την εξαίρεση του Προέδρου και δύο μελών μόνο και όχι και των άλλων δύο μελών του τότε μεταβατικού Συμβουλίου. Διότι, κατά τη θέση του, τα άλλα δύο μέλη δεν έλαβαν μέρος κατά τη συνέντευξη των υποψηφίων που οδήγησε στην επιλογή της Ενιστάμενης ως κατάλληλης προς διορισμό στη θέση Επαρχιακού Δικαστή.
Αυτό είναι γεγονός. Τα υπό αναφορά άλλα δύο μέλη δεν συμμετείχαν στις συνεντεύξεις, για λόγους άσχετους με τα όσα καλύπτουν την περίπτωση της Ενιστάμενης και το όλο φάσμα της ενώπιόν μας Ένστασης. Πλην όμως, ό,τι έχει σημασία προς εξέταση του ενώπιόν μας αιτήματος δεν είναι η συμμετοχή ή μη μελών του ΑΣΔΣ στις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα κατά το κρίσιμο χρόνο από το μεταβατικό Συμβούλιο. Το καίριο ζήτημα, της απόφασης του διορισμού της Ενιστάμενης και των λοιπών επιλεγέντων, με δοκιμασία διάρκειας δύο ετών, είναι μια διαφορετική πράξη, η οποία δεν συναρτάται με την συμμετοχή μελών στις συνεντεύξεις, αλλά με απόφαση του αρμοδίου σώματος, του τότε μεταβατικού Συμβουλίου. Το οποίο, κατά την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη 23(6)(α) «… συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ως Πρόεδρο και τους λοιπούς Δικαστές του Δικαστηρίου ως μέλη.».
Είναι με την πιο πάνω θεσμική του ιδιότητα που ενήργησε το μεταβατικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο, κατά το Νόμο, από τον Πρόεδρο και όλα τα μέλη του, προσφέροντας στους επιλεγέντες κατά τη συνέντευξη διορισμό με δοκιμασία. ΄Αλλωστε, τα άλλα δύο μέλη των οποίων δεν ζητήθηκε η εξαίρεση, συμμετείχαν σε συνεντεύξεις του μεταβατικού Συμβουλίου και του, τότε, Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που αφορούσαν άλλες θέσεις Δικαστών. Αποτέλεσμα των συνεντεύξεων αυτών ήταν, και πάλιν, ο διορισμός με δοκιμασία των επιλεγέντων, ως καταλληλότερων, στη θέση Δικαστή.
Συνεπώς, υπό αυτή τη μορφή και την ενιαία αντίκριση ενδεχόμενης εξαίρεσης του Πρόεδρου και τεσσάρων από τα μέλη του παρόντος ΑΣΔΣ, θα εξεταστεί και το ενώπιόν μας αίτημα.
Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά. (2019) 3 Α.Α.Δ. 550, 561-562, η οποία, επί του θέματος, υιοθετήθηκε από την πλήρη Ολομέλεια στην Αναφορά Αρ. 4/2022 (i-justice), Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 27/6/2023, το τότε Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στη σύνοψη της σχετικής νομολογίας και διατύπωσε με σαφήνεια τις συνταγματικές και νομικές αρχές που ακολουθούνται στα σύγχρονα δικαστικά συστήματα για θέματα εξαιρέσεων Δικαστών. Καθορίστηκε σχετικά:
«1. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ένας Δικαστής οφείλει, κατά κανόνα, να εξαιρεθεί είναι όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μεροληψίας ή εύλογη υποψία μεροληψίας, εκ μέρους του, και αφορά κυρίως τις εξής περιπτώσεις: (α) όταν έχει άμεσον οικονομικό συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, (β) όταν έχει στενή φιλία ή εχθρότητα με τους διαδίκους, και (γ) για άλλους λόγους που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, επιβάλλουν την εξαίρεσή του (Δέστε: Locabail (U.K.) Ltd v. Bayfield Properties Ltd (2000) Q.B. 451,R. v. Gough (Robert) (1993) A.C. 646 και Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 ΑΑΔ, 54).
2. Αυτοεξαίρεση Δικαστή για μη σοβαρό λόγο, ο οποίος δεν συνιστά έγκυρο λόγο εξαίρεσης, μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη του Δικαστή να εκτελέσει το Δικαστικό του καθήκον και ως μη επιτρεπτή παρέμβαση των διαδίκων στην επιλογή του Δικαστή της υπόθεσης τους, κατά παράβαση του κανόνα για απρόσωπο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης (Δέστε: Re JRL ex-parte, CJL (1986), 161 CLR 342 (Α.Δ. Αυστραλίας). Η ανάγκη διασφάλισης της υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστηρίου θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ανάγκη για ορθή λειτουργία του Δικαστικού Συστήματος (Δέστε: Rooney v. Minister for Agriculture (2001) 2 Ι.R.L.M. 37 (Α.Δ. Ιρλανδίας).
Οι αρχές περί εξαίρεσης, πέραν της πάγιας νομολογιακής αποκρυστάλλωσής τους, έχουν ενσωματωθεί στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Αναθεωρημένη Έκδοση Μαΐου 2019).»
Η προηγούμενη έκφραση γνώμης, επί νομικού σημείου, αναλόγως πάντα των περιστάσεων που διέπουν την κάθε ξεχωριστή περίπτωση, δεν δίδει, χωρίς άλλο, δικαίωμα για προβολή θέσης περί ύπαρξης μεροληψίας (Hauschildt v. Denmark (1989) ECHR, 7). Ιδιαιτέρως, στις περιπτώσεις όπου η έκφραση τέτοιας γνώμης έλαβε χώρα χωρίς εις βάθος εξέταση του νομικού θέματος και χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες νομικές παραμέτρους (βλ. Panton and Another v. Minister of Finance and Another (2001) All E.R. (D) 178).
Όπως, ταυτόσημα, επισημάνθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69, σελ. 76, υιοθετώντας επί του ζητήματος περικοπή από την απόφαση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54:
«2. Η κατάληξη σε δικαστικές αποφάσεις, καθώς και η διατύπωση των δικαστικών θέσεων και απόψεων σ' αυτές, δε δημιουργεί, όπως ορθά υποστηρίχθηκε, κώλυμα για τη συμμετοχή Δικαστή σε μεταγενέστερη διαδικασία στην οποία εγείρονται άμεσα ή έμμεσα παρόμοια θέματα προς εξέταση. (Βλέπε Βασιλειάδης ν. Βασιλειάδης ΧVIII A.A.Δ. 10, Βρακάς και Άλλος ν. Της Δημοκρατίας (1973) 2 Α.Α.Δ. 139, Χατζηκώστας ν. Αναστασιάδη (1982) 1 Α.Α.Δ. 296, Οικονομίδης και Άλλος ν. Αστυνομίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 301, Ραζής και 'Αλλος ν. Της Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 309, Κρητιώτης ν. Δήμου Πάφου (1983) 3 Α.Α.Δ. 1460, Μακρίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 304, Ξηρός ν. Της Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1476, Αίτηση στην υπόθεση Ψαρά (1985) 1 Α.Α.Δ. 561, Αίτηση Ψαρά (1985) 1 Α.Α.Δ. 604.).»
Προσθέτοντας,
«Είναι κατάδηλο ότι οτιδήποτε λέγει ο Δικαστής στην εκτέλεση του καθήκοντός του, είτε αφορά στην αιτία της απόφασης ή αποτελεί παρατηρήσεις εν παρόδω (obiter dicta) και άλλες απόψεις, είναι κείμενο δικαστικής υφής, που κατά τη νομολογία μας, δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού του από μελλοντική υπόθεση, έστω και αν αυτή παρουσιάζει παραπλήσιο ή ακόμη ταυτόσημο θέμα. Με άλλες λέξεις η εκπλήρωση του δικαστικού έργου με την έκδοση απόφασης, δε δημιουργεί ποτέ κώλυμα εκδίκασης μεταγενέστερων υποθέσεων από τον ίδιο δικαστή σε μονομελή σύνθεση ή συμμετοχής του σε δικαστήριο με ευρύτερη σύνθεση. Και αυτή είναι η εδραιωμένη άποψη της νομολογίας στην οποία αναφερθήκαμε και που ακολουθήσαμε πιστά την προκείμενη περίπτωση. ……»
Στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) Case of Kroi and Nocka v. Albania, Application No. 84056/17, 26.8.2025, κρίθηκε ότι τρεις από τους έξι Δικαστές που αποτελούσαν τη σύνθεση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας που εκδίκασε την υπόθεση, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αμερόληπτοι, διότι οι ίδιοι Δικαστές είχαν αποφασίσει, ως Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το 2012, την ίδια υπόθεση, με εμπλοκή των ιδίων μερών, επί των ιδίων γεγονότων και των ιδίων νομικών σημείων. Το ΕΔΑΔ, παράγραφοι 52 και επόμενες, συμφωνώντας με τα επιχειρήματα των αιτητών, έκρινε ότι η όλη κατάσταση θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες στο μυαλό τους σε σχέση με την αμεροληψία του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, προχώρησε στο να αποφασίσει αν οι αμφιβολίες αυτές ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες, ζήτημα το οποίο συναρτάται από τις ειδικές περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Προς την κατεύθυνση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον υφίστατο στενή σύνδεση μεταξύ των σημείων που εξέτασε το Ανώτατο Δικαστήριο το 2012 και αυτών που απασχόλησαν το Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του. Το ΕΔΑΔ, καταλήγοντας ότι οι τρεις Δικαστές εξέτασαν τα ίδια νομικά σημεία και κατέληξαν επί των ιδίων θεμάτων, έκρινε ότι τα δύο Δικαστήρια απασχόλησαν κατ΄ ουσίαν παρόμοια ή στενά συνδεδεμένα νομικά σημεία και, υπό τα δεδομένα, ο φόβος των αιτητών περί μεροληψίας ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένος.
Τα δεδομένα της ενώπιόν μας περίπτωσης διαφοροποιούνται:
Όπως λέχθηκε στην Καρατσής ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 220, 224:
«Κατά τη μορφοποιηθείσα πρακτική του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που καθιδρύθηκε βάσει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/64), διορισμοί στη θέση του Επαρχιακού Δικαστή, γίνονται, κατ' αρχάς, επί προσωρινής βάσεως, για χρονική περίοδο ενός έτους, με την προοπτική μονιμοποίησης μετά το πέρας του προσωρινού διορισμού.»
Αυτή την πάγια πρακτική ακολούθησε το μεταβατικό Συμβούλιο, πληροφορώντας, μέσω της Γραμματέας του, την Ενιστάμενη για το διορισμό της, με την επιστολή ημερομηνίας 16.6.2023.
Ο διορισμός με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Επαρχιακού Δικαστή δεν αποτέλεσε ζήτημα που απασχόλησε δικαστικά ή που κρίθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένους νομοθετικούς ή νομικούς παράγοντες, καθ’ οιονδήποτε στάδιο, κατά την μακρόχρονη εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής. Ως τέτοιο, εγείρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της υπό κρίση ΄Ενστασης. Συνιστά ένα από τα κύρια νομικά σημεία της Ενισταμένης και θα εξεταστεί από το ΑΣΔΣ κατά την ακρόαση της ουσίας της ΄Ενστασης και υπό το φως των εκτεταμένων νομικών επιχειρημάτων των δύο πλευρών.
Υπό τις συνθήκες αυτές, με δεδομένη τη νομική διάσταση που καλύπτει θέματα εξαίρεσης Δικαστών, δεν εντοπίζουμε έγκυρο λόγο εξαίρεσης. Αντιθέτως, αποδοχή του αιτήματος της πλευράς της Ενιστάμενης θα συνιστούσε, ουσιαστικά, άρνηση εκτέλεσης του δικαστικού μας καθήκοντος και δεν θα συμβιβαζόταν με την ανάγκη για ορθή λειτουργία του δικαστικού συστήματος.
Ακόμη όμως και αν ήταν βάσιμη η θέση της Ενιστάμενης και δικαιολογημένο το αίτημα για εξαίρεση, τυχόν αποδοχή του θα ενείχε και ευρύτερες διαστάσεις, άμεσα συναρτημένες με την αδυναμία, νόμιμης, συγκρότησης δευτεροβάθμιου δικαστικού Συμβουλίου, αρμόδιου να επιληφθεί της Ένστασης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 10Α(6) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο, Ν.141(Ι)/2025:
«Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία, εάν παρίσταται το ήμισυ του αριθμού των μελών αυτού πλέον ενός, περιλαμβανομένου του Προέδρου ή του προεδρεύοντος».
Με δεδομένη την πιο πάνω νομοθετική επιταγή, τυχόν εξαίρεση του Προέδρου και τεσσάρων από τα μέλη του ΑΣΔΣ θα είχε ως αναπόδραστο αποτέλεσμα την αδυναμία νόμιμης συγκρότησης του κατά το Νόμο μόνου, ανώτατου, αρμοδίου θεσμικού οργάνου προς εκδίκαση της Ένστασης. Υπό το πρίσμα αυτό υπεισέρχεται στην εικόνα το, κατά το Κοινοδίκαιο, δόγμα της ανάγκης, όπως αναγνωρίστηκε και στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω), σελ. 562:
«3. Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να συγκροτηθεί άλλο νόμιμο Δικαστήριο για να εκδικάσει μιαν υπόθεση, είναι επιτρεπτό, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να μετέχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου και Δικαστές που έχουν ακόμη και άμεσο οικονομικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, κατά παρέκκλιση προς το γενικό κανόνα Nemo judex in causa sua (Δέστε, μεταξύ άλλων: The Judges v. A.G. of Saskatchewan (1937) 53 TLR, 464 και Φυλακτού κ.α. v. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ, 565).»
Παρόμοια αντίκριση, κατ’ εφαρμογή του δόγματος της ανάγκης, ιδίως σε αναφορά με τελικά, ανώτατα δικαστικά όργανα, εντοπίζεται στα δικαστικά συστήματα παγκόσμια. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Sim Yong Teng v. Singapore Swimming Club (2016) SGCA 10, του Εφετείου της Σιγκαπούρης, Ebner v. The Official Trustee in Bankruptcy (2000) HCA 63, ημερομηνίας 7.12.2000, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας και Caccamo v. Canada (Minister of Manpower & Immigration) (1977) 75 D.L.R. (3d) 720.
Το ΕΔΑΔ, στην απόφαση Kroi and Nocka (ανωτέρω), παράγραφος 61, αναγνωρίζοντας την εφαρμογή του δόγματος της ανάγκης, παραπέμπει στα Bangalore Principles of Judicial Conduct, όπου προβλέπεται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι επιτρεπτή η παράκαμψη της αρχής της αμεροληψίας. Στην περίπτωση αυτή, Δικαστής, ο οποίος υπό διαφορετικές συνθήκες θα έπρεπε να εξαιρεθεί, μπορεί να ακούσει και να αποφασίσει την ενώπιόν του υπόθεση. ΄Αλλως, παράλειψη να το πράξει, θα οδηγούσε σε αδικία. Παραπέμπει επίσης το ΕΔΑΔ σε γνωμάτευση της Επιτροπής Βενετίας, όπου σημειώνεται ότι το δόγμα της ανάγκης εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση όπου η εξαίρεση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση απονομής δικαιοσύνης.
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος κατά τη διάγνωση της υπόθεσης του δικαιούται να δικαστεί δίκαια ενώπιον «…αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου».
Δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, ως διαλαμβάνει το Άρθρο 6[1] της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σημαίνει επίσης και Δικαστήριο που λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο.
Στην απόφαση της ευρείας σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην GUÐMUNDUR ANDRI ÁSTRÁÐSSON v. ICELAND (Application no. 26374/18, ημερ. 1.12.2020) επισημάνθηκαν τα ακόλουθα “it has interpreted the requirement of a “tribunal established by law” also to mean a “tribunal established in accordance with the law”.
Όπως δε αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Λ-Α Σισιλιάνου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία κατ’ Άρθρο 3η έκδοση στην σελ. 342 «Με άλλα λόγια, η εγγύηση αυτή παραβιάζεται εάν ένα εθνικό Δικαστήριο δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους επιμέρους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του (σύνθεση, αρμοδιότητα κ.λπ.)».
Ως λέχθηκε, χωρίς τη συμμετοχή των υπό συζήτηση Προέδρου και μελών του ΑΣΔΣ, δεν μπορεί να υπάρξει απαρτία του μόνου κατά το Νόμο αρμόδιου και τελικού φορέα εξέτασης της Ένστασης. Απαρτία προβλεπόμενη ρητώς από το Άρθρο 10Α(6) του Νόμου, δίχως τη συνδρομή της οποίας καθίσταται έκνομη η εκδίκαση της ουσίας (σχετική αναφορά ως προς την σημασία νομοθετικής πρόβλεψης για απαρτία, εντοπίζεται στην απόφαση Sim Yong Teng (ανωτέρω)).
Συνεπώς και κατ’ εφαρμογή του δόγματος της ανάγκης, έστω και αν στοιχειοθετείτο λόγος εξαίρεσης, το ΑΣΔΣ, προκειμένου να διασφαλίσει την επιτέλεση των εκ του Νόμου καθηκόντων του, οφείλει να απορρίψει το αίτημα και να προχωρήσει στην εκδίκαση της Ένστασης. Διαφορετική αντίκριση θα οδηγούσε, υπό τις συνθήκες, σε άρνηση απονομής δικαιοσύνης.
Πέραν των πιο πάνω, το υπό συζήτηση αίτημα για αποκλεισμό είναι έκθετο προς απόρριψη και για ένα επιπρόσθετο λόγο, συναρτώμενο με το χρόνο υποβολής του.
Όπως παρατηρήθηκε στην Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 2) (ανωτέρω), η υποβολή αίτησης για εξαίρεση δικαστή πρέπει να γίνεται ύστερα από πολλή περίσκεψη, να εδράζεται σε σοβαρά, αντικειμενικά, δεδομένα και να υποβάλλεται με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Σημειώθηκε επίσης ότι το δικαίωμα για υποβολή τέτοιας αίτησης δεν είναι θέμα επιφύλαξης. Ταυτόσημα, στην Pantelis Vrakas and another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, λέχθηκε ότι η ένσταση, όπου υφίσταται ισχυρισμός προκατάληψης, πρέπει να εγείρεται το ενωρίτερο.
Χρήσιμο είναι να παρεμβάλουμε ότι στην απόφαση του Kroi and Nocka v. Albania (ανωτέρω), απασχόλησε παρόμοιο ζήτημα έγερσης ένστασης ως προς τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Η ένσταση ότι το αίτημα για εξαίρεση τέθηκε σε καθυστερημένο στάδιο δεν έγινε αποδεκτή, καθότι, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν εισήγηση περί μεροληψίας σε προηγούμενο χρόνο. Τούτο διότι, για πρώτη φορά έλαβαν γνώση ως προς τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας που εκδίκαζε την υπόθεσή τους όταν τους κοινοποιήθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.
Αντιθέτως, στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, και δεν μας διαφεύγει, τα κρίσιμα γεγονότα που αφορούν το υπό συζήτηση θέμα ήταν γνωστά, σε όλη τη διάστασή τους, στην Ενιστάμενη κατά το χρόνο καταχώρισης της ενώπιόν μας Ένστασης. Τούτο, λόγω της δημοσίευσης στο Νόμο, Άρθρο 26(6)(α), της συγκρότησης του μεταβατικού Συμβουλίου, αλλά, και ιδίως, λόγω της συμμετοχής της, ως υποψήφιας προς διορισμό, στις συνεντεύξεις ενώπιον του Προέδρου και μελών του μεταβατικού Συμβουλίου. Είχε την ευκαιρία, υπό τα δεδομένα αυτά και γνωρίζοντας ήδη, από την πορεία της ΄Ενστασης, την σύνθεση του ΑΣΔΣ που την εκδικάζει, να θέσει ζήτημα εξαίρεσης σε προγενέστερο χρόνο, ακόμη και από την πρώτη εμφάνιση.
Παρά ταύτα, παρέλειψε να το πράξει ακόμη και στο στάδιο όπου εξετάστηκε η αίτηση της για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία, ως ήδη λέχθηκε, καταχωρήθηκε στις 27.6.2025, ορίστηκε για επίδοση στις 16.7.2025 και ακολούθως για ακρόαση στις 23.7.2025. Τονίζεται ότι το ζήτημα του διορισμού επί δοκιμασία βρισκόταν στον πυρήνα της υπό αναφορά αίτησης.
Κατά ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, δεν τίθεται θέμα εξαίρεσης και ως εκ τούτου το ενώπιόν μας αίτημα απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Μ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Μ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Μ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Μ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Μ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Μ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Μ.
/ΓΓ-ΣΦ
[1] «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, .. από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα,…»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο