ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΡΑΣ κ.α., Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 143/2019 & 23/2020 & 166/2020, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΡΑΣ κ.α., Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 143/2019 & 23/2020 & 166/2020, 8/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 143/2019 & 23/2020 & 166/2020)

 

 

8 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΔΔ 143/2019

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

Εφεσείοντες

v.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

Εφεσιβλήτων

………………………

 

 

ΕΔΔ 23/2020

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ

Εφεσείοντες

v.

 

ΔΩΡΑ ΖΑΜΠΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΖΑΜΠΑ, ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 40/18

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Εφεσίβλητου

………………………

 

 

ΕΔΔ 166/2020

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Εφεσείοντες

v.

  ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ

Εφεσίβλητου

………………………

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Π. Βασιλείου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Eφεσείοντες στην 143/2019

 

Α. Παπαχαραλάμπους μαζί με Γ. Μάρκου (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης μαζί με Κ. Μελά, για Μαρκίδης Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Ρ. Προδρόμου (κα), για Κρίτωνα Παπαλοϊζου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Χρ. Χριστάκη, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Μ. Πέτρου (κα), για Θ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Μ. Αντωνίου, για Ιωάννη Παπαζαχαρίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Π. Πολυβίου μαζί με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Γ. Κανάρης, για Δημοσθένη Στεφανίδη, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Α. Αιμιλιανίδης, μαζί με Σ. Τσαχίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Ρ. Ιάσωνος (κα) για Χρύσης Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους σε αριθμό προσφυγών

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Π. Βασιλείου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Eφεσείοντες στην 23/2020

 

Ρ. Ζαμπά Προδρόμου (κα), για τους Εφεσίβλητους στην 23/2020

 

Κ. Παπαντωνίου, για τον Eφεσείοντα στην 166/2020

 

Κ. Μελάς για Μαρκίδης, Μαρκίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο στην 166/2020

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Η ψήφιση του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011 (Ν. 88(Ι)/2011) (στο εξής «ο Νόμος») στόχευε στον «εκσυγχρονισμό των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων», προς εξάλειψη «στρεβλώσεων» και/ή καταστολή της «κοινωνικής κατακραυγής».

 

Δυνάμει του άρθρου 3(β) αυτού, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 6.5.2011, «αναστάλθηκε η καταβολή σύνταξης αξιωματούχων», οι οποίοι, μετά τη σύνταξη τους, ανέλαβαν αξίωμα ή θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς, όπως προνοούσε η σχετική διάταξη:

 

«3  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου νόμου, ή άλλου γενικού νόμου ή κανονισμών ή συμβάσεων απασχόλησης ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που καθορίζουν τους κανόνες καταβολής συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, κατά τον υπολογισμό και την καταβολή τέτοιων ωφελημάτων εφαρμόζονται οι ακόλουθες γενικές αρχές:

 

  (α)     ………………….

 

(β)     σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτόν αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σε αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο, προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης.

 

Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο αν δεν είχε ανασταλεί.»

 

Στα πλαίσια της εφαρμογής του Νόμου, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας προχώρησε σε αναστολή καταβολής της μηνιαίας σύνταξης, την οποία, οι αξιωματούχοι, λάμβαναν, και οι οποίοι υπάγονταν στους επηρεαζόμενους από την εν λόγω διάταξη του Νόμου, από 6.5.2011.

 

Ουδείς από τους Εφεσίβλητους, στις κρινόμενες εφέσεις, καταχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης μη καταβολής της σύνταξης τους, ούτε αντέδρασαν στην, κατ’ εφαρμογή του Νόμου, αναστολή της σύνταξης τους.

 

Ωστόσο, άλλοι αξιωματούχοι προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, καταχωρώντας προσφυγές κατά της διοικητικής πράξης αναστολής καταβολής της σύνταξης τους, με τις οποίες έβαλλαν κατά της συνταγματικότητας του άρθρου 3(β) του Νόμου.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την απόφαση της σε αριθμό συνεκδικαζόμενων προσφυγών Μαρία Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361, ημερ. 7.10.2014 (στο εξής «απόφαση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου»), αποφάσισε ότι, το άρθρο 3(β) του Νόμου, το οποίο εφαρμόστηκε για την αναστολή της σύνταξης των εκεί Αιτητών, παραβίαζε τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, ακύρωσε τις εκεί επίδικες διοικητικές πράξεις των κρατικών αξιωματούχων που προσέφυγαν.

 

Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η προαναφερόμενη πρόνοια ως αντισυνταγματική είναι ότι αυτή αντίκειται στα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Αντίκειται επίσης και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τους αιτητές.

 

………………………………

………………………………

 

Περιορισμός, όμως θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα (Δέστε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 ΑΑΔ 238).  Τέτοιος περιορισμός τίθεται με νόμο, εφόσον κρίνεται αναγκαίος, και στο βαθμό που η ανάγκη τον επιβάλλει (Δέστε:  Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 ΑΑΔ 165).  Η ανάγκη που επιβάλλει τέτοιο περιορισμό πρέπει να είναι όχι μόνον υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης.  Μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας ανάγκης και ο προσδιορισμός της φύσης της, μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου (Δέστε: Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 CLR 63).  Η διαπίστωση της ανάγκης διαφαίνεται από τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση.

……………………………

……………………………

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν κρίνουμε ότι το άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μη προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση.  Ο περιορισμός που τέθηκε στο άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.

…………………………….

…………………………….

 

Όμως θεωρούμε ότι και το Άρθρο 28 του Συντάγματος καταστρατηγείται από την προαναφερόμενη πρόνοια, εφαρμοζόμενη μόνο στους αιτητές, εφόσον αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων αξιωματούχων ή συνταξιούχων που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτούς, αλλά δεν επηρεάζονται αρνητικά, όπως οι αιτητές, στο περιουσιακό τους δικαίωμα στη σύνταξη, όπως είναι π.χ. οι αξιωματούχοι που, μετά την συνταξιοδότηση τους, εργάζονται σε θέσεις που δεν εμπίπτουν στη σχετική έννοια του άρθρου 2 του Ν.88(Ι)/2011.

……………………………….

……………………………….

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι πρόνοιες του άρθρου 3(β) του Νόμου, με βάση τις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, κρίνονται ως αντισυνταγματικές και επομένως άκυρες.  Κατά συνέπεια οι προσφυγές επιτυγχάνουν και εκδίδονται αποφάσεις ακυρωτικές των προσβαλλομένων αποφάσεων.»

 

Η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας και απέδωσε στους εκεί Αιτητές τα ποσά των συντάξεων, των οποίων η καταβολή είχε ανασταλεί, αναδρομικά, από 6.5.2011, ημερομηνία ισχύος του Νόμου.  Περαιτέρω, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, επανήλθε η καταβολή της σύνταξης για όλους.

 

Από τις 7.10.2014, ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, επανήρχησε η καταβολή της σύνταξης και προς τους Εφεσίβλητους, λόγω της δικαστικής κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3(β) του Νόμου, το οποίο κατέστη ανίσχυρο.

 

Με αιτήματα τους προς το Γενικό Λογιστήριο, ο κάθε Εφεσίβλητος ξεχωριστά, ζήτησαν να τους καταβληθούν τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις ανασταλείσες συντάξεις, για την περίοδο από την εφαρμογή του Νόμου (6.5.2011), μέχρι την επαναφορά της καταβολής της σύνταξης τους.

 

Το Γενικό Λογιστήριο, βασιζόμενο σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, απέρριψε τα σχετικά αιτήματα, και απέστειλε επιστολές στους Αιτητές / Εφεσίβλητους, πανομοιότυπου περιεχομένου, σύμφωνα με τις οποίες η Διοίκηση υποχρεούτο να τερματίσει την αναστολή καταβολής της σύνταξης των επηρεαζομένων προσώπων, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, αλλά η εν λόγω υποχρέωση δεν επεκτείνετο στην αναδρομική καταβολή των συντάξεων όσων δεν είχαν καταχωρήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά της, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, αναστολής καταβολής της σύνταξης τους.  Συνεπώς, κατέληξε ότι δεν θα τους επιστρέφονταν τα σωρευτικά ποσά των ανασταλθησών συντάξεων για την περίοδο από 6.5.2011 μέχρι 7.10.2014.

 

Όλοι οι Εφεσίβλητοι αντέδρασαν, καταχωρώντας προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Μεγάλος αριθμός προσφυγών συνεκδικάστηκε από την Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Η απόφασή της αποτελεί το αντικείμενο της ΕΔΔ 143/2019. 

 

Άλλες δύο προσφυγές εκδικάστηκαν από διαφορετικούς Δικαστές του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι οποίοι, επίσης, εξέδωσαν ξεχωριστές αποφάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της ΕΔΔ 23/2020 και 166/2020.  Και στις τρεις αποφάσεις, τα εγερθέντα ζητήματα ήταν τα ίδια, αντιμετωπίστηκαν με κοινό νομικό υπόβαθρο και κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι τη δικαίωση των προσφεύγοντων, με το ίδιο σκεπτικό, γι’ αυτό και οι καταχωρηθείσες εφέσεις έχουν πανομοιότυπους λόγους έφεσης.

 

Αξίζει να σημειώσουμε πως, αρχικά, οι τρεις Εφέσεις συνεκδικάζοντο, πλην όμως, λόγω προβλημάτων που προέκυψαν στην ΕΔΔ 143/2019, εξαιτίας θανάτου μερικών εκ των Αιτητών, εξεδόθη διάταγμα αποσυνένωσης της.  Παρέμειναν προς συνεκδίκαση οι 23/2020 και 166/2020, αλλά, τελικώς, και οι τρεις εφέσεις εκδικάστηκαν μαζί.

 

Όλοι οι Εφεσίβλητοι αιτούντο απόφασης του Δικαστηρίου, για κήρυξη, ως άκυρης και στερημένης οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, της απόφασης του Γενικού Λογιστηρίου, με την οποία τους πληροφορούσαν ότι δεν θα τους επιστραφούν τα ποσά των μηνιαίων συντάξεων τους, τα οποία είχαν ανασταλεί, για την περίοδο από 6.5.2011 μέχρι 7.10.2014. 

 

Προτωδίκως, προβλήθηκε, από τους Εφεσίβλητους, ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή φέρει πεπλανημένη αιτιολογία.  Ότι παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου στη Διοίκηση.  Και, τέλος, ότι το δεδικασμένο, στην απόφαση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, έπρεπε να εφαρμοστεί και στις δικές τους περιπτώσεις.

 

Οι Εφεσείοντες ήγειραν τρεις προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες άπτοντο του παραδεκτού της προσφυγής, ήτοι (α) η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα (β) δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και (γ) έλλειψη εννόμου συμφέροντος των Αιτητών / Εφεσιβλήτων.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις εξετάστηκαν κατά προτεραιότητα και απορρίφθηκαν.  Για τούτο, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης στρέφονται κατά της ορθότητας της κρίσης αυτής.

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης επί του παραδεκτού της προσφυγής, ως οι προδικαστικές ενστάσεις, κρίνεται σκόπιμο να καταγράψουμε τα ακόλουθα, υποβοηθητικά για τη συζήτηση που ακολουθεί:

 

Επί του ζητήματος της ισχύος αντισυνταγματικού νόμου, δεν υπάρχει αντίθετη άποψη:  Δεν ισχύει, αν αυτός αντίκειται στο Σύνταγμα. 

 

Τόσο ο ανίσχυρος «νόμος», όσο και ο άκυρος (αυτός, δηλαδή, που ακυρώνεται βάσει διαφορετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα), δεν παράγουν έννομο αποτέλεσμα.  Τόσο ο ανίσχυρος, όσο και ο άκυρος νόμος, δεν υποχρεώνουν σε συμμόρφωση.   Ο καθένας μπορεί να θεωρήσει την αντισυνταγματική διάταξη ως μη υπάρχουσα, επικαλούμενος το αρχήθεν ανίσχυρο αυτής (Αριστόβουλος Μάνεσης, Σύγγραμμα «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη», σελ. 290). Συνεπώς, η κήρυξη, ως αντισυνταγματικού, ενός νόμου, τον καθιστά ανίσχυρο στο εξής και η αντισυνταγματική διάταξη χάνει την ισχύ της.  

 

Το εγερθέν ερώτημα αφορά την επέκταση του δεδικασμένου από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης και σε τρίτα πρόσωπα, μη διάδικα, στη δικαστική διαδικασία, μέρη.

 

Έγινε εκτενής συζήτηση και επιχειρηματολογία από τους συνηγόρους, επί του θέματος τούτου.  Το οποίο, όμως, είχε απαντηθεί, πρωτοδίκως, και δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση, ήτοι, ότι, με βάση τους καθιερωμένους νομολογιακούς κανόνες αναφορικά με τα όρια του δεδικασμένου, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση, κατά θέσμια αρμοδιότητα ή ως οφειλόμενη ενέργεια, να συμμορφωθεί και για διοικούμενους που δεν καταχώρησαν προσφυγή, με τον ίδιο τρόπο  που το οφείλει έναντι των αιτητών στην προσφυγή, ως συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ενόψει της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τα όρια του δεδικασμένου, καταλήγω πως στο ερώτημα κατά πόσο η διοίκηση είναι υποχρεωμένη, κατά δέσμια αρμοδιότητα, ή ως οφειλόμενη ενέργεια να συμμορφωθεί και για διοικούμενους που δεν καταχώρισαν προσφυγή στη βάση του ακυρωτικού δεδικασμένου, και των επακόλουθων συνεπειών από τη μη συμμόρφωση βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, ανεξάρτητα από την κρίση του Δικαστηρίου και περί την αντισυνταγματικότητα της επίμαχης διάταξης, με τον ίδιο τρόπο που το οφείλει έναντι των αιτητών στην προσφυγή, ως συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση, η απάντηση είναι αρνητική.»

 

Αναφορά, πρωτοδίκως, έγινε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Pavlides v. Republic (1967) 3 CLR 217, στην οποία αποφασίστηκε πως το Άρθρο 148 του Συντάγματος, που επιβάλλει τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου έναντι πάντων, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν μετατρέπει την σχετική ισχύ της απόφασης, με την οποία τηρείται η αντισυνταγματικότητα νόμου σε γενικής ισχύος, με αποτέλεσμα μια τέτοια απόφαση να αφορά μόνο τα διάδικα μέρη και μόνο γι’ αυτά να απαιτείται συμμόρφωση.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης και των λόγων ακύρωσης, κρίθηκε, πρωτοδίκως, πως η απόφαση Pavlides (ανωτέρω), δεν αντιστρατεύεται το δικαίωμα των διοικούμενων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή της αντισυνταγματικής νομοθεσίας, να αναζητήσουν, με αίτημα τους, δράση από τη Διοίκηση, στα πλαίσια του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της ισότητας, επικαλούμενοι το γεγονός ότι εκδόθηκαν και γι’ αυτούς όμοιες, προς την ακυρωθείσα, πράξεις, βάσει της ίδιας διάταξης νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματικός και της υποχρέωσης της Διοίκησης να το εξετάσει.  

 

Έχοντας καταγράψει τα ανωτέρω, επανερχόμαστε στην εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων, που καλύπτονται από τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο, προβάλλεται πως, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποδέχτηκε ότι οι Εφεσίβλητοι προσβάλλουν εκπρόθεσμα τις αποφάσεις για την αναστολή καταβολής της σύνταξης, για την περίοδο από την ημερομηνία που ξεκίνησε η αναστολή, μέχρι τις 7.10.2014, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδη, οπότε και έπαψαν να προβαίνουν σε τέτοια αναστολή. 

 

Ως αιτιολογία του λόγου τούτου, αλλά και με την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, προτάσσεται πως, εμμέσως, αυτό που οι Εφεσίβλητοι προσβάλλουν είναι το ίδιο.  Ήτοι, την αναστολή καταβολής της σύνταξης τους, η οποία επήλθε με το άρθρο 3(β) του Νόμου, το οποίο, οι Εφεσίβλητοι δεν προσέβαλαν.  Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, με την οποία, το συγκεκριμένο άρθρο κρίθηκε αντισυνταγματικό, οι Εφεσείοντες έπαψαν να προβαίνουν σε τέτοια αναστολή, για όλους τους επηρεαζόμενους αξιωματούχους και όχι μόνο για όσους προσέφυγαν στο Δικαστήριο, για ακύρωση της διοικητικής πράξης αναστολής της σύνταξης.  Άρα, συνεχίζει η εισήγηση «σε περίπτωση επιτυχίας των προσφυγών τους σημαίνει ότι οι Εφεσείοντες θα πρέπει να χειριστούν τους Εφεσίβλητους, ως εάν να ήταν και εκείνοι επιτυχόντες όπως η περίπτωση των αιτητών στην υπόθεση Κουτσελίνη και να τους αναγνωρίσουν αναδρομικά ποσά ανεσταλμένης σύνταξης, χωρίς αυτοί να ήταν αιτητές στην ομάδα που κήρυξε, με την προσφυγή τους, το άρθρο 3(β) του Ν.88(Ι)/2011, ως αντισυνταγματικό.  Η αναστολή καταβολής των συντάξεων των αιτητών είχε χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων, οι οποίες παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα έναντι των Εφεσιβλήτων, οι οποίες, ως μη προσβληθείσες εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών, κατέστησαν ισχυρές

 

Επικαλέστηκε, προς περαιτέρω επίρρωση των θέσεών της, την απόφαση Α. Μιχαήλ v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ΕΔΔ 82/2018 και 83/2018, ημερ. 11.1.2024, στην οποία, κατ’ ισχυρισμό, επί ομοίων περιστάσεων, εκρίθη, από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (εκδικάζον ως Εφετείο, δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 23(3)(β)(i) του Ν.33/1964), ότι οι εκεί Εφεσείοντες αμέλησαν και/ή παρέλειψαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους για καταχώρηση προσφυγής εντός της προθεσμίας των 75 ημερών και ότι η απόφαση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου δεν αποτελούσε νέο στοιχείο, που να επιβάλλει στη Διοίκηση να αποδώσει τα αναδρομικά ποσά.

 

Κεντρικό άξονα των εισηγήσεων των συνηγόρων των Εφεσιβλήτων αποτέλεσε η αρχή ότι, νόμος που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός θεωρείται ως ανίσχυρος, από την ψήφιση του και, κατά συνέπεια, το χρονικό σημείο, από το οποίο εκδόθηκε η απόφαση στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, αποτελεί την αφετηρία για υπολογισμό του εύλογου χρόνου, εντός του οποίου καταχωρείται εμπρόθεσμα η προσφυγή τους.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, υποστήριξαν πως, η Μιχαήλ (ανωτέρω) δεν πρέπει να ακολουθηθεί και δεν αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο, καθώς το εκεί εξετασθέν επίδικο θέμα ήταν διαφορετικό.  Η όλη συζήτηση και αιτιολογία, επί της οποίας κρίθηκε η απόφαση, αφορούσε την εισήγηση ότι η αρχική αποδοχή της επίδικης πράξης των εκεί αιτητών έγινε λόγω οικονομικής ανάγκης ή και άλλων υποχρεώσεων.  Ενώ, στην κρινόμενη, το Δικαστήριο προέβη σε διάκριση των πράξεων.  Ότι, άλλη ήταν η πρώτη απόφαση που εφάρμοζε νόμο και ανέστελλε συνταξιοδοτικά δικαιώματα, και άλλη είναι η, εν προκειμένω, επίδικη, η οποία αφορά απόρριψη αιτήματος καταβολής της σύνταξης, κατ’ εφαρμογή των αρχών του Συμβουλίου της Επικρατείας, για εφαρμογή ομοίων πράξεων, μετά την ανακληθείσα.

 

Πρωτοδίκως, η ένσταση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής των Εφεσιβλήτων αντιμετωπίστηκε με το σκεπτικό ότι, οι Εφεσίβλητοι, μετά την έκδοση της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, έφεραν εις γνώση των Εφεσειόντων ότι η μη εφαρμογή του αντισυνταγματικού Νόμου, από την έκδοση της απόφασης και μετά, δεν ήταν ικανοποιητική για αποκατάσταση των συντάξεων τους, γι’ αυτό και ζήτησαν αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους.

 

Αναφέρεται, περαιτέρω, πως η απόφαση που εκδόθηκε επί τούτου του αιτήματος, κατά πόσο, δηλαδή, η Διοίκηση προτίθετο να συμμορφωθεί με τη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας του Νόμου ή όχι, αναφορικά με την εξέταση της αίτησης για επιστροφή των συντάξεων, με ανάκληση των αποφάσεων που εδράζονταν στον αντισυνταγματικό νόμο, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Διότι, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, οι δύο αποφάσεις δεν εδράζονταν στην ίδια νομική βάση.

 

Η πρώτη εφάρμοζε νόμο που ανέστελλε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ενώ η δεύτερη (οι επίδικες), τέσσερα χρόνια μετά, και αφού εκδόθηκε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, την απόρριψη αιτήματος καταβολής των συντάξεων.  Έκρινε, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν στη βάση νέων πραγματικών και νομικών δεδομένων, δηλαδή την απαίτηση / αίτημα των Εφεσιβλήτων για αποκατάσταση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων στη σύνταξη και του νομικού καθεστώτος που διαμορφώθηκε μετά την δικαστική διαπίστωση για την αντισυνταγματικότητα του νόμου που επέβαλλε αναστολή των συντάξεων.

 

Οι ανωτέρω εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων δεν ευσταθούν.  Η Μιχαήλ (ανωτέρω) κρίθηκε επί των ιδίων πραγματικών και νομικών γεγονότων, ως η παρούσα.  Οι εκεί Εφεσείοντες ήταν υπάλληλοι της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι, αφού συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα, σύναψαν συμβάσεις εργασίας με την ίδια Τράπεζα. 

 

Δεν κρίθηκε ότι αποδέχτηκαν την μείωση των συντάξεων τους λόγω οικονομικής ανάγκης, ως η σχετική εισήγηση.  Αντίθετα.  Παρά το ότι οι συνήγοροί τους επικαλέστηκαν, με διαζευκτικό τρόπο, πως ό,τι παρουσιάζεται ως αποδοχή έγινε από νόμιμη υποχρέωση και/ή λόγω οικονομικής ανάγκης, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, απέρριψε αυτή την θέση «αφενός γιατί ουδέποτε τέθηκε, ούτε και τεκμηριώθηκε πρωτόδικα ζήτημα οικονομικής ανάγκης.» Έκρινε, τοιουτοτρόπως, πως οι εκεί Εφεσείοντες αμέλησαν να ασκήσουν εμπρόθεσμα το δικαίωμα τους για έλεγχο της νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα η προσφυγή να ήταν εκπρόθεσμη και να έχουν απωλέσει το έννομο τους συμφέρον.

 

Μη αποκλίνοντας από την ανωτέρω απόφαση, τονίζουμε πως, το Γενικό Λογιστήριο, μετά την έκδοση της απόφασης στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, συμμορφούμενο με την ακυρωτική απόφαση, προχώρησε στην καταβολή των συντάξεων, αναδρομικά, για τους αιτητές στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, και, από την ημερομηνία της απόφασης, για όλους τους υπόλοιπους επηρεαζόμενους αξιωματούχους. Δεν υπήρχε, συνεπώς, θέμα για  οποιασδήποτε «επανεξέταση και ανάκλησης πράξεως που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ανίσχυρης διάταξης, όμοιας με την ακυρωθείσα», γιατί, απλώς, η διοικητική απόφαση αναστολής καταβολής των συντάξεων, που στηρίχθηκε σε κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη, κατέστη ανίσχυρη έναντι πάντων, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.  Η μεταγενέστερη άρνηση αναδρομικής αποκατάστασης των αιτητών δεν συνιστούσε «πράξη εκδοθείσα, κατ’ εφαρμογή, ανίσχυρης νομοθετικής πρόνοιας», ούτε, ασφαλώς, και επρόκειτο για πράξη όμοια με την ακυρωθείσα στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου.

 

Η απόφαση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, η οποία προέκυψε μετά από προσφυγή μερικών εκ των επηρεαζόμενων αξιωματούχων, δεν αποτελεί νέο στοιχείο, υπό την έννοια της διεξαγωγής νέας έρευνας για έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η οποία, υπό προϋποθέσεις, παρατείνει την προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αίτησης ακυρώσεως.  Ούτε μπορεί να αποδοθεί στη Διοίκηση παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, καθώς, σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 – 1959, σελ. 243, αυτή «δύναται να υπάρξει μόνον οσάκις δια σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργεια προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως.  Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής δια την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτική ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας.»

 

Συνεπώς, ούτε και υπό αυτή τη θεώρηση είναι δυνατόν να προσμετρηθεί η προθεσμία καταχώρησης προσφυγής, με αφετηρία την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Κουτσελίνη-Ιωαννίδου (ανωτέρω).

 

Κρίνεται, επομένως, πως οι ασκηθείσες προσφυγές ήταν εκπρόθεσμες και, ως εκ τούτου, μη παραδεκτές.  Ενόψει τούτου, παρέλκει η εξέταση οιωνδήποτε άλλων λόγων.

 

Στο στάδιο αυτό οι υποθέσεις αποσυνενώνονται.

 

Οι Εφέσεις επιτυγχάνουν. 

 

Οι πρωτόδικες αποφάσεις και οι διαταγές για έξοδα παραμερίζονται.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των κοινών νομικών θεμάτων και την τελική, από κοινού, εκδίκαση των Εφέσεων, κρίνουμε δίκαιη την επιδίκαση συνολικού ποσού εξόδων €2.500, για κάθε Έφεση ξεχωριστά, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

 

 

 

                                                               

Α. Ρ. Λιάτσος, Π.

                                                              

Δ. Σωκράτους, Δ.

                                                              

Τ. Καρακάννα, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο