ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 173/20)
8 Οκτωβρίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Γ.Δ.,
Εφεσείoυσα,
v.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητων.
______________________
Α. Δημητρίου, για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
______________________
Δικαστήριο: Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της προσφυγής, κρίνουμε ότι υπερέχει της αρχής της δημοσιότητας η ανάγκη για διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων της εφεσείουσας. Για τούτο δίδουμε οδηγίες όπως ο τίτλος και η απόφαση στο σύνολό της ψευδωνυμοποιηθεί. Τηρουμένης της γενικής αυτής οδηγίας, δίδονται οδηγίες όπως αντί του ονόματος της εφεσείουσας να χρησιμοποιηθούν τα αρχικά «Γ.Δ.» και των γονέων της, πατέρα και μητέρας ως «Ε.Ζ.» και «Η.Θ.», αντίστοιχα. Οι ίδιες οδηγίες δίδονται και για τις πρωτόδικες αποφάσεις.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.
______________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: To 2010, όταν η εφεσείουσα ήταν 13 ετών, οι γονείς της αποτάθηκαν στους εφεσίβλητους, για παροχή βοηθήματος για ανάπηρα ανήλικα άτομα. Το αίτημα εξετάστηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας και απορρίφθηκε στις 18/6/2010.
Παρά το γεγονός ότι η αίτηση συνοδευόταν με ιατρικά πιστοποιητικά από το Κέντρο Θαλασσαιμίας, στα οποία αναφερόταν ότι η εφεσείουσα λόγω της ασθένειάς της «παρουσιάζει κρίσεις δρεπανοκυτταρικής αναιμίας που συνοδεύονται από έντονα άλγη σε διάφορα σημεία του σώματος, πυρετό, αδυναμία, πτώση της αιμοσφαιρίνης κ.ά.», καθώς και σε άλλες επιπλοκές που θα μπορούσαν να της παρουσιαστούν, όπως «αναιμία με όλα τα επακόλουθα, καταστροφή της κεφαλής του μηριαίου οστού, συχνές λοιμώξεις, νεφροπάθεια, ελάττωση της όρασης και ακοής, έλκη στα κάτω άκρα, χολολιθίαση, πνευμονική υπέρταση, εγκεφαλικά επεισόδια, σπληνικό και ηπατικό εγκλωβισμό αίματος και άλλες σοβαρές και επικίνδυνες για την ζωή της επιπλοκές», κρίθηκε πως δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου για να θεωρηθεί ως ανάπηρο άτομο.
Ακολούθησε η επανεξέταση του ζητήματος από την Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα, στο πλαίσιο εξέτασης της ένστασης που υποβλήθηκε από τους γονείς, η οποία αποφάνθηκε το 2013, ότι η εφεσείουσα δεν πληρούσε σωρευτικά τα κριτήρια του άρθρου 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου (Ν. 95(Ι)/2006). Οι γονείς της εφεσείουσας προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση (βλ. υποθ. αρ. 5686/13, Γ.Δ., δια των γονέων και κηδεμόνων του προσώπου και της περιουσίας της Ε.Ζ. και Η.Θ. ν. Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και Άλλων, ημερομηνίας 22.7.2015).
Παραθέτουμε τα κύρια αποσπάσματα από την κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω ακυρωτική απόφαση κατωτέρω:
«Η αιτήτρια προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Το άρθρο 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, Ν.95(Ι)/2006 προβλέπει ότι:-
"«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία."
Ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 1168/2013, Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Απριλίου 2015:
"Η σύγκριση που πρέπει να γίνεται με βάση τον ορισμό στο άρθρο 2, είναι με άτομο της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία και το οποίο μπορεί να λειτουργεί φυσιολογικά και να έχει την ποιότητα ζωής που αναμένεται για το άτομο της ηλικίας εκείνης. Αυτό σημαίνει εκπαιδευτικά, λειτουργικά, αλλά και εργασιακά να μπορεί ή να μπορούσε να είναι στο επίπεδο ατόμων ανάλογης ηλικίας χωρίς προβλήματα."
Στην επιστολή ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2013, αναφέρεται απλώς ότι, η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αφού έλαβε υπόψη της, την έκθεση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία αξιολόγησε την αιτήτρια, αποφάσισε ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος» σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου. Η ΣΠΟ στην έκθεση της ανέφερε ότι δεν επηρεάζεται ουσιωδώς η λειτουργικότητα της αιτήτριας.
Το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκόμισε η αιτήτρια αναφέρει ότι, οι κρίσεις δρεπανοκυτταρικής αναιμίας ποικίλουν στη σοβαρότητα και μπορεί να αντιμετωπιστούν είτε στο σπίτι είτε ενδεχομένως να χρειαστεί νοσοκομειακή νοσηλεία.
Η σοβαρότητα της κατάστασης της αιτήτριας, με βάση τα πιστοποιητικά, δεν φαίνεται να ερευνήθηκε επαρκώς από τους καθ'ων η αίτηση, ως προς το κατά πόσο μειώνονται ουσιωδώς δραστηριότητες ή λειτουργίες της ανήλικης σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου. Ήταν υποχρέωση της ΣΠΟ να προβεί σε δέουσα έρευνα, έτσι ώστε να διαπιστώσει την πραγματική κατάσταση της ανήλικης, κάτι το οποίο δεν έγινε.
[…]
Παράλληλα, η αιτιολογία που καταγράφεται είναι επίσης ελλιπής. Στην εν λόγω απόφαση της ΣΠΟ γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι η ανήλικη δεν εμπίπτει στα κριτήρια του άρθρου 2 και, ουσιαστικώς, επαναλαμβάνονται οι πρόνοιες του Νόμου. Η απλή επανάληψη των διατάξεων του Νόμου, έτσι ώστε αυτή να αποτελεί την αιτιολογία μιας απόφασης, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι τούτο δεν συνιστά αιτιολογία.
[…]
Με γνώμονα τα πιο πάνω, βρίσκω η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν πληροί τις απαιτήσεις του Νόμου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής.»
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση ακολούθησε διαδικασία επανεξέτασης με αξιολόγηση της εφεσείουσας από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα, η οποία είχε αναζητήσει από την ίδια και την προσκόμιση νέων ιατρικών βεβαιώσεων, οι οποίες απεστάλησαν.
Η Πολυθεματική Συμβουλευτική Ομάδα, συνεδρίασε στις 5.1.2017, στην παρουσία και της εφεσείουσας και εισηγήθηκε προς τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, την απόρριψη της αιτήσεως, λόγω του ότι η αιτηθείσα το βοήθημα δεν πληρούσε σωρευτικά τα κριτήρια του όρου «ανάπηρος» στη βάση των διατάξεων του άρθρου 2 του Νόμου αφού, όπως καταγράφηκε, «η κατάσταση της υγείας της δεν μειώνει ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μίας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία», εισήγηση με την οποία η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, συμφώνησε και απέρριψε εκ νέου την αίτηση στις 23.3.2017.
Ακολούθησε η καταχώριση νέας προσφυγής, η οποία, αφού εκδικάστηκε, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο (υπ. αρ. 1091/2017, Γ.Δ. ν. Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και Άλλων, ημερ. 28/9/2020). Παραθέτουμε κατωτέρω το σχετικό με το σκεπτικό του Δικαστηρίου απόσπασμα:
«Διαπιστώνω από τα ενώπιον μου πρακτικά συνεδρίας της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, ημερομηνίας 5.1.2017, ότι τα μέλη αυτής, κατά την αξιολόγηση της αιτήτριας, κατέγραψαν τις προσωπικές της συνθήκες, επί καθημερινής βάσεως, τονίζοντας το ταλέντο της στη μουσική, το οποίο και αξιοποιεί σπουδάζοντας στο Μουσικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπως επίσης την κοινωνικότητά της, αλλά και την συγκροτημένη της προσωπικότητα.
Η Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα, κατέγραψε και περιέγραψε επίσης, την ιατρική της κατάσταση, όπως την παρουσίαση επώδυνων κρίσεων συνεπεία της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, οι οποίες είναι αντιμετωπίσιμες με φαρμακευτική αγωγή, επί καθημερινής βάσεως. Αναφορά έγινε και στο επεισόδιο πνευμονίας κατά το έτος 2011, για το οποίο χρειάστηκε ενδονοσοκομειακή νοσηλεία, όπως επίσης και στα ακτινομορφολογικά ευρήματα που διαπιστώθηκαν σε σχετική ακτινολογική εξέταση στις 17.2.2016.
Με γνώμονα τις ιατρικές εκθέσεις που η ίδια η αιτήτρια παρουσίασε, από τις οποίες διαπιστώνω ότι απουσιάζει μία συγκεκριμένη και υπαρκτή επίπτωση (ιατρική βεβαίωση ημερ. 25.5.10, ημερ. 9.11.2009, μαγνητική τομογραφία ημερ. 30.1.15), πέραν των συμπτωμάτων της αναιμίας, παρά μόνον γίνεται παρουσίαση της γενικότερης εικόνας των επιπλοκών που θα μπορούν να παρουσιαστούν, αλλά και την επιτυχή τους αντιμετώπιση με φαρμακευτική αγωγή (ιατρική βεβαίωση ημερ. 26.9.16), θεωρώ ως εύλογα επιτρεπτή την απορριπτική εισήγηση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας.
Στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος, η Συμβουλευτική Πολυθεματική, όφειλε να διερευνήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης της αιτήτριας, ως προς το κατά πόσον μειώνονται ουσιωδώς οι λειτουργίες ή δραστηριότητες της αιτήτριας, διερεύνηση που κρίνεται ότι επιτεύχθηκε, δια της επανεξέτασης, τόσο στη βάση των προσωπικών της συνθηκών, όσο και των ιατρικών της δεδομένων.
Η διερεύνηση στην οποία οφείλει το αρμόδιο όργανο να προβεί, για το κατά πόσον, ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπηρο, ως αυτό προδιαγράφεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου, άπτεται του κατά πόσον, το συγκεκριμένο πρόσωπο, παρουσιάζει ανεπάρκεια ή μειονεξία που να μειώνει ουσιωδώς ή να αποκλείει την εκτέλεση των φυσιολογικών του δραστηριοτήτων.
Στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του γνωμοδοτικού οργάνου, δεν διαπιστώθηκε τέτοια ανεπάρκεια, αλλά ούτε και μειονεξία ως προς το πρόσωπο της αιτήτριας, διαπίστωση που στη βάση όλων των σχετικών δεδομένων, κρίνω ότι ήταν νόμιμη, αλλά και σύμφωνη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η διερεύνηση που έγινε από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα ήταν ελλιπής, ενόψει της μη συμμετοχής σε αυτήν ειδικού με την πάθηση της αιτήτριας ιατρού, αφού τέτοια συμμετοχή δεν απαιτείται εκ του Κανονισμού 2 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών (Σύσταση Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας) Κανονισμών του 2006, Κ.Δ.Π. 319/2006, στον οποίο και καταγράφεται η συγκρότηση αυτής.
Διαπιστώνω επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη, αφού εντοπίζονται σε αυτήν όλα τα απαραίτητα στοιχεία από τα οποία εύκολα μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της υπό κρίσης απόφασης. Είναι νομολογημένο ότι η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345, Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Ind. Ltd (2009) 3 ΑΑΔ 92).
Η αιτιολογία που δόθηκε εκ μέρους της διοίκησης, περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αν και σύντομη, ως προς τα ιατρικά θέματα, είναι εντούτοις περιεκτική και συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, αλλά και των ιατρικών της εκθέσεων […]».
Στην συνέχεια η εφεσείουσα προχώρησε στην καταχώριση της ενώπιον μας έφεσης. Προβάλλει έξι λόγους έφεσης κατά της ορθότητας της δικαστικής απόφασης. Υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή κατόπιν κακής ερμηνείας της νομοθεσίας και έλλειψης δέουσας έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν πληρούσε τα κριτήρια του όρου «ανάπηρος» (1ος λόγος έφεσης), και ότι οι κρίσεις δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, τις οποίες παρουσίαζε η εφεσείουσα, δεν αποτελούσαν υπαρκτή επίπτωση (2ος λόγος έφεσης), ότι επίσης έγινε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα (3ος λόγος έφεσης), και απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως ότι κακώς δεν συμμετείχε στη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα ειδικός ιατρός σχετικός με την πάθηση της εφεσείουσας (4ος λόγος έφεσης), καθ’ ότι κατά την κρίση του δεν ήταν αναγκαία η συμμετοχή ειδικού με την πάθηση της εφεσείουσας ιατρού στη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα (5ος λόγος έφεσης). Τέλος ότι λανθασμένα ή/και αδικαιολόγητα κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (6ος λόγος έφεσης).
Σχετικό νομοθετικό καθεστώς είναι το άρθρο 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, στη βάση του οποίου δίδεται η έννοια του όρου «ανάπηρος», ως ακολούθως:
««ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας, που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·»
Είχε τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση στην πρώτη προσφυγή της εφεσείουσας (υπ. αρ. 5686/13 – βλ. ανωτέρω σελ. 3 επ.) και αποτελούσε πλέον δεδικασμένο, ότι η επανάληψη των διατάξεων του νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία και περαιτέρω ότι δεν θα πρέπει να εξετάζεται από την Πολυθεματική Ομάδα μόνο αν μειώνεται ουσιωδώς κάποια λειτουργία της αιτούσας το δημόσιο βοήθημα, αλλά να εξετάζεται αν μειώνεται ουσιωδώς σε σύγκριση με τις φυσιολογικές λειτουργίες μη πασχόντων ατόμων, ιδίας ηλικίας με αυτήν.
Συνάγεται πως μετά την ακυρωτική απόφαση όφειλε να είχε διεξαχθεί επανεξέταση τόσο στην βάση του πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου (2010 – 2013), όσο και του χρόνου που διέρρευσε μέχρι τη διεξαγωγή της επανεξέτασης, καθ’ ότι το άρθρο 2 του Νόμου (ανωτέρω), αναφέρεται σε μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας περιορισμό, οπότε είχαν σημασία τα ιατρικά ευρήματα τόσο του 2010 (ιατρικές βεβαιώσεις) όσο και οι εξελίξεις στην πορεία, αλλά και μέχρι το 2017, και τι προβλεπόταν τότε για τις λειτουργίες της αιτούσας στο μέλλον (αν ήταν μόνιμες βλάβες ή απροσδιόριστης διάρκειας ή όχι).
Αντ’ αυτού η Έκθεση της Επιτροπής, η οποία εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος, περιορίστηκε στην αναφορά στην συνέντευξη που είχε με την εφεσείουσα, η οποία είχε ήδη μετά την παρέλευση επτά ετών ξεκινήσει σπουδές στο εξωτερικό. Δεν έγινε καμία έρευνα για το παρελθόν (2010 – 2017) κατά πόσο η κατάσταση τότε επέβαλλε στους καθ’ ων η αίτηση να την κρίνουν ως ανάπηρη, λαμβανομένων και των εξελίξεων που μεσολάβησαν (κρίσεις που ήταν επώδυνες και αντιμετωπίζονταν αρχικά με νοσηλεία και αργότερα στο σπίτι με φαρμακευτική αγωγή, καθώς και νέκρωση της κεφαλής των μηριαίων οστών εξαιτίας των οποίων υπέστη επέμβαση με τρυπανισμό και στα δύο μηριαία οστά, καθώς και αντιμετώπιση της πτώσης της αιμοσφαιρίνης της με μεταγγίσεις αίματος κ.λ.π.) και κατά πόσο αυτά προκαλούσαν μειονεξία σωματική ή και άλλη σε σχέση με ένα παιδί της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια.
Ουσιαστικά παραβιάστηκε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης που επέβαλλε επανεξέταση εξ υπαρχής με τα στοιχεία και του ουσιώδους χρόνου, με έρευνα και των συνθηκών ζωής άλλων παιδιών που είχαν φυσιολογική ζωή, καθώς και αιτιολόγηση της απόφασης χωρίς επανάληψη του λεκτικού του άρθρου 2 του Νόμου, αλλά με αναφορά στα πραγματικά περιστατικά. Υπήρξαν διαζεύξεις στα κριτήρια του άρθρου 2 του Νόμου, ώστε να απαιτείτο η διαμόρφωση της κρίσης της διοίκησης κατά πόσο είτε η μια είτε η άλλη πληρούνταν και για ποιο λόγο και αν όχι σε κάθε περίπτωση η σχετική αιτιολογία, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Λανθασμένα το Δικαστήριο πρωτόδικα θεώρησε ως εύλογα επιτρεπτή την απορριπτική εισήγηση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, επειδή κατά την κρίση του, διερεύνησε, ως όφειλε τη σοβαρότητα της κατάστασης της αιτήτριας, ως προς το «κατά πόσο μειώνονταν ουσιωδώς οι λειτουργίες ή οι δραστηριότητες της αιτήτριας». Η δέουσα διερεύνηση κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι επιτεύχθηκε δια της επανεξέτασης τόσο στη βάση των προσωπικών της συνθηκών, όσο και των ιατρικών της δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρουσίαση επώδυνων κρίσεων αντιμετωπίζονταν με φαρμακευτική αγωγή επί καθημερινής βάσεως, χωρίς να γίνει αναφορά στις επώδυνές κρίσεις που υπέστη στο παρελθόν που αντιμετωπίζονταν με νοσηλεία και μεταγγίσεις αίματος.
Το σφάλμα του Δικαστηρίου εστιάζεται στο γεγονός ότι περιορίστηκε στην αντίληψη που διαμόρφωσε η Πολυθεματική Ομάδα ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την συνέντευξη με την εφεσείουσα το έτος 2017. Επίσης λανθασμένα αντιλήφθηκε ότι το ζητούμενο ήταν το κατά πόσο μειώνονταν ουσιωδώς οι λειτουργίες ή δραστηριότητες της αιτήτριας κατ’ απομόνωση αντί και σε σύγκριση με υγιή άτομα της ηλικίας της σε όλα τα στάδια της ζωής της μέχρι τότε. Όπως όμως αποφασίστηκε στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρώτη προσφυγή της εφεσείουσας, δεν εξετάζεται αυτό μόνο, αλλά εξετάζεται η τυχόν μειονεξία ή ανεπάρκεια, συγκρινόμενη με τη ζωή ενός παιδιού που δεν ασθενεί της ίδιας ηλικίας. Μια τέτοια διερεύνηση δεν έγινε από την Επιτροπή για όλους τους ουσιώδεις χρόνους από το 2010 έως το 2017, όπως επίσης δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη τα υπαρκτά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετώπισε η εφεσείουσα και κατά πόσο αυτά αποτέλεσαν ανεπάρκεια ή μειονεξία η οποία προκάλεσε μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας περιορισμό (σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 6 γίνονται αποδεκτοί. Λανθασμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι έγινε η δέουσα έρευνα, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί ακυρωτική δικαστική απόφαση, της οποίας το δεδικασμένο διαπιστώνουμε πως παραβιάστηκε, ενόψει της καταγραφής εκ νέου του κειμένου των νομοθετικών διατάξεων ως αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της διοίκησης και της παραγνώρισης της υποχρέωσης εξέτασης του ζητήματος, σε σύγκριση με τη ζωή παιδιών που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είναι ανάπηρο πρόσωπο η εφεσείουσα, απορρίπτεται, καθότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολογική κρίση σε σχέση με την αναπηρία ή όχι της εφεσείουσας μη έχοντας τέτοια δικαιοδοσία, αλλά έλεγξε τη νομιμότητα της απόφασης και κατέληξε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Οι τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης, που αφορούν την συγκρότηση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Επιτροπής και την μη παρουσία σε αυτήν ως μέλος ειδικού ιατρού, όπως προβλέπεται στους Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 319/2006), δεν μπορεί να γίνουν δεκτοί, καθότι δεν προβλήθηκαν λόγοι ακύρωσης σχετικοί με την συγκρότηση της Πολυθεματικής Επιτροπής από τον Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών πρωτόδικα. Δεν καθορίζει η εν λόγω Κανονιστική Διοικητική Πράξη τις ειδικότητες των ιατρών που θα πρέπει να διορίσει ως μέλη της Επιτροπής ο Διευθυντής κατά δέσμια αρμοδιότητα, αλλά οι διορισθέντες και η ειδικότητά τους καθορίζονται από τον Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών κατά την κρίση του, δηλαδή κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, ως ειδικοί επί των ζητημάτων υγείας του αιτούμενου το βοήθημα. Επομένως, εξετάζοντας κατά πόσο πρωτόδικα είχε προβληθεί λόγος ακύρωσης σε σχέση με την κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, διαπιστώνουμε ότι τέτοιος λόγος ακυρώσεως δεν είχε προβληθεί και ούτε αναπτυχθεί στις γραπτές αγορεύσεις.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει σε σχέση με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 6. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε ως μη ορθή, καθώς και σε σχέση με το απορριπτικό αποτέλεσμα και την επιδίκαση εξόδων στην προσφυγή υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, διαταγή η οποία παραμερίζεται.
Η επίδικη στην προσφυγή διοικητική πράξη ακυρώνεται.
Επιδικάζονται €4.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, τόσο για την πρωτόδικη όσο και για την κατ’ έφεση διαδικασία, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίων των εφεσιβλήτων.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/ΓΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο