ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 80/20, 15/9/2025
print
Τίτλος:
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 80/20, 15/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 80/20)

15 Σεπτεμβρίου, 2025

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

Εφεσείων,

   ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Μ. Κοτσώνη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ελ. Ιωάννου (κα), ασκούμενη δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Χρ. Παρασκευά (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Tο ενδιαφερόμενο μέρος (στο εξής «Ε/Μ»), διορίστηκε από 1/7/2006 στην θέση Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, η οποία είχε δημοσιευτεί ως κενή θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Ο εφεσείων ο οποίος ήταν υποψήφιος και αυτός για την θέση καταχώρισε προσφυγή.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθ. αρ. 1609/2006, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.7.2010), η οποία ήταν ακυρωτική, αποφασίστηκε πως η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αιτιολόγησε γιατί πιστώθηκε στο Ε/Μ Θεοδώρου (στο εξής Ε/Μ), το πλεονέκτημα της πείρας, αφού δεν προέβη σε δέουσα διερεύνηση του περιεχομένου, της φύσης, του επιπέδου και της έντασης της εμπειρίας που είχε αποκτήσει. Πρόσθετα το Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν προσδιορίστηκαν τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντος που μέτρησαν για την πίστωση του πλεονεκτήματος της μετεκπαίδευσης και δεν αξιολογήθηκαν τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα του, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ»),  κατά πόσο δηλαδή αυτά ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

  

Μετά από διαδικασία επανεξέτασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή πίστωσε στον εφεσείοντα την κατοχή του απαραίτητου προσόντος της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση του Bachelor of Laws και την κατοχή του πλεονεκτήματος της μετεκπαίδευσης της παραγράφου 3(5) με βάση το Master in Public Administration, ενώ θεώρησε ως πρόσθετα προσόντα μεν, αλλά μη σχετικά, το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στην Αγροτική Ανάπτυξη και στον Προγραμματισμό, καθώς και το μεταπτυχιακό Agricultural Extension, ως επίσης και το Πτυχίο Γεωπονικής και τους επέδωσε, ως αναφέρεται στο πρακτικό, την ανάλογη βαρύτητα.

 

Η ίδια Επιτροπή, πίστωσε στο Ε/Μ το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας, αναφορικά με την κατοχή πείρας σε θέματα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, αφού, ως αναφέρεται στο πρακτικό της σχετικής συνεδρίας της, επιβεβαίωσε από το περιεχόμενο των φακέλων, αλλά και από σχετική βεβαίωση από το Υπουργείο Εσωτερικών, ημερομηνίας 14/10/2005, ότι το Ε/Μ εργάστηκε σε συναφή θέματα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, στη διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών για περίοδο πέραν των τριών ετών.

 

Η ΕΔΥ, υιοθετώντας και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 31/8/2011, αποφάσισε την επιλογή εκ νέου του Ε/Μ στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1/7/2006.

 

Στα πλαίσια της δεύτερης προσφυγής του εφεσείοντος, εκδόθηκε δεύτερη ακυρωτική απόφαση (Υπ. αρ. 1335/2011, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4/11/2013). Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση λήφθηκε κατά πλάνη, αφού στο μεταξύ ο εφεσείων, κατόπιν έκδοσης μεταγενέστερα άλλης δικαστικής απόφασης, προήχθη αναδρομικά από προγενέστερη ημερομηνία σε σχέση με αυτή που είχε ενώπιον της η ΕΔΥ, όσο και η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ομοίως και η θέση που κατείχε το Ε/Μ στην προηγούμενη θέση, είχε ακυρωθεί, με αποτέλεσμα την διαφοροποίηση του πραγματικού καθεστώτος που είχε ενώπιόν του το διοικητικό όργανο.

 

Ακολούθησε επανεξέταση. Η ΕΔΥ με επιστολή της ημερομηνίας 19/6/2014, ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να προβεί στο έργο της, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα πραγματικά δεδομένα, ήτοι ότι ο εφεσείων κατείχε τη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, από 15/1/2003 μέχρι την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του από τη Δημόσια Υπηρεσία, την 1/1/2008, όπως επίσης ότι το Ε/Μ Θεοδώρου, κατείχε τη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού από 15/10/2005, μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης του, την 1/10/2012.

 

Αφού συστάθηκε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, ενόψει αφυπηρέτησης και απόσπασης των μελών της προηγούμενης, αυτή ετοίμασε την Έκθεσή της, την οποία απέστειλε προς την ΕΔΥ με επιστολή ημερομηνίας 6/10/2016. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με νέα σύνθεση, αποφάσισε όπως η επανεξέταση γίνει στη βάση του άρθρου 34Α του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90), λαμβανομένης δηλαδή υπόψιν της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην διεξαχθείσα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Αποφάσισε επίσης όπως οι αιτήσεις των υποψηφίων εξετάζονταν υπό το φως της αρχαιότητάς τους, όπως είχε στο μεταξύ αυτή διαμορφωθεί. Τέλος, η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύστησε για επιλογή, μεταξύ άλλων, τόσο τον εφεσείοντα, όσο και το Ε/Μ, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που είχε διεξαχθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα προσόντα των υποψηφίων, την κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, την αρχαιότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο μεταξύ, καθώς και τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων. Σημειώνεται ότι, κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική συνέντευξη, τα πορίσματα της οποίας λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (25.10.2005), ο εφεσείοντας είχε αξιολογηθεί ως «Σχεδόν Εξαίρετος»  και το Ε/Μ ως «Εξαίρετος».

 

Η ΕΔΥ υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού έλεγξε, όπως αναφέρεται στο σχετικό Πρακτικό, και η ίδια τα προσόντα των υποψηφίων, το πλεονέκτημα, την απαιτούμενη γνώση ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Στη συνέχεια κάλεσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος σύστησε για επιλογή στην επίδικη θέση το Ε/Μ. Αφού έλαβε υπόψη της τις αξιολογήσεις της απόδοσης στην ενώπιον της προφορική συνέντευξη, όπως αυτές καταγράφηκαν στα πρακτικά της αρχικής διαδικασίας, ημερομηνίας 19/6/2006, σύμφωνα με τις οποίες ο εφεσείοντας είχε τότε αξιολογηθεί ως «Πάρα πολύ καλός», το δε Ε/Μ είχε αξιολογηθεί ως «Εξαίρετος», η ΕΔΥ αποφάσισε στις 8/12/2016 τον αναδρομικό διορισμό του Ε/Μ στην επίδικη θέση, από 1/7/2006, μέχρι την ημερομηνία της αφυπηρετήσεώς του.

 

Ακολούθησε η καταχώριση από τον εφεσείοντα προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης. Το Δικαστήριο με την εκκαλούμενη στην παρούσα έφεση απόφασή του απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Έκρινε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία, δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε σφάλμα ή πλάνη στην απόφαση της ΕΔΥ. Διαπίστωσε αντίθετα, ότι η ΕΔΥ αξιολόγησε τα ενώπιον της στοιχεία κατά τρόπο που συνήδε με την πάγια θέση της νομολογίας, ότι κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους η ΕΔΥ έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, καταλήγοντας πως το Δικαστήριο, όταν δεν διαπιστώνεται παρανομία, επεμβαίνει μόνον εφόσον καταφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι λογικά εφικτή και εφόσον καταδειχθεί εκ μέρους του εφεσείοντα, ο οποίος έχει και το βάρος απόδειξης, ότι υπερέχει έκδηλα έναντι του Ε/Μ, κάτι που ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει.

 

Ακολούθησε η καταχώριση της ενώπιον μας έφεσης. Ο εφεσείων βάλλει κατά της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με δεκαπέντε λόγους έφεσης, από τους οποίους οι πλείστοι άπτονται, σύμφωνα με ισχυρισμό του, σφαλμάτων και πλάνης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, δηλαδή του ιδίου αντί του Ε/Μ.   

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζει πως λανθασμένα αποφασίστηκε πως υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, αφού η υπεροχή του σε αρχαιότητα μόνο λεκτικά του αναγνωρίστηκε και δεν του προσδόθηκε υπεροχή.

 

Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι λανθασμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 34Α του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) και της λήψης υπόψιν των συνεντεύξεων που είχαν γίνει ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με άλλη σύνθεση κατά την πρώτη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν την απόρριψη των λόγων ακυρώσεως σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό υπεροχή του εφεσείοντα στα στοιχεία κρίσης, των προσόντων και της αρχαιότητας, στην έλλειψη δέουσας έρευνας για την διαπίστωση του επιπέδου των μεταπτυχιακών του τίτλων ως επιπέδου Master, την κατοχή του πλεονεκτήματος της πείρας, που δεν του πιστώθηκε, (ώστε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού τίτλου επιπέδου Master που κατείχε να μετρούσε ως πρόσθετο προσόν), το αναιτιολόγητο της κρίσης σε σχέση με την κατοχή του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος, την μη πρόσδοση της απαραίτητης σημασίας στην υπεροχή του σε αρχαιότητα, σε προσόντα, σε δημοσιεύσεις, σε γενική υπεροχή σε αξία, την μη κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος οποιουδήποτε μεταπτυχιακού τίτλου, την παράλειψη του Δικαστηρίου να εντοπίσει ότι ο Πίνακας που ετοιμάστηκε για τα προσόντα του περιείχε λάθη ως προς το επίπεδο των μεταπτυχιακών του τίτλων ότι αυτοί ήταν επιπέδου Master και ότι ένας εξ αυτών αφορούσε στην Διοίκηση και ότι η ΕΔΥ τους απέδωσε λεκτική μόνο σημασία.

 

Τέλος, με τον ξεχωριστό λόγο ακυρώσεως (12ος λόγος έφεσης) βάλλει κατά της απόρριψης του λόγου ακυρώσεως περί υπέρμετρης καθυστέρησης στην λήψη της τελικής απόφασης. Η δεύτερη ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 4/11/2013 και η επανεξέταση ολοκληρώθηκε με λήψη απόφασης στις 8/12/2016 κατά παράβαση, όπως υποστηρίζει, του εύλογου χρόνου, του Νόμου, της νομολογίας και των αποφάσεων του ΕΔΑΔ.

 

Προέχει η καταγραφή του κανονιστικού πλαισίου, δηλαδή του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης που είχε ως ακολούθως κατά τον ουσιώδη χρόνο δημοσίευσης της κενής θέσης το 2002:

 

«Σχέδιο Υπηρεσίας για το Υπουργείο Εσωτερικών

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ: (Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής).

 

Εγκεκριμένη Μισθοδοτική Κλίμακα: Α15: £6,002X243-7,217.

 

Καθήκοντα και ευθύνες:

 

(α)     Υπεύθυνος για:

        

         (i) Την οργάνωση, διοίκηση, εποπτεία και εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας Προστασίας και Διαχειρίσεως Τ/Κ Περιουσιών∙

 

         (ii) τη διοίκηση, προστασία και διαχείριση των Τ/Κ Περιουσιών∙

 

         (iii) την εφαρμογή της νομοθεσίας και της Κυβερνητικής πολιτικής που σχετίζεται με τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας καθώς και την εκτέλεση των αποφάσεων για την Προστασία και Διαχείριση Τ/Κ Περιουσιών.

 

(β)     Συμβουλεύει για τη διαμόρφωση πολιτικής και κριτηρίων αναφορικά με τη Διαχείριση και Προστασία των Τ/Κ Περιουσιών.

 

(γ)     Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.

 

                   Απαιτούμενα προσόντα:

 

(1)         Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διαχείριση Ακινήτων, Πολεοδομία/Χωροταξία, Οικονομικά, Γεωγραφία, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law).

 

(2)         Δεκαετής τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, από την οποία πενταετής στη διαχείριση περιουσιών.

 

(3)         Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.

 

(4)         Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα, υπομονητικότητα και ευθυκρισία.

 

(5)         Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1) πιο πάνω ή/και πείρα σε θέματα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.

 

            Σημ.: “Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο” »     

 

Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου προκύπτει από τις διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, (Ν.1/90), με δεδομένες πάντοτε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για τα καθήκοντα της προκηρυχθείσας θέσης, ειδικότερα των απαραίτητων προσόντων για να καταστεί ο υποψήφιος προσοντούχος, καθώς και των άλλων προσόντων ή πείρας που προβλέπονται ότι προσδίδουν στους κατέχοντές υπεροχή έναντι των άλλων, επειδή αναγνωρίζονται ως πλεονέκτημα από τον κανονιστικό νομοθέτη. Στην σύγκριση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων δίδεται σημασία στην Αξία, Προσόντα, Αρχαιότητα. Σε θέσεις Πρώτου διορισμού και προαγωγής λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη και η σύσταση του Διευθυντή.

 

Έχουμε μελετήσει ενδελεχώς τις πολυσέλιδες γραπτές αγορεύσεις, καθώς και τα στοιχεία στο διοικητικό φάκελο και έχουμε καταλήξει πως κανένας από τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός, έχοντας υπόψη και τα όρια επέμβασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στα πλαίσια του ελέγχου νομιμότητας, ότι δηλαδή το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του κρίση στην κρίση του διοικητικού οργάνου, αν αυτή κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή.

 

Προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας πείρα ως απαραίτητο προσόν, ως αναφέρεται ανωτέρω, καθώς και πείρα ως πλεονέκτημα. Είχε ληφθεί απόφαση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή πως για την πίστωση του πλεονεκτήματος της πείρας, αυτή θα έπρεπε να είχε αποκτηθεί από τους υποψηφίους είτε στην θέση Προϊστάμενου Κλάδου Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σε Επαρχιακή Διοίκηση είτε σε συναφή θέματα στη Διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών ή στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, για περίοδο 3 ετών.

 

Κρίθηκε πως το Ε/Μ κατείχε το πλεονέκτημα στην βάση της ανωτέρω προπαρασκευαστικής απόφασης, βάσει της πείρας του στην Διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών στην εκτέλεση καθηκόντων σε συναφή θέματα, λαμβανομένης υπόψη και της βεβαίωσης που δόθηκε από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 14/10/2005 που το βεβαίωνε. Ο ίδιος ο εφεσείων δεν υποστήριξε με λόγο ακυρώσεως πως η ερμηνεία και εξειδίκευση της παραγράφου 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας ως ανωτέρω βρισκόταν εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας από τα αρμόδια όργανα, ώστε να καταρρίψει το εύλογο της απόφασης πίστωσης του πλεονεκτήματος της πείρας στο Ε/Μ και ούτε προσδιόρισε την συγκεκριμένη δική του πραγματική πείρα, διάρκειας 3 ετών, που να έχει αποκτηθεί στην εκτέλεση των καθηκόντων των θέσεων είτε Προϊσταμένου Κλάδου Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σε Επαρχιακή Διοίκηση είτε σε συναφή θέματα στη Διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών είτε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, για να αποδείξει ότι θα έπρεπε να του πιστωθεί το πλεονέκτημα της πείρας.

 

Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει το περιεχόμενο όλων των διοικητικών φακέλων για να διερευνήσει το βάσιμο των ισχυρισμών του εφεσείοντα σε προσφυγή, το οποίο παραλείπει να αναπτύξει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει το σχετικό λόγο ακυρώσεώς του, εδώ της κατοχής και από τον ίδιο του πλεονεκτήματος της πείρας, όπως αυτή καθορίστηκε πως θα αποτελεί πλεονέκτημα σε προπαρασκευαστικό στάδιο. Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσής του, περί της μη ορθότητας της απόφασης του δικαστηρίου να απορρίψει τους σχετικούς λόγους ακυρώσεως, απορρίπτονται. Στον εφεσείοντα πιστώθηκε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού τίτλου και όχι της πείρας, χωρίς να έχει ανατραπεί το τεκμήριο νομιμότητας σε σχέση με την απόφαση αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι το βάρος απόδειξης το είχε ο εφεσείων και ότι επρόκειτο για απαίτηση πείρας, δηλαδή πραγματικής άσκησης καθηκόντων και όχι υπηρεσίας (η οποία τυχόν του αναγνωρίστηκε με αναδρομική ισχύ). Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Επομένως και οι δύο υποψήφιοι κατείχαν και οι δύο το πλεονέκτημα με διαφορετικούς τρόπους.

 

Ως προς την αξία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του εφεσείοντος στην βαθμολογημένη αξία κατά 5 Εξαίρετα, διαφορά που ήταν οριακή μεν, αλλά η διαπίστωση και καταγραφή των βαθμολογιών σε Πίνακες δεν συνιστά πλάνη, ως ο σχετικός ισχυρισμός του εφεσείοντος. Η βαθμολόγηση του έτους 2005 δεν λήφθηκε υπόψη για κανένα από τους υποψηφίους μετά από ένσταση του ιδίου του εφεσείοντος για την δική του έκθεση, η οποία ακυρώθηκε, οπότε ο σχετικός του ισχυρισμός πως κατά πλάνη ή παράνομα δεν κατέγραψαν τις βαθμολογίες του 2005, (ώστε να καταδειχθεί ότι είχε άνοδο), καταρρίπτεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Το γεγονός της ακύρωσης της βαθμολογίας του για το έτος 2005, το κατέγραψε ο ίδιος στην αγόρευσή του, και αναφέρεται και στο πρακτικό της ΕΔΥ.

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, ορθά αποφασίστηκε από το Δικαστήριο πρωτόδικα ότι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, παρά το γεγονός της αλλαγής της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του λόγου ακυρώσεως περί πλάνης για την αρχαιότητα του εφεσείοντος, βάσει του άρθρου 34 Α(3) του Ν. 1/90, που έχει ως ακολούθως:

 

«34Α ………………………………………………………………………..

 

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους:

 

Νοείται ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα µε την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δε λαμβάνεται υπόψη.»

 

Ο εφεσείων επανέλαβε και ενώπιόν μας τον ισχυρισμό του ότι ο λόγος ακυρώσεως που είχε πετύχει (πλάνη ως προς την αρχαιότητα) προηγείτο των συνεντεύξεων και «ως εκ τούτου» οι συνεντεύξεις δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψιν. Ο ισχυρισμός είναι εσφαλμένος, καθ’ ότι παραβλέπει ότι σύμφωνα με το άρθρο 34Α(3) ακόμα και αν προηγείται ο λόγος ακυρώσεως της διαδικασίας των συνεντεύξεων ο λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να επηρέασε την κρίση της Επιτροπής, στην αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση, κάτι που δεν προκύπτει να είχε συμβεί. Σε κάθε περίπτωση ορθά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο πρωτόδικα επειδή ο λόγος ακύρωσης περί πλάνης για την αρχαιότητα δεν προηγείτο των συνεντεύξεων. Η αξιολόγηση των υποψηφίων σε όλα τα κριτήρια επιλογής από την Συμβουλευτική Επιτροπή έγινε μετά την διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων. Ως εκ τούτου απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Σε σχέση με την σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αυτή σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής δεν απαιτείται να αιτιολογείται βάσει του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90). Ο Γενικός Διευθυντής είχε ενώπιόν του τα στοιχεία των υποψηφίων και σύστησε το Ε/Μ που ήταν Εξαίρετος σε Αξία, είχε το πλεονέκτημα, αλλά δεν υπερείχε του εφεσείοντος σε αρχαιότητα. Ο τελευταίος υπερείχε του Ε/Μ κατά 3 χρόνια στην τελευταία θέση. Πρόκειται για σύσταση εύλογη, παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων υπερείχε κατά 3 χρόνια σε αρχαιότητα στην «παρούσα» τους θέση, προσδιορισμένη ως τέτοια κατά τον ουσιώδη χρόνο, και κατείχε και πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα. Ως τέτοια σύσταση, μη εκφεύγουσα δηλαδή των επιτρεπτών ορίων της εξουσίας σύστασης του κατά την κρίση του Γενικού Διευθυντή καταλληλότερου υποψηφίου, δεν δύναται να κριθεί από το Δικαστήριο ως παράνομη, καθ’ ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του Δικαστηρίου στην κρίση του Γενικού Διευθυντή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμα και αν το Δικαστήριο θα είχε σχηματίσει άλλη άποψη, δεν επεμβαίνει στην αρμοδιότητα του οργάνου.  

 

Ως προς την υπεροχή του σε αρχαιότητα, ο εφεσείων υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον λόγο ακυρώσεως περί μη απόδοσης της δέουσας σημασίας στην υπεροχή του σε αρχαιότητα σε «όλες» τις θέσεις, σε σύγκριση με το Ε/Μ.  

 

Αποτελεί σφάλμα του εφεσείοντος να υποστηρίζει ότι υπερείχε σε αρχαιότητα «σε όλες τις θέσεις» που κατείχαν (εφεσείων και Ε/Μ) σε αντίστοιχες κλίμακες. Κάτι τέτοιο εκφεύγει του καθορισμού νομοθετικά της αρχαιότητας μεταξύ δύο υποψηφίων που κατέχουν διαφορετικές θέσεις με ίδιους μισθοδοτικούς όρους. Βάσει του άρθρου 49(3) του Ν.1/90, αυτή κρίνεται βάσει της ημερομηνίας ισχύος του διορισμού στις θέσεις αυτές.

Ως προς τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντος, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ δεν παρέλειψαν να τα λάβουν υπόψιν. Τα θεώρησαν μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά παρόλα αυτά δεν τα παραγνώρισαν. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος, ότι κατά πλάνη δεν έλαβαν υπόψιν ότι επρόκειτο για ακαδημαϊκούς τίτλους επιπέδου Master, δεν τεκμηριώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτόδικα, ώστε να τίθεται λόγος έφεσης για κατά πλάνη απόρριψη του σχετικού λόγου ακυρώσεως. Τα προσόντα του εφεσείοντος βρίσκονταν στους διοικητικούς φακέλους. Το Δικαστήριο όμως δεν προβαίνει βάσει των ισχυρισμών στις γραπτές αγορεύσεις σε πρωτογενή κρίση, είτε ως προς την αντιστοιχία πτυχίου με επιπέδο Master λόγω πενταετούς διάρκειας, είτε σε σχέση με τους μεταπτυχιακούς τίτλους, ότι αυτοί ήταν επιπέδου Master ή ισότιμοι με Master ή άλλως πως, είτε κατά πόσον η θεματική κάποιου ακαδημαϊκού τίτλου ήταν στην «διοίκηση». Αρμόδιο όργανο για μία τέτοια αξιολόγηση είναι το ΚΥΣΑΤΣ και όχι το Δικαστήριο. Τέτοιο Πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ φαίνεται να προσκόμισε ο εφεσείων σε σχέση με την ισοτιμία του πτυχίου του στη Γεωπονία με μεταπτυχιακό τίτλο Master, αλλά κανένα άλλο τέτοιο σχετικό Πιστοποιητικό δεν προσκόμισε. Ο εφεσείων που επικαλέστηκε πλάνη της ΕΔΥ ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προσδιόρισε τους λόγους της πλάνης, με προσκόμιση μαρτυρίας ή αυταπόδεικτων στοιχείων εντός των διοικητικών φακέλων. Αντίθετα μάλιστα, σε δικό του Πίνακα που επισύναψε στη Γραπτή του Αγόρευση, οι μεταπτυχιακοί τίτλοι δεν αναφέρονται όλοι σε Master (βλ. Παράρτημα ΙΙΙ στη Γραπτή Αγόρευση Αιτητή). Ούτε και αποδείχθηκε ότι το όποιο λάθος στην τυχόν καταγραφή των προσόντων σε Πίνακες ήταν ουσιώδες, έχοντας υπόψιν ότι επρόκειτο για πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν αποτελούσαν προβλεπόμενα προσόντα στο σχέδιο υπηρεσίας είτε ως πλεονέκτημα είτε ως πρόσθετο προσόν. Η πρόσδοση υπερβολικής βαρύτητας, θα υπερσκέλιζε το πλεονέκτημα, όπως αυτό προβλέφθηκε από τον Κανονιστικό Νομοθέτη στο σχέδιο υπηρεσίας.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Όπως προαναφέρθηκε, ο 12ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό λάθος του Δικαστηρίου να απορρίψει τον ισχυρισμό του εφεσείοντος για παράλειψη των εφεσίβλητων να επανεξετάσουν την υπόθεση μετά την τελευταία ακύρωση εντός του εύλογο χρόνου. Υποστηρίχθηκε πως η διοίκηση οφείλει να εκδίδει τις αποφάσεις της εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος παρήλθε, κατά παράβαση των γενικών αρχών, της νομολογίας και της νομολογίας του ΕΔΑΔ. Εισηγείται πως η αλλαγή στην σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν θα μπορούσε να είχε επιφέρει τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε το 2013 και η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε το 2016. Παρατηρείται πως παρέχεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία ευχέρεια σε κάθε διοικούμενο αν θεωρεί ότι παραβιάστηκε ο εύλογος χρόνος επανεξέτασης και συμμόρφωσης με το δεδικασμένο να προσφύγει στο δικαστήριο για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της διοίκησης. Ο εφεσείων ο οποίος είχε την ευκαιρία αυτή παρέλειψε να προσφύγει. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως τέθηκε όψιμα, μετά δηλαδή την έκδοση της τελικής απόφασης της ΕΔΥ και την άρση της όποιας κατ’ ισχυρισμό παράλειψης ενέργειας χωρίς να έχει υποστηριχθεί σε ξεχωριστή δικαστική διαδικασία η παράλειψη έκδοσης απόφασης εντός ευλόγου χρόνου. Πέραν αυτού, ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι άσχετος με τη νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης, αφού δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη επανεξέτασης εντός ευλόγου χρόνου επέδρασε στη νομιμότητα επιλογής του Ε/Μ αντί του εφεσείοντος. Η επανεξέταση έγινε βάσει του πραγματικού και νομικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου, όπως το πραγματικό καθεστώς βέβαια διαμορφώθηκε με τις μεταγενέστερες προαγωγές του εφεσείοντος αναδρομικά. Επομένως δεν υπέδειξε ο εφεσείων με ποιό τρόπο επηρεάστηκε η νομιμότητα της απόφασης, ώστε να προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό με έννομο συμφέρον στην προσφυγή του κατά της νομιμότητας της απόφασης. Ορθά απορρίφθηκε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως.

 

Με τον τελευταίο λόγο εφέσεως, ο εφεσείων υποστήριξε ότι εσφαλμένα κατέληξε το Δικαστήριο ότι απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, αφού, κατά τον ισχυρισμό του, είχαν προβληθεί λόγοι ακυρώσεως που καταδείκνυαν πλάνη περί τα πράγματα, μη τήρηση άρτιων πρακτικών, έλλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας, ώστε να μην ελέγχεται σε τέτοιες περιπτώσεις το ζήτημα της αποτυχίας απόδειξης έκδηλης υπεροχής. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Αυτό που ουσιαστικά υποστήριξε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, ήταν ότι η ΕΔΥ απέτυχε να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο που ήταν ο ίδιος. Υποστήριξε μάλιστα έντονα ότι σε τίποτα δεν υπερείχε το Ε/Μ. Από τα Παραρτήματα της Ένστασης καθώς και τον διοικητικό φάκελο προκύπτει αυτό που κατέγραψε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δηλαδή το Ε/Μ κατείχε το πλεονέκτημα, είχε εξαίρετες αξιολογήσεις ετησίως, (έστω και οριακά επιμέρους καλύτερες από τον εφεσείοντα), είχε καλύτερες αξιολογήσεις στις δύο προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, έστω και οριακά σε σχέση με τον εφεσείοντα, και είχε υπέρ του και την σύσταση του Διευθυντή. Ο εφεσείων από την άλλη κατείχε επίσης το πλεονέκτημα, υπερείχε σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια στην τελευταία θέση ίδιας μισθολογικής κλίμακας με την θέση του Ε/Μ και κατείχε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν αγνοήθηκαν εντελώς, παρόλο που κρίθηκαν ως μη σχετικά προσόντα με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά τους δόθηκε κάποια βαρύτητα. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής ευχέρειας της. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά μόνον καταφατική, ως και η απόφαση του Δικαστηρίου πρωτόδικα. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά βάσει της πάγιας νομολογίας την δική του κρίση διακριτικής ευχέρειας στην κρίση του διοικητικού οργάνου, ακόμα και αν το ίδιο θα αποφάσιζε διαφορετικά.

 

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη δικαστική απόφαση επικυρώνεται με €3.500 έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

/ΓΓ



__________________________________________________________________________________________

«49: ……………………………………………………………………………………………

 

(3)  Η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν διαφορετικές θέσεις με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους κρίνεται σύμφωνα με τις ημερομηνίες της ισχύος των διορισμών, προαγωγών ή αποσπάσεών τους στις παρούσες θέσεις τους, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής τους, ή, αν οι ημερομηνίες είναι ίδιες, σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα τους.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο